Οι Επτά επί Θήβας του Αισχύλου είναι η δεύτερη παλαιότερη τραγωδία που διασώθηκε μέχρι τις μέρες μας και ένα από τα λιγότερο ελκυστικά έργα για τους σύγχρονους σκηνοθέτες και το κοινό. Δεν είναι το βάρος του θέματος (κατάρα, πόλεμος, αδελφοκτονία), που κάνει την τραγωδία ελάχιστα δημοφιλή, όσο η δομή του έργου με τα απλωμένα εισαγωγικά μέρη και τα επισπεύδοντα τελικά, ο περιορισμός των διαλόγων υπέρ των χορού και η αίσθηση του ανολοκλήρωτου που αφήνει το τέλος. Για να είμαστε ειλικρινείς, οι Επτά επί Θήβας παρουσιάζονται σήμερα συνήθως για να αναδείξουν τη δεινότητα του ηθοποιού που θα υποκριθεί τον Ετεοκλή, έναν κορυφαίο ανδρικό χαρακτήρα του παγκόσμιου δραματολογίου όλων των εποχών. Ο Λιθουανός σκηνοθέτης Τσεζάρις Γκραουζίνης στην παράσταση του ΚΘΒΕ το Σαββάτο 23 Ιουλίου, κατάφερε διπλή επιτυχία: μας παρουσίασε έναν συγκλονιστικό Ετεοκλή στο πρόσωπο του Γιάννη Στάνκογλου και μία συναρπαστική παράσταση, έστω κι αν χρειάστηκε να σηκώσει… σκόνη, πολλή σκόνη, στην ορχήστρα της Επιδαύρου.
του Δημήτρη Καλαντζή
Οι Επτά επί Θήβας ήταν το τρίτο μέρος της τριλογίας Λάιος – Οιδίπους – Επτά επί Θήβας που διδάχτηκε από τον Αισχύλο στο θέατρο του Διονύσου το 467 π.Χ.. Από τα δύο πρώτα έργα σώζονται μόνο σπαράγματα, από τα οποία δεν μπορεί να εξαχθεί η πλήρης εικόνα του περιεχομένου τους. Είναι προφανές όμως ότι ο Αισχύλος καταπιάνεται με την ύβρη του Λαΐου να σμίξει με τον γιο του Πέλοπα, Χρύσιππο (η πρώτη αναφορά ομοφυλοφιλίας μεταξύ ανθρώπων στην ελληνική μυθολογία – για τους θεούς υπήρχε ήδη το σμίξιμο Δία και Γανυμήδη) και την κατάρα που γέννησε αυτή η ύβρις, καταδικάζοντας τον γιό του Λάιου, Οιδίποδα να κάνει παιδιά με την μητέρα του Ιοκάστη. Τα παιδιά αυτά, ο Ετεοκλής, ο Πολυνείκης, η Αντιγόνη και η Ισμήνη φέρουν πλέον τη διπλή κατάρα των προγόνων τους, η οποία δεν μπορεί να έχει άλλη κατάληξη από τον θάνατο. Έτσι ο Αισχύλος στους Επτά επί Θήβας βάζει τα δύο αγόρια να μάχονται το ένα το άλλο και να πέφτουν νεκρά από τα αδελφικά χέρια. Το έργο είναι «Άρεως μεστόν», όπως είχε πει ο Γοργίας σύμφωνα με τον Πλούταρχο, κυριαρχείται δηλαδή από το πολεμικό πνεύμα, οικείο στους Αθηναίους της εποχής, από τους πρόσφατους Μηδικούς πολέμους.
Το έργο έχει όλα τα (μειονεκτικά για τις σύγχρονες παραστάσεις) χαρακτηριστικά της πρώιμης τραγωδίας: μεγάλο μέρος της πλοκής διαδραματίζεται εκτός σκηνής και μεταφέρεται στους θεατής ως αφήγηση των αγγελιοφόρων και οι διάλογοι είναι μικροί, λειτουργώντας ουσιαστικά ως συνδετικά μέρη του κυρίως λόγου, ο οποίος εκφέρεται από τον χορό. Το σημαντικότερο όμως πρόβλημα του έργου είναι ότι το τελευταίο μέρος αποτελεί μία προαναγγελία της Αντιγόνης του Σοφοκλή. Αντί κα κλείσει δηλαδή ο κύκλος «ύβρις – κατάρα – δίκη», προαναγγέλλεται το δίλημμα της Αντιγόνης, που θα φέρει τη δική της συντριβή, ως παιδί του Οιδίποδα. Οι κορυφαίοι ελληνιστές Lesky και Murray έβαλαν πρώτοι τελεία στο στίχο 1005, θεωρώντας ότι το έργο από εκεί και πέρα δεν ανήκει στον Αισχύλο αλλά προστέθηκε σε κάποια αναθεώρηση των επόμενων γενιών, όταν η Αντιγόνη του Σοφοκλή ήταν οικεία και αγαπητή στο κοινό. Σήμερα θεωρείται βέβαιο ότι το ένα τρίτο του έργου δεν ανήκει στον ποιητή. Όπως σημειώνει ο (πολύ καλός) μεταφραστής της παράστασης Γιώργος Μπλάνας: «το υπόλοιπο ένα τρίτο – και δυστυχώς όχι συγκεντρωμένο σ΄ένα μόνο σημείο του έργου, αλλά διάσπαρτο – είτε αποτελείται από στίχους απλοποιημένους στην Ελληνιστική εποχή, για διδακτικούς λόγους, ή σχηματίστηκε κατά προσέγγιση από τους νεότερους εκδότες, με βάση σπαρμένες λέξεις. Όλο αυτό το χάος, το οποίο συμμάζεψαν και προσπάθησαν να αποκαταστήσουν σπουδαίοι φιλόλογοι, δημιουργεί προβλήματα στο ύφος, το νόημα και τη δραματική εξέλιξη».
Αυτό το χάος παραλαμβάνει ο σύγχρονος σκηνοθέτης για να φτιάξει μία ενδιαφέρουσα παράσταση. Και αυτό το χάος μετατράπηκε από τον Λιθουανό Τσέζαρις Γκραουζίνις σε μία ώρα και 40 λεπτά καθηλωτικής θεατρικής παράστασης. Κρατώντας μόνο τον λόγο από την μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα και τη σύμβαση ηθοποιών και χορού, σχημάτισε από το μηδέν ένα συναρπαστικό δρώμενο με δεκάδες στοιχεία που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αποσπασματικά ή και αμφιλεγόμενα αλλά ως σύνολο λειτουργούν στο να παραχθεί η πολυπόθητη θεατρική μέθεξη.
Ο Γκραουζίνις χρησιμοποίησε ως σκηνικά μόνο ένα ταπεινό σκαμπό και τρεις σκάλες που στηρίζονταν από τους ηθοποιούς του. Όλη η δράση εξελίσσεται πάνω στα χαλίκια και το χώμα της ορχήστρας. Με τους ηθοποιούς να στέκονται, να γονατίζουν ή και να σέρνονται, σηκώνοντας σύννεφα σκόνης που κάλυπταν όλο το θέατρο. Οι χαρακτήρες έπασχαν με το λόγο τους όσο και με το σώμα τους. Χωρίς μικρόφωνα αλλά με στεντόρειες φωνές δονούσαν το κοίλον με συνοδεία την άκρως συναισθηματική μουσική του Δημήτρη Θεοχάρη που επέτεινε ή αποφόρτιζε την δραματικότητα των στιγμών. Η επιλογή των επτά στρατηγών των Θηβών, που θα αντιμετώπιζαν τους ξένους εισβολείς, έγινε αφορμή για την παρουσίαση ενός ξέφρενου, βακχικού χορού στα όρια της παρωδίας του πολέμου. Η Νάντια Κοντογιώργη με το τραγούδι – κλαυθμό για τις συμφορές που περιμένουν τις Θήβες απογείωσε τη συγκίνηση. Θα άξιζε όμως να παρακολουθήσει κάποιος την παράσταση και μόνο για το εύρημα της μονομαχίας του Ετεοκλή και του Πολυνείκη. Τα αδέρφια μονομαχούν με αγκαλιές. Βίαιες αγκαλιές. Αντρικές. Πολεμικές. Αγκαλιές που σφίγγουν σαν τανάλιες και μετά απελευθερώνουν λυτρωτικά μέχρι να ξαναγίνουν αγκαλιές. Και να καταλήξουν στο παγωμένο σμίξιμο. Στο θάνατο. Ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης πεθαίνουν όρθιοι και σφιχταγκαλιασμένοι στην παράσταση του Γκραουζίνις. Σαν δύο αδέλφια, παιδιά του πολέμου και φορείς της ίδιας κατάρας. Και αφήνουν το κοινό με την συγκλονιστικότερη σκηνή που διαδραματίστηκε μέχρι στιγμής στη φετινή σεζόν του φεστιβάλ Επιδαύρου.
Η παράσταση παρουσιάζεται με διπλή διανομή. Γιάννης Στάνκογλου και Χρίστος Στυλιανού εναλλάσσονται στους ρόλους του Ετεοκλή και του βουβού Πολυνείκη. Ο Ετεοκλής του Γιάννη Στάνκογλου, που παρακολουθήσαμε, ήταν καθηλωτικός. Αν και πρώτη φορά στην Επίδαυρο, ο Στάνκογλου κυριάρχησε στην ορχήστρα ως πολύπειρος υποκριτής με φωνή, κίνηση και ταλέντο που λες και του χαρίστηκε ειδικά για αυτόν τον χώρο. Μπράβο.

Δημήτρης Καλαντζής

Latest posts by Δημήτρης Καλαντζής (see all)
- Το gay Πεδίον του Άρεως - May 17, 2023
- Το γκέτο διακίνησης ναρκωτικών από το Πεδίον του Άρεως στον Άγιο Παύλο και τον σταθμό Λαρίσης - March 18, 2023
- Νοσοκομείο Ελπίς: επαγγελματισμός και ανθρωπιά στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας - March 3, 2023