της Αγγελικής Ρουμπιέ.
Βγαίνω στο μπαλκόνι για να νιώσω τον κρύο αέρα σε συνδυασμό με τη μυρωδιά των ξύλων που καίγονται στα τζάκια. Κλείνω για λίγο τα μάτια, να νιώσω καλύτερα το χειμώνα με μυρωδιές και εικόνες της πόλης μου.
Πάντα αγαπούσα τις μυρωδιές που με οδηγούσαν σιγά σιγά στα Χριστούγεννα. Και πάντα τα περίμενα με λαχτάρα, για να νιώσω ότι είμαι και γω μέρος τους. Σαν παιδάκι, βεβαίως. Καθόμουν οκλαδόν, δίπλα και κάτω από το οικογενειακό χριστουγεννιάτικο δέντρο και χάζευα τα μαγικά φωτάκια. Μπάλες γυάλινες, βαριές, όχι σαν τα φθηνά πλαστικά στολίδια του σήμερα, βαμβάκι στα κλαδιά, ώστε να θυμίζει χιόνι και, φυσικά όλα τα παιδικά μου κουκλάκια, μεγάλα, μικρά, σε παράταξη γύρω από τη φάτνη, να κοιτούν με τα μεγάλα μάτια τους τον γεννηθέντα Ιησού.
Αν με ρωτήσεις ποια Χριστούγεννα θυμάμαι, δεν θα σου πω. Ξέρεις γιατί… Θα σου πω, όμως, ή , μάλλον θα σου αφηγηθω μια μικρή ιστορία. Τέλος Νοεμβρίου, στην Αθήνα, απόγευμα μετά τις εξι, θαρρώ, μετά από ένα ακόμη επισκεπτήριο δύσκολο, βγήκα από το νοσοκομείο να πάρω λίγο αέρα. Αυτός ο αέρας ο κρύος που σε ξυπνάει και σε χαϊδεύει, κιόλας. Που τον έχεις ανάγκη, για να συνεχίσεις. Που σου θυμίζει ότι μες στο κρύο όσοι αγαπιούνται, αγκαλιάζονται, περπατούν σφιχταγκαλιασμένοι. Εγω είχα αγκαλιάσει εμένα, σταυρώνοντας τα χέρια μπροστά μου και περπατούσα βιαστικά, λες και με κυνηγούσε ο χρόνος. Ανέβηκα τη μικρή ανηφόρα που οδηγούσε στο γνωστό ακριβό δρόμο του κέντρου. Ήταν δίπλα στο νοσοκομείο. Αντιφατική εικόνα. Περπάτησα κοιτώντας αδιάφορα και ψιθυρίζοντας κάτι σαν προσευχή και τραγούδι. Το βλέμμα μου κέντρισε μια βιτρίνα ζαχαροπλαστείου. Κοντοστάθηκα. Μου φαινόταν τόσο φωτεινή! Πόσο είχαν συνηθίσει τα μάτια μου το λευκό φως του νοσοκομείου, τελικά. Μου ήταν ξένο αυτό το γλυκοκίτρινο φως της βιτρίνας που ήταν στολισμένη σαν χριστουγεννιάτικο παραμύθι. Χρώματα, ασημένια και χρυσά χαρτιά που έκρυβαν ακριβά σοκολατάκια, ζαχαρωτά παιδικά, τάρτες ‘χιονισμένες΄ με πασπαλισμένη άχνη ζάχαρη, σοκολατένιοι κορμοί, τεράστια τσουρέκια, κάστανα γλυκά και βουνά από μελομακάρονα και κουραμπιέδες. Πρέπει να είχα κυριολεκτικά κολλήσει το πρόσωπό μου στο, επίσης, στολισμένο τζάμι, παρακολουθώντας τους χαρούμενους πελάτες. Και τότε το ένιωσα. Αυτό το συναίσθημα της ανημπόριας. Τόσο, μα τόσο φτωχή και απελπισμένη. Σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Παρακολουθούσα έναν επώνυμο κύριο να ψωνίζει γλυκά και κοίταξα το είδωλό μου στο τζάμι. Παράταιρο θέαμα. Μια γιρλάντα από ψέυτικο χιόνι ήταν γύρω μου και γω ασπροκίτρινη, με σφιγμένο πρόσωπο, μαύρους κύκλους της κούρασης και της αγωνίας. Χαμήλωσα το κεφάλι και πήρα το δρόμο της επιστροφής. Αργά αυτή τη φορά.
Κάθε φορά που περνάω από το πολύ γνωστό ζαχαροπλαστείο, κοιτάζω μέσα. Χειμώνα, καλοκαίρι. Και βλέπω πάντα το ίδιο συναίσθημα. Της απελπισίας. Που είναι πιο έντονη όταν βλέπεις τη χαρά του άλλου, ενώ εσύ βρίσκεσαι σε αδιέξοδο. Κάθε Χριστούγεννα, λοιπόν, εγώ κάνω – τουλάχιστον, προσπαθώ και τα καταφέρνω- μια βαθύτερη ανάγνωση των δελεαστικών φώτων και της σαγηνευτικής λάμψης. Εκείνο το απελπισμένο κορίτσι το κουβαλάω πάντα μέσα μου…
(Φωτογραφία: Loodogs@Flickr)


Latest posts by Αγγελική Ρουμπιέ (see all)
- Τα βράχια της Κρύας - August 13, 2023
- Αλεξίσφαιρη Αλίκη (3) - August 4, 2023
- Διαδρομή διαρκής - July 27, 2023