Βαγγέλης Σιαφάκας: Ούτε η Αριστερά ανανεώθηκε ούτε η πολιτική απεγκλωβίστηκε από τα διχαστικά διλήμματα

συνέντευξη στην Μαρίκα Αρβανιτοπούλου. 

Ο Βαγγέλης Σιαφάκας, ηπειρώτης στη γενιά και την ψυχή, δημοσιογράφος στο επάγγελμα, «δυνατός» αρθρογράφος της Ελευθεροτυπίας των ωραίων χρόνων, πατέρας τριών παιδιών, «αδελφός-φίλος» για κάμποσους κοινούς μας γνωστούς και συναδέλφους, ένας ευγενικός άνθρωπος χαμηλών τόνων και υψηλών κραδασμών,  Ρηγάς που δεν λέει να μεγαλώσει αλλά αριστερός ουμανιστής και ουχί… γιαλαντζί. Εσχάτως ανακάλυψε και την ομορφιά την παγωμένης θάλασσας και έτσι δυο τρεις φορές την εβδομάδα βυθίζεται στα παγωμένα νερά της Γλυφάδας, φέροντας περήφανα και την ιδιότητα του Χειμερινού κολυμβητή.

Mε δυο λόγια ο συγγραφέας της σειράς διηγημάτων ”Με μια χιλιάρα Καβασάκι” που κυκλοφόρησε στο τέλος της περασμένης χρονιάς από τις εκδόσεις Πόλις.

Κι  όπως πληροφορήθηκα από την κουβέντα που κάναμε για το post modern, ετοιμάζεται ολοταχώς για το επόμενο, δεύτερο βιβλίο του, που όμως θα είναι μυθιστόρημα.

Συναντηθήκαμε για πρώτη φορά, όταν τα χρόνια στη δημοσιογραφία άρχισαν να γίνονται… πέτρινα. Μέχρι τότε δεν είχαν διασταυρωθεί οι δρόμοι μας.

Κι αν ακόμη δεν τον γνώριζα προσωπικά, θα είχα συγκινηθεί από τα διηγήματά του, τις ιστορίες που είχε να μας διηγηθεί, την ομορφιά του λόγου του.

Ο Βαγγέλης Σιαφάκας είναι ένας ”δυνατός” παραμυθάς. Γητευτής στον λόγο του, προφορικό και γραπτό. Όπως μάλλον θα διαπιστώσετε και εσείς από τις απαντήσεις του.

Ο Βαγγέλης Σιαφάκας φοιτητής στην Ιταλία. Η περίοδος αυτή καλύπτει ένα μεγάλο μέρος στο βιβλίο του.
  • Ιστορίες έρωτα και ελεγχόμενης αναρχίας. Αυτή είναι η ουσία της συλλογής διηγημάτων σας. Ο χαμένος έρωτας και η ανεκπλήρωτη επανάσταση. Πώς αλληλοεπηρεάζονται αυτά τα δυο διαφορετικά μεταξύ τους – αλλά συναφή εν τέλει, μέσα από τις δελεαστικές υποσχέσεις τους- μεγέθη;

Είναι ιστορίες πικρές. Ήττας, προσωπικής και συλλογικής. Ο έρωτας πάντα είναι μια ιστορία συντριβής. Υπάρχει όταν σε σημαδεύει, σε πληγώνει. Ακόμα κι όταν εξελίσσεται σε αγάπη, συντροφικότητα, αλληλεγγύη δεν κερδίζει. Αλλάζει, μεταβάλλεται αλλά και πάλι ηττάται. Γίνεται ένα ήπιο, γλυκό συναίσθημα στα μέτρα μας. Το πάθος, ο πόθος, η οδύνη έχουν εκτοπιστεί. Δεν αντέχονται σε υπέρμετρες δόσεις. Είναι πέρα από την ανθρώπινη φύση. Ο έρωτας είναι μια ασυγκράτητη έλξη προς την αυτοκαταστροφή, την ταπείνωση. Στις ιστορίες μου, οι σχέσεις δεν έχουν μέλλον. Πεθαίνουν κι αν χρειαστεί δυο φορές: «Δυο ταφές ενός έρωτα», είναι ο τίτλος ενός από το διηγήματα του βιβλίου. Οι ήρωές μου είναι ερωτευμένοι. Δεν έχουν μάθει, στην ουσία, ακόμη ν’ αγαπούν. Έχουν μάθει να λειτουργούν με τα ένστικτά τους, τα πάθη τους και τελικώς τις ήττες τους.

Το βιβλίο μου εξιστορεί χαμένους έρωτες, από τα Γιάννενα, την Φλωρεντία ως τη Μαδρίτη. Πόλεις που λειτουργούν ως καμβάς, ως σκηνικό. Ο Ρήγας Φεραίος είναι η παρέα που γράφει ιστορία,  μέσα από ανθρώπινες μικρές ιστορίες. Και ο Ρήγας ως συλλογικότητα ηττήθηκε σε όλα τα μέτωπα. Οι ιδέες του  μπορεί να μπόλιασαν μια γενιά, να τροφοδότησαν μια εποχή με ό,τι πιο φρέσκο υπήρχε αλλά μέχρι εκεί. Ούτε η Αριστερά ανανεώθηκε ούτε η πολιτική απεγκλωβίστηκε από τα διχαστικά διλήμματα. Έχει τη θλίψη του ο Ρήγας. Τη διακρίνεις ακόμα και στην αλαζονεία όσων συντρόφων πέρασαν από κει και σήμερα κυβερνούν κυνηγημένοι από τα φαντάσματα του παρελθόντος.

Οι ήρωες μου, όταν ξανασυναντώνται, μεσήλικες πλέον, το μόνο που μπορούν να κάνουν με επιτυχία είναι να απομυθοποιούν, να σαρκάζουν τα εφηβικά και φοιτητικά τους οράματα. Όσον αφορά εμένα, «έφυγα νωρίς». Το 1977, όταν η πολιτική συμμετοχή ήταν υπόθεση ιδεών, ονείρων, ανθρώπινων ονείρων και όχι τεχνική διαχείρισης πολιτικών αντιπάλων και τελικά εξουσίας. Η ερώτησή σας μ’ έκανε να δω και μ’ ένα διαφορετικό τρόπο το βιβλίο μου. Έχετε δίκιο. Μόνο που δεν υπάρχουν δελεαστικές υποσχέσεις. Ίσως ο στοχασμός επί των ερειπίων.

Μια ιστορική φωτογραφία. Από φοιτητική συνέλευση με τον μεταφραστή (και πρόωρα χαμένο) Ανταίο Χρυσοστομίδη στα δεξιά του Βαγγέλη Σιαφάκα.
  • Σε κάποια από τα διηγήματά σας, περιγράφετε την Ελλάδα να βυθίζεται πολιτιστικά και ιστορικά μέσα στην Ιταλία και αντιστρόφως. Τα βυζαντινά λιοντάρια να γίνονται σύμβολο της Βενετίας και το Πόρτο Λεόνε (ο Πειραιάς) να κοσμείται με ένα λιοντάρι που μας άφησε ο Μοροζίνι. Και τελικά ένας σημερινός νεόπλουτος να βάζει έναν πρώην αριστερό αρχιτέκτονα να του στήνει δυο κιτς λιοντάρια μέσα στη βίλλα του. Είναι αυτός ένας ιστορικοπολιτιστικός συμβιβασμός που δέχτηκε ένα αγόρι από την Ήπειρο που σπούδασε στη Φλωρεντία και είχε ινδάλματα τον Μπερλιγκουέρ και τους Πινκ Φλόιντ; Πώς συντελείται αυτό το τρελό θαύμα;

Άργησα να καταλάβω πόσο τυχερός υπήρξα. Έμαθα γράμματα σ’ ένα σπουδαίο σχολείο στα Γιάννενα, στη Ζωσιμαία Σχολή και έγινα Αρχιτέκτονας στη Φλωρεντία, στην πόλη-σύμβολο της Αναγέννησης. Περπάτησα σε δρόμους που κάποτε είχαν διαβεί Φιλικοί και καπεταναίοι στα Γιάννενα και ο Δάντης, ο Μικελάντζελο, ο ντα Βίντσι και αργότερα ο Πρατολίνι. Τα Γιάννενα, η Φλωρεντία το DNA τους διαπερνά τις ιστορίες μου. Ο θάνατος ενός 18χρονου στα πόδια ενός ορειχάλκινου λιονταριού στο «Με μια χιλιάρα καβασάκι», ενός ξέγνοιαστου καβαλάρη στην Piazza Repubblica  πυροδοτεί αυτήν την συσχέτιση. Είναι ένας σπουδαστής αρχιτεκτονικής που εκτός από τη «χιλιάρα» του, είχε αγαπήσει μια άποψη για την αρχιτεκτονική που ισοδυναμεί με την αυτοακύρωσή της. «Είναι μια ασυνείδητη αυταπάτη το αρχιτεκτονικό σχέδιο», έλεγε. Οι άλλοι που επιβίωσαν και άσκησαν το επάγγελμα συνειδητοποίησαν αυτήν τη μεγάλη αυταπάτη, όταν υποχρεώνονται για να βιοποριστούν ή να πλουτίσουν να σχεδιάζουν… αλπικά σαλέ δίπλα στο κύμα στη Λευκάδα ή λιοντάρια σε κρεβατοκάμαρες κρητικών σπιτιών. Η Αριστερά ήταν παρούσα σ’ όλη τη ζωή μας, ήταν παρούσα στη Σχολή σε όλες τις εκδοχές της. Οι Ρηγάδες ήταν ευαίσθητοι σ’ αυτά. Τα ζούσαν. Αυτούς  σκιαγραφώ σε ορισμένα διηγήματά μου, τα όνειρά τους, τις αυταπάτες τους, την ήττα τους, την επιβίωσή τους, τα γηρατειά τους.

Και βέβαια ένας αριστερός ήρωάς μου μπορεί να σχεδιάζει αλπικό σαλέ στο κύμα, μεταβιβάζει την ενοχή του στην αισθητική που διαμόρφωσαν οι «άλλοι», και του αρκεί να τους χλευάζει, να τους λυπάται. Και βεβαίως μπορεί να απολαμβάνει το «wish you were here» (1975) και το «Αtom heart mother» (1970) και ξέρει ότι οι Pink Floyd έκαναν το soundtrack της ταινίας «Zabriskie Point» του Αντονιόνι. Ήταν ο σκηνοθέτης της γενιάς μας, είχαμε λατρέψει το «Blow up» και το «Επάγγελμα Ρεπόρτερ».

Μαδρίτη, Απρίλιος 1977. Ο ηγέτης του ισπανικού κομμουνιστικού κόμματος Σαντιάγο Καρίγιο κόβει την πίτα του PCE στην πρώτη “νόμιμη” σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής, μετά τη μακρά νύχτα της Φρανκικής δικτατορίας. Επάνω δεξιά ο χαμογελαστός νεαρός είναι ο Βαγγέλης Σιαφάκας.
  • Σεξουαλική αφύπνιση στην επαρχία του 1960. Κυρίαρχο στοιχείο στο βιβλίο σας, με τους πιτσιρικάδες να κάνουν μπανιστήρι γενικώς, τα ζευγαράκια στο δάσος ή τα μπούτια της δασκάλας. Μήπως τελικά οι ήρωές σας (τα μετέπειτα παιδιά του Ρήγα) είναι ματάκηδες της ιστορίας και όχι διαμορφωτές της;

Τα χρόνια του ’60 είναι πλημμυρισμένα από ένοχη τεστοστερόνη. Από το αδιαχώρητο στον εξώστη του σινεμά για ένα στριπτίζ της Ζέτας Αποστόλου, για τα μπούτια της Ελένης Ανουσάκη, για το μπούστο της Λάουρας Αντονέλι, άντε και της Άβα Γκάρντερ για τους πιο ρομαντικούς. Είναι τα παιδιά που το πρωί διαπρέπουν στα γράμματα και το βράδυ σαν πεινασμένη αγέλη ψάχνουν στο δάσος για να κλέψουν στιγμές ηδονής, παρακολουθώντας περιπτύξεις νεαρών ενηλίκων. Η αλήθεια είναι πώς δεν αντέχουν και πολύ αυτήν την αντίφαση. Όσο κι αν ξεδίνουν κάτω από τα σεντόνια τους με το «Χτυποκάρδι» που τόσο περιφρονητικά αγνοεί ο κ. Καρανίκας του Πασκάλ και του Μπρυκνέρ. Οι Ρηγάδες έχουν μια ηρωική ιστορία με φυλακές και ποινές που μετριούνται σε αιώνες. Οι απόψεις τους μπορεί να λειτούργησαν στο περιθώριο της πολιτικής, επηρέασαν όμως βαθιά διανοούμενους και δημιουργούς πολιτισμού. Αν το δει κανείς έτσι, περισσότερο παρακολούθησαν και λιγότερο διαμόρφωσαν την πραγματική εξέλιξη των γεγονότων, κυρίως των «πολιτικών».

«Ματάκηδες;» Ίσως ναι, αλλά εξαιρετικά παρατηρητικοί, αισθητικοί, ανθρώπινοι, ερωτικοί. Σίγουρα έζησαν στο μυαλό και στο σώμα τους την ιστορία. Και ελάχιστοι το μετάνιωσαν. Κι όταν άρχισε το ξεπούλημα σε «λαϊκές αγορές» της πολιτικής δεν ήμασταν πολλοί εκεί. Όσο κι αν κάνει εντύπωση, δεν ήμασταν πολλοί. Δεν ξέρω πώς διαμορφώνεται η ιστορία, ίσως είναι νωρίς ακόμα για να μιλήσουμε για την «εποχή του Ρήγα» για να καταγραφεί το αποτύπωμά του.

  • Η Ήπειρος –το  κύριο σκηνικό των διηγημάτων σας- έχει βγάλει τα πάντα. Όλα τα επαγγέλματα και πετυχημένα μάλιστα το έκαστον στο είδος του. Από κουλουρτζήδες έως μεγιστάνες. Οι περισσότεροι χαρακτήρες του βιβλίου είναι φτωχόπαιδα που εξελίσσονται σε αρχιτέκτονες, ψυχιάτρους και αναγνωρισμένους δημοσιογράφους. Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας των Ηπειρωτών; 

Όταν σκέφτομαι γι’ αυτό, για κάποιο λόγο είναι σαν ν’ ακούω ηπειρώτικα μοιρολόγια. Ξέρετε, η μουσική μας, ακόμα και η ηπειρώτικη λογοτεχνία είναι καταθλιπτική. Ιστορούν τον χωρισμό, την ξενιτειά, τον θάνατο και θρηνούν. Εμείς ακούμε αυτήν τη μουσική και τη χορεύουμε στις χαρές μας, στους γάμους μας, στα πανηγύρια μας. Ίσως είναι αυτό.

Μια συλλογική ασπίδα προστασίας της μικρής βαλκάνιας πατρίδας. Οι ευεργέτες μας έκαναν την περιουσία τους στην ξενιτειά από το Μοναστήρι μέχρι την Οδυσσό και τη Μόσχα. Η Ήπειρος είναι ο τόπος της αέναης μετανάστευσης. Μια στοργική μάνα-αράχνη μας κρατάει όλους με τα αόρατα νήματα του ιστού της. Για πάντα παιδιά της. Ένας ορεινός όγκος είναι, πέτρα στην πέτρα. Για να προκόψεις πρέπει να μάθεις τέχνη, γράμματα. Αυτά είναι που θα σου δώσουν την τύχη για την επιστροφή, για το νόστιμον ἦμαρ. Κάποιος ηπειρώτης λογοτέχνης μου είπε –με ευχαρίστησε -που έβαλα σ’ αυτήν την καταθλιπτική λογοτεχνία χιούμορ, γέλιο, σαρκασμό. Το απέδωσε στην τύχη που είχα να σπουδάσω στην Φλωρεντία. Δεν ξέρω. Εκείνο που νιώθω είναι πώς είμαι απολύτως εγκλωβισμένος στη μοίρα του ηπειρώτη και αποδέχομαι υπερηφάνως αυτόν τον ρόλο. Κι όταν διαβάζω τα «Γυάλινα Γιάννενα» του Μιχάλη Γκανά, δακρύζω. Έτσι διασκεδάζουμε εμείς. Με το κλάμα του κλαρίνου του Πετρολούκα Χαλκιά, με «Tο τέλος της μικρής μας πόλης» του Δημήτρη Χατζή. Δεν χρειαζόμαστε μπαλωθιές  για να πείσουμε  τους εαυτούς τους πώς είμαστε λεβέντες. Το νιώθουμε όταν δακρύζουμε, όταν κλαίμε.

“Μιλώ για τα παιδιά μου και ιδρώνω”, λέει ο Βαγγέλη Σιαφάκας. Με τον Αλέξανδρο, τη Σόνια και τον βενιαμίν Αναστάση. Ερωτες μεγάλοι και οι τρεις για τον πατέρα τους.
  • Τελικά ο πασάς έπνιξε την κυρά Φροσύνη ή μήπως συνέβη το αντίθετο και το έχουν διαστρεβλώσει οι φεμινίστριες;

Πόσοι ξέρουν την πραγματική ιστορία χωρίς τους εξωραϊσμούς ενός ωραίου παραμυθιού; Η κυρά-Φροσύνη και οι δεκαεπτά γυναίκες που τις έπνιξαν στη λίμνη, ήταν θύματα μιας επιχείρησης «αρετής» του Αλή Πασά. Πόρνες ήταν ή μοιχαλίδες. Την κυρά-Φροσύνη την απολάμβανε και ο γιος του Αλή Πασά.  Μια  θηριωδία φανατικών ήταν αυτό το μαζικό έγκλημα. Ενοχλούσαν τους ιμάμηδες της εποχής, όχι τόσο τον Αλή Πασά που είχε ανοιχτό μυαλό. Επί των ημερών του δημιουργήθηκαν στα Γιάννενα σπουδαία σχολεία με την χρηματοδότηση των ευεργετών. Οι Φιλικοί ήταν στην αυλή του. Οι περισσότεροι οπλαρχηγοί του ’21 ήταν στο στρατό του. Οι Γιαννιώτες απολάμβαναν προνόμια και στο πασαλίκι του ήταν διαπιστευμένοι πρόξενοι πολλών εκ των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Άνθισε το εμπόριο όταν ηττήθηκαν οι συμμορίες κλεφτών της Θεσσαλίας και οι διάφοροι λήσταρχοι-ηγέτες  σε φάρες αρβανιτών από τα χωριά του Σουλίου.  Δεν ξέρω αν οι φεμινίστριες της εποχής άλλαξαν αυτές την ιστορία κι  έκαναν… θύμα τους τον Αλή Πασάς; Πάντως με την κυρά-Φροσύνη, έχασε. Στην εικόνα του φαίνεται πια πώς εκτός από σατράπης και αδίστακτος ήταν και μισογύνης. Όχι επειδή οδήγησε στο χορό του Ζαλόγγου τις Σουλιώτισσες (αυτό είναι ένα ακόμα ιστορικό και ωραίο παραμύθι) αλλά επειδή έπνιξε την κυρά-Φροσύνη. Και τρέχουμε τώρα εμείς με χίλια καντάρια ζάχαρη για να γλυκάνουμε τη λίμνη να πιεί η κυρά-Φροσύνη. Πόσα καντάρια θα πρέπει να ρίξουμε ακόμη; Πάντως ρίχνε -ρίχνε μάθαμε να αγαπάμε και να σεβόμαστε τις γυναίκες. Και αυτές μας το ανταποδίδουν.

 

Τα διηγήματα του

Βαγγέλη Σιαφάκα

“Με μια χιλιάρα Καβασάκι”

κυκλοφορούν

από τις εκδόσεις Πόλις  

 

The following two tabs change content below.
Η Μαρίκα Αρβανιτοπούλου γεννήθηκε στον Πειραιά. Είναι δημοσιογράφος από το 1983. Πολιτιστικό ρεπορτάζ μια ζωή... στα θέατρα, στο υπουργείο Πολιτισμού, θαμώνας στο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης πριν γίνει ακόμη Διεθνές. Σπούδασε στο Πολιτικό Τμήμα της Νομικής Σχολής της Αθήνας, απ΄όπου πήρε το πτυχίο της το 1987. Γαλλικά -όχι πιάνο- και αγγλικά. Ζει από τη δουλειά της και μεγαλώνει τον γιο της στην Αθήνα που ονειρεύεται κάποτε να αλλάξει νοοτροπία και αισθητική.

Comments

comments

Related Posts

Recent Posts