συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου.
Ο Ανδρέας Καραγιάν γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1943 και σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ταξίδεψε στο Λονδίνο για ειδικότητα, αλλά γοητεύτηκε από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των late ’60s και εγκατέλειψε την ιατρική για να σπουδάσει ζωγραφική στο Central και στο Camberwell Schools of Αrt. Στη συνέχεια σπούδασε χαρακτική στη Γερμανία και έζησε αρκετά καιρό στο Βερολίνο. Το 1978 έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στην γκαλερί «Ώρα» στην Αθήνα. Ως ζωγράφος αντιπροσώπευσε την Κύπρο στην Μπιενάλε της Βενετίας και στην Μπιενάλε του Καΐρου. Επίσης εικονογράφησε ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη, που εκδόθηκαν στο Βερολίνο. Από το 1978 έως το 2004 ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και την κριτική κινηματογράφου και θεάτρου. Το 2007, κατόπιν προσκλήσεως της Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας, έζησε στην Αλεξάνδρεια και δημιούργησε μια σειρά έργων με αλεξανδρινά θέματα, τα οποία εκτέθηκαν στη βιβλιοθήκη.
Από το 2004 ασχολείται με την συγγραφή μιας μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας .
- Διαβάζοντας και αυτό το βιβλίο σας, τον Άκρατο Γέλωτα, είχα την ίδια αίσθηση… Ζήλεψα λιγάκι για τη μυθιστορηματική ζωή που ζήσατε και ζείτε. Θα έχετε συνειδητοποιήσει, υποθέτω, ότι λίγοι έχουν αυτή την τύχη.
Θα έλεγα καλυτέρα ότι υπήρξα τυχερός να ζήσω σε πόλεις και χρόνους που με βοήθησαν να κάνω τις επιλογές μου. Επειδή για επιλογές πρόκειται. Ένα παράδειγμα. Όταν πήγα στο Λονδίνο το 1967 μόλις είχα τελειώσει την Ιατρική Σχολή Αθηνών, είχα παντρευτεί, άρα όλοι πίστευαν, και εγώ μαζί, ότι αυτή ήταν η μοίρα μου. Σαν γιατρός να πετύχω, να κερδίζω αρκετά λεφτά και να έχω μια οικογένεια υπόδειγμα. Έλα όμως που πήγα σε ένα Λονδίνο όπου ανθούσε η επανάσταση των Παιδιών των Λουλουδιών, έλα που σε κάποια βραδινά μαθήματα ζωγραφικής όπου πήγαινα ο καθηγητής μού είπε ότι είμαι γεννημένος ζωγράφος, έλα που η γυναίκα μου ήταν πιανίστα έτσι με κατάλαβε όταν της είπα ότι θα αφήσω την Ιατρική και θα σπουδάσω ζωγραφική. Πάντα ζωγράφιζα και η επιθυμία μου ήταν να γίνω ζωγράφος αλλά η μητέρα μου απεφάνθη ότι οι ζωγράφοι και οι καλλιτέχνες ή ήταν άθεοι, είτε τοιούτοι, είτε κουμουνιστές και έπρεπε εγώ να γίνω χρήσιμο μέλος της κοινωνίας! Όλα αυτά λοιπόν με οδήγησαν να κάνω την πρώτη μου επανάσταση. Μετά ακολούθησαν και άλλες , γι αυτό γράφω και την πενταλογία μου σαν ένα είδος «Χιλίων και μίας Ιστοριών Έρωτος και Τέχνης».
- Έχοντας ζήσει πάθη μεγάλα και μοιραία, κοιτάζοντας πίσω, τελικά όλα φθίνουν κ.Καραγιάν; Ακόμα και οι πιο μεγάλοι έρωτες φτάνουν στην παρακμή;
Η αλήθεια είναι ότι ζούσα τον έρωτα όπως τον σχεδίασα στα βιβλία που διάβασα. Έναν έρωτα «προπαρασκευασμένο», έναν έρωτα δεσμευμένο σε χρονικά πλαίσια. Η λογοτεχνία με την οποία μεγάλωσα με προετοίμαζε γι’ αυτά τα συναισθήματα. Ίσως βέβαια από ένστικτο να διάλεγα και εγώ τα μυθιστορήματα που θα καθόριζαν την προσωπικότητά μου. Πάντα ήθελα να ζήσω τους μεγάλους έρωτες! Με το τέλος όμως ενός έρωτα, αναρωτιόμουν πάντα πώς μπόρεσα ν’αγαπήσω το ον που στεκόταν δίπλα μου, τόσο διαφορετικό, και που κάποτε το είχα στολίσει με τόσες αρετές. Η αγάπη μου χρωμάτιζε τον άλλο ανάλογα με τα συναισθήματά μου. Είχα την τύχη οι έρωτές μου να φεύγουν ενωρίς από τη ζωή μου, ώστε να μην προλάβει ο χρόνος να επέμβει στα πρόσωπά τους με τις διαβρώσεις και προσχώσεις του γήρατος, παραμένοντας έτσι στη μνήμη παντοτινά νέοι όπως τους είχα γνωρίσει και αγαπήσει. Ευτυχώς ο χρόνος και η μνήμη εξαγνίζει τον πόνο, όπως γίνεται σε μια απόσταξη των φύλλων ενός τριαντάφυλλου όπου μένει το απόσταγμα, διάφανο πια, αλλά που διατηρεί μια ελαφριά ευωδία. Πέρασαν σχεδόν 50 χρόνια για να κατανοήσω ότι τώρα μπορούσα να στραφώ στον παλιό μου εαυτό με την άνεση και την ελευθερία ενός ανθρώπου που κοιτάζει τα γεγονότα εκ του μακρόθεν. Τώρα βλέπω τα πράγματα εντελώς διαφορετικά. Η απόσταση έχει ήδη δώσει μια άλλη διάσταση, σχεδόν ονειρική στα πεπραγμένα.
- Κυρίαρχο πρόσωπο η μητέρα σας, η πλέον μυθιστορηματική, κατά τον αείμνηστο Κουμανταρέα, «ηρωίδα» σας. Σε εκείνη μήπως στην ουσία αφιερώνετε τα έργα σας, τα γραπτά τουλάχιστον ;
Ίσως και να έχετε απόλυτα δίκιο. Η αλήθεια είναι ότι δεν έκλαψα ποτέ την απουσία της μητέρας, ούτε την ημέρα που πέθανε. Ίσως όσο ήταν να την κλάψω το έκανα όταν μου εξήγησε ο γιατρός την κατάστασή της, ότι είχε ελάχιστους μήνες ζωής. Παρακολούθησα ατάραχος την κηδεία της, την ταφή της, σαν να ήταν μια θεατρική παράσταση. Εξάλλου από την επομένη της απουσίας της έγινε πιο έντονη η παρουσία της στον κόσμο των ονείρων μου. Ακόμη και στις σκέψεις μου. Αυθόρμητα σκεφτόμουν : «πρέπει να τηλεφωνήσω, πρέπει να το πω στη μητέρα». Συχνά την ονειρεύομαι. Τα όνειρα είναι τόσο ζωντανά, ωσάν να ζω ακόμη την κάθε στιγμή μαζί της. Τα όνειρα με τη μητέρα είναι σπαράγματα από τις καθημερινές στιγμές που ζήσαμε μαζί. Τη βλέπω σήμερα γύρω στην ηλικία των 40 ή 50 ετών. Συναντιόμαστε σε ένα σπίτι απάνω στο κύμα και άλλοτε βρισκόμαστε στα απομεινάρια της οδού Ουζουνιάν όπου μεγάλωσα. Ίσως γράφω τα βιβλία μου για να ζωντανέψω τα πρόσωπα που αγάπησα και κυρίως τη μητέρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Πενταλογία μου κλείνει με την παρουσία της. Τελικά αυτή ανοίγει και αυτή κλείνει τη συγγραφική ιστορία της ζωής μου όπως εξελίσσεται στα πέντε βιβλία μου, είναι η κύρια πρωταγωνίστρια.
- Κι ήταν εκείνης της μητέρας σας μια κούτα με ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τον Λίβανο που σας ώθησαν ως παιδί να ξεκινήσετε το γράψιμο;
Όντως το έναυσμα για να γράψω το πρώτο βιβλίο «Η Αληθής Ιστορία» μού έδωσε ένα ωραίο σεντεφένιο κουτί που η μητέρα έφερε από τον Λίβανο και το γέμισε με ασπρόμαυρες φωτογραφίες και που βρήκα ανάμεσα στα πράγματά της. Οι φωτογραφίες με μετέφεραν σαν Ζέφυρος σε εποχές τρυφερές, όταν μαθητής του Δημοτικού μάζευα τις βαθυκόκκινες τουλίπες που φύτρωναν ανάμεσα στα στάχυα, στα πράσινα, τα σπαρμένα χωράφια της Μύρτου, όπου πηγαίναμε εκδρομή όλη η οικογένεια με γέλια, τραγούδια και εδέσματα. Η μητέρα ήταν από τις πρώτες γυναίκες στη Λευκωσία που πήρε δίπλωμα οδήγησης και αγόρασε το πρώτο μας αυτοκίνητο, ένα πράσινο Morris Minor. Η Λευκωσία της δεκαετίας του 40 και 50 πριν αρχίσει η ΕΟΚΑ ήταν μια πολυπολιτισμική πρωτεύουσα, ζούσαμε την πιο ωραία εποχή, την belle époque. Σήμερα η Μύρτου και τα χωράφια με τις βαθυκόκκινες τουλίπες βρίσκονται υπό τουρκική κατοχή. Το 2004 είχα γράψει κάποια κομμάτια αναπολώντας την ωραία εποχή της παιδικής μου ηλικίας που αντιπροσώπευαν οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες που ανακάλυψα, τα διάβασε ο αγαπητός φίλος, σκηνοθέτης και συγγραφέας, Χρίστος Δήμας και μου έδωσε την ώθηση να αρχίσω να καταγράφω, με μια μυθιστορηματική ύφη, τα γεγονότα που έζησα.
- Διορθώστε με αν υπερβάλλω, αλλά θαρρώ πως η μαμά σας είχε το πιο κινηματογραφικό τέλος! Εν αγνοία της πέθανε, την ίδια μέρα σε διπλανό δωμάτιο νοσοκομείου με τον πατέρα σας, αν και είχαν να ανταμώσουν σαράντα τόσα χρόνια…
Είναι μια πολύπλοκη ιστορία που ίσως κάποτε της δώσω την πλήρη μυθιστορηματική της αξία. Εν συντομία: η μητέρα μου, η Καρμέλλα συνάντησε έναν κομψό νεαρό γιατρό τον Νίκο Θεοφανίδη και ερωτεύτηκαν έρωτα σφοδρό αλλά η οικογένεια του εμπόδισε το γάμο γιατί ανήκαν σε διαφορετικά θρησκευτικά δόγματα. Έτσι χωρίζουν. Ο Ιωάννης Καραγιάν τραπεζικός έρχεται με μετάθεση από την Αλεξάνδρεια στην Κύπρο και παντρεύεται την Καρμέλλα. Ακολουθούν αρκετές περιπέτειες, η επανεμφάνιση του Θεοφανίδη στη ζωή της μητέρας με αποτέλεσμα να γεννηθούμε εγώ και ο αδελφός μου. Μέχρι τα δώδεκά μου, ο Νίκος Θεοφανίδης ήταν αναπόσπαστο μέρος της ζωής μου. Με κρατούσε πάντα αγκαλιά και μου έλεγε, ‘εσύ είσαι γιός μου και όχι γιός του Καραγιάν’, ενώ με γέμιζε με περιοδικά και βιβλία. Ήταν όμορφος, ψηλός άντρας ντυμένος στα λευκά λινά. Η μητέρα εγκαταλείπει τον Καραγιάν, ο όποιος μας μεγάλωνε σαν δικά του παιδιά μη γνωρίζοντας την αλήθεια. Ακολουθούν ακόμη περισσότερες περιπέτειες και τελικά φεύγει από τη ζωή μας ο Θεοφανίδης. Ύστερα πέρασαν κάπου 40 χρόνια χωρίς να ξαναϊδωθούν και ξαφνικά βρέθηκαν οι δύο τόσο κοντά ο ένας στον άλλο στην κλινική. Τους χώριζε ένας τοίχος. Αυτός από τη μια μεριά, από την άλλη η μητέρα μου, χωρίς ο ένας να γνωρίζει για την ύπαρξη του άλλου. Στις τρεις το πρωί της 16ης Ιουνίου μου τηλεφώνησαν από την κλινική ότι ο Θεοφανίδης πέθανε. Ξαφνικά η κατάσταση της μητέρας μου χειροτέρεψε και στις έντεκα η ώρα της ίδιας μέρας πέθανε και η Καρμέλλα. Τα δυο κορμιά, του Θεοφανίδη και της Καρμέλλας, βρέθηκαν δίπλα δίπλα στον «Άγιο Πέτρο». Καθαρίστηκαν με φροντίδα, μακιγιαρίστηκαν και ντύθηκαν στα καλά τους. Έτσι έκλεισε η τραγική ερωτική ιστορία της μητέρας μου Καρμέλλας Καραγιάν με τον πατερά μου Νίκο Θεοφανίδη.
- Ζωγραφική και λογοτεχνία υπήρξαν οι αχώριστοι συνοδοιπόροι της ζωής σας έως τώρα. Θα συνεχίσετε φαντάζομαι με το ίδιο νεανικό κέφι… Έχετε κάτι στα σκαριά ;
Συμπληρώνω τώρα τον πέμπτο τόμο της πενταλογίας που ελπίζω να κυκλοφορήσει εντός του 2018. Μου αρέσουν οι επικές συνθέσεις και στην τέχνη και στην συγγραφή. Είμαι πιστεύω κλασσικός κατά βάση. Με ενδιαφέρει η γραμματική της ζωγραφικής και η κομψότητα του λόγου. Ίσως θεωρηθώ « ντεμοντέ» αλλά πιστεύω ότι μπορεί κάποιος να πει και τα πιο σκληρά πράγματα με έναν ευπρεπή τρόπο. Ζούμε σε μια ηλεκτρονική εποχή, ακόμη και οι σχέσεις των ανθρώπων διέπονται από τα κινητά, το ιντερνέτ. Ο έρωτας έγινε διαδικτυακός, έχασε το μυστήριό του. Στη ζωγραφική και στα βιβλία μου αναζητώ το μυστήριο την μαγεία των πραγμάτων και κυρίως το χιούμορ που είναι το μοναδικό όπλο που έχουμε για να εξορκίσουμε τις σημερινές αντιξοότητες.
- Κλείνοντας, ζούμε, τόσο εσείς στην Κύπρο όσο κι εμείς στη Ελλάδα, δύσκολες μέρες, απρόβλεπτες. Αισιοδοξείτε ότι θα έλθουν λαμπρότεροι καιροί ή χάθηκε το παιγνίδι δια παντός;
Αν πούμε ότι χάθηκε το παιγνίδι, τότε πρέπει να χορέψουμε το χορό του Ζαλόγγου! Πιστεύω ότι μετά από κάθε παρακμή ακολουθεί μια Αναγέννηση. Όπως ακριβώς και στον έρωτα. Εκεί που πιστεύεις ότι τελειώνει ο κόσμος, νάσου ένας καινούργιος έρωτας έρχεται να αναπληρώσει το κενό. Η Ιστορία και η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις.
Το βιβλίο του Ανδρέα Καραγιάν
«Άκρατος γέλωτας»
κυκλοφορεί από τις
Εκδόσεις της ΕΣΤΙΑΣ


Latest posts by Τίνα Πανώριου (see all)
- Η συγγραφέας Τζούλια Γκανάσου μιλά στην Τίνα Πανώριου για την ηρωίδα του ΓΟΝΥΠΕΤΕΙΣ - March 3, 2018
- Ένα μεσημέρι με τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις στην Αθήνα… - February 3, 2018
- Ρεβιθοκοντούλης: κλασικά παραμύθια… αλλιώς από την Μαρίνα Γιώτη - January 28, 2018