του Γιώργου Χρυσοβιτσάνου.
Τον Λουκιανό Κηλαηδόνη πρωτοσυνάντησα το καλοκαίρι του 1975, τότε που η Ομάδα των Τεσσάρων με καπετάνιο τον Κώστα Χρονόπουλο (που έφυγε πρώτος) περνούσε τους ήχους και τη μουσική επάνω στο ντοκιμαντέρ Νέος Παρθενώνας με θέμα τους τόπους εξορίας και τα ολισθήματα του ΚΚΕ. Τη μουσική του Κηλαηδόνη τη γνώρισα πριν συναντηθώ με τον συνθέτη. Το 1973, όταν άκουσα τον δίσκο Μικροαστικά στο Λονδίνο, εκείνο το κόκκινο LP που εγκαινίασε ήρεμα, τζαζίστικα και με χιούμορ – και με ένα απαλό, μέσα στη σφοδρότητά του, αεράκι ανανέωσης- την κριτική κατά της ανερχόμενης τότε μικρομεσαίας τάξης. Γυρίζοντας τον πισινό του στην ελληνική μουσική των ρεμπέτικων, των αντάρτικων και των «Δελφίνι, δελφινάκι» της χουντικής κατάθλιψης.
Ο Λουκιανός -που δεν θυμάμαι πώς τον βρήκαμε αυτόν τον super cool τύπο με την απολλώνεια χαίτη εμείς οι τέσσερις με τα στρατιωτικά τζάκετ- είχε μια φαεινή ιδέα. Αντί, να επενδύσουμε με επαναστατική μουσική της εποχής το αρχειακό υλικό από την Κατοχή και τον Εμφύλιο (που χρησιμοποιήσαμε ούτως ή άλλως στις «ηρωικές» σκηνές με τον Άρη και τα Δεκεμβριανά), να βάλουμε βαλσάκια και τανγκό του ’30 και ’40. Ώστε να δώσουμε μια ζεστή και αστεία ακουστική καθημερινότητα στο ψυχρό οπτικό υλικό του BBC. «Κοίτα να δεις, τι σου έφερα απόψε… Τα ναζάκια σου κόψε, να σου πω τι κρατώ. Καφέ!» Ειρωνικές παραλλαγές που επινόησαν οι μαχητές των δυτικών συνοικιών, ενώ έπεφταν δίπλα τους οι αγγλικοί όλμοι. Μας τα έφερε έτοιμα ο Κηλαηδόνης. Την είχε μέσα στο τσεπάκι του την αθηναϊκή τραγουδιστική παράδοση, από οπερέτες έως Γούναρη. Ψαγμένος ιστορικά και μουσικά!
Ήταν δίπλα μας – το 1975- όταν ξημεροβραδιόμασταν μοντάροντας. Άνετη η επαφή αυτού του εκτός ομάδων καλλιτέχνη με όλους εμάς τους ξεσαλωμένους αριστερούς κινηματογραφιστές. Εγώ, ως ο πιο εσωστρεφής από τους υπόλοιπους, μιλούσα ελάχιστα μαζί του, αφού τον μονοπωλούσαν οι άλλοι. Ένα βράδυ ο Λουκιανός κι εγώ, που έκανα την ηχοληψία, ανεβήκαμε σε μία γέφυρα στον ηλεκτρικό σταθμό του Αγίου Ελευθερίου για να καταγράψουμε κάποιους ήχους που χρειαζόμασταν. Τα τρένα από κάτω μουρμούριζαν, τα δέντρα γύρω μας ψιθύριζαν, τα γέλια από τις βεράντες των πολυκατοικιών κατέβαιναν μισοσβησμένα, τα μηχανάκια αγκομαχούσαν. Πιάσαμε την κουβέντα, ενώ εκείνος μου υπεδείκνυε με βεβαιότητα διευθυντή ορχήστρας ποιον ήχο να «γράψω». Ενώ μοιραζόμασταν ένα πλακέ μπουκάλι ουίσκι, έτσι για να πάνε κάτω τα φαρμάκια και να χαλαρώσουμε. Είπαμε διάφορα προσωπικά και διάφορα της πλάκας, στη διάρκεια. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς. Σημασία έχει πλέον το τι ένιωσα τότε. Γλύκα δίπλα σε έναν γλυκό άνθρωπο ένιωσα τότε. Αυτό μου μένει και θα μου μείνει.
Στο πάρτι στη Βουλιαγμένη, το 1983, αρνήθηκα να πάω, επειδή τότε ήμουν φανατικός του british rock και πρέσβευα δογματικά ότι δεν θα πρέπει να γράφονται ροκ τραγούδια σε άλλη γλώσσα εκτός της αγγλικής και να γίνονται ροκ εκδηλώσεις εκτός της Βρετανίας (άντε και των ΗΠΑ). Μια άποψη που αναθεώρησα αργότερα, όταν συνειδητοποίησα ότι ο Κηλαηδόνης δεν ήταν μιμητής της αγγλοσαξονικής ροκ (ή της οποιασδήποτε ευρωπαϊκής ή εθνικής «σχολής») , αλλά ο εμπνευστής της νέας απελευθερωμένης και απελευθερωτικής ελληνικής μουσικής. Με σαφείς επιδράσεις από την πολιτιστική παγκοσμιοποίηση αλλά χωρίς «κόλλημα» σε πρότυπα. Με πίστη και προσήλωση στο δικό του προσωπικό στιλ. Με μια κηλαηδονίστικη πρωτοτυπία. Η Βουλιαγμένη δεν ήταν το ελληνικό Γούντστοκ, αλλά το μουσικό Σιλωάμ του Λουκιανού.
Πριν από μερικές δεκαετίες, ο Κηλαηδόνης χειρουργήθηκε από τον Γιακούμπ, στο Λονδίνο. Είχε καρδιολογικό πρόβλημα και, σύμφωνα με τον μύθο, είπε στον σπουδαίο Αιγύπτιο γιατρό το εξής: «Γιατρέ, έκανα το παν για να έρθω εδώ και σας παρακαλώ να κάνετε το παν για να βγω από εδώ».
Ο Λουκιανός βγήκε από εκεί περδίκι. Επόμενη συνάντησή μας, το 1992, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Μέλη και οι δυο της κριτικής επιτροπής, όπως και ο Γιώργος Σκούρτης. «Ωραία θα περάσουμε φέτος» είπε η πάντα παρατηρητική και σκωπτική φωτορεπόρτερ Κική. «Κηλαηδόνης, Σκούρτης και Χρυσοβιτσάνος μαζί. Θα δούνε άσπρες νύχτες τα μπαράκια». Για την ιστορία, δεν ήπια ούτε ένα ουίσκι με τον Λισιέν. Τον πέτυχα ένα βράδυ στο κέντρο της πόλης, που έτρωγε σάντουιτς με αντροπαρέα, πριν βγει στη γύρα. Εγώ πήγαινα στο ξενοδοχείο, για ύπνο.
Έκτοτε, τέρμα. Τον είδα για τελευταία φορά στον θεατρικό χώρο που έφτιαξε με την Άννα Βαγενά (η οποία έκανε αφήγηση στον Νέο Παρθενώνα). Προχωρούσε μέσα στη στοά, αγνοώντας τους γύρω του. Με τη ματιά μπροστά, αλλά με το μυαλό αλλού. Ολομόναχος όπως όλοι οι σωστοί καλλιτέχνες. Και δυνατός, still going strong, όπως ο Johnny Walker. Ένας πεζός Λούκι Λουκ που ήταν και Ντόλι και αδελφοί Ντάλτον και σινεμά και γκομενίτσες και φιλαράκια και ευδαιμονία και μελαγχολία και η Ελλάδα που αλλάζει και χάνεται και πολλά άλλα πράγματα μαζί. Ο Λουκιανός φευγάτος, που παίρνει μαζί του φεύγοντας μια γενιά που της έμαθε να τραγουδάει αλλιώς.


Latest posts by Γιώργος Χρυσοβιτσάνος (see all)
- COPROLAND: σκυλίσια ζωή, γνήσια ελληνική – γλυκιά, ανέμελη και καταστροφική - May 4, 2017
- Ένας 19χρονος φοιτητής γράφει τη νύχτα της 21ης Απριλίου 1967… - April 21, 2017
- ΜΠΑΤΕ ΣΚΥΛΟΙ ΑΛΕΣΤΕ - April 13, 2017