της Μαρίκας Αρβανιτοπούλου.
Η αλήθεια είναι ότι δεν βλέπω Σπύρο Παπαδόπουλο.
Δεν συμπαθώ τις εκπομπές του, τις παρέες που προσκαλεί, το ύφος του όταν ακούει τα τραγούδια.
Έχω και κάτι φίλους που λένε ότι ο Σπύρος -οι εκπομπές του δηλαδή- αποτελούν ιστορικό αρχείο για τη διάσωση του ελληνικού τραγουδιού.
Μπορεί να είναι κι έτσι. Ποιος ξέρει; Και ποιος σ΄αυτούς τους καιρούς δίνει μια πεντάρα για τη διάσωση του εθνικού μας τραγουδιού όταν δεν μπορεί να διασωθεί ολόκληρο κράτος; Τι με νοιάζει, όταν όλα θα έχουν χαθεί, να ακούγεται η φωνή του Τσιτσάνη και η ανατριχίλα της Βέμπο και της Μπέλλου;
Πάλι, ξαναλέω, προσωπικά δε δίνω μία.
Εκείνο που ξέρω είναι ότι η παραγωγός εταιρία της εν λόγω εκπομπής, παρουσιαστής και λοιποί συντελεστές, έχουν διασωθεί οικονομικώς από τη λαίλαπα που μαστίζει τον χώρο.
Για να μην αναφερθώ και στα παράπλευρα κέρδη ενός καλλιτέχνη που γεμίζει το θέατρό του με δωρεάν διαφήμιση – εβδομαδιαία παρακαλώ!
Ξαναφούντωσε η παραφιλογογία και η φεϊσμπουκική «επιστημονική» διερεύνηση για το αν η Πάολα πρέπει να τραγουδήσει Χατζιδάκι ή έχουν σηκωθεί τα σώβρακα να διώξουν τις… γραβάτες. Φυσικά και πάλι ο υιός Χατζιδάκι δεν εξέφερε γνώμη για το θέμα -και καλά έκανε, και πολύ καλά έκανε- αν λάβεις υπόψη σου και την πάγια θέση του. Οι πάντες μπορούν να τραγουδήσουν, να χορέψουν Χατζιδάκι, φτάνει να καταθέτουν τον οβολό τους στα πνευματικά δικαιώματα , πράγμα για το οποίο φαντάζομαι φροντίζει η φιλάνθρωπος ΑΕΠΙ.
Αναρωτήθηκα όμως πάλι για την ποιότητα του εγκεφάλου μας και τα ζητήματα που μας ξεσηκώνουν ως σκεπτόμενους που δεν απέχουν από τη λογική της συνάθροισης σε έναν εν τέλει ιδιωτικό χώρο για το αν η Πάολα θυμίζει τον Ρωμανό και αν κουνάει τα χέρια της με τον τρόπο που ταιριάζει σ΄εναν Χατζιδάκι…
Μια χώρα η οποία εδώ και δυο δεκαετίες δεν έχει κάνει τίποτα για την πραγματική διάσωση του Χατζιδάκι και του έργου του.
Που δεν έχει διασώσει την ιστορική μνήμη μέσω της συντήρησης του σπιτιού του συνθέτη στην Ξάνθη…
Που δεν έχει φροντίσει για την ανέγερση ενός βραβείου θεσπισμένου στην μνήμη του…
Γιατί αλαλάζουμε σαν κύμβαλα; Ποιον προσπαθούμε να πείσουμε για την ποιότητα μας;
Η εμφάνιση της λαϊκής αοιδού άντε και του σκυλιού -για να ακριβολογούμε- που, αφού σεργιανάει κάθε νύχτα στους ναούς της ιερής διασκέδασης των Ελλήνων, γουστάρει να πει και έναν Χατζιδάκι δεν είναι το πρόβλημα μας.
Το εθνικό μας πρόβλημα, όπως λέει κι ο Ματθαίος Γιωσαφάτ, είναι ότι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το πρωκτικό στάδιο στο οποίο είμαστε καταδικασμένοι να κάνουμε τα βήματά μας, τα εθνικά μας βήματα. Κοινώς, συνεχίζουμε να κάνουμε κακά μας, όπου δε μας βλέπει η μαμά μας, για να ελέγξουμε το σώμα μας και να οριοθετήσουμε τον δικό μας χώρο.
Αδυνατούμε ακόμα και μέσα σε κατάσταση εθνικής ολίσθησης, να αδιαφορήσουμε για το κους-κους (επιτέλους ο καθένας ας τραγουδήσει ότι θέλει) και να απαιτήσουμε αυτά που ενδεχομένως θα μας άξιζαν, όπως αξίζουν σε κάθε λαό με παράδοση.
Και που αξίζουν σε κάθε λαό που καταφέρνει από την βρεφική, παιδική του και εφηβική του ηλικία να προχωρήσει θαρραλέα στην ενηλικίωση του. Με τον πόνο και τις θυσίες που ενίοτε απαιτούνται.


Latest posts by Μαρίκα Αρβανιτοπούλου (see all)
- H μπλε παλέτα της Λίτσας Κασούμη - May 22, 2017
- Οι ψαλτικοί, ο Ψάλτης και η δημοκρατία του fb - April 23, 2017
- Οι μυρωδιές του Πάσχα - April 7, 2017