Η αρχαιολογία, μία επιστήμη μόλις 250 ετών, αλλάζει κατεύθυνση: βάζει στα συρτάρια τα σχέδια εκτεταμένων ανασκαφών και ζητά τη διατήρηση των αρχαιολογικών χώρων, όπως ακριβώς βρίσκονται σήμερα! Θεωρεί ότι η μελλοντική τεχνολογία θα βρει τον τρόπο ώστε να μάθουμε τα πάντα για τον αρχαίο πολιτισμό, χωρίς να χρειάζεται να καταστρέψουμε τμήμα του με τις σημερινές βίαιες μεθόδους εκσκαφής. Στο άρθρο θα παρακολουθήσετε τη συναρπαστική πορεία της επιστήμης από τους «τυχοδιώκτες θησαυρο-θήρες» του μεσαίωνα, στους παράτολμους αρχαιοδίφες του Διαφωτισμού, που εξελίχθηκαν στους σύγχρονους αρχαιολόγους.
του Δημήτρη Καλαντζή
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΓΛΗ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ
Δίνοντας οδηγίες ο Νέστορας στο γιό του Αντίλοχο, για το πώς θα κερδίσει την αρματοδρομία, την οποία μόλις είχε οργάνωσει ο Αχιλλέας για να τιμήσει τον νεκρό Πάτροκλο, «αποκαλύπτει» στην Ιλιάδα τη σχέση του ομηρικού κόσμου με τα υλικά απομεινάρια του παρελθόντος: το σημείο όπου θα πρέπει να γίνει η κρίσιμη στροφή του άρματος, είναι ο τύμβος ενός ανώνυμου θνητού που πέθανε παλαιά. Τα ονόματα έχουν χαθεί. Ο ομηρικός κόσμος είναι προφορικός. Δεν χρειάζεται έρευνα, αποδείξεις και τεκμήρια για το παρελθόν του. Όταν το «σῆμα» δεν τιμάται πια από τους σύγχρονούς του, περνά στη λήθη…
Για τον άνθρωπο μέχρι πριν από 250 χρόνια, οι τύμβοι, οι ναοί, τα δημόσια κτίρια, τα «μνημεία» γενικότερα, έχαναν την αξία τους από την στιγμή που δεν εξυπηρετούσαν τις σύγχρονες πρακτικές ανάγκες λατρείας και τις κυρίαρχες «αφηγήσεις». Ο Παρθενώνας μπορούσε να μετατραπεί σε τζαμί ή εκκλησία, οι τάφοι βασιλέων και αυτοκρατόρων να αποψιλωθούν από τα αντικείμενα μεταπρατικής αξίας ή ακόμα και να καταστραφούν με μανία, ώστε να «σβηστούν» από την ιστορία, απηχώντας την ιδεολογία της επιβολής του καινούργιου.
Μπορεί ακόμα και στη σύγχρονη εποχή να γινόμαστε μάρτυρες τέτοιων προσπαθειών «διαγραφής» της ιστορίας με την καταστροφή κολοσσιαίων καλλιτεχνημάτων (Βούδες της Μπαμιγιάν – ανατίναξη από τους Ταλιμπάν το Μάρτιο του 2001 ή καταστροφή της Παλμύρας από τον Isis) αλλά ο δυτικός κόσμος συνολικά, από την εποχή του ρομαντισμού και του κλασικισμού, άλλαξε ριζικά τη στάση του απέναντι στα «σῆματα» του παρελθόντος. Ζήτησε να τα γνωρίσει, να τα θαυμάσει να τα αγγίξει, να τα αναστηλώσει, να φτιάξει παρόμοια, να «συνδιαλαγεί» μαζί τους. Η ηχώ του παρελθόντος μέσα από τα κείμενα δεν ήταν πια αρκετή. Ήθελε άμεση επαφή. Και τα κατάφερε, στην αρχή περισσότερο ως μία σειρά από προσωπικές περιπέτειες που απέφεραν «λάφυρα» και εξωτικές ιστορίες, και στη συνέχεια μέσα στο πλαίσιο της επιστήμης που ονομάστηκε αρχαιολογία.
Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΩΣ «ΠΑΙΔΙ» ΤΟΥ «ΑΙΩΝΑ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ»
Αν η αρχαιολογία ορίζεται σήμερα ως η επιστήμη της ανθρώπινης δραστηριότητας στο παρελθόν, η οποία βασίζεται στη ανάκτηση και την ανάλυση των υλικών στοιχείων του πολιτισμού, που άφησαν πίσω τους παλαιότεροι πληθυσμοί (τεχνουργήματα, κατασκευές, αρχιτεκτονήματα, στοιχεία οικολογίας και πολιτισμικών τοπίων), τρεις αιώνες πριν, δεν είχε κανένα θεωρητικό υπόβαθρο και η σχέση των ανθρώπων με τα απομεινάρια του παρελθόντος τους, εξαντλούνταν στην συλλογή ωραίων αντικειμένων. Η αξιοποίησή τους, ώστε να παραχθεί από αυτά ιστορικός λόγος, ήταν πέραν από τις αναζητήσεις των τότε κοινωνιών. Η ιδέα της αρχαιολογικής έρευνας γεννήθηκε την εποχή του ρομαντισμού, όταν τολμηροί αριστοκράτες και αστοί, έχοντας κλασσική παιδεία από τη μελέτη του Ομήρου, του Στράβωνα και του Παυσανία, αποφασίζουν να έρθουν κοντά, να ψηλαφίσουν, αν είναι δυνατόν, τον εξιδανικευμένο αρχαίο κόσμο. Ήταν για εκείνους ένας κόσμος εξωτικός και ρεαλιστικός ταυτόχρονα, «μεγαλύτερος» από τον σύγχρονό τους. Ο μύθος που βρισκόταν στα κείμενα, έγινε τότε η αφορμή για μία περιπέτεια στο παρελθόν, για την προσέγγιση της απαρχής του πολιτισμού στην Ανατολή και την επιδίωξη του ανέφικτου: να βρεθούν τα μνημεία που θα καταστήσουν τον μύθο «λαμπρή» ιστορική πραγματικότητα.
Η ουσιαστική αφετηρία για τη θεμελίωση της αρχαιολογία ως επιστήμης, έλαβε χώρα στην εποχή του Διαφωτισμού, όταν επιστήμονες, ποιητές, φιλόσοφοι και ζωγράφοι στράφηκαν στην κλασική εποχή, και ιδιαίτερα την Ελλάδα, για να αναρωτηθούν πως επιτεύχθηκε ο ορθολογισμός, αυτό που θεωρούσαν ως υπέρτατη ανθρώπινη αξία. Κατέληξαν ότι η ανθρώπινη κοινωνία παντού ξεκίνησε με τα λίθινα εργαλεία, αναπτύχθηκε με την εφεύρεση της καλλιέργειας και έφτασε στον κολοφώνα της με την σύγχρονή τους ευρωπαϊκή κοινωνία των επιστημών. Ο «αιώνας της λογικής» έληξε με τη Γαλλική Επανάσταση, αλλά η κεντρική ιδέα της «Μεγάλης Αλυσίδας της Ύπαρξης», επρόκειτο να οδηγήσει ισχυρούς και πλούσιους Ευρωπαίους να εξερευνήσουν τον κόσμο κατά τον επόμενο αιώνα.
Ήδη από τα τέλη του 16ου αιώνα και ολόκληρο τον 17ο αιώνα, προγονικά κειμήλια, αξιοπερίεργα αντικείμενα και εκκλησιαστικά είδη, συνιστούν τις συλλογές με αρχαιότητες, που δημιουργούν ευγενείς, πλούσιοι αστοί και κληρικοί. Για να τα προμηθευτούν καταφεύγουν σε κυνηγούς θησαυρών αλλά και στους αρχαιοδίφες (antiquarians), που, έχοντας μελετήσει σχολαστικότητα τα αρχαία κείμενα, αναζητούν τις αποδείξεις τους. Οι αρχαιοδίφες επικεντρώνονται στα υπάρχοντα εμπειρικά δεδομένα για να κατανοήσουν το παρελθόν, ενστερνιζόμενοι την αντίληψη του Sir Richard Colt Hoare (1758-1838), «Μιλάμε με στοιχεία και όχι με θεωρία».
Οι αρχαιοδίφες ενδιαφέρθηκαν για την ερμηνεία των μνημείων, εκτός από την απλή παρατήρησή τους. Ταξίδεψαν στην ανατολή και αλλού, κατέγραψαν αναλυτικά τις περιπέτειές τους (μαζί με αυτά που ανακάλυπταν) και επέστρεφαν στους τόπους τους συνήθως με «ενθύμια» (αρχαία αντικείμενα) που προκαλούσαν εντύπωση. Η δουλειά τους έγινε αφετηρία για να σταματήσει το τυχοδιωκτικό «κυνήγι του θησαυρού» και να μπουν τα θεμέλια μίας συγκεκριμένης μεθοδολογίας για την προσέγγιση των λειψάνων του παρελθόντος.
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ: ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΠΥΛΩΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ
Ανάμεσα στο 1860 και στην αλλαγή του αιώνα, διατυπώνονται οι πέντε βασικοί πυλώνες της επιστημονικής αρχαιολογίας:
Η σημασία της στρωματογραφικής ανασκαφής. Η σημαντικότητα του «μικρού ευρήματος» και του «απλού τεχνουργήματος». Η επιμελής χρήση των σημειώσεων πεδίου, η φωτογράφηση και οι χάρτες που καταγράφουν την εξέλιξη της ανασκαφής και η δημοσίευση των αποτελεσμάτων και τα βασικά στοιχεία της συνεργατική ανασκαφής που κατοχυρώνουν τα δικαιώματα των ιθαγενών.
Αναμφισβήτητα, η πρώτη κίνηση προς όλες αυτές τις κατευθύνσεις σηματοδοτήθηκε από την ιδέα της «Εκτεταμένης Ανασκαφής». Μέχρι τότε, οι περισσότερες ανασκαφές ήταν τυχαίες και είχαν προορισμό την ανεύρεση μεμονωμένων τεχνουργημάτων που θα αποδίδονται σε συλλογές ιδιωτών και μουσείων.
Ήταν ο Ιταλός αρχαιολόγος Guiseppe Fiorelli (1823-1896) που, όταν ανέλαβε τις ανασκαφές στην Πομπηία το 1860, ξεκίνησε να ανασκάπτει ολόκληρα τετράγωνα, παρακολουθώντας τις στρωματογραφικές στρώσεις και διατηρώντας πολλά στοιχεία στη θέση τους. Ο Fiorelli πίστευε ότι η τέχνη και τα αντικείμενα ήταν δευτερευούσης σημασίας μπροστά στον πραγματικό σκοπό της ανασκαφής: να γνωρίσουμε αυτή την ίδια την πόλη και τους κατοίκους της, πλούσιους και φτωχούς. Ο Fiorelli ξεκίνησε μία σχολή για τις αρχαιολογικές μεθόδους, μεταδίδοντας τη στρατηγική του σε Ιταλούς και άλλους αρχαιολόγους, διαδίδοντας την πρακτική ιδέα της «εκτεταμένης ανασκαφής»…
Ο Γερμανός αρχαιολόγος Ernst Curtius (1814-1896), ξεκινάι την ανασκαφή στην Ολυμπία. Όπως και άλλες τοποθεσίες του αρχαίου κόσμου, η Ολυμπία ήταν εξαιρετικού ενδιαφέροντος, ιδιαίτερα για τα αγάλματά της, που έβρισκαν το δρόμο προς τα μουσεία όλου του κόσμου. Όταν ο Curtius πήγε να εργαστεί στην Ολυμπία τέθηκε υπό τους όρους μίας συμφωνίας μεταξύ Γερμανικής και Ελληνικής κυβέρνησης: κανένα από τα τεχνουργήματα δεν θα φύγει από την Ελλάδα (εκτός από κάποια πανομοιότυπα) και ένα μικρό μουσείο θα κτιστεί στον τόπο. Η γερμανική κυβέρνηση θα μπορούσε να ανακτήσει τις δαπάνες της «εκτεταμένης ανασκαφής» με την πώληση «αντιγράφων». Το κόστος όμως ήταν τρομακτικό και οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να αποσυρθούν το 1880 από την Ολυμπία, αφήνοντας όμως πίσω τους, τους σπόρους της συνεργατικής επιστημονικής έρευνας.[1]
Η μεγάλη εξέλιξη στην τεχνική και μεθοδολογία της αρχαιολογίας επιτεύχθηκε από την εργασία τριών Ευρωπαίων, των: Schliemann, Pitt-Rivers, and Petrie. Παρόλο που οι αρχικές τεχνικές μέθοδοι του Heinrich Schliemann (1822-1890) σήμερα απαξιώνονται ως εργασία που προσομοίαζε περισσότερο με εκείνη των «κυνηγών θησαυρών», τα τελευταία χρόνια της δουλειάς του στο χώρο της Τροίας, προσέλαβε ως βοηθό τον επίσης Γερμανό Wilhelm Dörpfeld (1853-1940), ο οποίος είχε εργαστεί στην Ολυμπία με τον Curtius. Η επιρροή του Dörpfeld στον Schliemann, οδήγησε στην βελτίωση των τεχνικών του και, προς στο τέλος της καριέρας του, ο Schliemann κατέγραφε προσεκτικά την πορεία των ανασκαφών του, διατηρούσε τα απλά ευρήματα με την ίδια προσοχή με τα εξαιρετικά και δημοσίευε με λεπτομέρειες τις εκθέσεις του.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ: ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΤΑ «ΕΡΓΑΛΕΙΑ» ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ
H αρχαιολογική έρευνα στις ημέρες μας προϋποθέτει αρκετές διακριτές φάσεις. Ξεκινά όμως πάντα με ένα ξεκάθαρο σκοπό, που όταν καθοριστεί, ξεκινά η έρευνα σε μία τοποθεσία, ώστε να βρεθούν όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα σε αυτήν. Το δεύτερο στάδιο μπορεί να περιλαμβάνει ανασκαφή, ώστε να αποκαλυφθούν στοιχεία που βρίσκονται θαμμένα, και το τρίτο στάδιο είναι η συλλογή δεδομένων από την περιοχή και η αξιολόγησή τους, με τρόπο που θα ανταποκρίνεται στον αρχικό στόχο της συγκεκριμένης αρχαιολογικής έρευνας.
Πριν ξεκινήσει η έρευνα, και προκειμένου να οριστεί το πεδίο της, η σύγχρονη αρχαιολογία έχει στη διάθεσή της δύο τρόπους για να συγκεντρώσει πληροφορίες σχετικά με θέσεις και περιοχές: όργανα παθητικής και ενεργής ανίχνευσης. Τα όργανα παθητικής ανίχνευσης (απεικονίσεις δορυφόρων) εντοπίζουν τη φυσική ενέργεια που ανακλάται ή εκλύεται από μία περιοχή ενώ τα ενεργά (LIDAR – Laser Altimeter) εκπέμπουν ενέργεια και καταγράφουν ό,τι αντανακλάται.
H αρχαιολογική έρευνα συνεχίζεται με έρευνα πεδίου, ώστε να εντοπισθούν στην ευρύτερη περιοχή στοιχεία ενδιαφέροντος όπως σπίτια και χώροι εναπόθεσης απορριμμάτων. Η έρευνα πεδίου δεν ήταν ευρέως διαδεδομένη πρακτική στις πρώτες ημέρες της αρχαιολογίας. Οι ιστορικοί του πολιτισμού και οι πρώτοι ερευνητές ήταν ικανοποιημένοι με την ανακάλυψη των μνημιακών χώρων των τοπικών πληθυσμών και όχι με την έρευνα σε όλα τα επίπεδα και λειτουργίες της αρχαίας κοινωνίας. Η έρευνα πεδίου εκτελείται ως προκαταρκτική άσκηση της ανασκαφής ή αντί αυτής και απαιτεί σχετικά λίγο χρόνο και χρήματα, αφού δεν απαιτεί την επεξεργασία μεγάλης έκτασης γης στην αναζήτηση τεχνουργημάτων. Πρόκειται για «μη καταστρεπτική» αρχαιολογία, καθώς η έρευνα αποφεύγει ηθικά προβλήματα καταστροφής μίας περιοχής μέσω της εκσκαφής. Συγκεντρώνει πληροφορίες, όπως τα σχέδια οικιστικών συνηθειών και της δομής των οικισμών αλλά και της διασποράς των επιφανειακών τεχνουργημάτων. Η εναέρια έρευνα διεξάγεται με κάμερες προσαρμοσμένες σε αεροπλάνα, αερόστατα και, πιο πρόσφατα, σε drones, που μπορούν να αποτυπώσουν γρήγορα μεγάλες και περίπλοκες θέσεις. Η εναέρια απεικόνιση μπορεί να ανιχνεύσει πολλά στοιχεία που δεν είναι ορατά από το έδαφος, όπως ότι τα φυτά αναπτύσσονται πιο αργά πάνω από πέτρινους τοίχους, ενώ πάνω από χώρους εναπόθεσης απορριμμάτων αναπτύσσονται πιο γρήγορα. Η γεωφυσική έρευνα είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να δούμε κάτω από το έδαφος. Τα μαγνητόμετρα ανιχνεύουν λεπτομερείς αποκλίσεις στο μαγνητικό πεδίο της Γης, που προκαλούνται από μεταλλικά τεχνουργήματα, καμίνια, κάποιους τύπους πέτρινων κατασκευών, ακόμα και χώρους απόθεσης απορριμμάτων.
Η ανασκαφή υπήρξε από τότε που η αρχαιολογία ήταν στα χέρια ερασιτεχνών και παραμένει η κυριότερη πηγή συλλογής δεδομένων σε μία τοποθεσία. Μπορεί να αποκαλύψει διαφόρους τύπους πληροφοριών που δεν είναι προσβάσιμες με την έρευνα πεδίου αλλά η εκσκαφή είναι η πιο ακριβή φάση της αρχαιολογικής έρευνας και μία καταστρεπτική διαδικασία που εγείρει ηθικά διλήμματα, καθώς οι επιστήμονες για να φτάσουν στο αρχαιότερο σημείο ενός οικισμού θα πρέπει να καταστρέψουν τους νεότερους.
250 ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕ ΣΥΝΕΠΗ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΗ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ
Από την εποχή του Ομήρου, όπου τα «κλέη ανδρών» δεν χρειάζονταν παρά έναν αοιδό για να περάσουν στην αιωνιότητα μέχρι την εποχή της Αναγέννησης, όταν άρχισε να μελετάται και να εκτιμάται η ελληνορωμαϊκή τέχνη, η σχέση του ανθρώπου με το παρελθόν περιοριζόταν στο χώρο του μύθου, της παράδοσης και της διατήρησης των αρχαίων κειμένων. Όταν όμως ο άνθρωπος θέλησε να μιμηθεί αυτή την τέχνη, αποκαλύπτοντας τις λεπτομέρειές της, άρχισε την περιπέτεια της ψηλάφησης του παρελθόντος. Οι ιδιωτικές συλλογές και τα κρατικά μουσεία γέμισαν με σπαράγματα αρχαίων πολιτισμών. Περιπετειώδεις γνώστες της ιστορίας έβαλαν σκοπό ζωής να αποκαλύψουν μυθικές τοποθεσίες και να ξαναγράψουν την ιστορία, πολλές φορές καταστρέφοντας όσα δεν είχαν ήδη καταστρέψει τυμβωρύχοι και «κυνηγοί θησαυρών».
Στα 250 χρόνια της ιστορίας της, η αρχαιολογία έχει αλλάξει άρδην αρχές και μεθόδους. Από τη στόχευση του «μεγάλου» και «εντυπωσιακού» έχει στραφεί στην αποκάλυψη του συνολικού. Αναζητά τα «μυστικά» της αρχαίας κοινωνίας και όχι του «επωνύμου» αυτής. Προσπαθεί να βρει τις ψηφίδες του συνολικού κάδρου και όχι τα πιο λαμπερά κομμάτια του. Έχει στα χέρια της εντυπωσιακά τεχνικά μέσα για έρευνα και επαλήθευση. Και πιστεύει ότι στο μέλλον θα έχει ακόμα περισσότερα, γι αυτό και διστάζει να προχωρήσει σε καταστρεπτικές ανασκαφές. Τι έχει μείνει ίδιο; Ο αρχικός στόχος της τεκμηριωμένης γνώσης του παρελθόντος με την αναλυτική μελέτη, την προσήλωση στα επιστημονικά δεδομένα κάθε εποχής και την οργανωμένη έρευνα. Με το φτυάρι, το βουρτσάκι ή το drone, η αρχαιολογία χτες και σήμερα μελετά την ανθρώπινη δραστηριότητα στο παρελθόν, αποκαλύπτοντας την εξέλιξη του ανθρώπου, την εξέλιξη του πολιτισμού και την ίδια την ιστορία του πολιτισμού. Πέραν από μύθους ή γραπτές πηγές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Billman, B. R. & Feinman, G., Settlement Pattern Studies—Fifty Years Since Virú, Washington DC, Smithsonian Institution Press, 1999.
Brimsek, Tobi A., «Principles & Ethics» στο Society of American Archeology.
Daniel, Glyn, A Hundred and Fifty Years of Archaeology, Harvard University Press, 1976.
Fagan, Brian, The Oxford Companion to Archaeology, Oxford University Press, 1996.
Hodder, I., Post-Processual Archaeology – Advances in Archaeological Method and Theory, New York: Academic Press, 1985.
Jockey, Philippe, “H γέννηση της σύγχρονης αρχαιολογίας”, περιοδικό “Αρχαιολογία”, τεύχος 87, Ιούνιος 2003, σελ. 8-17.
Κουκουζέλη, Αλ., “Μέθοδοι ανεύρεσης και χρονολόγησης της αρχαιολογικής μαρτυρίας” στο Κουκουζέλη, Αλ., Μανακίδου, Ε., Σμπόνιας, Κ., Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο – Τόμος Α’, Πάτρα, ΕΑΠ, 2003, σελ. 121-180.
Lovejoy, Arthur A., The great chain of being, Harvard University Press, α΄ έκδοση: Ιανουάριος 1936.
Nagy Gregory, Sēma and Noēsis: The Hero’s Tomb and the ‘Reading’ of Symbols in Homer and Hesiod, Cornell University Press, 1983.
Πολυχρονοπούλου, Όλγα, “Οι βασικές αναφορές των πρώτων αρχαιολόγων”, περιοδικό “Αρχαιολογία”, τεύχος 86, σελ 19-23.
Redman, C. L., Archaeological Sampling Strategies, State University of New York at Binghamton, 1974.
Trigger, Bruce G. 1989, History of Archaeological Interpretation, Cambridge University Press, 1989

Δημήτρης Καλαντζής

Latest posts by Δημήτρης Καλαντζής (see all)
- Ο «τέτοιος» στο Χαλάνδρι - September 10, 2023
- Δημιουργείται ο πρώτος Ξενώνας Φιλοξενίας Άστεγων και Ευάλωτων ΛΟΑΤΚΙ+ Ατόμων στην Αθήνα - August 30, 2023
- Το gay Πεδίον του Άρεως - May 17, 2023