Η Ιστορία της Σωφρονιστικής: Από τις κοινοβιακές φυλακές στην “εξαγορά” της ελευθερίας

prison

της Αγγελικής Καρδαρά. 

Η ιστορία της σωφρονιστικής ξεκινά με το χαρακτηριζόμενο κοινοβιακό σωφρονιστικό σύστημα, το οποίο συνιστά τον αρχικό τρόπο κράτησης όλων των καταδίκων. Το στοιχείο αυτό είναι άξιο σχολιασμού, γιατί αποκαλύπτει την έλλειψη μέριμνας από την πλευρά της οργανωμένης κοινωνίας για τους φυλακισμένους, οι οποίοι κυριολεκτικά στοιβάζονταν σε στενόχωρους και ακατάλληλους για τη διαβίωσή τους χώρους, σαν να ήταν σκουπίδια και όχι άνθρωποι.

Ο λόγος για τον οποίο εφαρμόστηκε σε μεγάλη έκταση ήταν ότι δεν απαιτούσε υψηλές δαπάνες, γεγονός που κρινόταν πολύ πιο σημαντικό από τη διασφάλιση της ατομικής αξιοπρέπειας. Το κύριο χαρακτηριστικό του έγκειται στο ότι οι κρατούμενοι διαβιούν όλοι μαζί, ανεξαρτήτως βαρύτητας του διαπραττομένου αδικήματος, ηλικίας ή φύλου. Στην «καλύτερη» των περιπτώσεων χωρίζονται σε ομάδες, υπό την επιτήρηση των φυλάκων. Στη διάρκεια της ημέρας εργάζονται σε κοινά εργαστήρια και τη νύχτα κοιμούνται σε κοινούς θαλάμους. Βρίσκονται κατά συνέπεια σε συνεχή μεταξύ τους επαφή και επικοινωνία.

Οι πρώτες ελληνικές φυλακές ήταν οργανωμένες βάσει του κοινοβιακού συστήματος, όπως η φυλακή του Επταπυργίου Θεσσαλονίκης, η οποία διέθετε μόνο κοινούς κοιτώνες και ελάχιστες δυνατότητες απασχόλησης των κρατουμένων.

Το δεύτερο σωφρονιστικό σύστημα ονομάζεται απομονωτικό / μονωτικό / πεννσυλβανικό. Εν αντιθέσει με το προηγούμενο που επιτρέπει κάθε είδους επικοινωνία, το απομονωτικό στηρίζεται στην μόνιμη, συνεχή και ολοκληρωτική απομόνωση του κρατουμένου, στον οποίο απαγορεύεται η επικοινωνία (γραπτή, προφορική, με σημεία) με τους συγκρατούμενούς του. Οι κρατούμενοι κατά τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας, τόσο κατά τις ώρες εργασίας όσο και όταν δεν εργάζονται, υποχρεούνται να βρίσκονται απομονωμένοι στο κελί τους, όπου δέχονται τις επισκέψεις των σωφρονιστικών υπαλλήλων, των ιερωμένων ή των μελών της Εταιρείας των Φυλακών. Είναι άξιο επισημάνσεως ότι απαγορεύονται οι επισκέψεις συγγενών και φίλων, με την αιτιολογία ότι τέτοιου είδους επαφές δύναται να είναι «επικίνδυνες», γιατί διαταράσσουν την ψυχική ηρεμία του τροφίμου.

Η μόνη ευκαιρία για να εξέλθουν οι έγκλειστοι από την απόλυτη απομόνωση δινόταν μόνο όταν έπρεπε να οδηγηθούν στο σχολείο και την εκκλησία της φυλακής ή να βγουν για τον καθιερωμένο περίπατο σε ατομική αυλή. Στην περίπτωση του απομονωτικού σωφρονιστικού συστήματος πρωταρχικός στόχος ήταν η «ηθική» αναμόρφωση των τροφίμων. Γι’ αυτό, υποχρεούνταν να παραμένουν διαρκώς κλεισμένοι στο κελί τους, διαβάζοντας τη Βίβλο και άλλα θρησκευτικά βιβλία, μέσω των οποίων θα επανέρχονταν στο «σωστό» δρόμο, μετά την αποφυλάκισή τους.

Η σωφρονιστική εργασία εφαρμόστηκε αργότερα, με το πρόσχημα της βελτίωσης της νοητικής και ψυχικής υγείας των κρατουμένων, στην πράξη όμως για να αυξήσει τα οικονομικά οφέλη της εξουσίας. Εντύπωση προκαλεί ότι, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, οι έγκλειστοι εκτελούσαν την εργασία στο ατομικό κελί τους. Η απομόνωση επέφερε αρνητικές επιπτώσεις στους τρόφιμους, πολλοί εκ των οποίων νόσησαν σωματικά αλλά και ψυχικά.

Το απομονωτικό σωφρονιστικό σύστημα υιοθετήθηκε από πολλά ευρωπαϊκά κράτη (Ολλανδία, Σουηδία, Βέλγιο, Πρωσία, Γαλλία), όπου διαδραμάτισε κυρίαρχο ρόλο μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.

Στη διάρκεια εκείνης της περιόδου, η φυλακή, ως κυρίαρχος μηχανισμός ελέγχου, παραβίαζε με πρόσχημα την «πνευματική ανάταση» τα πρωταρχικά δικαιώματα των κρατουμένων, μεταξύ των οποίων το δικαίωμα στην επικοινωνία.

Το μικτό σωφρονιστικό σύστημα ή αλλιώς ωβούρνειο ή σύστημα της σιγής, επιχειρεί συγκερασμό των δύο προηγούμενων συστημάτων και γι’ αυτό άλλωστε αποκαλείται μικτό. Εφαρμόστηκε, ολοκληρωμένο, το 1823, στο αμερικανικό σωφρονιστικό κατάστημα του Auburn, από όπου έλαβε την ονομασία ωβούρνειο. Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι οι κρατούμενοι βρίσκονται σε απομόνωση σε στενόχωρα ατομικά κελιά μόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας, ενώ κατά τη διάρκεια της ημέρας εργάζονται από κοινού σε διαμορφωμένα εργαστήρια. Σε κάθε περίπτωση πάντως τελούν υπό αυστηρή επιτήρηση και απαγόρευση κάθε είδους συνομιλίας ή συνεννόησης.

Όσον αφορά τις κύριες αιτίες καθιέρωσης του συγκεκριμένου σωφρονιστικού συστήματος, ήταν δύο: πρώτον, η ανάγκη εκμετάλλευσης της εργασίας των καταδίκων σε βιομηχανικές εργασίες και δεύτερον, ο περιορισμός των δαπανών για τη συντήρηση των φυλακών.  Η αλήθεια όμως δύσκολα ομολογείται… Η αιτία για την οποία εισήχθη το συγκεκριμένο σύστημα, ήταν η αντιμετώπιση των προβλημάτων που είχε προκαλέσει το απομονωτικό, με σοβαρότερα τις αυτοκτονικές τάσεις και την εκδήλωση ψυχικών ασθενειών των κρατουμένων.

Τελικά επικράτησε στις Η.Π.Α. το μικτό σύστημα και στην Ευρώπη το απομονωτικό, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι οι φυλακές αντικατοπτρίζουν τις επικρατούσες κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες, αποτελώντας τη μικρογραφία της κοινωνίας.

Το προοδευτικό/ιρλανδικό σωφρονιστικό σύστημα διαμορφώθηκε στην Αγγλία. Το κύριο χαρακτηριστικό του έγκειται στο ότι ο κατάδικος περνάει διαδοχικά από το στάδιο της απομόνωσης στην εν κοινώ κράτηση και τέλος στην προσωρινή απόλυση. Η μετάβαση από το ένα στάδιο στο άλλο εξαρτάται αποκλειστικά από την καλή διαγωγή του καταδίκου, ενώ σε περίπτωση κακής διαγωγής οδηγείται στο προηγούμενο στάδιο. Το συγκεκριμένο σύστημα εφαρμόζεται σε άτομα καταδικασμένα σε μακροχρόνιες ποινές, ώστε να μπορέσουν να εκτίσουν προοδευτικά την ποινή τους.

Το συγκεκριμένο σύστημα καθιερώθηκε από τον πλοίαρχο της Σκοτίας Alexander Maconochie (1787-1860), ο οποίος φτάνοντας ως επόπτης στη φυλακή του Norfolk Island, κοντά στην Αυστραλία, ήρθε αντιμέτωπος με μία δυσάρεστη πραγματικότητα. Διαπίστωσε ότι 150 στρατιωτικοί είχαν υπό τον έλεγχό τους 1400 φυλακισμένους, οι οποίοι ζούσαν σε άθλιες συνθήκες εξαιτίας των μολυσματικών ασθενειών. Η κατάσταση επιδεινωνόταν από τις ελλιπείς συνθήκες υγιεινής, τις ανταρσίες και το μαστίγωμα για την παραμικρή παραβίαση των κανόνων. Γι’ αυτό έλαβε την πρωτοβουλία να αναμορφώσει τη συγκεκριμένη φυλακή, εισάγοντας ένα σύστημα βαθμών (mark system), βάσει του οποίου ο κρατούμενος μπορούσε να κερδίσει πόντους (credits) μέσω καλής διαγωγής και παραγωγικής εργασίας, με τους οποίους «εξαγόραζε» την ελευθερία του.

Εξέλιξη του προοδευτικού συστήματος αποτελεί το αναμορφωτικό σύστημα της Elmira, το οποίο δημιουργήθηκε για νεαρούς και «αρχάριους» εγκληματίες, από 16 έως 30 ετών. Το εν λόγω σύστημα εφαρμόστηκε το 1876 στο αναμορφωτήριο της Elmira από το διευθυντή του Zebulon Brockway, ο οποίος έδωσε μεγάλη έμφαση στην εκπαίδευση των κρατουμένων, την οποία θεωρούσε θεμελιακό στοιχείο για την αναμόρφωση και κοινωνική επανένταξή τους.

Το τελικό συμπέρασμά μου σχετικά με τα σωφρονιστικά συστήματα είναι ότι, με τον τρόπο μεταχείρισης που εφάρμοσαν, άσκησαν ισχυρότατες επιδράσεις όχι μόνο στην ψυχοσύνθεση των κρατουμένων αλλά και στη γλωσσική επικοινωνία τους που, όπως τόνισα, σε προηγούμενο άρθρο στο postmodern αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δομής των φυλακών. Με εξαίρεση το απομονωτικό και μικτό σωφρονιστικό σύστημα, τα υπόλοιπα τρία συνέβαλαν στη δημιουργία ξεχωριστών και ιδιαίτερων κωδίκων επικοινωνίας, δεδομένου ότι δεν προέβησαν σε απαγόρευση της επικοινωνίας μεταξύ των κρατουμένων.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Σ. Αλεξιάδης, Σωφρονιστική, 4η έκδ., Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, 2001.

Κ. Γαρδίκας, Εγκληματολογία: Σωφρονιστική, τόμ. Γ΄, 3η έκδ., Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας, 2000.

Η. Δασκαλάκης, Μεταχείριση Εγκληματία, Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας, 1985.

Χ. Δημόπουλος, Η Φυλακή: Ιστορική και Αρχιτεκτονική Προσέγγιση, Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας, 2003.

Ν. Κουράκης, Ποινική Καταστολή, 4η έκδ, Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας, 2005.

Ph. Purpura, Criminal Justice: An introduction, Boston: Butterworth-Heinemann, 1997.

 

The following two tabs change content below.
Η Αγγελική Καρδαρά είναι Εισηγήτρια-Συγγραφέας και Εκπαιδεύτρια στο Πρόγραμμα Συμπληρωματικής εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης (E-Learning) του Κέντρου Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι Διδάκτωρ του Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Φιλόλογος (με εξειδίκευση στη μεσαιωνική και νεοελληνική φιλολογία) και Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.). Το θέμα της διδακτορικής διατριβής της, με Επιβλέποντα τον Καθηγητή Γιάννη Πανούση, αφορά τον ιδιαίτερο γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας του έγκλειστου πληθυσμού. Από τον Φεβρουάριο του 2020 ανέλαβε και Επιστημονικά Υπεύθυνη του Crime & Media Lab του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος που αποτελεί Ομάδα Εργασίας για το Έγκλημα και την Απεικόνισή του στα ΜΜΕ. Έχει επάρκεια και άδεια διδασκαλίας τριών ξένων γλωσσών (αγγλικών, γαλλικών, ισπανικών). Εργάζεται στον συναρπαστικό χώρο της εκπαίδευσης, δίνει διαλέξεις και οργανώνει μαθήματα σεμιναριακού τύπου στο αντικείμενο εξειδίκευσής της «Έγκλημα & Media». Επίσης, είναι Επιστημονικά Υπεύθυνη ερευνών εγκληματολογικού, κοινωνικού και μιντιακού ενδιαφέροντος, αρθρογραφεί και συγγράφει. Έχει συγγράψει τα βιβλία: Τρομοκρατία και ΜΜΕ (εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα), Όταν η ψυχή μιλάει (εκδόσεις Υδρόγειος), Φυλακή και Γλώσσα (εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα), Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας για τον Αστυνομικό και Δικαστικό Συντάκτη (εκδόσεις Παπαζήση), Σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ των εγκληματιών που απασχόλησαν τα ελληνικά ΜΜΕ (1993-2018): Criminal Profiling and Media (εκδόσεις Παπαζήση). Οι «Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους» είναι το έκτο βιβλίο της και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση.

Comments

comments

Related Posts

Comments are closed.

Recent Posts