Με αφορμή μία πόλη δίπλα στη θάλασσα…

της Μαρίκας Αρβανιτοπούλου. 

Πολλές φορές μέχρι σήμερα έχω αναρωτηθεί αν οι δεσμοί αίματος είναι οι πιο δυνατοί στις ανθρώπινες σχέσεις.

Για να το διατυπώσω πιο απλά, αν το να λέω «αυτός είναι ο αδελφός μου» ή «αυτός είναι σαν αδελφός μου» έχει μεγάλη βαρύτητα τόσο σε μένα που το λέω όσο και στους άλλους που το ακούνε. Ή «αυτό είναι το δικό μου παιδί» ή «αυτό είναι το παιδί της καρδιάς μου».

Με αφορμή μια υπέροχη (γοητευτική) ταινία επανήλθε το ερώτημα στο μυαλό μου.

Η ταινία που χάρισε το Όσκαρ πρώτου ρόλου στον Κέισι Αφλεκ, ”Πόλη δίπλα στη θάλασσα” μιλάει για τόσα θέματα ανοιχτά στη δική μου ψυχή, ενδεχομένως και στη δική σας.

Ο μεγάλος αδελφός στην ταινία πεθαίνει (δεν σας αποκαλύπτω μυστικά, γιατί αυτό γίνεται ξεκάθαρο στα πρώτα δέκα λεπτά της ταινίας) και αφήνει πίσω έναν υπέροχο πλην έφηβο γιο (16χρονο) και μια μάνα που δεν έγινε ποτέ μάνα γιατί η ίδια ήταν πάντα παιδί.

Τέλος πάντων, μένουν πίσω ο θείος, ο έφηβος κι από δίπλα, λίγοι -μετρημένοι στα δάχτυλα- φίλοι.

Και επειδή ο 16αρης είναι ακόμη δεκαεξάρης και όχι 18άρης, πρέπει να υπάρχει μία πράξη υιοθεσίας.

Ποιος λοιπόν είναι ικανός, διαθέσιμος, έτοιμος γι αυτό;

Επειδή, όπως σε όλους τους γονείς, οι μαύρες αυτές σκέψεις περνούν -καθώς μεγαλώνουν παιδιά- από το μυαλό τους, το θέμα είναι μεγάλο και καθόλου εύκολο.

Ποιον εμπιστεύεσαι πιο πολύ στη ζωή;

Αυτόν που μεγαλώσατε στο ίδιο σπίτι ή αυτόν που μεγάλωνε στο διπλανό αλλά οι ψυχές σας ήταν πάντα στον ίδιο δρόμο;

Και πόσο μεγάλη πράξη είναι η υιοθεσία, η συνειδητή επιλογή να αναλάβεις ένα παιδί που δεν προέρχεται από τη δική σου ερωτική πράξη…

Πόσοι απ΄αυτούς που γίνονται γονείς, αλήθεια, θα έπρεπε να γίνουν γονείς -όχι γιατί απαραίτητα κάνουν φρικτές πράξεις- αλλά επειδή ο ρόλος αυτός δεν έχει επιλεγεί γι΄αυτούς, αλλά γι άλλους.

Πολλές φορές φτιάχνω ένα σενάριο όπως το θέλω εγώ, όπως με βολεύει…

Να μεγαλώνω μαζί με το δικό μου παιδάκι κι ένα άλλο παιδί, ας το πω επίτηδες ”’ξένο”…

Πως θα παίξω αυτόν τον ρόλο;

Δεν ενδιαφέρει κανέναν να δώσω εδώ τη δική μου απάντηση. Ας πούμε ότι είναι ένα παιχνίδι που κάνω στο μυαλό μου για να βελτιώνω και να τιθασεύω τους εγωισμούς μου γιατί κακά τα ψέματα, όλοι οι άνθρωποι είμαστε εγωιστές. Και το παιχνίδι με τον ερχομό ενός παιδιού έχει πρωτίστως να κάνει με αυτό. Να ξεχάσεις και να καθησυχάσεις το τεράστιο “εγώ” σου και τα αρκετά “θέλω” σου.

Και εκεί εμπλέκεται και η υιοθεσία.

Ας πούμε η Μαντόνα και η Τζολί, γιατί υιοθετούν παιδιά με το τσουβάλι; Γιατί έχουν πολλά λεφτά και σπίτια; Γιατί τους το είπε ο ψυχοθεραπευτής τους; Ή μήπως γιατί θέλουν να σώσουν την ψυχή τους;

Όλα αυτά με αφορμή μια ταινία. Που σας προτείνω ανεπιφύλαχτα να μη χάσετε… Ίσως γιατί με αυτήν δικαιώνεται η ρήση: όταν η τέχνη αντιγράφει τη ζωή…

The following two tabs change content below.
Η Μαρίκα Αρβανιτοπούλου γεννήθηκε στον Πειραιά. Είναι δημοσιογράφος από το 1983. Πολιτιστικό ρεπορτάζ μια ζωή... στα θέατρα, στο υπουργείο Πολιτισμού, θαμώνας στο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης πριν γίνει ακόμη Διεθνές. Σπούδασε στο Πολιτικό Τμήμα της Νομικής Σχολής της Αθήνας, απ΄όπου πήρε το πτυχίο της το 1987. Γαλλικά -όχι πιάνο- και αγγλικά. Ζει από τη δουλειά της και μεγαλώνει τον γιο της στην Αθήνα που ονειρεύεται κάποτε να αλλάξει νοοτροπία και αισθητική.

Comments

comments

Related Posts

Recent Posts