του Κώστα Θεολόγου.
Το Σάββατο ανήμερα του φετινού Ευαγγελισμού κηδεύτηκε στον Οξύλιθο της Εύβοιας (κοντά στην Κύμη) ο ζωγράφος Άλκης Πιερράκος (Θεσσαλονίκη, 1920- Ναύπακτος, 2017), παραδομένος στην αιωνιότητα του ελληνικού ουρανού. Τον είχα συναντήσει προ δεκαετίας στο Μουσείο Μπενάκη, στην οδό Πειραιώς, με αφορμή την αναδρομική έκθεσή του «Pierrakos, 70 χρόνια Ζωγραφική» (Απρίλιος –Μάιος 2007) και εκείνη η συνάντηση αποτελεί μια μεταξοτυπία στη μνήμη μου, επειδή είχα πολύ καιρό να γνωρίσω έναν αληθινό και σπουδαίο καλλιτέχνη χωρίς οίηση, έναν εξπρεσιονιστή με ψυχή, με πείρα και γνώση. Ίσως αυτό να οφειλόταν στη διεθνή καταξίωσή του, αλλά και στην εφηβική ψυχή του που τον ενέπνεε.
Τότε, στο μουσείο Μπενάκη, σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα στο χώρο της έκθεσης, όπως συνηθίζεται, προβαλλόταν το φιλμ “Alkis Pierrakos, l’oeil sauvage”, ένα documentaire της θυγατέρας του Hélène Pierrakos και του Bernard Bloch, που παρουσιάζει τις απόψεις του ζωγράφου για την τέχνη του, τα σχέδια του, τη σχέση του με την ποίηση, την οικουμενική αντίληψη που έχει για την εικαστική παραγωγή ενταγμένη σε ένα φιλοσοφικό σύστημα, σε μια κοσμοθεωρία (διαθέσιμο ΕΔΩ).
Ο ζωγράφος που γνώρισα τιμούσε την Ελλάδα, αλλά τιμούσε πάντα και τη γενέθλια πόλη του, την Θεσσαλονίκη, για την οποία ένιωθε περήφανος. Ο Πιερράκος έφυγε στα 13 χρόνια του από την ερωτική, επέμενε, Θεσσαλονίκη, για να βρεθεί στο Βελιγράδι, λόγω διορισμού του διπλωμάτη πατέρα του. Ο ίδιος μού εξομολογήθηκε ότι το Βελιγράδι τον βοήθησε να κατανοήσει καλύτερα την «μπέσα» του Σαλονικιού, την αρσενική στιβαρότητα, που τον αντιδιαστέλλει από την αριστοφανική σκωπτικότητα των Αθηναίων. Βέβαια, τα πράγματα εξελίσσονται ραγδαία και ίσως ο μεσοπόλεμος και το 1937 να μην έχει ομοιότητα με το 2007 ή το 2017, αλλά το σλάβικο στοιχείο της ψυχής του Θεσσαλονικιού, όπως το εντοπίζει ο Πιερράκος, μας αρέσει.
Εάν η φρίκη και η ιδιαίτερη βαρβαρότητα του Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου σπαραγμού έχουν σημαδέψει τους Έλληνες και τις συνειδήσεις πολλών γενεών, είναι εύλογο να αντιληφθούμε τον τρόπο που εγγράφονται στο έργο ενός καλλιτέχνη ως αγωνία. Αυτήν την αγωνία, αυτή τη μελαγχολία, αυτό το φόβο οφείλει να έχει το έργο ενός ζωγράφου, όχι μόνο στις διαστάσεις του πίνακα, αλλά και στις αντανακλάσεις του. Εκεί κατοικεί κρυμμένος ο ίδιος ο ζωγράφος και αντλεί ενέργεια από την τέχνη του. Συνάμα, όμως, αφήνει πάνω στον πίνακα και ρινίσματα της ψυχής και του φόβου του. Όποιος αφουγκραστεί προσεκτικά το μελάνι, τις ακουαρέλες τα λάδια και τις αυγοτέμπερες του Άλκη Πιερράκου θα κατανοήσει αυτό το μυστικό στοιχείο της δημιουργίας του.
Αντλώντας από το κείμενο που είχα δημοσιεύσει στην εφ. Μακεδονία της Θεσσαλονίκης, θυμάμαι ότι ο Δημήτρης Φατούρος ισχυρίζεται ότι ο Πιερράκος «ξέρει ότι η γραμμή του ακτινοβολεί δια μέσου της χειρονομίας που αποτυπώνεται στο χαρτί ή στο μουσαμά και του αρέσει να κινείται και ο ίδιος ολόκληρος δια του ευκίνητου σχεδιασμένου χρώματος».
Ο μεγάλος ζωγράφος πρέπει να είναι και μεγάλος σχεδιαστής. Ο Νίκος Πετσάλης-Διομήδης χαρακτηρίζει τη σχέση του Πιερράκου με το σχέδιο «αυτόνομη ερωτική σχέση». Το σχέδιο, εκτός από απαραίτητη άσκηση αποτελεί μια «αποτύπωση» του θέματος για μετέπειτα ζωγραφική αξιοποίηση ή «στήσιμο» ενός κυοφορούμενου έργου. Το σχέδιο, κοντολογίς, αποτελεί «βασικό μέσο προς έναν ανώτερο απώτερο σκοπό, ένα εργαλείο τής αληθινά μεγάλης τέχνης». Το σχέδιο, για τον Πιερράκο, από τα μέσα της δεκαετίας κι έπειτα, αποτελεί την έκφραση μιας έντονης γραμμικής, «χειρονομιακής» σχεδίασης, συνήθως με καλάμι και μαύρη σινική μελάνη, την ανάγκη αποτύπωσης των αναμνήσεών του από τα κτήρια της σκονισμένης, κατοχικής πόλης (της Αθήνας κυρίως) σε συνδυασμό με στοιχεία της φύσης ή με «νύξεις ανθρωπίνων μορφών».
Ο ζωγράφος έχει φιλοτεχνήσει το εξώφυλλο του Οδηγού Προπτυχιακών Σπουδών της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του ΕΜΠ, αλλά και τον λογότυπο της Σχολής. Στο εξώφυλλο αποδίδεται εικαστικά-εξπρεσιονιστικά η δυναμική των επιστημών που θεραπεύονται στη Σχολή μας και ο λογότυπος εκφράζει πράγματι την αρμονική σύνθεση όλων των ακαδημαϊκών εξακτινώσεων της ΣΕΜΦΕ, όπως τα Μαθηματικά, τη Φυσική, τη Μηχανική, αλλά και τις Ανθρωπιστικές & Κοινωνικές Επιστήμες, συνδυάζοντας συμβολικά τον διαβήτη, τα συστήματα λήψης ατμοσφαιρικών κυμάτων και τα κτηριακά συγκροτήματα σε ένα ενιαίο εικαστικό σύνολο. Ο λογότυπος αυτός κοσμεί, έκτοτε, όλα τα επίσημα έγγραφα της Σχολής ΕΜΦΕ ΕΜΠ.
Όταν αναφερόμαστε στο ζωγραφικό και σχεδιαστικό έργο του Πιερράκου είναι δύσκολο να περιοριστούμε σε συγκεκριμένο πλήθος εικόνων και λέξεων, ώστε να αποδώσουμε χαρακτηριστικά στη ρευστότητα και συγχρόνως στην πυκνότητα της ενέργειας των πινάκων του. Ο Jacques Lacarrière (1925-2005) σε έναν κατάλογο μιας έκθεσης σχεδίων του καλλιτέχνη (1949-1998) γράφει ότι είχε διερωτηθεί, βλέποντας έργα των δεκαετιών ’60 και ’70, γιατί στις ελαιογραφίες του υπήρχε «η ανάγκη για μια παχιά πάστα απλωμένη σε ρυάκια στερεοποιημένης λάβας… Γιατί ζωγράφιζε τα τοπία πάντα τόσο βασανισμένα, τόσο αδρά, να συγκλονίζονται πάντα από έντονους σεισμούς. Η ζωγραφική του ήταν μια μάχη ή μια λατρεία;… Τα τοπία του Πιερράκου τα αισθάνομαι, τα βλέπω, τα ακούω, σαν μιαν ενορχήστρωση σχημάτων και χρωμάτων και σε όλα τα σχέδια του ακούω ένα κονσέρτο γραμμών και σημείων, μια συμφωνία σε μαύρο και άσπρο!».
Θυμάμαι ότι το ηλιόλουστο σαββατιάτικο πρωινό που τον είχα πρωτοσυναντήσει πίναμε espresso και συζητούσαμε, κι έβλεπα το κατ’ όψιν γεροντικό χέρι του να σύρει αλφαδιασμένες γραμμές πάνω σ’ ένα κομμάτι χαρτί. Έπειτα σχεδίαζε άψογα εφαπτόμενες τοξοειδείς καμπύλες. Ο τεχνοκριτικός J.-F. Chabrun περιγράφει την γραμμή του Πιερράκου ως τραχιά μαζί και εύκαμπτη, επιθετικά γοτθική και ηδονικά μπαρόκ.
«Ξέρετε», μου είπε, en pluriel, «έχει πολύ μεγάλη σημασία η πρώτη γραμμή στο αρχικό σχέδιο του καλλιτέχνη», προτού δηλαδή να προστεθούν τα χρώματα, οι άλλες μορφές, όποιο υλικό, τέλος πάντων, γεμίζει τις διαστάσεις ενός έργου τέχνης. Η αίσθηση από τη χάραξη εκείνης της πρώτης γραμμής θα υπάρχει πάντα στην ψυχή του ζωγράφου σε όλη τη διάρκεια επεξεργασίας του πίνακα. Η πρώτη βασική γραμμή, λοιπόν, που τράβηξε ο Πιερράκος στον καμβά του βίου του ήταν η σχέση του με τη γενέτειρα πόλη του, την Θεσσαλονίκη. Η ψυχή του από τότε που την εγκατέλειψε φαίνεται πως είχε μια μελαγχολία. Πάντα θυμόταν και συλλογιόταν τη μελαγχολική εφηβεία της μοναξιάς και του αγέρα που φύσαγε κατεβαίνοντας την κοίτη του Αξιού. Ο Βαρδάρης σάρωνε τα μεσοπολεμικά σοκάκια της Σαλονίκης και ο νεαρός Άλκης περιπολούσε αναζητώντας τις ερωτικές και καλλιτεχνικές αλήθειες της δημιουργίας. Συμφωνήσαμε στο τέλος ότι πρόκειται για μια μποντλερική spleen, όπως την καταθέτει ο μεγάλος Γάλλος (1821-1867) στο Spleen de Paris. Απλά και μόνο για αυτή την εικόνα τού βορειοελλαδίτη ανέμου στην πόλη, όπως εύστοχα, και τόσο καίρια, μού τη μετέδωσε προ δεκαετίας ο Πιερράκος, θα τον αγαπούσα σαν να τον γνώριζα από καιρό.


Latest posts by Κώστας Θεολόγου (see all)
- Μνήμη: η ελληνική διαλεκτική. Συζήτηση του Νίκου Κούνδουρου με τον Κώστα Θεολόγου - February 18, 2018
- Αστικός εκσυγχρονισμός και εκπαίδευση - January 21, 2018
- Διαθέτουν άραγε τα ζώα τεχνολογία; - January 2, 2018