Συσχετισμός της Φόνισσας του Αλ. Παπαδιαμάντη με πραγματικές γυναικείες ψυχο-εγκληματικές μορφές

fonissa

της Αγγελικής Καρδαρά.

Η Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη αποτελεί κορυφαίο μυθιστόρημα, όχι μόνον για την ελληνική, αλλά και για την παγκόσμια λογοτεχνία. Είναι, επίσης, αξιοσημείωτο ότι ο Παπαδιαμάντης στο συγκεκριμένο έργο του, διεισδύει στα μύχια της γυναικείας ψυχής και μάλιστα της γυναίκας που φτάνει στα άκρα και διαπράττει το πιο φρικτό έγκλημα: το φόνο μικρών παιδιών….

Η διπλωματική μου εργασία αφορά την γυναικεία εγκληματικότητα και το συσχετισμό της Φόνισσας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με πραγματικές γυναικείες ψυχο-εγκληματικές μορφές. Παραθέτω τα κύρια συμπεράσματα που προέκυψαν από τον παραπάνω συσχετισμό. Να σημειώσω ότι ορισμένες από τις υποθέσεις που περιγράφω ακολούθως έχουν αποτελέσει αντικείμενο ανάλυσης σε προηγούμενα άρθρα στο postmodern στο πλαίσιο ζητημάτων εγκληματολογικού ενδιαφέροντος.

Κατ’ αρχάς, σε μια προσπάθεια να εντάξω την περίπτωση της Φόνισσας σε μια από τις κατηγορίες που συνθέτουν την γυναικεία εγκληματικότητα, θα έλεγα ότι αποτελεί μια ακραία μορφή ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως. Πρέπει να διευκρινίσω ότι μολονότι τα θύματά της είναι ανήλικα κοριτσάκια, η Φόνισσα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παιδοκτόνος, αφού βάσει του νόμου η παιδοκτονία είναι ένα έγκλημα που διαπράττεται μόνο από τις μητέρες ενάντια στα παιδιά τους που δεν έχουν συμπληρώσει το πρώτο έτος της ηλικίας τους.

Αξίζει να επισημανθεί ότι η Φόνισσα παρουσιάζει ορισμένα κοινά στοιχεία με τους κατ’ εξακολούθηση ανθρωποκτόνους, τους ευρέως γνωστούς ως serial killers. Η ομοιότητα εντοπίζεται στο γεγονός ότι δολοφονεί κοριτσάκια διαδοχικά. Μετά τον πρώτο φόνο που διαπράττει, μπαίνει σε εφαρμογή ένας φαύλος κύκλος που κλείνει μέσα του μια “αλυσίδα δολοφονιών”. Ο κύκλος αυτός θα εξακολουθήσει να υφίσταται μέχρι τη στιγμή του θανάτου της ίδιας της δημιουργού των αποτρόπαιων πράξεων.

Οι διαφορές, ωστόσο, ανάμεσα στους serial killers και στη Φόνισσα είναι αρκετές. Η σημαντικότερη συνίσταται στα κίνητρα που κατά κανόνα διέπουν τους πρώτους. Το πρωταρχικό κίνητρο των γυναικών που διαπράττουν διαδοχικές δολοφονίες (Hickey 20002) είναι το οικονομικό όφελος. Άλλα κίνητρα δράσης είναι η ζήλια, η εκδίκηση, η εξολόθρευση εχθρών, η εξασφάλιση ναρκωτικών ουσιών, η ικανοποίηση συναισθημάτων ανεπάρκειας, η σφοδρή επιθυμία ελέγχου και η ικανοποίηση άγριων σεξουαλικών ορέξεων. Τα κίνητρα που ωθούν τη Φόνισσα στην εγκληματική της δράση δεν έχουν καμία σχέση με οικονομικά οφέλη και συμφέροντα, αλλά ούτε και με κάποια από τις προαναφερθείσες κατηγορίες.

Άλλη σημαντική διαφορά είναι ότι η Φόνισσα, εν αντιθέσει με τους κατά συρροή δολοφόνους, δεν σχεδιάζει προσεκτικά τα εγκλήματά της. Μολονότι πρωταρχική επιδίωξή της είναι να δει νεκρά τα κοριτσάκια, η ίδια δεν καταστρώνει κάποιο σατανικό σχέδιο δράσης προκειμένου να τα εξοντώσει.

Με ποιες όμως γυναικείες εγκληματικές μορφές θα μπορούσε να συσχετιστεί η Φόνισσα και γιατί;

TrueCrimeBook

Θα ξεκινήσω με την περίπτωση της ίν, μιας γυναίκας με ενεργή συμμετοχή σε δολοφονίες κατά συρροή. Τα στοιχεία σύνδεσης μεταξύ των δυο γυναικών είναι πολλά και συνοψίζονται στα εξής τρία σημεία: Πρώτον, η φύση των εγκληματικών τους ενεργειών παρουσιάζει ομοιότητες, καθώς η Hindley συμμετείχε στις δολοφονίες ανήλικων παιδιών με τα οποία δεν είχε συγγενική σχέση, όπως και η Φόνισσα (εξαιρείται πάντοτε το πρώτο έγκλημα της Φόνισσας). Δεύτερον, και στις δύο περιπτώσεις οι φόνοι τελούνται διαδοχικά. Τρίτον, η πορεία της ζωής των δύο γυναικών εμφανίζει ορισμένα σημαντικά κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία παρουσιάζονται ακολούθως. Αυτά τα στοιχεία έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της ιδιότυπης ψυχοσύνθεσης των δύο αυτών γυναικών.

Η Myra Hindley γεννήθηκε στο Μάντσεστερ της Αγγλίας στις 23 Ιουλίου του 1942, σε μια εργατική οικογένεια. Μεγάλωσε σ’ ένα νοσηρό οικογενειακό περιβάλλον. Ο αλκοολικός πατέρας χτυπούσε τόσο την ίδια, όσο και τη μητέρα της, με την οποία η Myra δεν είχε ποτέ στενή σχέση. Αν και τα προβλήματα που αντιμετώπισε η Φόνισσα ως παιδί και έφηβη ήταν διαφορετικής φύσεως από αυτά της Myra Hindley, εν τούτοις και στις δύο περιπτώσεις η σχέση τους με το οικογενειακό περιβάλλον ήταν διαταραγμένη. Το γεγονός αυτό είχε δυσμενέστατες συνέπειες για την συγκρότηση της προσωπικότητάς τους, καθώς τα σκληρά βιώματα του παρελθόντος και οι διαταραγμένες οικογενειακές σχέσεις «στοίχειωσαν» την πορεία της ζωής τους και άσκησαν πολύ αρνητικές επιδράσεις στην ψυχοσύνθεσή τους.

H Hindley, όπως και η Φόνισσα, μέχρι να διαπράξει τα αποτρόπαια εγκλήματά της έδειχνε ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα για τα παιδιά, όσο αντιφατικό κι αν φαίνεται εκ των υστέρων ένα τέτοιο γεγονός. Εργάστηκε μάλιστα ως γκουβερνάντα και αφοσιώθηκε στα παιδιά. Η αγάπη της για αυτά ήταν τόσο μεγάλη που σκεφτόταν να εργαστεί ως νοσοκόμα σε νηπιαγωγείο. Αντίστοιχα, η Φόνισσα όχι μόνο δεν είναι αδιάφορη, αλλά ξαγρυπνά πάνω από την κούνια της άρρωστης εγγονούλας της και αγωνιά για την πορεία της υγείας της. Ταυτόχρονα ενδιαφέρεται για την ποιότητα ζωής των κοριτσιών των φτωχών οικογενειών του νησιού. Τέλος, ένα πολύ σημαντικό στοιχείο συσχετισμού είναι ότι η Hindley, όπως και η Φόνισσα, διέπεται από μια εμμονή με τη θρησκεία που την καθορίζει και την οδηγεί, εν τέλει, στα άκρα.

Από την άλλη πλευρά εντοπίζονται μεταξύ των δύο περιπτώσεων καίριες διαφορές. Η κυριότερη αφορά τα διαφορετικά κίνητρα δράσης. Η Φόνισσα σκοτώνει τα κοριτσάκια για να τα λυτρώσει από τα βάσανα του φύλου της, ενώ η Hindley έχει τελείως διαφορετικά κίνητρα, καθώς από ότι φαίνεται με τη συμμετοχή στις δολοφονίες των τριών κοριτσιών και των δύο αγοριών, ικανοποιεί τα άγρια σεξουαλικά ένστικτά της, όπως και του ερωτικού συντρόφου της.

Εδώ ακριβώς εντοπίζεται μια ακόμη θεμελιώδη διαφορά, η Φόνισσα ενεργεί μόνη της, σε αντίθεση με την Hindley που έχει συνεργό, ο οποίος παίζει τον καθοριστικό ρόλο σε όλες τις δολοφονίες. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι διαπράττει τα εγκλήματα μετά τη σύναψη του ερωτικού της δεσμού με το συγκεκριμένο πρόσωπο, τον Ian Brady. Το γεγονός αυτό, βέβαια, δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι εάν δεν γνώριζε τον Brady και δεν σχετιζόταν ερωτικά μαζί του, δεν θα προέβαινε σε κάποια φάση της ζωής της σε εγκληματικές ενέργειες.1

katiaΔεύτερη περίπτωση από την σύγχρονη ελληνική κοινωνία αυτήν τη φορά, με την οποία μπορεί να συσχετιστεί η Φόνισσα, είναι της Κάτιας Γιαννακοπούλου. Πρέπει να τονισθεί ότι αν και πρόκειται για ένα διαφορετικό ως προς τα ειδικά χαρακτηριστικά του έγκλημα (και στις δυο περιπτώσεις διαπράττονται ανθρωποκτονίες, αλλά στη μεν πρώτη έχουμε να κάνουμε με ανθρωποκτονία ανηλίκων, στην δε άλλη με ανθρωποκτονία ενός ενήλικα άντρα), παρατηρείται ταύτιση ενός σημαίνοντα παράγοντα που οδηγεί τις δύο γυναίκες στην εγκληματική τους δράση. Η Κάτια Γιαννακοπούλου είχε δολοφονήσει στις 22 Ιουνίου του 1997 με οκτώ σφαίρες τον αρχιμανδρίτη Άνθιμο Ελευθεριάδη, με τον οποίο διατηρούσε ερωτικό δεσμό. Το κοινό σημείο συνίσταται στο γεγονός ότι η Γιαννακοπούλου, όπως και η Φόνισσα, σκοτώνει για ιδεοληπτικούς λόγους. Δηλαδή, κατ’ αναλογία με τη Φόνισσα και τη Hindley, η Γιαννακοπούλου διέπεται από έντονες θρησκευτικές εμμονές.

Όπως έχει υπογραμμίσει ο Καθηγητής Εγκληματολογίας, κ. Γιάννης Πανούσης, η Κάτια Γιαννακοπούλου είναι μια ιδεοληπτική εγκληματίας. Αυτό συνεπάγεται ότι ανήκει σε εκείνους τους ανθρώπους που από ιδεοληψία, θρησκευτική ή άλλη, αποκτούν εμμονές. Σύμφωνα πάλι με τον Καθηγητή Γ. Πανούση το ερωτικό στοιχείο στην περίπτωσή της είναι θολό και ασφαλώς δεν είναι το κυρίαρχο. Δεν αποτελεί με άλλα λόγια την κινητήρια δύναμη που την ώθησε στην εγκληματική της πράξη.

Στο πρόσωπο του ιερωμένου η Γιαννακοπούλου έβλεπε ολόκληρο τον κόσμο. Γι’ αυτό ακριβώς όταν η ιδεοληψία της κατέρρευσε και αναγκάστηκε να έρθει αντιμέτωπη με την σκληρή πραγματικότητα, αποφάσισε να τον σκοτώσει με έναν αποτρόπαιο τρόπο, πυροβολώντας τον οκτώ φορές.2 Συνεπώς, αντίστοιχα με τη Φόνισσα, η Γιαννακοπούλου μετά την τέλεση του φόνου, έχει ως μοναδικό καταφύγιο τη δύναμη του Θεού, που Τον θεωρεί πολύ κοντά της. Είναι χαρακτηριστική η δήλωσή της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο: «Ό,τι κι αν αποφασίσουν οι δικαστές, εγώ έχω καταδικάσει αιώνια τον εαυτό μου. Ας με συγχωρέσει ο Θεός». Και σε αυτό το σημείο μας θυμίζει τη Φόνισσα, η οποία απευθυνόμενη στο Θεό του ζητάει συγχώρεση «κι ας είμαι αμαρτωλή», όπως εμφατικά επισημαίνει.3

Είναι επίσης άξιο παρατηρήσεως ότι η Φόνισσα θα μπορούσε να συσχετιστεί με περιπτώσεις γυναικών που σκοτώνουν τα παιδιά τους ή άλλο προσφιλές τους πρόσωπο για να τα λυτρώσουν από κάποιο πραγματικό ή εικονικό πόνο. Μολονότι, η Φόνισσα δεν σκοτώνει τα δικά της παιδιά, που αποτελεί ασφαλώς μια σημαντική διαφοροποίηση, εν τούτοις δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τα παρόμοια κίνητρα δράσης που εμφανίζονται σε τέτοιες περιπτώσεις. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι αυτό της 53χρονης αγγλίδας Μέλοντι Τάρνμπουλ. Η γυναίκα αυτή συγκλόνισε την κοινή γνώμη όταν σκότωσε τα δύο σωματικά και διανοητικά ανάπηρα παιδιά της. Το αξιοσημείωτο της υπόθεσης είναι ότι προέβη στη δολοφονία μετά από 23 ολόκληρα χρόνια συνεχούς φροντίδας προς τα παιδιά και αυταπάρνησης. Όπως η ίδια δήλωσε μετά το τέλος της δικαστικής διαδικασίας που την καταδίκασε σε τρία χρόνια περιορισμό: «Τη νύχτα της 20ής Οκτωβρίου του 1999 είχα φτάσει σε σημείο κατάρρευσης. Πίστευα όλα αυτά τα χρόνια ότι ήμουν δυνατή, αλλά πια είχα καταρρεύσει. Ανακάτεψα στο φαγητό των μωρών μεγάλη ποσότητα υπνωτικών και τα τάισα. Στη συνέχεια καθώς είχαν αποκοιμηθεί τα έπνιξα με ένα μαξιλάρι.» 4

Το κυριότερο σημείο σύνδεσης είναι ότι η Φόνισσα κατά αναλογία με την Τάρνμπουλ, δολοφονεί τα κοριτσάκια από αγάπη, αλλά και από φόβο για την ποιότητα της ζωής τους. Ειδικότερα, η Φόνισσα ξεκινά την εγκληματική της δράση από το ίδιο της το αίμα, (καθώς το πρώτο της θύμα είναι η συνονόματη εγγονή της) και συνεχίζει με άλλα κοριτσάκια, με σκοπό να τα λυτρώσει από τις συνεχείς ταλαιπωρίες που είναι υποχρεωμένο να υφίσταται το γυναικείο φύλο. Δηλαδή η Φόνισσα, όπως και η αγγλίδα ανθρωποκτόνος, λειτουργούν ως το «χέρι της θείας δίκης», με την έννοια ότι αναλαμβάνουν να παίξουν το ρόλο του Θεού και να δολοφονήσουν τα παιδιά για να διορθώσουν μια αδικία της φύσης. Επίσης, ένα ακόμα κοινό στοιχείο είναι ότι η Φόνισσα αγωνιζόταν παρά πολλά χρόνια με αμέτρητες προσωπικές θυσίες για να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά και τα εγγόνια της και γενικότερα το φύλο της. Ωστόσο, σε κάποια στιγμή της ζωής της και πιο συγκεκριμένα στα γεράματά της, συνειδητοποίησε ότι είναι μάταιοι όλοι οι κόποι που κατέβαλλε, λύγισε ψυχικά και προέβη στις αποτρόπαιες πράξεις της. Με τον ίδιο τρόπο και η Τάρνμπουλ, όπως αποκαλύπτεται από τις δηλώσεις της, λύγισε μετά από είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια. Είναι άξιο σχολιασμού το γεγονός ότι η γυναίκα αυτή, όπως και η Φόνισσα, διαπράττει τα εγκλήματά της αφού πρώτα έχει αγωνιστεί σκληρά για να αλλάξει την κατάσταση. Τέλος, ένα στοιχείο σύνδεσης είναι η μέθοδος που χρησιμοποιείται για την τέλεση των εγκληματικών ενεργειών, ο πνιγμός. Η Φόνισσα πνίγει όλα τα κοριτσάκια, ενώ η Τάρνμπουλ αφού πρώτα έριξε υπνωτικό στα παιδιά τα έπνιξε.

Κλείνοντας, θα αναφερθώ σε μια ακόμα περίπτωση με μεγάλο εγκληματολογικό ενδιαφέρον που δύναται να συσχετιστεί με τη Φόνισσα. Πρόκειται πάλι για ένα έγκλημα που διαφοροποιείται από αυτά της Φόνισσας, αλλά με ένα πολύ σημαντικό κοινό στοιχείο να τα ενώνει. Συγκεκριμένα, το παράδειγμα αφορά την ελληνική περιφέρεια και ειδικότερα μια μάνα από το Κακοτάρι της Ηλείας, η οποία δηλητηρίασε την 21χρονη ανύπαντρη έγκυο κόρη της αποδίδοντας στον αποτρόπαιο φόνο της την εξής αιτιολογία: «Έχω δύο ακόμα ανύπαντρα κορίτσια και δεν θα δεχόταν κανένας να τα παντρευτεί, αφού προέρχονταν από μια ατιμασμένη οικογένεια. Έπρεπε να ξεπλύνω την ντροπή και ζητώ η κοινωνία και ο Θεός να με συγχωρήσουν».5

Το πρωταρχικό σημείο σύνδεσης μεταξύ των δύο περιπτώσεων έγκειται στο γεγονός ότι η επαρχιώτισσα γυναίκα, κατ’ αναλογία με τη Φόνισσα, διογκώνει στο μέγιστο βαθμό τα κοινωνικά στερεότυπα για το γυναικείο φύλο και καταλήγει να θεωρεί ότι με το έγκλημα που διαπράττει λυτρώνει τόσο την ίδια την ανύπαντρη κόρη, όσο και ολόκληρη την οικογένειά της από την κοινωνική κατακραυγή που θα προκαλούσε η γέννηση ενός νόθου παιδιού. Δηλαδή, όπως η Φόνισσα εσωτερικεύει τα κοινωνικά στερεότυπα για τη γυναίκα σε τέτοιο σημείο που φτάνει να πιστέψει ότι η γυναίκα δεν αξίζει να ζει, έτσι και η μάνα από την Ηλεία, γαλουχημένη με τα ίδια κοινωνικά στερεότυπα, θεωρεί το θάνατο μιας ανύπαντρης εγκύου προτιμότερο από μια «ατιμασμένη» ζωή.

Συμπερασματικά, αποδεικνύεται η διαχρονικότητα ορισμένων θεμελιωδών αιτιών και παραγόντων εγκληματικής δράσης. Επίσης, αναδεικνύονται ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά ψυχο-εγκληματικών μορφών, τα οποία εμφανίζονται σε όλες τις εποχές και όλες τις κοινωνίες. Το στοιχείο, τέλος, που επιβεβαιώνεται περίτρανα είναι ότι η λογοτεχνία δύναται να προσφέρει πολύτιμα μαθήματα στον ερευνητή για να εμβαθύνει σε ζητήματα που αφορούν την ανθρώπινη ψυχή και τον τρόπο που δύναται να λειτουργήσει σε ακραίες καταστάσεις.

 

  1. Davis, C.A. Women who kill: profiles of female serial killers, London: Allison & Busby Limited, 2002, σσ. 36-40.
  2. Ι. Μάνδρου, «Ιστορία έρωτα και ιδεοληψίας» στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 3-8-1997, σελ.Α30.
  3. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, «Ισόβια εν ψυχρώ», 13-11-2001.
  4. Μ. Βραχιονίδου «Γιατί έπρεπε να σκοτώσω τα παιδιά μου» στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 7-4-2001, σελ.R.17.
  5. Μ. Αρβανίτη-Σωτηροπούλου «Έγκλημα τιμής στο Κακοτάρι» στην εφημερίδα Η ΑΥΓΗ.
The following two tabs change content below.
Η Αγγελική Καρδαρά είναι Εισηγήτρια-Συγγραφέας και Εκπαιδεύτρια στο Πρόγραμμα Συμπληρωματικής εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης (E-Learning) του Κέντρου Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι Διδάκτωρ του Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Φιλόλογος (με εξειδίκευση στη μεσαιωνική και νεοελληνική φιλολογία) και Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.). Το θέμα της διδακτορικής διατριβής της, με Επιβλέποντα τον Καθηγητή Γιάννη Πανούση, αφορά τον ιδιαίτερο γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας του έγκλειστου πληθυσμού. Από τον Φεβρουάριο του 2020 ανέλαβε και Επιστημονικά Υπεύθυνη του Crime & Media Lab του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος που αποτελεί Ομάδα Εργασίας για το Έγκλημα και την Απεικόνισή του στα ΜΜΕ. Έχει επάρκεια και άδεια διδασκαλίας τριών ξένων γλωσσών (αγγλικών, γαλλικών, ισπανικών). Εργάζεται στον συναρπαστικό χώρο της εκπαίδευσης, δίνει διαλέξεις και οργανώνει μαθήματα σεμιναριακού τύπου στο αντικείμενο εξειδίκευσής της «Έγκλημα & Media». Επίσης, είναι Επιστημονικά Υπεύθυνη ερευνών εγκληματολογικού, κοινωνικού και μιντιακού ενδιαφέροντος, αρθρογραφεί και συγγράφει. Έχει συγγράψει τα βιβλία: Τρομοκρατία και ΜΜΕ (εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα), Όταν η ψυχή μιλάει (εκδόσεις Υδρόγειος), Φυλακή και Γλώσσα (εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα), Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας για τον Αστυνομικό και Δικαστικό Συντάκτη (εκδόσεις Παπαζήση), Σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ των εγκληματιών που απασχόλησαν τα ελληνικά ΜΜΕ (1993-2018): Criminal Profiling and Media (εκδόσεις Παπαζήση). Οι «Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους» είναι το έκτο βιβλίο της και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση.

Comments

comments

Related Posts

Comments are closed.

Recent Posts