Ένας 19χρονος φοιτητής γράφει τη νύχτα της 21ης Απριλίου 1967…

του Γιώργου Χρυσοβιτσάνου  (1947-   )

Το ποίημα γράφτηκε τις νύχτες 21- 23/4/1967 σε ένα σπίτι στη Θεμιστοκλέους Εξαρχείων, ενώ κροτάλιζαν τα πολυβόλα σε Λυκαβηττό και Στρέφη. Δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά στη σουηδική επιθεώρηση τέχνης ort und bild με το ψευδώνυμο ΕΜΕTIOUS. Είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύεται στην Ελλάδα.

 

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

Πλαντάξανε τα φλύαρα παράθυρα.
Τα’ κανε το σκοτάδι μια χαψιά.
Μια πιστολιά
κι έγινε τ’ όνειρο νομοταγής πολίτης.
Μας κάρφωσαν το στόμα στις πατούσες
κι οι ζωγραφιές στον τοίχο πήραν τον πίσω δρόμο.
Δυο μάτια μόνο με κοιτάνε
φυλακισμένα σ’ ένα πελώριο επίχρυσο κάδρο.

Τα πράγματα ξεχάσανε τον ήλιο τους
δεχτήκανε το φως του ατσαλιού
το καφετί αλλότριο φως.
Κι οι ακακίες φρόντισαν ακόμα και δήλωσαν υποταγή
για να κρατήσουν κοντά τους τα μαραμένα φύλλα
για τον απίθανα μακρύ χειμώνα.

Αυτά τα μάτια που φοράμε δεν ανήκουν σε μάς.
Είναι αλεξικέραυνα
που μας εχάρισε το καθεστώς
για ν’ αποφεύγουμε τις θύελλες.
Το πιάνο στη μεγάλη σάλα ξεκούρδισε.
Ποιος να καλέσει τον επιδιορθωτή;
Κι ακόμα, για ποιο λόγο;

Ένα σμαρί χελιδόνια συνάντησε δυσκολίες στα σύνορα
και καθώς ήταν δύσκολο κι ήθελε διατυπώσεις φοβερές
να θεωρήσεις διαβατήριο
σ’ αυτές τις μαύρες εποχές
προτίμησε να μείνει να πεθάνει στην Πατρίδα.
Στην Πατρίδα οι γυναίκες απλώνουν τα ρούχα σ’ ένα σχοινί
τεντωμένο ανάμεσα σ’ ένα μυδράλιο
και στην περήφανη τύφλα ενός Κούρου.
Στην Πατρίδα σκοτώνουμε τις μύγες με αγάπη.
Στην Πατρίδα λατρεύουμε τις αγελάδες
αλλά προσοχή!  Όχι όλες τις αγελάδες
μονάχα όσες έχουν καθαρό το πιστοποιητικό τους φρονημάτων.
Τέλος
στην Πατρίδα οι πέτρες είναι τόσο ζωντανές
που αντέχουν να κουβαλούν τα πτώματά μας
μες στους αιώνες.

Γιατί αδειάσανε οι δρόμοι από τρελούς;
Πού πήγαν τους αγαπημένους μου τρελούς;
Σε ποιον Άδη τους έριξαν;
Κι έμειναν άδεια τα μονότονα πλακόστρωτα
να μου θυμίζουν τα βήματά τους.
Κι έμεινε μόνος
ο θεοπάλαβος ήλιος
να μου θυμίζει τα αχτένιστα μαλλιά τους
να κλαίει που του κλείσανε το καπηλιό του
το φροντιστήριο διαπαιδαγώγησης τρελών.
Κι έμειναν μόνοι οι τοίχοι
να μου θυμίζουν την επαίσχυντη αγνή δαιμονική διάλεκτό τους.
Κι έμειναν μόνοι οι ανελκυστήρες
με ματωμένες πλάτες
να μου θυμίζουν τα Διονύσια που σκάρωναν
ανάμεσα σε ισόγειο και σε τρίτο όροφο.
Κι έμειναν μόνα τα κοράκια
να κλαίνε που τους άρπαξαν τα εύθυμα κουφάρια.
Κι έμειναν μόνα τα ευσυνείδητα εκκρεμή
ν’ ανιστορούν με πόση χαιρεκάκια τους βγάζανε τη γλώσσα.
Κι έμειναν ακυβέρνητα τα όργια
να νοσταλγούνε τους χαμένους καπετάνιους.
Κι έμεινε κουτσός ο νους μου
να τρέχει και να μη μπορεί να τους προφτάσει
μέχρι που χάθηκαν.
Πού χάθηκαν;
Φέρτε τους πίσω
να τους ανοίξω το λαρύγγι
να πιω τη δίψα τους
και να διψάσω
Να τρελαθώ κι εγώ.

Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΜΑΣ

Να μας φτύσουν κατάμουτρα οι πίσσες
και τα τραγιά να σμίξουν αδιάντροπα μπρος στα μάτια μας
χωρίς εμείς να’ χουμε το  δικαίωμα να διαμαρτυρηθούμε.
Γριές μάγισσες
να βάλουν μες στις φλέβες μας να κολυμπήσουν
νεκρές αράχνες και σκαραβαίοι.
Να φάνε την καρδιά μας τα ρομπότ του Άδη.
Να μας αφήσουν ολόγυμνους με μόνο τη σοφία μας.
Να γίνουμε αθάνατοι.

Τα σπίτια με κοιτάζουν
με τα μεγάλα πεινασμένα μάτια τους.
Πόλεμος!
Ο Απρίλης έβρεξε με το κορμί του το χώμα
κουφάρι μπερδεμένο στις αλυσίδες ενός άρματος μάχης.
Ποιες να’ ναι άραγε οι αλυσίδες οι δικές μας;
Φοράμε τα καθημερινά μας τις καθημερινές
τα κυριακάτικα τις Κυριακές
και οι συνήθειές μας είναι όπως πάντα απαράλλαχτες.
Κάτι μόνο στον τόνο της φωνής προδίνει τον ένοχο
κάτι στις λέξεις που δεν άλλαξαν
μόνο που φτιάξαν νέους σχηματισμούς
κάτι στο σπάταλο το είναι μας
που άρχισε απρόοπτα να μετράει τις προμήθειές του:
το αίμα και τα δευτερόλεπτα
τα σύννεφα και τα δέντρα
τα σαλιγκάρια και τα χελιδόνια
τις πορσελάνες και τα βράχια.
Κάτι στο σπάταλο το είναι μας
που’ παψε να’ ναι σπάταλο.
Και η ελπίδα
σύμβολο της απελπισίας μας
λέει κι αυτή με μισόκλειστα χείλη
τους ύμνους και τα θούρια
που τη διατάξαν να πει.
Ακόμα κι η ελπίδα μας
σκοντάφτει σε γκρίζους τοίχους
σε συρματοπλέγματα μπαλάσκες πολυβόλα στολές εκστρατείας
και μισοσκισμένες αφίσες
σε νυχτερινές φρουρές γκέτες και άρβυλα κάγκελα και υπόστεγα.
Ακόμα κι η ελπίδα μας
ορκίστηκε υποταγή

Νιώθω ότι μπορώ να μιλήσω.
Νιώθω ότι μπορώ να στραγγίξω το μεγάλο καλοκαίρι.
όμως είμαι δειλός.
Κάνω ο,τι μπορώ
για ν’ αποφύγω τις οδυνηρές συνέπειες της ύπαρξής μου.
Παραδίνομαι στους παχουλούς κυρίους
που φοράνε πράσινα πετράδια στα μάτια.
Παραδίνομαι στο μικρό σήμερα.
Παραδίνομαι στα τσιμεντένια δάχτυλα
που μου χαϊδεύουν το πρόσωπο
στα εφ’ όπλου λόγχη
στα περίπολα και στις πομπώδικες απαγορεύσεις
στ’ αεροπλάνα που ξύνουν τον ουρανό μου
στους δικέφαλους παπάδες
στ’ ακέφαλα προστάγματα
σε κάθε είδους μονοπώλιο
στην κατά παραχώρησιν ελευθερία
στις φωτεινές διαφημίσεις που επιμένουν ότι τίποτα δεν άλλαξε
στην έμπνευση ενός αστού Ζαρατούστρα
στις στρατιές των υπανθρώπων με τ’ αχυρένια χέρια
και τ’ ατσαλένια όπλα.
Παραδίνομαι με τα χέρια ψηλά σ’ ο,τι δεν έχω ανάγκη.
Είμαι δειλός.
Μόνο στους δρόμους νιώθω σιγουριά
στους δρόμους όπου όλα είναι σαν πριν
-φαίνονται να’ ναι δηλαδή-
γιατί ο θάνατος εντύθηκε τα ρούχα της ζωής
και της πηγαίνει κόντρα
χέρι με χέρι με κάποια παστρικιά που ψάρεψε στο Κολωνάκι.

Δε θέλω να πονάω περισσότερο απ’ τον καθένα.
Δεν το θέλω.
Το κορμί μου πλάστηκε για να γεννάει άλλα κορμιά
και να στυλοβατεί στα πανηγύρια

ΚΑΜΟΥΦΛΑΖ

Σκεπάσανε το χάος με νεκρές προσευχές.
Την ανάγκη μας με το χάος.
Τους γυμνούς με κροταλίσματα πολυβόλων.
Την Ανάσταση μ’ ένα νόθο Χριστό.
Τα βήματά μας
με τις μισοσκισμένες χλαμύδες των σάπιων πια προγόνων.
Σκεπάσανε τα σπίτια μας με τις λερές ανάσες τους.
Τα μπαλκόνια μας με την κατεψυγμένη προστασία τους.
Τις ρυτίδες του προσώπου μας με τις ρυτίδες της ψυχής τους.
Τα ομιχλένια μας συμπόσια
με γηραιές κυρίες και λαδεμπόρους.
Τις βρώμικες κουβέντες μας με τσιμέντο.
Μόνο τα μάτια μας
Αχ, τα μάτια μας
Τίποτα δεν μπορεί να σκεπάσει τα μάτια μας.
Έξω απ’ τις γρίλιες
μετακινούνε πέρα-δώθε τα εντόσθια της μεγάλης νύχτας.
Την κάνουν να βογγάει
να καταριέται τη στιγμή και την ώρα
που ’ρθε και μπήχτηκε σ’ αυτόν εδώ τον τόπο.

Όσο δεν δίνεις αφορμή θα είσαι λεύτερος.
Όσο δεν βγάζεις λόγους στα λουλούδια και τα συντριβάνια
Όσο δεν σχολιάζεις του ήλιου τα καμώματα
Όσο δεν πίνεις να μεθύσεις άστρα και γαλαξίες
Όσο δεν ρίχνεσαι ν’ αφουγκραστείς του γρασιδιού το κλάμα
Όσο δε λες στους σκελετούς πού να’ βρουν αίμα κοριτσίσιο
Όσο δεν παραδίνεις στον Ωκεανό
τα χάδια και τον οργασμό σου.
Όσο δεν ρωτάς τις πέτρες και τα χώματα πού κρύβεται ο Χριστός
Όσο δεν ασπάζεσαι με δέος το τρέμουλο των ποιητών.
Αυτό το τρέμουλο που σε πείσμα των κανονιών
σε πείσμα των φουσάτων
σε πείσμα των διακορευτών των Αρχαγγέλων
θα γεννήσει τη γαλήνη.

Το σίδερο και η φωτιά
γυρεύουν να μ’ αρπάξουν απ’ τα χέρια το μυτερό μολύβι
να μου το πάρουνε.
Όμως έχω μες στο κεφάλι μου ολόκληρο τυπογραφείο
έτοιμο να δαγκώσει τις ριπές και τα σμπάρα τους.
Και το κεφάλι να μου κόψουν
αυτό θα τρέξει να κολλήσει πάλι στο κορμί μου
που τ’ αγαπάει με έρωτα και πάθος σαν και τις σαύρες
να πάρει δύναμη και θάρρος και να φτύσει
εκείνα τ’ άμοιρα χακί κορμιά
που τίποτα δεν τα ενώνει με το άγονό τους κεφάλι.

Δεν έλεγα να το πιστέψω
πώς τα παιδιά που παίζανε με ξύλινα σπαθάκια
κάποτε θα γινόντουσαν μεγάλοι.
Να όμως που μεγάλωσαν!

The following two tabs change content below.
Γεννιέται στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 1947. Το 1965, μπαίνει στη Νομική Αθηνών. Την ίδια χρονιά ξεκινά τη δημοσιογραφική του καριέρα στον «Ανένδοτο» ως ελεύθερος ρεπόρτερ. Λούφα και παραλλαγή στον στρατό επί χούντας. Ακολουθούν σπουδές κινηματογράφου στο International London Film School από το οποίο αποφοιτά το 1973. Το 1975, συνυπογράφει ως μέλος της «Ομάδας των 4» το ντοκιμαντέρ «Νέος Παρθενώνας», με θέμα τα κολαστήρια της Μακρονήσου και της Γυάρου. Βγάζει τα προς το ζην με διάφορες δουλειές (επιμελητής κειμένων, μεταφραστής κινηματογραφικών υποτίτλων, ναυτιλιακός ρεπόρτερ, μεταφραστής ρομάντζων Άρλεκιν και αστυνομικών μυθιστορημάτων) ως το 1981 που αναλαμβάνει την κινηματογραφική κριτική στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ. Παράλληλα, συνεργάζεται με το ELLE, το STATUS και το 7ΜΕΡΕΣ TV. Το 1983 εκδίδεται η συλλογή διηγημάτων του «Η συνέχεια στο επόμενο» (Εκδόσεις Υάκινθος). Ξεκινά καριέρα σεναριογράφου τηλεοπτικών σειρών το 1993 με το «Τίμημα του πάθους» (ΑΝΤ1). Άλλοι τίτλοι: «Διλήμματα», «Τρικυμία», «Μαύρος ωκεανός», «Ο τελευταίος παράδεισος», «Μια στιγμή, δυο ζωές», «Η ζωή της άλλης», «Οι βασιλιάδες». Από το 2013- 2015 γράφει κινηματογραφική κριτική για το ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ. Είναι παντρεμένος με τη Μαρίκα Αρβανιτοπούλου (ο τρίτος του γάμος) και πατέρας τριών παιδιών. Facebook: George Chrissovitsanos

Comments

comments

Related Posts

Recent Posts