της Μαρίκας Αρβανιτοπούλου.
Μια ελληνίδα γεννημένη στο Βουκουρέστι, μετανάστρια από κούνια θα μπορούσα να πω. Παιδί και η ίδια μεταναστών γονιών. Πολίτης του κόσμου. Από τη Ρουμανία στην Ελλάδα κι από την Ελλάδα στη Νέα Υόρκη και τώρα πια στη Ναύπακτο.
Πολλά είδε κι άλλα τόσα έζησε, ακόμα περισσότερα άκουσε από τις αφηγήσεις των ανθρώπων που έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωσή της.
Η ιστορία της δεν έχει κάτι τραγικό. Μοιάζει με πολλές ζωές πολλών ανθρώπων. Αλλά, όπως κάθε ανθρώπινη ιστορία, έτσι κι αυτή αποκτά ενδιαφέρον από τη στιγμή που η κάτοχος των εμπειριών αυτών τις μετουσιώνει σε λέξεις και οι αναμνήσεις ξετυλίγονται σαν χείμαρρος και γίνονται βιβλίο.
Εμπειρίες που έγιναν βιβλίο. Με πολλή αλήθεια. Και ελεγχόμενο πάθος.
”Γεννήθηκε μέσα σε δαντέλες. Πέθανε σε θάλαμο δημόσιου νοσοκομείου, ένα κρύο ξημέρωμα, ολομόναχη», λέει για την πρώτη της ηρωίδα.
Μια θλίψη διαποτίζει όλες τις σελίδες, σαν ένα ρουμάνικο σκοτεινό δάσος να κρύβεται πίσω από κάθε λέξη. Κι εκεί που νομίζεις ότι η ζωή – ίσως το βιβλίο – σου κρατούν ένα φοβερό μυστικό, έρχεται μια μεσογειακή ιδιοσυγκρασία να απογειώσει τα νοήματα και τις ήσυχες αποκαλύψεις της.
Στο βιβλίο της «Οι Κοσμοπολίτισσες», που το ρούφηξα κυριολεκτικά μέσα σ΄ ένα σαββατοκύριακο, η συγγραφέας αφηγείται τη ζωή τριών γυναικών: της γιαγιάς, της μητέρας και της θείας της, που αποτέλεσαν πρότυπό και ηρωίδες της.
Μ΄ αρέσουν οι παλιές ιστορίες. Με… αρσενικό και παλιά δαντέλα. Κι οι Κοσμοπολίτισσες έχουν μπόλικα απ΄ αυτά τα συστατικά.
Σαν κάποιο απόγευμα σε μια βαλκανική εξοχή, μεταξύ τσαγιού και λευκού κρασιού, μια παλιά αρχόντισσα να σου διηγείται μια μεγάλη ιστορία….
-Από το Βουκουρέστι στην Αθήνα, και από το Μπουένος Άιρες στη Νέα Υόρκη. Μοιάζει με ένα κινηματογραφικό σενάριο, αλλά πρόκειται για τη ζωή. Τελικά τι πιστεύετε, ότι η τέχνη αντιγράφει τη ζωή ή το αντίστροφο;
Μάλλον η τέχνη αντιγράφει τη ζωή αλλά σπανίως τη φτάνει σε ενδιαφέρον, σε ένταση συναισθημάτων, σε σασπένς… Αν το βιβλίο μου μοιάζει με κινηματογραφικό σενάριο -και το λαμβάνω αυτό σαν φιλοφρόνηση- είναι γιατί πράγματι οι ηρωίδες του πορεύτηκαν στους γρήγορους ρυθμούς που επέβαλλαν τα συγκλονιστικά γεγονότα της εποχής. Η δε κοσμοπολίτικη ψυχοσύνθεση τους, τις έκανε να μη δειλιάζουν μπροστά στις εκάστοτε μεγάλες αλλαγές, όσο δύσκολο και να ήταν κάθε φορά το ξεκίνημα της νέας ζωής;
-Τι σας έκανε να “εξομολογηθείτε” την οικογενειακή σας ιστορία; Λέτε μέσα στο βιβλίο ότι πάντα είχατε την ανάγκη να μιλάτε και να γράφετε….
Αυτές οι τρεις γυναίκες με καθόρισαν. Όταν λοιπόν πέθανε κι η τελευταία, ένιωσα την ανάγκη να τους κάνω ένα αφιέρωμα, γνωρίζοντας ότι μέσα από την ιστορία τη δική τους και της οικογένειας, προβάλλεται η ιστορία ενός λαού -ή τουλάχιστον ενός μεγάλου τμήματος αυτού, της αστικής τάξης. Πείστηκα από τον γιο μου πως η γραφή στο α’ πρόσωπο θα έκανε το κείμενο πιο άμεσο και δυνατό. Στην αρχή ζορίστηκα λίγο αλλά στη συνέχεια προέκυψε μια περίεργη ευχαρίστηση -ίσως κάπως σαδομαζοχιστική- στο να ξεσκεπάζω πράγματα που ενδεχόμενα θα σοκάρουν ορισμένους. Τελικά πρόκειται περισσότερο για την εξομολόγηση των τριών ηρωίδων μέσα από τη δική μου οπτική.
-Είναι δύσκολο συναισθηματικά και λογοτεχνικά να ανοίγεις παλιά σεντούκια και να ξεθάβεις ιστορίες που ακόμα κι αν τις εξωραΐσεις δεν είναι πάντα βολικές;
Στη λογοτεχνική απόδοση μίας μαρτυρίας, φαντάζομαι πως ο συγγραφέας πάντα έρχεται αντιμέτωπος με το δίλημμα τού τι και πόσο να αποκαλύψει από τις ιστορίες του σεντουκιού. Στη περίπτωσή μου το δίλημμα ήταν όν ασήμαντο γιατί ήμουν αποφασισμένη να χρησιμοποιήσω όποια ιστορία θα βοηθούσε τον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα αυτά που ήθελα να πω.
-Σε όλες τις σελίδες φανερώνεται μια κριτική τόσο στην αριστερά που βιώσατε ως παιδάκι στην Ρουμανία, όσο και στα ελαττώματα του καπιταλισμού που επίσης βιώσατε στα νεανικά σας χρόνια στην Αμερική. Τελικά έχετε καταλήξει τι είναι καλύτερο για τους λαούς;
Ούτε οικονομολόγος είμαι, ούτε ιστορικός για να αποφανθώ για ένα τόσο σύνθετο θέμα. Από τις εμπειρίες μου όμως θα έλεγα ότι ένας συνδυασμός ελεύθερης οικονομίας με περιορισμό στα κέρδη, στο πλαίσιο μιας εφαρμοσμένης και δίκαιης κοινωνικής πολιτικής, είναι το ιδανικό. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, πρωταρχική σημασία για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και κατ’ επέκταση ενός λαού είναι η ελευθερία λόγου και έκφρασης.
-Σήμερα ζείτε ”αποκομμένη” από την παλιά σας ζωή σε μια πόλη εκτός Αθηνών. Πως βλέπετε τη ζωή στην Ελλάδα; Σας ώθησε η σημερινή πολιτική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση που βιώνουμε να μιλήσετε για την… ιστορία που (μάλλον) επαναλαμβάνεται;
Ναι, ζω στη Ναύπακτο αλλά αισθάνομαι καλά γιατί έχω τον άνθρωπό μου, αρκετούς φίλους και τη θάλασσα. Πράγματι, στην επαρχία είμαστε όλοι μακριά από τα καθημερινά πολιτιστικά κυρίως δρώμενα που εν δυνάμει μπορείς να παρακολουθήσεις, ζώντας στις μεγάλες πόλεις και με κάθε ευκαιρία τα απολαμβάνω. Η καθημερινότητά μου γεμίζει πάντως με σημαντικές τοπικές πολιτιστικές προσπάθειες τις οποίες στηρίζω με ενθουσιασμό. Η ζωή είναι πολύ δύσκολη τώρα στην Ελλάδα κυρίως για τους νέους αλλά τουλάχιστον υπάρχει πρόσφορο έδαφος για έκφραση της δημιουργικότητας τους σε όλους τους τομείς. Και ναι, η επικαιρότητα, και κατά κύριο λόγο “το προσφυγικό”, με παρέπεμψε στην εμπειρία μας ως πρόσφυγες κι ας μην είχε σχέση με πόλεμο. Η μητέρα μου κι εγώ φτάσαμε στην Ελλάδα με τον χαρακτηρισμό “απάτριδες” και ζήσαμε, για περισσότερο από ένα χρόνο, σε προσφυγικό καταυλισμό. Βέβαια η τότε Ελλάδα είχε ως προοπτική την ευημερία, ενώ τώρα ισχύει μάλλον το αντίθετο.
-Αν σήμερα μπορούσατε να φέρετε πίσω στη ζωή ένα από τα πρόσωπα του βιβλίου – εξαιρώ φυσικά τη μητέρα σας (για ευνόητους λόγους), ποιο πρόσωπο θα ήταν αυτό;
Τη γιαγιά μου την Έλλη. Αυτή πάντα με καταλάβαινε και με συμβούλευε, έστω κι από μακριά, στις δύσκολες ώρες.
-Από τις πόλεις που ζήσατε ποια νοσταλγείτε πιο έντονα;
Τη Νέα Υόρκη για τη ζωντάνια και το δυναμισμό της. Το ότι την απέρριψα νέα είχε να κάνει με τη συγκεκριμένη εποχή, την προσωπική μας οικονομική κατάσταση, όπως και την εξωτερική πολιτική της χώρας. Η “Νεαϋορκουλα” μου όμως θα μείνει πάντα ο μεγάλος μου έρωτας. Ο πρώτος μου, βέβαια, είναι η Αθήνα.
-Ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο, Παρασκευή βράδυ και Κυριακή πρωί έκλεισα την τελευταία σελίδα. Είναι ένα βιβλίο που κυριολεκτικά ρουφιέται… Τι συναισθήματα ελπίζετε να προκαλεί στους αναγνώστες του;
Ενδιαφέρον για τη Ρουμανία, μια χώρα κοντινή αλλά μάλλον άγνωστη. Ίσως περισσότερο, εκτίμηση για τους Ρουμάνους, που συχνά είναι θύματα αρνητικών στερεοτύπων. Επίσης, κατανόηση για τον ελληνισμό της διασποράς και την πορεία του, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τα διεθνή ιστορικά γεγονότα. Όσο για το χαρακτηρισμό της ευανάγνωστης αφήγησης, που ευγενικά μου αποδίδετε εσείς αλλά και άλλοι αναγνώστες που το έχουν σχολιάσει, σκέφτομαι ότι ίσως να οφείλεται τόσο στην δοσολογία έκφρασης συναισθημάτων και της ιστορικής πραγματικότητας, όσο και στην συνύπαρξη των σοβαρών με τα ευτράπελα της ζωής μας.
-Τι σας είπαν τα παιδιά σας όταν το διάβασαν;
Τα παιδιά μου, παρότι ζουν μακριά μου, στήριξαν την προσπάθειά αυτή από την πρώτη στιγμή και με ενθάρρυναν σε στιγμές αβεβαιότητας. Τηλεφωνικά, ηλεκτρονικά ή και κάποιες φορές από κοντά συζητούσαμε επιμέρους θέματα που με απασχολούσαν. Ο γιος μου μάλιστα θα μπορούσα να πω ότι έκανε την πρώτη γλωσσική επιμέλεια. Και φυσικά, όταν το βιβλίο εκδόθηκε, και τα δυο παιδιά μου ένιωσαν πολύ περήφανα.
-Ετοιμάζετε και ένα δεύτερο βιβλίο;
Προς το παρόν ετοιμάζω το βιβλίο για την αγγλική του έκδοση, καταρχήν για τους πολλούς φίλους και γνωστούς που δεν διαβάζουν ελληνικά. Μετά θα δούμε…
Το βιβλίο Κοσμοπολίτισσες – Βουκουρέστι-Αθήνα- Μπουένος Άιρες- Νέα Υόρκη της Ρωξάντρας Μποττέα-Νούλα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αιώρα.


Latest posts by Μαρίκα Αρβανιτοπούλου (see all)
- H μπλε παλέτα της Λίτσας Κασούμη - May 22, 2017
- Οι ψαλτικοί, ο Ψάλτης και η δημοκρατία του fb - April 23, 2017
- Οι μυρωδιές του Πάσχα - April 7, 2017