Όρνιθες Καραθάνου: Φούστα μπλούζα και… σλιπάκι Ατθίς

karathanos-3

Ο Λούλης με μαύρο καλτσόν και από πάνω λευκό σλιπάκι Ατθίς, ο Παπαδημητρίου με φούστα – μπλούζα και μαύρο γυαλί, η ορχήστρα με χαβανέζικα πουκάμισα, τέσσερις από τις ηθοποιούς με… τίποτα (από τη μέση και πάνω), η βασίλισσα της Αγγλίας να περιφέρεται χωρίς λόγο, οι ηθοποιοί να παίζουν τουρτοπόλεμο και ενίοτε να φασκελώνουν το κοινό, μία τραγουδίστρια να τραγουδά χωρίς αιτία, η θεά Ίριδα να εμφανίζεται με καρναβαλικό κοστούμι από το Ρίο, το σκηνικό να καταβρέχει τους πρωταγωνιστές, μία νάνος και ένας αθλητής με τεχνητά μέλη να δίνουν τα «κοινωνικά μηνύματα» του έργου και πολλοί από τους θεατές του (κατάμεστου) θεάτρου της Επιδαύρου να συλλογίζονταν επί 2 ώρες και 15 λεπτά, εάν η πρόταση του Νίκου Καραθάνου για τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη πρέπει να καταχωρηθεί στην κατηγορία «ενδιαφέρουσα μεταμοντερνική σύνθεση» ή να απαξιωθεί ως «γκροτέσκ τσίρκο». Το βράδυ της Παρασκευής αποδείχθηκε εξαιρετικά ενδιαφέρον για όσους παρακολούθησαν την τελευταία φεστιβαλική παράσταση του φετινού καλοκαιριού και την πρώτη της «Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών» στην Επίδαυρο…

 του Δημήτρη Καλαντζή

Η παράσταση θα αντιμετωπιζόταν με περισσότερη συμπάθεια, αν τις προηγούμενες μέρες συντελεστές της, δεν είχαν αναφερθεί σχεδόν απαξιωτικά στην ιστορική παράσταση του Καρόλου Κουν με την μουσική του Μάνου Χατζηδάκι και τα κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη, μία εκδοχή για τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη που έμεινε ιστορική και έχει επαναληφθεί αρκετές φορές, ώστε να χαραχθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο του θεατρόφιλου κοινού ως «παράσταση αναφοράς». Θέλουμε συνέχεια να βλέπουμε αναβιώσεις της παράστασης του Θεάτρου Τέχνης; Ασφαλώς όχι. Η τέχνη πρέπει να προχωρά. Αλλά γιατί να προχωρά με μόνο ζητούμενο το «πως δεν θα μοιάζει με εκείνη του Κουν»;

Η παράσταση του Νίκου Καραθάνου δεν θα μείνει στην ιστορία. Ήταν μία πολύ ιδιαίτερη «ανάγνωση» του έργου, βαρυφορτωμένη με παράταιρα στοιχεία, πάρα πολύ «προσωπική» και γι αυτό απίθανο να συγκινήσει το μεγάλο κοινό. Ο Καραθάνος έβαλε τον Πεισθέταιρο και τον Ευελπίδη να παρουσιάζουν σκηνές από θέατρο του παραλόγου, τον Τηρέα ως γριά που καπνίζει και μετά απογυμνώνεται για να μας αποκαλύψει το καλτσόν της, το σλιπάκι της και το ψεύτικο στήθος της, κατάφερε να έχει καλή κινησιολογία πουλιών (εξαιρετικός ο Μιχάλης Σαράντης) αλλά όχι σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, υπήρχαν δυνατά ξεσπάσματα του χορού (ξεχώρισε η δυναμική Μαρία Διακοπαναγιώτου), πέτυχε στιγμές θεατρικής μαγείας (ο γύρος της ορχήστρας από τον Γιάννη Σεβδικαλή, τον αθλητή με τα τεχνητά μέλη, ήταν ονειρικός και το φινάλε, με το εύρημα της φωτεινής σφαίρας να ίπταται πάνω από τα κεφάλια των ηθοποιών υπό τους ήχους ψυχεδελικής μουσικής, ήταν απογειωτικό), δεν πέτυχε όμως να προκαλέσει αυθόρμητο γέλιο παρά μόνο σε ελάχιστες στιγμές πέραν των βωμολοχιών («φέρτε μου αυτό το αρχίδι τον Δία», «καργιόλα» κλπ), η μουσική ήταν ανερμάτιστη και τόνιζε την έλλειψη του κεντρικού καμβά της πρότασης, ενώ το σκηνικό (πλαστικό δάσος-ντουζιέρα) ήταν σίγουρα μία πρωτότυπη Νεφελοκοκκυγία αλλά παράταιρο για το χώρο του Αρχαίου Θεάτρου.

Η πολυδιαφημισμένη συμμετοχή της Νατάσσας Μποφίλιου πέρασε απαρατήρητη, καθώς ήταν τοποθετημένη κάπου στο βάθος της ορχήστρας και τραγουδούσε ηλεκτρικά (η σύγκριση με το α καπέλα τραγούδι της Νάντιας Κοντογιώργη στους «Επτά επί Θήβας» του Γκραουζίνις ήταν συντριπτική υπέρ της Κοντογιώργη), ποτέ δεν έγινε κατανοητή η περιφορά του Άγγελου Παπαδημητρίου με φούστα μπλούζα γύρω γύρω από την ορχήστρα και κύρια ατάκα: «να σας ζήσει!» (όταν παρέδωσε μία τούρτα για τη «βάφτιση» της Νεφελοκοκκυγίας), η Φωτεινή Μπαξεβάνη χρησιμοποιήθηκε περισσότερο ως βουβό πρόσωπο (πότε περιφερόμενη ως ογκώδης κότα και πότε ως ευτραφής Αφροδίτη), ενώ η επιλογή του ίδιου του Νίκου Καραθάνου να εμφανίζεται στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης με ένα μαγιό – σλιπ βρεγμένο που αποκάλυπτε την ανατομία του, μπορεί για τον ίδιο να ήταν απελευθερωτική αλλά δεν ήταν ανάλογα ευχάριστη για πολλούς από τους θεατές.

Μία παράσταση κρίνεται ανάλογα με τις προθέσεις της. Ο Ν. Καραθάνος μας είχε προϊδεάσει για τις προθέσεις του, περιγράφοντας του Όρνιθές του ως εξής: «Φαντασία και πραγματικότητα, άνθρωποι, θεοί και ζώα μπλέκονται μοναδικά σε έναν κόσμο που έχει τη σοβαρότητα του παιχνιδιού, τη ρευστότητα του ονείρου και τη γλυκιά μελαγχολία της ζωής. Μια παράσταση που δοκιμάζει να δει τον Αριστοφάνη με καθαρό βλέμμα, με στόχο να ακουστεί και να αγαπηθεί από την αρχή ο λόγος του κορυφαίου Αττικού κωμωδού. Ένας θίασος «που θέλει να πετάξει πέφτοντας», που αναζητά, τολμά και αναμετριέται με «μια ευτυχία άπιαστη, τόσο μεγάλη που δεν μπορείς να την πεις και δεν μπορείς να την πιστέψεις»».

Πέτυχε το «παιχνίδι» με τα σκηνοθετικά ευρήματά, τα σκηνικά και τα κοστούμια του αλλά είναι αμφίβολο ότι κατάφερε να δει το λόγο του Αριστοφάνη με «καθαρό βλέμμα» και εξαιρετικά απίθανο η παράστασή του να γίνει αφορμή για «να αγαπηθεί από την αρχή ο λόγος του κορυφαίου Αττικού κωμωδού», όπως είχε γίνει με την παράσταση του Κουν. Η πρόταση του Νίκου Καραθάνου είναι 90% Καραθάνος και 10% Αριστοφάνης.

Αν θα πρότεινα να τη δείτε; Νομίζω πως αξίζει. Αρκεί να γνωρίζετε το έργο του Αριστοφάνη και να έχετε στο μυαλό σας ότι δεν πρόκειται να παρακολουθήσετε μία παράσταση που θα μείνει στη «θεατρική ιστορία» αλλά μία ιδιαίτερη, προσωπική πρόταση, που ενδεχομένως να σας αρέσει και… ενδεχομένως, όχι.

The following two tabs change content below.

Δημήτρης Καλαντζής

Γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στο κέντρο της Αθήνας. Σπούδασε δημοσιογραφία στο «Εργαστήρι» και Ελληνικό Πολιτισμό στο ΕΑΠ. Έχει δουλέψει σε εφημερίδες, ραδιοφωνικούς & τηλεοπτικούς σταθμούς και τώρα διερευνά τους κώδικες του διαδικτύου. Αγαπά τις ανθρώπινες ιστορίες και τις γάτες.

Comments

comments

Related Posts

Recent Posts