συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου.
Μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και μεταφραστής, ο Πέτρος Μάρκαρης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1937. Από το 1976 εργάζεται ως ελεύθερος συγγραφέας. Συνεργάστηκε με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στα σενάρια των ταινιών «Μέρες του ’36», «Ο Μεγαλέξανδρος», «Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού», «Το Βλέμμα του Οδυσσέα», «Μια Αιωνιότητα και Μια Μέρα», «Η Σκόνη του Χρόνου». Έχει γράψει επίσης τα σενάρια της τηλεοπτικής σειράς «Ανατομία ενός Εγκλήματος», ενώ έχει μεταφράσει σημαντικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας όπως των έργα των Μπέρτολτ Μπρεχτ, Γκαίτε κ.α. Έχει τιμηθεί με τα βραβεία Ρέιμοντ Τσάντλερ, Πέπε Καρβάλιο, καθώς και με το Μετάλλιο Γκαίτε.
- Κύριε Μάρκαρη από το 1965, όταν και πρωτοεμφανιστήκατε στον χώρο με την Ιστορία του Αλή Ρέντζο, μέχρι σήμερα που τόσο νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι, αισθάνεστε ότι έχουν γίνει ουσιαστικές αλλαγές, επί τα βελτίω τουλάχιστον στην τέχνη; Ο πνευματικός κόσμος εξελίχτηκε;
Οι αλλαγές στην πολιτική είναι ευδιάκριτες. Το ίδιο και οι αλλαγές στο πεδίο της επιστήμης και της τεχνολογίας. Αντίθετα, οι αλλαγές στον χώρο της λογοτεχνίας, της τέχνης, του πνεύματος και του πολιτισμού δεν μπορούν να καταγραφούν τόσο εύκολα. Η τέχνη, το πνεύμα και ο πολιτισμός έχουν να επιδείξουν μεγάλα έργα και σε εποχές πολύ δύσκολες για την ανθρωπότητα. Είναι μια παλιά διαπίστωση: οι συνθήκες αντίστασης, πολιτικής ή κοινωνικής, αποτελούν κίνητρο έκφρασης για την σκέψη και τον πολιτισμό. Σήμερα ζούμε την απόλυτη κυριαρχία της οικονομίας, την υποχώρηση της πολιτικής, ζούμε σε ένα θεσμικό δημοκρατικό περιβάλλον στασιμότητας. Όλα αυτά μας έχουν οδηγήσει στην εσωστρέφεια. Η εσωστρέφεια πλήττει εξίσου το πνεύμα, την τέχνη και τον πολιτισμό.
- Σε παλαιότερη συνέντευξη σας είχατε εκφράσει την άποψη ότι η Ελλάδα του ‘60 ήταν μια φτωχή χώρα, με εξαιρετικό επίπεδο πολιτισμού, που υπερέβαινε την πραγματικότητα της χώρας. Για σήμερα τι έχετε να πείτε;
Δεν υπάρχει καμιά σύγκριση ανάμεσα στο τότε και στο τώρα. Τότε η χώρα ήταν φτωχή, αλλά ήταν συμφιλιωμένη με τη φτώχια της και διατηρούσε πάντα ζωντανή την ελπίδα για το αύριο. Αυτή η ελπίδα ενισχυόταν καθημερινά με τη συμβολή του πνεύματος, της τέχνης και του πολιτισμού. Η εικονική ευημερία που αναπτύχθηκε στις δεκαετίες του ογδόντα και του ενενήντα, μας έκανε να πετάξουμε μαζί με η φτώχια και τις αξίες της. Τώρα επιστρέφουμε στη φτώχια, αλλά χωρίς τις αξίες της φτώχιας. Αντί της ελπίδας για το αύριο, ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας ζει με τη νοσταλγία του παρελθόντος, δηλαδή της εικονικής ευημερίας. Η αντίληψη αυτή είναι εξαιρετικά επικίνδυνη, αφενός γιατί μας εγκλωβίζει σε μια ψευδαίσθηση, αφού επιστροφή στην εικονική ευημερία δεν πρόκειται να υπάρξει, αφετέρου, όμως, μας στερεί από πίστη και από δυνάμεις για να οικοδομήσουμε ένα καλύτερο αύριο. Η διάθεση που κυριαρχεί σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας είναι η φυγή. Είτε η φυγή των επιχειρήσεων σε χώρες με πιο ευνοϊκές συνθήκες για την επιχειρηματικότητα, είτε η φυγή των νέων προς αναζήτηση κάποιας επαγγελματικής απασχόλησης οπουδήποτε ανά τον κόσμο.
- Η ευμάρεια επιστρέφει και πάλι στην χώρα μας στο τελευταίο βιβλίο σας. Μόνο που και πάλι φαίνεται ότι τίποτα – μα τίποτε- δεν διδαχτήκαμε, ως λαός. Απλά υποφέραμε χωρίς μυαλό να βάλουμε;
Μίλησα πιο πάνω για τη νοσταλγία του παρελθόντος. Η νοσταλγία τελειώνει με την αναβίωση του παρελθόντος. Αν αύριο συνέβαινε ένα θαύμα (όπως γίνεται στο μυθιστόρημα), πολύ φοβάμαι ότι ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας θα ξαναγύριζε στα παλιά, χωρίς να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα από πού έρχονται τα λεφτά και χωρίς να έχει διδαχτεί από το δράμα που περνάμε σήμερα. Απλώς θα πανηγύριζε που πέρασε ο εφιάλτης. Οι αμφισβητήσεις και η δυσπιστία θα έρθουν και πάλι από την πλευρά των ηλικιωμένων, που έζησαν στην εποχή πριν από την εικονική ευημερία. Γι αυτούς κάθε βήμα στην κατάκτηση καλύτερων συνθηκών ζωής ήταν ένας διαρκής αγώνας. Όταν τα χρήματα τους προσφέρονται στο πιάτο, η προσφορά τους γεμίζει δυσπιστία και ανασφάλεια, γιατί έχουν μάθει ότι τίποτα δεν προσφέρεται χωρίς αντάλλαγμα. Αυτή είναι η περίπτωση της Αδριανής, της γυναίκας του αστυνόμου Χαρίτου, στο μυθιστόρημα.
- Πριν ξεκινήσετε την συγγραφή μυθιστορημάτων γράφατε σενάρια για τον κινηματογράφο και δη συνεργαζόσασταν για χρόνια με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Ποια ανάμνηση από εκείνες τις μέρες δημιουργίας σας ανακαλείτε, αναπολείτε;
Η συνεργασία μου με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο συνδέθηκε με σαράντα χρόνια στενής φιλίας. Θυμάμαι ακόμα τις ατέλειωτες συζητήσεις πριν και κατά τη γραφή του κάθε σεναρίου. Θυμάμαι τις διαφωνίες και τις κόντρες μας. Αν υπάρχει, όμως, κάτι που θα θυμάμαι πάντα ήταν η μοναδική ικανότητα του Θόδωρου να ξεπερνάει κάθε αδιέξοδο με μια καινούρια ιδέα. Ο Θόδωρος μου λείπει πολύ, ιδιαίτερα στις δύσκολες μέρες που ζούμε.
- Με τον αστυνόμο Χαρίτο συνυπάρχετε για 20 συναπτά έτη. Πόσο «εσείς» είναι τελικά ο συμπαθής, γήινος αυτός άνθρωπος;
Πολλοί πιστεύουν ότι ο Χαρίτος είναι το alter ego μου. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Το κοινό μας σημείο είναι η συχνά ειρωνική μάτια και τα σχόλια μας πάνω στην Αθήνα και τους Αθηναίους. Ίσως, επειδή και οι δυο είμαστε μέτοικοι: εκείνος από την Ήπειρο, εγώ από την Κωνσταντινούπολη, και μπορούμε να κοιτάμε την πόλη και τους κατοίκους της από κάποια απόσταση. Κατά τα άλλα, ούτε η καταγωγή μας, αλλά ούτε και ο τρόπος ζωής μας ταιριάζουν.
- Και πότε σας επισκέφτηκε για πρώτη φορά αυτός ο μικροαστός, συνεπής μετρημένος αστυνομικός ο Κώστας Χαρίτος;
Με επισκέφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα, όταν έγραφα τα σενάρια της τηλεοπτικής σειράς «Ανατομία ενός Εγκλήματος», μαζί με την οικογένεια του. Στην αρχή δεν ήθελα καμιά σχέση μαζί τους. Είχα γράψει τόσους μικροαστούς χαρακτήρες στα σενάρια, που μου έφταναν. Ο Χαρίτος, όμως, δεν έφευγε. Ήταν εκεί κάθε πρωί και με βασάνιζε με την παρουσία του, γιατί με εμπόδιζε να συγκεντρωθώ στο σενάριο που έγραφα. Ώσπου μια μέρα είπα: «Αυτός για να με βασανίζει έτσι ή μπάτσος θά’ ναι ή οδοντίατρος». Αυτή ήταν η αφετηρία της σχέσης μου με τον Κώστα Χαρίτο.
- Αναρωτιέμαι ακόμα αν και η Αδριανή, η σύζυγος, αλλά και η θυγατέρα, η Κατερίνα, διαθέτουν στοιχεία των δικών σας αγαπημένων «προσώπων»;
Η Αδριανή είναι ίδια η μάνα μου. Η σχέση ξεκίνησε με τα γεμιστά. Η μάνα μου έφτιαχνε εξαιρετικά πολίτικα γεμιστά. Όταν μου ήρθε η ιδέα να βάλω ένα φαγητό που να ενώνει τον Χαρίτο με την Αδριανή, σκέφτηκα αμέσως τα γεμιστά. Έτσι ξεκίνησε η σχέση και κατάληξε στην πλήρη ταύτιση. Σήμερα, όταν έχω να γράψω μια ατάκα της Αδριανής, σκέφτομαι τι θα έλεγε η μάνα μου και το γράφω. Η Κατερίνα πάλι έχει πολλά κοινά σημεία με την κόρη μου.
- Η οικογένεια είναι η σανίδα των χωρών του Νότου είχατε πει παλαιότερα. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που εδώ στην μικρή μας πατρίδα των στενών οικογενειακών δεσμών, αγαπιούνται τόσο οι ιστορίες σας με τη φαμίλια του αστυνόμου Χαρίτου από το παλαιότερο «Νυκτερινό δελτίο» ως την τωρινή «Offshore»;
Στάθηκα τυχερός, επειδή ο Χαρίτος μου ήρθε με την οικογένεια του. Οι αναγνώστες του Νότου, είτε είναι ο Νότος της Ευρώπης, είτε η Νότια Αμερική, ταυτίζονται με την οικογένεια και όχι μόνο με τον Χαρίτο. Δεν ξέρετε πόσες φορές έχω ακούσει να μου λένε: «Η οικογένεια του Χαρίτου είναι ίδια με την οικογένεια μου.» Έτσι εξηγείται και η συμπάθεια των αναγνωστών του Νότου για την Αδριανή. Είναι η μάνα-νοικοκυρά, που κρατάει την οικογένεια ενωμένη στα δύσκολα. Αντίθετα, στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, οι αναγνώστες ταυτίζονται με τον Χαρίτο, γιατί η οικογένεια δεν έχει τόσο καθοριστική σημασία όσο στον Νότο.
- Και σε τούτη την ιστορία σας η Αθήνα πρωταγωνιστεί. Την αγαπάτε αυτή την άσκημη πλην δικιά μας πόλη για αυτό τα έργα σας, εν πολλοίς διαδραματίζονται μέσα σε αυτήν ;
Αυτό που με συναρπάζει στην Αθήνα είναι οι αντιθέσεις της. Κάθε γωνιά των παλιών μικρομεσαίων συνοικιών της Αθήνας κρύβει και μια αντίθεση. Οι αντιθέσεις αυτές είναι εγκαταστημένες στα σπλάχνα της πόλης. Η άλλη μεγάλη αντίθεση είναι εκείνη ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα. Υπάρχει μια Αθήνα της ημέρας και μια Αθήνα της νύχτας. Η Αθήνα μπορεί να είναι «άσκημη» τη μέρα, αλλά ομορφαίνει τη νύχτα, γίνεται πολύ πιο φιλική και ανθρώπινη. Μια από τις μεγάλες μου πληγές με την κρίση είναι ότι το κέντρο της Αθήνας έχει μετατραπεί σε μια πόλη αστέγων. Αυτή είναι μια μεγάλη πληγή και για τους άστεγους, αλλά και για την Αθήνα.
- Εσείς επιλέξατε να ζείτε στη Κυψέλη. Ώρες, ώρες η καθημερινότητα στο κέντρο της μικρής μας πόλης δεν είναι ασφυκτική;
Αγαπώ πολύ την Κυψέλη. Γιατί ακόμα διατηρεί τα χαρακτηριστικά της μεσοαστικής συνοικίας, τα οποία σε άλλες συνοικίες, ιδιαίτερα σε εκείνες της κάτω πλευράς της Πατησίων, έχουν σχεδόν χαθεί. Η Κυψέλη διατηρεί, επίσης, την έννοια της γειτονιάς. Βγαίνεις από το σπίτι σου και χαιρετάς τον κόσμο. Περνάς και όλοι σε γνωρίζουν. Οι Κυψελιώτες έχουν και μια πολύ ανθρώπινη σχέση με τους γαλλόφωνους αφρικανούς μετανάστες, που ζουν στη συνοικία.
- Πηγαίνοντας πίσω στη Πόλη των παιδικών σας χρόνων, αληθεύει ότι η μητέρα σας ήταν εκείνη που κυρίως σας ενεθάρρυνε στο διάβασμα; Και πως το πατρικό σας ήταν μέσα στη καλή χαρά; Περάσατε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια;
Όχι. Η οικογένεια μου δεν είχε ιδιαίτερη έφεση στην ανάγνωση. Το πάθος μου για το διάβασμα, μου το ενίσχυσε το σχολείο. Πήγα σε γερμανόφωνο λύκειο και εκεί δεν υπήρχε το αναγνωστικό με τη μορφή ανθολογίας κειμένων. Το μάθημα της γερμανικής γλώσσας γινόταν με λογοτεχνικά έργα: νουβέλες και μυθιστορήματα. Η επαφή με τα λογοτεχνικά έργα στο σχολείο μου άνοιξε το παράθυρο για το διάβασμα.
- Μιλώντας για την Κωνσταντινούπολη Την επισκέπτεστε τακτικά; Εξακολουθεί να σας συγκινεί;
Ναι, την επισκέπτομαι πολύ τακτικά. Εξακολουθώ να χαίρομαι, όταν βρίσκομαι εκεί, αλλά η Κωνσταντινούπολη σήμερα είναι πολύ διαφορετική απ’ αυτή που μεγάλωσα. Η κόρη μου, που αγαπάει, επίσης, πολύ την Πόλη, αγαπάει μιαν άλλη πόλη απ’ αυτή που αγάπησα εγώ. Εγώ έφυγα από μια πόλη του ενάμιση εκατομμυρίου και σήμερα ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης είναι κάπου μεταξύ δέκα έξη και δέκα οκτώ εκατομμυρίων. Είναι φυσικό να έχει αλλάξει. Από την άλλη, ο Βόσπορος και τα Πριγκιπόννησα είναι ακόμα σχεδόν όπως τα άφησα.
Το νέο βιβλίο του Πέτρου Μάρκαρη “Offshore” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης
Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Lionnews

