Χριστουγεννιάτικη κοροϊδία

poor-santa

του Γιώργου Χρυσοβιτσάνου. 

Είδα πρόσφατα την Κρυφή ομορφιά, τη νιοστή  κινηματογραφική μεταφορά της κλασικής Χριστουγεννιάτικης ιστορίας  που μεταδίδει στα παιδιά της μπερδεμένης μεταβιομηχανικής εποχής μας – σε όλους εμάς δηλαδή- ένα πονηρό μήνυμα της περιόδου της βιομηχανικής επανάστασης: ότι η επαφή με τα φαντάσματά μας, παρελθόντα, παρόντα και μελλοντικά μπορούν να μας κάνουν καλύτερους. Αφήστε την τσιγκουνιά και ξοδέψτε για να σας ανοίξουν οι πύλες του παραδείσου, σε ελεύθερη μετάφραση. Με την υπογραφή του Τσαρλς Ντίκενς.

Τέλος προβολής της ταινίας, την οποία παρακολούθησα με επιεική διάθεση παρά τις ενστάσεις μου, και μετά βόλτα από το σινεμά Ιντεάλ στην Πανεπιστημίου ως την οδό Ερμού που με έκανε να γελάσω και να δακρύσω. Βλέποντας τους διαβάτες, ντυμένους με τα προπέρσινα κυριακάτικά τους, να χαζεύουν τις βιτρίνες και να φοβούνται να μπουν στα μαγαζιά, κατανόησα την κοροϊδία και των εφετινών Χριστουγέννων. Η αποθέωση της κατανάλωσης, ενδεδυμένη με τα αποφόρια του Άγιου Βασίλη. Παλτά με άδειες τσέπες. Βλέπε αλλά μην αγγίζεις. Φάτε μάτια ψάρια. Window shopping δίχως shopping. Συμπολίτες που θα μαγειρέψουν κατιμά την Πρωτοχρονιά και πολύ τους πάει. Και που θα γαμοσταυρίζουν όταν θα μπαίνει το νέο έτος.

Συμπέρασμα: ο δέκατος τρίτος μισθός του παρελθόντος μας δεν μας έκανε καλύτερους ανθρώπους, αλλά καλύτερους καταναλωτές. Τώρα που αυτό το επίδομα καταργήθηκε, γίναμε χειρότεροι καταναλωτές, άρα και χειρότεροι άνθρωποι.

Επιστρέφουμε στα σπίτια μας και αρχίζουμε τη γκρίνια, ενώ συγκρατιούμαστε να μην κλωτσήσουμε το φτωχό από δώρα χριστουγεννιάτικο δεντράκι. Πίνουμε ένα σφηνάκι ρακί από το ποτήρι που παλιά γεμίζαμε με ουίσκι black label. Εκτονωνόμαστε πάνω στους δικούς μας, ενώ κατακρίνουμε για τα πάντα –ακόμα και για τον βήχα του παππού-  το κόμμα που μάλλον θα ξαναψηφίσουμε. Σκυλοβρίζουμε τον Σόϊμπλε, ενώ κοιτάμε την υλική μας ένδεια, μέσα στον καθρέφτη της γιαγιάς ο οποίος χρειάζεται συντήρηση, αλλά πού τα λεφτά…  Όμως δεν παραδεχόμαστε ότι η λέξη «κουτόφραγκοι» σβήστηκε πλέον από το ελληνικό λεξιλόγιο. Όπως και το «Καλά Χριστούγεννα». Merry Christmas, παιδιά. Αμετάφραστο στα ελληνικά.

The following two tabs change content below.
Γεννιέται στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 1947. Το 1965, μπαίνει στη Νομική Αθηνών. Την ίδια χρονιά ξεκινά τη δημοσιογραφική του καριέρα στον «Ανένδοτο» ως ελεύθερος ρεπόρτερ. Λούφα και παραλλαγή στον στρατό επί χούντας. Ακολουθούν σπουδές κινηματογράφου στο International London Film School από το οποίο αποφοιτά το 1973. Το 1975, συνυπογράφει ως μέλος της «Ομάδας των 4» το ντοκιμαντέρ «Νέος Παρθενώνας», με θέμα τα κολαστήρια της Μακρονήσου και της Γυάρου. Βγάζει τα προς το ζην με διάφορες δουλειές (επιμελητής κειμένων, μεταφραστής κινηματογραφικών υποτίτλων, ναυτιλιακός ρεπόρτερ, μεταφραστής ρομάντζων Άρλεκιν και αστυνομικών μυθιστορημάτων) ως το 1981 που αναλαμβάνει την κινηματογραφική κριτική στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ. Παράλληλα, συνεργάζεται με το ELLE, το STATUS και το 7ΜΕΡΕΣ TV. Το 1983 εκδίδεται η συλλογή διηγημάτων του «Η συνέχεια στο επόμενο» (Εκδόσεις Υάκινθος). Ξεκινά καριέρα σεναριογράφου τηλεοπτικών σειρών το 1993 με το «Τίμημα του πάθους» (ΑΝΤ1). Άλλοι τίτλοι: «Διλήμματα», «Τρικυμία», «Μαύρος ωκεανός», «Ο τελευταίος παράδεισος», «Μια στιγμή, δυο ζωές», «Η ζωή της άλλης», «Οι βασιλιάδες». Από το 2013- 2015 γράφει κινηματογραφική κριτική για το ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ. Είναι παντρεμένος με τη Μαρίκα Αρβανιτοπούλου (ο τρίτος του γάμος) και πατέρας τριών παιδιών. Facebook: George Chrissovitsanos

Comments

comments

Related Posts

Recent Posts