Η μαργαρίτα του Βοσπόρου

coct

του Γιώργου Χρυσοβιτσάνου. 

Παραγγέλνω μια margarita στο μεξικάνικο της γειτονιάς μου. Διότι, πώς να το κάνουμε, χωρίς έθνικ κοκτέιλ δεν πάνε κάτω τα φαρμάκια της ελληνικής κρίσης. Και ενώ στο μπαρ ανακατεύουν τεκίλα, κουαντρό και λάιμ, παρατηρώ πάνω στον τοίχο τελετουργικές μάσκες – μαϊμού των Αζτέκων και σενιορίτες να χορεύουν, κρυφοκοιτώντας λάγνους κιθαρίστες μαριάτσι, σε φολκλορικούς πίνακες.  Άμεσος ο συνειρμός με Πάντσο Βίγια, Φρίντα Κάλο, Κάρλος Σαντάνα, Ζαπατίστας, καρτέλ ναρκωτικών, λαθρομετανάστες στις ΗΠΑ και μεξικάνικες σαπουνόπερες διασκευασμένες στα καθ’ ημάς. Ακολουθούν σε ρυθμό βολίδας αντίστροφα φλας μπακ με κατάληξη τον Χερνάρντο Κορτέζ να ξεριζώνει, το 1519, την καρδιά ενός αρχαίου πολιτισμού και τον καίει στις φωτιές της Ιεράς Εξέτασης. Έρχεται γρήγορα η margerita και κάνω πρόποση – έτσι αυθόρμητα και χαζά- στον Χριστόφορο Κολόμβο, τον τυχοδιώκτη που ξεκίνησε τη γνωστή ιστορία με την Αμερική. Πίνω στην υγεία του αρχικού υπεύθυνου για τα καλά και τα κακά που ακολούθησαν.

Ώπα, όμως! Πώς είναι δυνατόν ένας ναυτικός να έχει καθορίσει το μέλλον της ανθρωπότητας;  Επιστημονικά απορριπτέο. Γελοίο, παιδαριώδες, αντιμαρξιστικό.  Άντε, αγόρι μου, σκέψου πιο λογικά! Με τη δεύτερη γουλιά ανοίγει μια μαύρη τρύπα στο μυαλό μου και ο Κόλπος του Μεξικού ενώνεται με τη Θάλασσα του Μαρμαρά. Δυο χρονολογίες αναβοσβήνουν μέσα μου σαν επιγραφές από νέον.  Το 1492 που ο Γενοβέζος έφτασε στις Μπαχάμες και το 1453 που αλώθηκε η Πόλη. Μικρή η απόσταση ανάμεσα σε αυτές τις δυο κοσμοϊστορικές στιγμές. Ούτε σαράντα χρόνια. Με το που κλείνουν οι Οθωμανοί την πύλη του μεταξιού αρχίζει η αναζήτηση νέων θαλάσσιων δρόμων, οπότε να’ σου ο Κολόμβος και η Αμερική.

Έκτοτε, είμαστε οι χαμένοι της Ιστορίας. Όταν στην Ευρώπη δυναμώνουν τα φώτα της Αναγέννησης, χάρη στο τσουνάμι χρυσού που φέρνουν οι νέες κατακτήσεις, σβήνει το καντήλι για τους Έλληνες. Πώς να προλάβουμε οι κακόμοιροι οι Ρωμιοί, με καθυστέρηση τετρακοσίων χρόνων, τους Ιταλούς και τους Φραντσέζους; Στους οποίους έδωσαν το προβάδισμα οι Ορθόδοξοι μεγαλοπαπάδες, επιλέγοντας τους Μωαμεθανούς αντί των Καθολικών. Μεγάλη η ένδεια η οικονομική, η κοινωνική και η πολιτιστική πολλών γενεών Ελλήνων και αθεράπευτος ο πόνος μας. Ούτε ένα μπουκάλι τεκίλα (ή έστω Johnny Walker, το εθνικό μας ποτό επί «ευημερίας») δεν αρκεί για να γλυκάνει την πίκρα.

Τέλος για τους Βυζαντινούς το 1453. H Αγιά Σοφιά πνιγμένη σε δυο μέτρα αίμα αθώων. Κάρβουνο τα ψάρια στο μαύρο τηγάνι του καλόγερου. Εκείνες τις αποφράδες μέρες, μια μαργαρίτα, κομμένη από οθωμανικό γιαταγάνι, πέφτει απαλά στον Βόσπορο και κολυμπάει ως το Μεξικό.  Διασχίζοντας ωκεανούς, με το πάσο της.

Νέο ξεκίνημα για τους υπόλοιπους δυτικούς σήμανε η ανεπανόρθωτη ζημιά που έκαναν στη Βασιλεύουσα οι μπομπάρδες του Μωάμεθ του Πορθητή. Για εκείνους οι κανονιές άνοιξαν συναρπαστικές διαδρομές στο μέλλον: αποικισμός τριών ηπείρων από την Ευρώπη και ανακάλυψη μιας πέμπτης, της Αυστραλίας, Βρετανική θαλασσοκρατορία και παγκόσμια εμπορική έκρηξη, άνοδος της αστικής τάξης, Διαφωτισμός, Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αμερικανικός πόλεμος ανεξαρτησίας, γαλλική και βιομηχανική επανάσταση και όλα όσα έπονται.

Μοιράζομαι τις σκέψεις μου με τη συνοδό μου και εκείνη προσθέτει ότι αν δεν γινόταν η Άλωση, ίσως να μην υπήρχε δουλεμπόριο μαύρων, άρα μπορεί να μην είχαμε σπιρίτσουαλς, μπλουζ, σόουλ και ρέγκε. Σωστή παρατήρηση. Μήπως τελικά οι Τούρκοι συνέβαλαν άθελά τους στη μουσική μας κουλτούρα και τέρψη;

Βάζουν στο στέρεο το La Cucaracha κι εγώ σπρώχνω μακριά μου τη μισοτελειωμένη margarita. Αυτό που χρειάζομαι τώρα είναι κάτι πιο δυνατό. Νιώθω και κάπως ξένος εδώ μέσα, ξαφνικά, με όλο αυτό το φολκλόρ. Αποφασίζω, στην επόμενη έξοδό μου, να επισκεφθώ το κεμπαμπτζίδικο της γειτονιάς. Γεύσεις και οσμές θα με στείλουν πίσω ως τον Βουλγαροκτόνο και τον Διγενή Ακρίτα. Κι ακόμα πιο πίσω. Στον Βελισσάριο και τα ψηφιδωτά της Ραβένας, τουλάχιστον.  Περασμένα μεγαλεία και πράσινα άλογα που δεν απαλύνουν την αίσθηση της ήττας. Ελπίζω πάντως ότι θα το καταπιώ κι αυτό με μια ρακή («ούζο» τουρκιστί) για να μην ξεχνάμε τις ρίζες μας. Άσε που θα μου’ρθει και πιο φτηνά απ’ ό,τι το μεξικάνικο.

The following two tabs change content below.
Γεννιέται στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 1947. Το 1965, μπαίνει στη Νομική Αθηνών. Την ίδια χρονιά ξεκινά τη δημοσιογραφική του καριέρα στον «Ανένδοτο» ως ελεύθερος ρεπόρτερ. Λούφα και παραλλαγή στον στρατό επί χούντας. Ακολουθούν σπουδές κινηματογράφου στο International London Film School από το οποίο αποφοιτά το 1973. Το 1975, συνυπογράφει ως μέλος της «Ομάδας των 4» το ντοκιμαντέρ «Νέος Παρθενώνας», με θέμα τα κολαστήρια της Μακρονήσου και της Γυάρου. Βγάζει τα προς το ζην με διάφορες δουλειές (επιμελητής κειμένων, μεταφραστής κινηματογραφικών υποτίτλων, ναυτιλιακός ρεπόρτερ, μεταφραστής ρομάντζων Άρλεκιν και αστυνομικών μυθιστορημάτων) ως το 1981 που αναλαμβάνει την κινηματογραφική κριτική στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ. Παράλληλα, συνεργάζεται με το ELLE, το STATUS και το 7ΜΕΡΕΣ TV. Το 1983 εκδίδεται η συλλογή διηγημάτων του «Η συνέχεια στο επόμενο» (Εκδόσεις Υάκινθος). Ξεκινά καριέρα σεναριογράφου τηλεοπτικών σειρών το 1993 με το «Τίμημα του πάθους» (ΑΝΤ1). Άλλοι τίτλοι: «Διλήμματα», «Τρικυμία», «Μαύρος ωκεανός», «Ο τελευταίος παράδεισος», «Μια στιγμή, δυο ζωές», «Η ζωή της άλλης», «Οι βασιλιάδες». Από το 2013- 2015 γράφει κινηματογραφική κριτική για το ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ. Είναι παντρεμένος με τη Μαρίκα Αρβανιτοπούλου (ο τρίτος του γάμος) και πατέρας τριών παιδιών. Facebook: George Chrissovitsanos

Comments

comments

Related Posts

Recent Posts