της Εύας Κακλειδάκη.
Ο αρχαίος ποιητής Σιμωνίδης είχε πει ότι “η ζωγραφική είναι η ποίηση που σωπαίνει και η ποίηση είναι η ζωγραφική που μιλάει”. Ο Δημήτρης Μυταράς ή Μίμης, όπως τον φώναζαν οι δικοί του άνθρωποι, ήταν αυτό ακριβώς. Ζωγράφος που δημιουργούσε ποίηση με τα πινέλα του και ποιητής που δημιουργούσε ζωγραφική με τα ποιήματά του.
Ήταν πριν από πέντε χρόνια που συνάντησα για πρώτη φορά τον σπουδαίο εικαστικό Δημήτρη Μυταρά. Με περίμενε στη σοφίτα του σπιτιού του στο Ψυχικό. Ενός σπιτιού, που, από τον κήπο του κιόλας, καταλάβαινες ότι εκεί μένει κάποιος άνθρωπος της τέχνης. Αρχαία γλυπτά παντού. Καλλιτεχνήματα σε όλες τις μορφές, σε κάθε τετραγωνικό εκατοστό του ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού οικοδομήματος.
Ήταν καθισμένος σε μία πολυθρόνα, ήρεμος και εξοικειωμένος με τις συνεντεύξεις. Μόλις μπήκα, η γραμματέας του με σύστησε και τότε έπαθα σοκ. Ο Δημήτρης Μυταράς δε με κοιτούσε. Δε με έβλεπε. Δεν έβλεπε.
Προσπάθησα να παραμείνω ψύχραιμη και ξεκινήσαμε τη συζήτηση. Με διαύγεια πνεύματος εκπληκτική, με λόγο απίστευτα συγκροτημένο, τον άκουσα να ξεδιπλώνει τον πολύχρωμο κόσμο του, μόνο όπως ένας βαθύς φιλόσοφος της τέχνης μπορεί.
Σήμερα, ημέρα Πέμπτη, 16 Φεβρουαρίου του 2017, τη θέση του αγαπημένου του κίτρινου χρώματος πήρε το μαύρο. Ο σπουδαίος Έλληνας ζωγράφος κίνησε για την τελευταία του Ιθάκη. Εκεί θα παραμείνει για πάντα. Ένας λαμπρός καλλιτέχνης, ένας φανατικός Έλληνας…
Τα κοχύλια
Γυναίκα του υπήρξε η ζωγραφική μα ερωμένη του η θάλασσα. Ζούσε κάτω από το νερό, όσο μπορούσε. “Λίγο ακόμα και θα γινόμουν ψάρι”, μου εξομολογήθηκε. Βουτούσε, όχι γιατί αγαπούσε τόσο το νερό, μα γιατί τον κατέκλυζε το πάθος του για τα κοχύλια.
Κοχύλια λογιών λογιών, με χρώματα ονειρικά, ακουμπισμένα στον βυθό της θάλασσας, σαν από ουράνιο χέρι βαλμένα.
Το πάθος του για τους μικρούς – μεγάλους θησαυρούς της θάλασσας, τον οδήγησε στο να σπαταλήσει τεράστια χρηματικά ποσά, προκειμένου να αποκτήσει μία μοναδική συλλογή αψεγάδιαστων κοχυλιών, χώρια αυτά που μάζευε ο ίδιος.
“Δεν είχα πάντα την ανάγκη να μαζέψω κοχύλια. Θυμάμαι όταν ήμουν στο Παρίσι, πήγαινα σε ένα μαγαζί, που πουλούσε κοχύλια και αγόραζα πότε πότε. Αργότερα όμως, όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, άρχισα να μαζεύω από τη θάλασσα ό,τι μπορούσα… Αλλά στη θάλασσα τα κοχύλια που αξίζουν τον κόπο είναι πολύ περιορισμένα. Μετά άρχισε να με πιάνει ένα φοβερό πάθος και ξόδεψα πάρα πολλά χρήματα”…
“Μια φορά έκανα μια μεγάλη τρέλα. Έδωσα ένα τεράστιο ποσό όταν ήταν η δραχμή και αγόρασα μία τεράστια συλλογή, που τη θαύμαζα. Την αγόρασα ολόκληρη από έναν Έλληνα ο οποίος μάζευε για τον εαυτό του κοχύλια και διάλεγε τα πιο ωραία. Αυτός ταξίδευε συνέχεια στην Αυστραλία.
Ωστόσο και εγώ βουτούσα για να τα βρω. Ζούσα κάτω από τη θάλασσα. Σε λίγα χρόνια, σύμφωνα με την εξέλιξη, θα ήμουν ψάρι”…
“Σήμερα πραγματικά αυτή η συλλογή κοστίζει πολλά χρήματα. Μου ζητούν να την αγοράσουν, όμως δεν έχω σκοπό να την πουλήσω. Ο κόσμος θα μπορεί να τη θαυμάσει στο μουσείο “Μυταρά” που θα γίνει στην πόλη της Χαλκίδας”.
Τα όστρακα
Αιθρία κόρνεα
αστρέα ρουγκόζα
ντοσίνια ποντερόζα
ή κάρνται ψευδολίμα
και αστρέα βιγκτάνη
στα βάθη του
ωκεανού
η λατιάξις παγκόντα
η ισοκάρντια και
η λάμπις λαμελόζα
ακανθοκάρντια εχινάτα
η υπέροχη τριδάκνα.
(Ποίημα από την ποιητική συλλογή “Νύχτα” του Δημήτρη Μυταρά)
Φωτογραφίες ανάρτησης: Νίκος Δουζίνας
*Η συνάντηση έγινε την Άνοιξη του 2013.


Latest posts by Εύα Κακλειδάκη (see all)
- Μία ελληνική εφεύρεση που ανιχνεύει τα νοθευμένα ποτά παραμένει στα αζήτητα - October 29, 2018
- Φένια Αποστόλου: Το κάλεσμα της Λορίν, οι ψεύτικες ζωές και η συνειδητότητα του είναι μας - January 14, 2018
- Τα κοχύλια του Δημήτρη Μυταρά – Μία ανέκδοτη εξομολόγηση - February 17, 2017