του Δημήτρη Καλαντζή.
Πολλοί θεατράνθρωποι λένε ότι για τις γυναίκες ηθοποιούς, το να παίξουν τη Γουίνι του Μπέκετ είναι σαν τον Αμλετ του Σαίξπηρ για τους άντρες: η απόλυτη καταξίωση στην καριέρα τους. Δεν είναι σίγουρο ότι έχουν δίκαιο…
Οι «Ευτυχισμένες Μέρες» του Μπέκετ είναι ένα έργο του ύστερου μοντερνισμού. Από τη φύση του δηλαδή είναι θέατρο αιρετικό, προκλητικό, αντικομφορμιστικό και ιδιαίτερο. Παρουσιάστηκε το 1962 για να ξαφνιάσει και να αντιπαρατεθεί με τις κλασικές φόρμες του θεάτρου και – γιατί όχι; – να πάρει τη θέση τους. Δεν τα κατάφερε τελικά, όπως όλοι γνωρίζουμε.
Το μοντέρνο στην εποχή μας δείχνει πιο παλαιό από το κλασικό, πιο ανεπίκαιρο από τα έργα που προσπάθησε να αμφισβητήσει.
Η παρακολούθηση επί 90 λεπτών μίας γυναίκας θαμμένης μέχρι τη μέση στην άμμο (ή στα μπάζα ή στα σεντόνια ή στα βιβλία), να μονολογεί για την αποτελματωμένη ύπαρξή της, με συμβολισμούς και υπονοούμενα, μπορεί να εξυπηρετεί στις ημέρες μας μόνο δύο σκοπούς: ή την (μουσειακή;) παρουσίαση (για εκπαιδευτικούς λόγους;) του πως ήταν το θέατρο του μοντερνισμού, ή την ανάγκη μίας ταλαντούχας ηθοποιού, να παρουσιάσει μία καθηλωτική για το κοινό ερμηνεία και να εισπράξει το μεγαλύτερο χειροκρότημα της καριέρας της.
Το δεύτερο είναι πάρα πολύ δύσκολο…
Ο Μπέκετ «καταδίκασε» τη Γουίνι του να στέκεται ακίνητη σε όλη την παράσταση, να παίζει ουσιαστικά μόνο με τη φωνή και τις εκφράσεις του προσώπου της.
Η ερμηνεύτρια καλείται να μάθει έναν τεράστιο μονόλογο, χωρίς ειρμό και ιδιαίτερη λογική συνέχεια, και να τον αποδώσει τόσο κωμικά, όσο και τραγικά, αφού σκοπός του Μπέκετ ήταν να περάσει τη βαθύτερη τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από την κωμική εικόνα μίας μεσόκοπης γυναίκας που προσπαθεί να μείνει αισιόδοξη, ακόμα κι όταν όλα τελειώνουν και σύντομα θα σκεπαστεί από άμμο.
Η σκηνοθέτις Σύλβια Λιούλιου με την πρωταγωνίστρια Όλια Λαζαρίδου επέλεξαν να φωτίσουν περισσότερο την τραγική ουσία της Γουίνι και να σκιάσουν τη φαινομενική ελαφρότητά της. Η Όλια Λαζαρίδου σχεδόν ξεκινάει την παράσταση δακρυσμένη και τα μάτια της δεν στεγνώνουν ούτε λεπτό. Ο τόνος της φωνής της μόνο γίνεται παιχνιδιάρικος, αλλά σε αντίστιξη με τα μάτια μας, είναι τα δάκρυα που κυριαρχούν.
Το σκηνοθετικό εύρημα με το «θάψιμο» της ηρωίδας σε μία πυραμίδα βιβλίων έχει ενδιαφέρον αλλά το σύνολο της παράστασης δυσκολεύεται να δημιουργήσει θεατρική μαγεία, ίσως και λόγω του ακατάλληλου χώρου. Οι θεατές δεξιά της σκηνής δεν έχουν καμία ορατότητα προς τη δεύτερη πυραμίδα του «Γουίλι» (χάνουν δηλαδή την «επικοινωνία» της ηρωίδας με τον σύζυγό της), ενώ ο θόρυβος τόσο από το μπαρ του Bios όσο και από την πολύβουη Πειραιώς με τα μαρσαρίσματα και τις κόρνες, υπονομεύουν τη δημιουργία συγκίνησης, στην οποία προφανώς είχε επενδύσει το συγκεκριμένο ανέβασμα του έργου.

Ταυτότητα Παράστασης
Ευτυχισμένες Μέρες του Σάμιουελ Μπέκετ
Σκηνοθέτης: Σύλβια Λιούλιου
Ηθοποιοί: Όλια Λαζαρίδου, Νίκος Φλέσσας
Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης
Δραματουργία: Άγγελος Σκασίλας – Σύλβια Λιούλιου
Σκηνικός Χώρος: Μαρία Παπαδημητρίου
BIOS,
Πειραιώς 84 , Γκάζι,
Τηλ.: 210-3425335

Δημήτρης Καλαντζής

Latest posts by Δημήτρης Καλαντζής (see all)
- Ο «τέτοιος» στο Χαλάνδρι - September 10, 2023
- Δημιουργείται ο πρώτος Ξενώνας Φιλοξενίας Άστεγων και Ευάλωτων ΛΟΑΤΚΙ+ Ατόμων στην Αθήνα - August 30, 2023
- Το gay Πεδίον του Άρεως - May 17, 2023