Ο σκηνοθέτης Γιώργος Τζαβέλλας αναγνωρίστηκε από το κοινό και την κριτική για την εξαιρετική «Κάλπικη Λίρα» με τον Δημήτρη Χόρν και την Έλλη Λαμπέτη το 1955. Ήταν όμως το μελό «Μεθύστακας», που τον είχε κάνει να ξεχωρίσει νωρίτερα, πετυχαίνοντας ρεκόρ εισιτηρίων και κάνοντας την αρχή για το στήσιμο της «βιοτεχνίας του ελληνικού μελό». Τι το ιδιαίτερο είχε ο «Μεθύστακας», που βλέπουμε ακόμα και σήμερα στις μεσημεριανές ζώνες των καναλιών, και πως ο Τζαβέλλας κατάφερε μέσα από μία δακρύβρεχτη ιστορία να εκφράσει την κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία της μετεμφυλιακής Ελλάδας είναι το αντικείμενο αυτού του άρθρου.
του Δημήτρη Καλαντζή
Απόγονος της ηρωικής οικογένειας του 1821, ο Γιώργος Τζαβέλλας (1916 – 1976) υπήρξε αυτοδίδακτος σκηνοθέτης 12 ταινιών, τις οποίες γύρισε σε δικό του σενάριο από το 1944 («Χειροκροτήματα») μέχρι το 1965 («Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα»). Λάτρης του «Σαρλό», ξεκίνησε από έφηβος να γυρίζει ταινιούλες με μία κουρδιστή μικρή κάμερα (Pathe baby) και να μελετά τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά έργα που παίζονταν στις σκοτεινές αίθουσες της εποχής: «Πήγαινα στο σινεμά και καθόμουν από τις 4 ως τις 12 όλη την εβδομάδα και έβλεπα μία ταινία, ώσπου να τη μάθω απ΄ έξω. Έβλεπα πως γίνεται το πλάνο, ο φωτισμός και διάβαζα όσα βιβλία έβρισκα…».
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ «ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ» ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ
Είναι η περίοδος των μεγάλων στούντιο της Metro Goldwin, RKO και 20th Century Fox στην Αμερική, τα οποία παρουσιάζουν δημιουργίες των John Ford, Billy Wilder, John Houston και Vincent Minelli, ενώ η Ευρώπη προετοιμάζεται για το σαρωτικό κύμα της Nouvelle Vague.
Στην ρημαγμένη από την κατοχή και τον εμφύλιο Ελλάδα, όπου μέχρι τότε η κινηματογραφική τέχνη αντιμετωπίζονταν ως υπόθεση ολίγων ερασιτεχνών, ξεκινά το κυνήγι του εύκολου κέρδους από επιχειρηματίες με ελάχιστη ή καμία αγάπη για το σινεμά. Λαχανέμποροι, κρεατέμποροι και κάθε είδους “ατσίδες” ξεκινούν τη μαζική παραγωγή πρόχειρων ταινιών, με μοναδικό στόχο να κερδίσουν από την ανάγκη ψυχαγωγίας των βασανισμένων εσωτερικών μεταναστών, που είχαν μαζευτεί από την ύπαιθρο στις πόλεις. Απλοϊκές ιστορίες, φαρσοκωμωδίες ή μελοδράματα, με συμβατική πλοκή και έλλειψη πειραματισμού, ήταν το πλαίσιο που επέβαλλε η κινηματογραφική «βιοτεχνία» της εποχής στους κινηματογραφιστές, ώστε το φιλμικό προϊόν να έχει την υψηλότερη απόδοση στη σχέση κόστους και εσόδων.
ΠΛΟΚΗ ΣΕ ΔΥΟ ΑΞΟΝΕΣ
Ο «Μεθύστακας» υπήρξε η τέταρτη ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα και ήταν εκείνη που τον καθιέρωσε στους κινηματογραφικούς κύκλους, αφού στην πρώτη προβολή της σε Αθήνα και Πειραιά το 1950 πραγματοποίησε ρεκόρ εισιτηρίων (305.000), όταν οι πιο επιτυχημένες ταινίες μέχρι τότε έφταναν μόλις τα 100.000 εισιτήρια. Το σενάριο της ταινίας, κινείται σε δύο άξονες: την γραφική παρακολούθηση της ζωής ενός «τσακισμένου» άντρα από την απώλεια του γιου του στον ελληνοαλβανικό πόλεμο και τις δυσκολίες, που αντιμετωπίζει μία φτωχή πλην τίμια κοπέλα στον έρωτά της με τον πλούσιο, πλην επιπόλαιο, γιο του εργοδότη της.
ΜΕ ΧΡΩΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ
«Θα είχαμε πολλά να κερδίσουμε αν στρεφόμασταν σε θέματα καθαρώς ελληνικού χρώματος, εν συνδυασμώ με τις φυσικές καλλονές του τόπου. Είναι ο μόνος τρόπος ν’ αποφύγουμε τη συντριπτική σύγκριση με τον πλούτο των σκηνικών, που παρουσιάζουν τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά φιλμ. Μ’ άλλα λόγια, την έλλειψη να την κάνουμε πρωτοτυπία, δημιουργώντας ιδιότυπο ελληνικό φιλμ. Κι άλλωστε, αυτή θα είναι η προσωπικότητα του ελληνικού κινηματογράφου: το ελληνικό θέμα». Συνεπής σε αυτή του τη θέση, ο Τζαβέλλας επιλέγει για τα εξωτερικά γυρίσματα του «Μεθύστακα» το τοπίο της Πλάκας, κάτω από την Ακρόπολη (με αρκετά καλλιτεχνικά πλάνα του βράχου), ενώ στις συνδετικές σεκάνς βλέπουμε τους στύλους του Ολυμπίου Διός και άλλα μοναδικά τοπόσημα της Αθήνας, τα οποία δίνουν το ιστορικό ελληνικό πλαίσιο, όπου διαδραματίζεται η ιστορία.
ΕΝΑΣ ΣΑΡΛΩ ΣΤΗΝ ΠΛΑΚΑ
Η εμφάνιση του κεντρικού ήρωα προαναγγέλλεται από τρίτους χαρακτήρες με το ειρωνικό προσωνύμιο «χημικός», ενώ το πρώτο πλάνο του Ορέστη Μακρή δικαιώνει αυτόματα τον τίτλο της ταινίας «ο Μεθύστακας», αφού βλέπουμε έναν άντρα να προσπαθεί να ισορροπήσει, ενώ μία παρέα παιδιών τον κοροϊδεύει. Η κίνηση του σημαντικού ηθοποιού προδίδει την αγάπη του σκηνοθέτη στον Τσάρλι Τσάπλιν, αφού ο Μακρής περπατά περισσότερο σαν «Σαρλώ» παρά σαν μεθυσμένος. Με αυτόν τον τρόπο άλλωστε ο Τζαβέλλας δίνει την κωμική νότα στην κατά τ΄ άλλα δραματική ιστορία του.
ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ “HAPPY END”
«Ο “Μεθύστακας’’ δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία ηθογραφία, με τη μόνη βαθύτερη αξίωση να ζωντανέψει με τον απλούστερο δυνατό τρόπο ελληνικούς χαρακτήρες κι ελληνική ψυχολογία», σημείωνε ο δημιουργός στην παρουσίαση της ταινίας του αλλά είναι ξεκάθαρο ότι η ταινία, παρά τα ηθογραφικά και ρεαλιστικά στοιχεία της, δεν απέχει από τη μελοδραματική τυπολογία της δραματικής αφήγησης με τη μουσική να σημειώνει τις συγκινησιακές αντιδράσεις και να τονίζει ή να αποφορτίζει την πλοκή. Τα μελοδραματικά στοιχεία εντοπίζονται πιο έντονα σε σκηνές, όπως το λόγια του πατέρα στη φωτογραφία του πεθαμένου γιου του, την καταστροφή των εικονισμάτων, προκειμένου ο ήρωας να βρει το αντικείμενο του πάθους του, το ποτό, την ακραία εναλλαγή συναισθημάτων κατά τη συνάντηση Άλεκ – «μεθύστακα», την αποκάλυψη του «στοιχήματος» από τον φίλο του Άλεκ, που οδηγεί την Άννα στην απελπισία για τη ματαίωση του ονείρου της κ.α. Η ταινία ολοκληρώνεται με, το απαραίτητο για το είδος, happy end: το ζευγάρι παίρνει την ευχή του πατέρα για να ζήσει ευτυχισμένο κι εκείνος σβήνει, αφού κάθε προσπάθεια να απαλλαγεί από το πάθος του θα ήταν μάταιη. Μπορεί να μην πρόκειται για ένα τυπικό «θριαμβικό τέλος» μελοδράματος αλλά σίγουρα φέρνει τη δικαίωση της ταλαιπωρημένης Άννας και την ανακούφιση του δυστυχισμένου μεθύστακα.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΥΠΙΚΟ ΜΕΛΟΔΡΑΜΑ
Ο «Μεθύστακας» δεν εκπληρώνει καμία συνθήκη του «οικογενειακού μελοδράματος»: κανείς δεν έχει υποστεί κάποιο απίθανο χτύπημα της μοίρας (η απώλεια μέλους οικογένειας ήταν περισσότερο κανόνας παρά εξαίρεση για την εποχή), κανείς δεν αντιμετωπίζει προδοσία, δεν ψάχνει εκδίκηση, δεν συγκρούεται για την αγνότητα της κόρης του. Ο «χημικός» είναι αντιμέτωπος μόνο με τον εαυτό του και την αδυναμία του να ξεφύγει από το πάθος του. Δείχνει ανίκανος να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων ακόμα και την ημέρα, που κρίνεται η ευτυχία της αγαπημένης κόρης του.
ΜΕΘΥΣΤΑΚΑΣ: ΘΑ ΗΤΑΝ ΑΝΤΙΠΑΘΗΣ ΗΡΩΑΣ ΑΝ…
Απογυμνωμένος από τα κωμικά χαρακτηριστικά, τις ηθικές αξίες που εκφέρει, την αφοσίωση, που του δείχνει η κόρη του, και την κάθαρση, που δίνει ο ίδιος με την αυτοκτονία του, ο «μεθύστακας» θα ήταν ένας αρνητικός χαρακτήρας, που θα προκαλούσε αποστροφή στο κοινό. Η «κοινή γνώμη» ταυτίζεται με την «πεθερά» και τον «αστυνομικό», που του λένε ότι «κι άλλοι είχαν θλιβερές απώλειες αλλά κρατήθηκαν στη ζωή για χάρη του παιδιού τους, εσύ γιατί δεν μπορείς;» Εκείνος όμως δεν μπορεί. Είναι ετοιμόλογος, κάνει χιούμορ με τους ανθρώπους που τον περιπαίζουν, έχει ηθικές αρχές για την κόρη του, υπομένει τις προσβολές της πεθεράς του (ίσως επειδή γνωρίζει ότι εκείνη έχει δίκιο), προσπαθεί να δείξει αξιοπρέπεια, ακόμα και όταν είναι τύφλα στο μεθύσι, αλλά παραμένει ένα τραγικό πρόσωπο με δική του ευθύνη.
ΑΤΟΜΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΑΞΕΩΝ
Ο χώρος που κινείται ο κεντρικός ήρωας του «Μεθύστακα» είναι η Πλάκα, η περιοχή που στεγάζει εκείνους, που δεν μπόρεσαν, μετά τον πόλεμο, να ξεφύγουν από την φτώχεια και να πάνε σε μία από τις νεόδμητες γειτονιές της Αθήνας. Είναι οι μη προνομιούχοι, οι «αδικημένοι», εκείνοι που αναγκάζονται να ζουν σε ταπεινά σπίτια, ανάμεσα σε ταβέρνες, όπου διασκεδάζουν οι επιτυχημένοι αστοί, όπως ο κρασέμπορος Μπακάς, ο οποίος εισβάλει με το πολυτελές αυτοκίνητό του στα ταπεινό τοπίο και παρασύρει κάτω από τις ρόδες του τον «αποτυχημένο» μεθύστακα. Είναι μία σύγκρουση αστών και προλεταριάτου; Σαφώς όχι. Η ταινία δεν θέτει κανέναν ταξικό προβληματισμό. Αντιθέτως “κραυγάζει” ότι ο αποτυχημένος μεθύστακας βρίσκεται σε άθλια κατάσταση λόγω του πάθους του, ενώ ο Μπακάς έχει κερδίσει την επιτυχία με την αξία του, ξεκινώντας ταπεινά, κουβαλώντας βαρέλια, και φτάνοντας να γίνει μεγαλέμπορος.
Ο ΤΙΜΙΟΣ ΚΑΙ ΗΘΙΚΟΣ ΑΣΤΟΣ
Ο Μπακάς παρουσιάζεται ως ένας τίμιος αστός που απολαμβάνει την επιτυχία του, διατηρώντας ένα πολυτελές σπίτι. Μπορεί να μη δείχνει μεγάλη κατανόηση προς τους εργαζόμενους αλλά διατηρεί δεσμούς με το λαϊκό κόσμο (εισακούει αμέσως την παράκληση του ταβερνιάρη να προσλάβει την Άννα) και είναι «ηθικός βράχος» όταν η όμορφη γραμματέας τον προκαλεί να της χαρίσει ένα ζευγάρι κάλτσες… Ο «κύριος Μπακάς» ανέχεται τις ιδιοτροπίες της συζύγου του (ενός τύπου «μαντάμ Σουσού») και είναι εκείνος, ο οποίος θα κατανοήσει πρώτος την επιθυμία του γιού του να μην παντρευτεί μία κοπέλα, με την οποία απλά θα μεγάλωνε τις επιχειρήσεις του, αλλά εκείνη που αγαπά, κι ας είναι ταπεινής καταγωγής. Ως δίκαιος εργοδότης, άλλωστε, έχει αναγνωρίσει τις ικανότητες και την αξία της Άννας…
Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΠΟΛΑΙΟΥ ΝΕΟΥ
Ο άλλος εκπρόσωπος των αστών στην ταινία είναι ο γιός Μπακά, ο Άλεκ. Πολέμησε κι αυτός στον πόλεμο, όπως ο γιος του «Μεθύστακα» (άρα υπήρχε ισότητα στις τάξεις την κρίσιμη εθνική στιγμή) αλλά είναι ανώριμος και, ως πλούσιος αστός, θέλει να απολαύσει τη ζωή του. Η μεταμόρφωση του Άλεκ γίνεται από τον έρωτα της Άννας. Η «κατάκτηση της φτωχιάς γραμματέως» είναι στην αρχή ένα στοίχημα μεταξύ πλουσιό-παιδων αλλά στη συνέχεια γίνεται η δύναμη, που θα αναδείξει τις ικανότητες του Άλεκ. Η Άννα θα του δώσει έμπνευση, διάθεση για δημιουργία, θα τον κάνει να κατανοήσει τους εργαζόμενους, να ξεπεράσει προκαταλήψεις και να χτίσει το μέλλον της επόμενης, «συμφιλιωμένης γενιάς».
Η ΠΤΩΧΗ ΠΛΗΝ ΤΙΜΙΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΗ ΚΟΠΕΛΑ
Η Άννα είναι ο πιο θετικός χαρακτήρας της ταινίας. Θύμα του πάθους του πατέρα της, το οποίο δεν της επιτρέπει να ζήσει με αξιοπρέπεια, αποφασίζει να χειραφετηθεί χωρίς όμως στιγμή να εγκαταλείπει τις ηθικές αρχές της. Η Άννα δεν ακούει τις «σειρήνες» της συναδέλφου της να πάνε με το αυτοκίνητο των πλουσιόπαιδων και «φυλάει» τον εαυτό της για τον πραγματικό έρωτα. Πετυχαίνει μέσα σε λίγες ημέρες να γίνει η καλύτερη δακτυλογράφος αλλά δεν προσκολλάται στην εργοδοσία. Αντίθετα, γίνεται «μεσολαβητής» για να βοηθήσει τον κλητήρα, την ώρα που βρίσκεται σε ανάγκη. Η Άννα στην ταινία εκπροσωπεί τη γυναίκα, που δεν φοβάται να βγει στην αγορά εργασίας, αφού έχει ακλόνητες ηθικές αρχές. Είναι η γυναίκα, που μετά από πολλά βάσανα, θα ανταμειφθεί με τον έρωτα ενός πλούσιου άνδρα.
ΚΑΛΗ ΕΞΟΥΣΙΑ – ΚΑΚΟΣ «ΛΑΟΥΤΖΙΚΟΣ»
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε και στην εικόνα της εξουσίας στην ταινία. Ως εκπρόσωπός της είναι ίσως ο συμπαθέστερος αστυνομικός, που παρουσιάστηκε ποτέ σε ταινία: είναι έτοιμος να βοηθήσει τον μεθύστακα, να κατανοήσει το δράμα του αλλά και να τον νουθετήσει για το καλό της κόρης του. Είναι τόσο ευγενικός και προσεκτικός, που προσπαθεί να δικαιολογήσει τον μεθύστακα στην Άννα για να μην τη φέρει σε ακόμα δυσκολότερη θέση. Είναι το ιδανικό όργανο της τάξης, που θα ήθελε κάθε κοινωνία.
Αντιθέτως, ο λαϊκός κόσμος δεν δείχνει την αλληλεγγύη του στο πρόβλημα του «κυρ Χαράλαμπου». Σπάει πλάκα με το κατάντημά του, εξοργίζεται με τις αστοχίες του (καταστροφή παπουτσιών), ενώ, αντί για αρωγός στην προσπάθειά του να κόψει το κρασί, τον προκαλεί να ξαναπιεί, ακόμα κι όταν γνωρίζει ότι είναι η κρίσιμη μέρα της γνωριμίας με τα πεθερικά του. Ο κόσμος, έξω από την οικογένεια και τον αστυνομικό, είναι σκληρός για τον μεθύστακα.
ΜΙΑ ΑΞΙΟΠΡΕΠΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΜΕ ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΡΡΟΗ
Ο «Μεθύστακας» του Γιώργου Τζαβέλλα δεν είναι αριστούργημα αλλά μία ταινία με ατέλειες, συμβάσεις, κάποιες αμφισβητήσεις της μελοδραματικής τυπολογίας, σαφώς συντηρητικής ιδεολογίας και με εξίσου σαφή εμπορικό χαρακτήρα. Αυτό που την κάνει να ξεχωρίζει είναι η σύγκριση με ταινίες της εποχής, αναλόγων φιλοδοξιών αλλά χαμηλότατων αισθητικών αποτελεσμάτων, και η επίδραση που είχε στην ελληνική κινηματογραφική παραγωγή για τα επόμενα είκοσι χρόνια, όταν δεκάδες παραγωγοί και κινηματογραφιστές προσπάθησαν να κάνουν «κάτι σαν του Τζαβέλλα». Το έργο του Τζαβέλλα απέχει πόρρω από έργο «σκηνοθετικής προσωπικής γραφής», μπορούμε όμως ακόμα να το απολαύσουμε ως μία φιλότιμη και αξιοπρεπή παραγωγή του 1950, εποχής, που η Ελλάδα προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές των πολέμων, να αφήσει πίσω τη γενιά που δεν μπορεί να ακολουθήσει και να δει με αισιοδοξία το μέλλον, που ανοίγεται μπροστά της, με συμφιλίωση των τάξεων και τη… ρομαντική διάθεση, που προσδοκά πάντα από τη μεγάλη οθόνη το ευσυγκίνητο (κυρίως γυναικείο) κοινό.
ΠΗΓΕΣ:
Γιάννα Αθανασάτου, Ελληνικός Κινηματογράφος και ιδεολογία (1950-67), Αθήνα 2001, σελ. 145-158.
Μπάμπης Ακτσόγλου, «Γιώργος Τζαβέλλας: Ένας αυθεντικός δημιουργός» στο συλλογικό έργο: Μπάμπης Ακτσόγλου, Γιώργος Τζαβέλλας, Ντίνος Κατσουρίδης,
Αριστείδης Καρύδης – Φουκς, Ελίζα – Άννα Δελβερούδη, επιμέλεια Μπάμπης Ακτσόγλου, Γιώργος Τζαβέλλας, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 1994, σελ. 72-93.
Ελίζα – Άννα Δελβερούδη, «Θεματικά μοτίβα στις κωμωδίες του Γιώργου Τζαβέλλα» στο συλλογικό έργο: Μπάμπης Ακτσόγλου, Γιώργος Τζαβέλλας, Ντίνος Κατσουρίδης, Αριστείδης Καρύδης – Φουκς, Ελίζα – Άννα Δελβερούδη, επιμέλεια Μπάμπης Ακτσόγλου, Γιώργος Τζαβέλλας, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 1994, σελ. 95 – 134.
Μιχάλης Κοκκώνης, «Το μελόδραμα στον ελληνικό κινηματογράφο: από τη λαϊκή τέχνη στη μαζική κουλτούρα» στο Μελόδραμα: ειδολογικοί και ιδεολογικοί μετασχηματισμοί, επιμ. Σάββας Πατσαλίδης & Αναστασία Νικολοπούλου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2001, σελ. 345-402.
Νίκος Κολοβός, «Sans Famille, Pas Melodrame. To οικογενειακό μελόδραμα στον εελληνικό κινηματογράφο» στο Μελόδραμα: ειδολογικοί και ιδεολογικοί μετασχηματισμοί, επιμ. Σάββας Πατσαλίδης & Αναστασία Νικολοπούλου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2001, σελ. 311-349.
Μαρία Πασχάλη, «Αγόρι μου, εν αρχή ην ο λόγος – Ο γιος του Γιώργου Τζαβέλλα θυμάται τον πατέρα του και ιστορίες από τα γυρίσματα των ταινιών του», εφ. Το Βήμα, 8 Απριλίου 2012.
Γιώργος Τζαβέλλας, «Ελληνικός κινηματογράφος», συνέντευξη στην εφημερίδα Αλεξάνδρεια, Κυριακή 14 Μαρτίου 1948, αναδημοσίευση: έφ. Έθνος της Κυριακής 15 Απριλίου 2012.
Ελίζα – Άννα Δελβερούδη, «Θεματικά μοτίβα στις κωμωδίες του Γιώργου Τζαβέλλα» στο συλλογικό έργο: Μπάμπης Ακτσόγλου, Γιώργος Τζαβέλλας, Ντίνος Κατσουρίδης, Αριστείδης Καρύδης – Φουκς, Ελίζα – Άννα Δελβερούδη, επιμέλεια Μπάμπης Ακτσόγλου, Γιώργος Τζαβέλλας, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 1994, σελ. 95.
Νίκος Κολοβός, «Sans Famille, Pas Melodrame. To οικογενειακό μελόδραμα στον εελληνικό κινηματογράφο» στο Μελόδραμα: ειδολογικοί και ιδεολογικοί μετασχηματισμοί, επιμ. Σάββας Πατσαλίδης & Αναστασία Νικολοπούλου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2001, σελ. 326.
Μιχάλης Κοκκώνης, «Το μελόδραμα στον ελληνικό κινηματογράφο: από τη λαϊκή τέχνη στη μαζική κουλτούρα» στο Μελόδραμα: ειδολογικοί και ιδεολογικοί μετασχηματισμοί, επιμ. Σάββας Πατσαλίδης & Αναστασία Νικολοπούλου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2001, σελ. 345-346.
ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΖΑΒΕΛΛΑ
Χειροκροτήματα (1944)
Μαρίνος Κονταράς (1948)
Ο μεθύστακας (1950)
Ο γρουσούζης (1952)
Η Αγνή του λιμανιού (1952)
Το Σοφεράκι (1953)
Η κάλπικη λίρα (1955)
Ο ζηλιαρόγατος (1956)
Μια ζωή την έχουμε (1958)
Αντιγόνη (1961)
Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα (1965)

Δημήτρης Καλαντζής

Latest posts by Δημήτρης Καλαντζής (see all)
- Ο «τέτοιος» στο Χαλάνδρι - September 10, 2023
- Δημιουργείται ο πρώτος Ξενώνας Φιλοξενίας Άστεγων και Ευάλωτων ΛΟΑΤΚΙ+ Ατόμων στην Αθήνα - August 30, 2023
- Το gay Πεδίον του Άρεως - May 17, 2023