της Σταυρούλας Καραλή.
Η έννοια του Έθνους για τους περισσότερους ιστορικούς ξεκινά την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης. Ο πρώτος, όμως, ορισμός δίδεται το 1834 από τον Ιταλό εθνικιστή-καρμπονάρο Τζουζέπε Ματσίνι: «Το έθνος είναι η συνένωση όλων των ανθρώπων, όσοι ζουν μαζί, είτε λόγω γλώσσας είτε λόγω ορισμένων γεωγραφικών παραγόντων είτε εξαιτίας του ρόλου που τους όρισε η ιστορία, και αναγνωρίζουν την ίδια αρχή και βαδίζουν υπό το κράτος ενοποιημένου Δικαίου για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου κοινού σκοπού».
Παρόμοια αντίληψη για τη έννοια του έθνους εκφράζεται από τον μαρξιστή Ιωσήφ Στάλιν που θεωρεί ότι το «έθνος είναι μια σταθερή κοινωνία ανθρώπων, συγκροτημένη ιστορικά με βάση την κοινότητα γλώσσας, εδάφους, οικονομικού βίου, ψυχισμού και πολιτισμικών αντιλήψεων».
Ο Anthony Smith, μελετητής του εθνικισμού, ορίζει το έθνος ως «ένα επώνυμο πληθυσμό ανθρώπων που μοιράζονται μια ιστορική περιοχή (επικράτεια), κοινούς μύθους και ιστορικές μνήμες, ένα μαζικό, λαϊκό πολιτισμό, μια κοινή οικονομία, κοινά νομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις για όλα τα μέλη».
Για τον E.J Hobsbawn, το έθνος δεν είναι κάτι στατικό, αλλά «ανήκει αποκλειστικά σε μιαν ιδιαίτερη και ιστορικά πρόσφατη περίοδο».
Για τον φιλόσοφο Χέρντερ, βασικό θεμέλιο του έθνους αποτελεί το εθνικό αίσθημα αφού: «το έθνος εμφανίζεται ως έμβιο ον, διαφορετικό από τα άλλα, γεννημένο από μια ζωτική δύναμη που εκφράζεται μέσω των μύθων, των παραδόσεων, του εθνικού παρελθόντος, της γλώσσας, της μουσικής με μια λέξη της κουλτούρας.»
Πέντε έννοιες για το έθνος, με ομοιότητες και διαφορές. Όλες όμως αναφέρονται στην κοινή γλώσσα, το κοινό ιστορικό παρελθόν, την κουλτούρα. Στοιχεία ιδιαίτερα σημαντικά κατά τη Γαλλική Επανάσταση καθώς εξυπηρέτησαν την αφύπνιση και την κινητοποίηση των λαών κατά καταπιεστών, κατακτητών και απειλητικών δυνάμεων.
Η ιστορική έρευνα αυτής της περιόδου διακρίνει δυο τύπους έθνους: Το έθνος –κράτος και το πολιτισμικό έθνος. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε την δημιουργία του κράτους πριν από το έθνος. Η ανάπτυξη της εθνική ιδεολογίας συνδυάζεται με το αίτημα για πολιτικά δικαιώματα και λαϊκή κυριαρχία (Γαλλία, Αγγλία, Ισπανία). Στην δεύτερη περίπτωση η εθνική κοινότητα υπάρχει πριν από την συγκρότηση του κράτους (Γερμανοί, σλαβικοί λαοί). Η γλώσσα, το κοινό ιστορικό παρελθόν, η θρησκεία και η παράδοση δημιουργούν την εθνική ιδεολογία. Με αυτόν τον τρόπο, το έθνος καθορίζεται ανεξάρτητα από την θέληση των μεμονωμένων ανθρώπων. Ενώ στην πρώτη περίπτωση, το άτομο συνειδητά ανήκει σε ένα έθνος.
Η εθνική συνείδηση είναι ο ισχυρός δεσμός ανάμεσα στους πολίτες και δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας και αλληλεγγύης. Η εθνική συνείδηση κατά τον μακρύ 19ο αιώνα, αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη στα περισσότερα εθνικά κινήματα. Πρωτοστάτες στην διάπλαση της εθνικής συνείδησης ήταν οι διανοούμενοι και οι επιχειρηματίες. Για τους διανοούμενους η δημιουργία ενός νέου κράτους σήμαινε επαγγελματική εξέλιξη, ενώ για τους επιχειρηματίες η ανάπτυξη μιας εθνικής οικονομίας σήμαινε κέρδη. Τα κατώτερα στρώματα –που δεν συμμετείχαν στις εκδηλώσεις και στους θεσμούς που ενίσχυαν το εθνικό αίσθημα- ήταν τα τελευταία που ακολούθησαν τα εθνικά κινήματα.
Η δημιουργία των εθνικών κινημάτων στις αρχές του 19ου αιώνα στηρίχτηκε στην εθνική συνείδηση και στον εθνικισμό.
Αρκετές διαφωνίες και αντιπαραθέσεις έχουν υπάρξει γύρω από το φαινόμενο του Εθνικισμού. Για τον ιστορικό David Mc Crone «ο εθνικισμός είναι γεμάτος γρίφους. Είναι μια μορφή ¨πρακτικής¨ και όχι ανάλυσης» (Brubaker). «Αυτοπαρουσιάζεται ως καθολικό και παγκόσμιο φαινόμενο, ενώ στην πραγματικότητα είναι κατ΄ εξοχήν τοπικό και ιδιαίτερο» (Anderson). «Είναι ένα γνώρισμα της σύγχρονης εποχής, το οποίο, όμως έχει τις ρίζες του σε κάτι παλαιότερο» (Smith). «Αφορά σε ουσιαστικά πολιτισμικά ζητήματα -στη γλώσσα, στη θρησκεία, στα σύμβολα- αλλά δεν μπορεί να διαχωριστεί από ζητήματα οικονομικής και υλικής ανάπτυξης» (Nairn)».
Ανεξάρτητα από τις θεωρίες που έχουν γραφτεί γύρω από τον εθνικισμό, ένα είναι βέβαιο: Ο εθνικισμός ξεκίνησε στις αρχές του 19ου αιώνα, βασίστηκε στις φιλελεύθερες αρχές και εναντιώθηκε στις αντιδραστικές και συντηρητικές δυναστείες. Ήταν ενοποιητικός, μετριοπαθής και απελευθερωτικός. Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, αυτός ο εθνικισμός που ενέπνευσε τους λαούς έγινε επιθετικός και μη ανεκτικός δημιουργώντας νέα εθνικά κινήματα σε ολόκληρη την Ευρώπη (των Εβραίων, των Σλαβομακεδόνων, των Αλβανών, των Κροατών, των Ουκρανών, των Φλαμανδών κλπ)
Στην Κεντροανατολική Ευρώπη οι εθνικές ταυτότητες σφυρηλατήθηκαν μέσα από δυναστικές αυτοκρατορίες, ενώ στην Δύση τα ανεξάρτητα κράτη είχαν ήδη συμπληρώσει μια μακρά ύπαρξη. Τα εθνικιστικά προγράμματα βασίστηκαν αναγκαστικά στην κατασκευή μιας ταυτότητας με τα ειδικά χαρακτηριστικά της εθνοπολιτισμικής ομάδας. Τα κυρίαρχα επαναστατικά κράτη του 1870 έγιναν το «ιδεώδες» για τους εθνικιστές της Ευρώπης.
Ενορχηστρωτές των επαναστατικών κινημάτων του πρώτου μισού του 19ου αιώνα είναι μορφωμένες, χειραφετημένες ομάδες που υιοθετούν την μυστική επαναστατική αδελφότητα ως τον καταλληλότερο τύπο επαναστατικής οργάνωσης. Τέτοιες οργανώσεις δρουν στην Ιταλία, τη Γαλλία την Ελλάδα και τη Ρωσία στις αρχές τις δεκαετίας του 1820.
Στη Ρωσία, οι «Δεκεμβριστές» -αριστοκράτες, αντιτσαρικοί αξιωματικοί του στρατού- δημιουργούν μυστικές ενώσεις, θέλοντας να καθιερώσουν την συνταγματική μοναρχία, να καταργήσουν τη δουλοπαροικία και να κάνουν νομοθετικές μεταρρυθμίσεις.
Στην Ιταλία, η μυστική ένωση των «καρμπονάρων» έχει ως στόχο την αποτίναξη του αυστριακού ζυγού. Μετά το 1830 το εθνικό κίνημα «Νέα Ιταλία» ξεκινά μια σειρά από εξεγέρσεις. Τον καθοριστικότερο όμως ρόλο στην ενοποίηση έπαιξε το εθνικό κίνημα που ίδρυσε ο Καβούρ και είχε οπαδούς σε ολόκληρη την Ιταλία, το «Il Risorgimento» (αναγέννηση), που έφερε την ονομασία της εφημερίδας που εξέδιδε.
Στην Ελλάδα, μέσω της «Φιλικής εταιρείας» -μυστικής επαναστατικής οργάνωσης- ο αγώνας τον ελλήνων αποκτά εθνικό χαρακτήρα και βρίσκει σύμμαχους στο πρόσωπο των φιλελλήνων της Ευρώπης.
Στην Πρωσία, το εθνικό κίνημα απετέλεσε καθοριστικό παράγοντα στην οικοδόμηση του έθνους. Ο εξόριστος βασιλιάς προσέλκυσε τους μεταρρυθμιστές από όλη τη Γερμανία, που προέρχονταν από το ρεύμα του ρομαντισμού. Διαποτισμένοι από το εθνικό συναίσθημα, ήταν αποφασισμένοι να υποστηρίξουν την εθνική τους ταυτότητα απέναντι στους Γάλλους. Για τους ιστορικούς, ο γερμανικός εθνικισμός –μέσω του πνεύματος- δημιούργησε ένα μοναδικό εθνικό αίσθημα, καλλιεργώντας παράλληλα το μίσος για τη Γαλλία.
Στη Πολωνία, εκτός από την εθνική εταιρεία «Νέα Πολωνία» που εξέφραζε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες, ο εθνικισμός διατηρήθηκε από την πολυάριθμη διασπορά, την «szlachta» και αργότερα μέσω των πολιτικών κομμάτων. Ο Πολωνικός εθνικισμός απείλησε επανειλημμένα τη διεθνή σταθερότητα.
Στη Σερβία, οι εξτρεμιστές- εθνικιστές δημιουργούν τη μυστική οργάνωση «Μαύρο χέρι», που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ιστορία της νεώτερης Ευρώπης. Τον Ιούνιο του 1914, μέλος της μυστικής οργάνωσης δολοφόνησε τον διάδοχο του αυστριακού θρόνου. Μέσα σε λίγες εβδομάδες το ζήτημα της σερβικής κυριαρχίας οδήγησε την Ευρώπη στον Α’ παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι πρώτες επαναστατικές-εθνικιστικές προσπάθειες δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν εθνικιστικές με την στενή έννοια του όρου. Γι’ αυτό το λόγο οι πατριώτες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης του 19ου αιώνα δεν ήταν εθνικιστές. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο εθνικισμός ήταν μια μόνο από τις πολλές μορφές της εθνικής συνείδησης που αναδύθηκε στην πορεία των εθνικών κινημάτων. Βέβαια, η μορφή αυτή του εθνικισμού πολλές φορές εξελίχθηκε σε μια πολιτική ισχύος με ανορθολογικούς τόνους.
Σε κάθε περίπτωση ο σκοπός των εθνικών κινημάτων ήταν η ελευθερία, η αυτοδιάθεση των λαών, η δημιουργία έθνους και εθνικής συνείδησης. Ο χαρακτήρας τους ήταν φιλελεύθερος και διεθνιστικός. Τα κινήματα αυτά συνήθως αποδέχονταν και ενστερνίζονταν τις εθνικές διαφορές, γεγονός που καθιστούσε τα κράτη συμμέτοχα σε έναν κοινό αγώνα.
Εξαίρεση όμως αποτέλεσε ο Γερμανός εθνικιστής πρίγκιπας Ότο Φον Βίσμαρκ. Παρά τις αυταρχικές και συντηρητικές του ιδέες πάντως, κατάφερε να ενοποιήσει την χώρα του.
Στα τέλη του 19ου αιώνα τα εθνικιστικά κινήματα άρχισαν να χάνουν τον διεθνιστικό χαρακτήρα τους και να γίνονται συντηρητικότερα και πολλές φορές αντιδραστικά. Ο τοπικισμός τους και η βαθμιαία ένταση τους κορυφώθηκαν με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Εθνοκατασκευή
Κάθε εθνική ομάδα δημιούργησε μια ένδοξη και μακρόχρονη ιστορική παράδοση με φυλετική καθαρότητα. Η εθνική ολοκλήρωση όμως των λαών προσέκρουε σε ιστορικά διαμορφωμένες πραγματικότητες που δυσχέραιναν τη διαίρεση της Ευρώπης. Οι πιο δύσκολες περιπτώσεις ήταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, την Αυστροουγγαρία και τη Ρωσία, οι περιπτώσεις αυτές εμπόδισαν με κάθε τρόπο την συγκρότηση αμιγώς εθνικών κρατών από τις εθνότητες που συμβίωναν για πολλούς αιώνες. Οι εθνότητες αυτές διαβιούσαν κάτω από μια κοινή πολιτική αρχή, χωρίς καμία εδαφική κυριαρχία έχοντας όμως την δική τους γλώσσα, θρησκεία και κουλτούρα.
Στην Κεντρική Ευρώπη, η προσπάθεια για συγκρότηση εθνικών κρατών ξεκίνησε με τις επαναστάσεις του 1848 που ξέσπασαν σχεδόν ταυτόχρονα στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη. Για πρώτη φορά τίθεται το αίτημα της εθνικής αυτοδιάθεσης σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Για πρώτη φορά γίνονται προσπάθειες για ενοποίηση της Γερμανίας και της διαμελισμένης Ιταλίας, ενώ δεν αργούν να φανούν και οι πρώτες ρωγμές στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων.
Αν και οι επαναστάσεις του 1848 απέτυχαν, κατάφεραν ωστόσο να δώσουν ισχυρή ώθηση στα εθνικά κινήματα και να δημιουργήσουν ένα εθνικό αίσθημα στην Ευρώπη. Προκάλεσαν επίσης την κατάργηση της δουλοπαροικίας και των άλλων φεουδαρχικών θεσμών.
Γερμανοί, Ιταλοί, Ούγγροι, Πολωνοί, Ρουμάνοι, Δανοί, Τσέχοι και Κροάτες πολέμησαν –ανεπιτυχώς- για την δημιουργία ανεξάρτητων και ενιαίων κρατών. Επίσης στα Βαλκάνια και στην Αψβουργική Μοναρχία οι πόλεμοι και οι αντιπαραθέσεις είχαν εθνικό χαρακτήρα.
Οι αποφάσεις του «Συνεδρίου της Βιέννης» στις αρχές του 19ου αιώνα, χώρισαν την Ιταλία σε μικρά κράτη χωρίς κανέναν μεταξύ τους δεσμό. Το νότιο τμήμα της χερσονήσου και η Σικελία αποτελούσαν το βασίλειο της Νεάπολης υπό την κυριαρχία των Βουρβόνων. Από την Ρομανία μέχρι την Καμπανία βρίσκονταν τα παπικά κράτη. Το μεγαλύτερο μέρος των βόρειων περιοχών ήταν υπό αυστριακή κατοχή. Η εξουσία της Βιέννης ασκούνταν απευθείας στο Μιλάνο και τη Βενετία (Λομβαρδοενετικό Βασίλειο) και στα δουκάτα της Πάρμας, της Τοσκάνης και της Μόντενα.
Οι εξεγέρσεις ξεκινούν την δεκαετία του 1830 στη Νάπολη, το Τορίνο και τη Ρώμη. Οι Ιταλοί επαναστατούν κατά της αυστριακής επικυριαρχίας. Το 1848 με τις μεγάλες ευρωπαϊκές επαναστάσεις, οι εξεγέρσεις στην Ιταλία επεκτείνονται και στις υπόλοιπες μεγάλες πόλεις της χερσονήσου. To φιλελεύθερο ρεύμα δίνει την σκυτάλη στο εθνικό. Στον διπλωματικό και στρατιωτικό πόλεμο εμπλέκονται η Αυστρία και η Γαλλία. Μετά από αιματηρές συγκρούσεις, το τέλος των ευρωπαϊκών επαναστάσεων βρίσκει την Ιταλία ηττημένη από τον αυστριακό στρατό. Χρειάστηκε να περάσουν περισσότερα από δέκα χρόνια για να ενωθεί ο Βορράς με το Νότο και να σχηματίσουν το 1861 το βασίλειο της Ιταλίας με πρωτεύουσα την Φλωρεντία. Στα επόμενα δέκα χρόνια προσαρτήθηκαν τα υπόλοιπα εδάφη της Χερσονήσου (εκτός από την Τεργέστη). Το 1866, οι Ιταλοί εκμεταλλευόμενοι την ήττα της Αυστρίας από την Πρωσία, προσάρτησαν στα ιταλικά εδάφη και την Βενετία. Το 1870 τα ιταλικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την Ρώμη και την χρίζουν πρωτεύουσα της Ιταλίας.
Η Πρωσία με την επαναχάραξη του χάρτη της Ευρώπης το 1815, κέρδισε αναλογικά περισσότερα από κάθε άλλη υπερδύναμη με εδαφικούς και οικονομικούς όρους. Στην κατοχή της είχε την διαμελισμένη Πολωνία, τη σουηδική Πομερανία και ένα μεγάλο μέρος της Ρηνανίας. Χωρίς να υποτιμά την δύναμη της Αυστρίας των Αψβούργων, εδραίωσε την γεωπολιτική της θέση στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη
Οι επαναστάσεις του 1848 στην Πρωσία κατεστάλησαν, ενίσχυσαν όμως τις δυνάμεις του φιλελευθερισμού. Ο πρωθυπουργός και υπουργός εξωτερικών Οτο Βίσμαρκ κατάφερε να καταστήσει κεντρικό πολιτικό ζήτημα την ενοποίηση της Γερμανίας.
Από το 1849 η Πρωσία και η Αυστρία βρίσκονταν συνέχεια σε αντιπαράθεση. Τον Ιούλιο του 1866, στην μάχη του Καίνιγκσγκρετς, τα πρωσικά στρατεύματα νίκησαν τα αυστριακά. Η ένωση των γερμανικών κρατών σε μια αυτοκρατορία ανησύχησε όμως τους Γάλλους που μετά από πρόκληση του Βίσμαρκ κήρυξαν –και έχασαν- τον πόλεμο. Η Σαξονία, η Βάδη η Βυρτεμβέργη και η Βαυαρία πέρασαν στην Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία. Τον Ιανουάριο του 1871 στο κατεχόμενο Παρίσι ανακηρύσσεται η «Γερμανική Αυτοκρατορία» που κατέχει επιπλέον την γαλλική Αλσατία και την Λοραίνη.
Όταν το «Συνέδριο της Βιέννης» χάραζε ξανά τον χάρτη της Ευρώπης δημιουργούσε στην κεντρική Ευρώπη μια υπερδύναμη: την Αυτοκρατορία της Αυστρίας. Προσκολλημένοι στις δομές του Παλαιού Καθεστώτος, οι Αψβούργοι έχουν υπό την κυριαρχία τους, τους Τσέχους της Βοημία, τους Πολωνούς της Γαλικίας, του Σέρβους του Δούναβη, τους Ρουμάνους της Τρανσυλβανίας, τους Ιταλούς του Τρεντίνο και της Τεργέστης. Οι Σλοβένοι, οι Κροάτες και οι Μαγυάροι της Ουγγαρίας δεν ανέχονται την υποταγή στους Αψβούργους. Αυτές οι πολλές διαφορετικές εθνότητες είναι το πρόβλημα της Αυτοκρατορίας. Από το 1859-1866 η θέση της ως υπερδύναμης κλονίστηκε σοβαρά.
Με την διαδήλωση των φοιτητών και των αστών στη Βιέννη ξεκινούν οι εξεγέρσεις στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων. Πρώτοι αντιδρούν οι Ούγγροι, οι οποίοι, αν και απολαμβάνουν θεσμούς αυτονομίας, ζητούν Σύνταγμα και πολιτικές ελευθερίες. Γρήγορα αποκτούν δικό τους κοινοβούλιο, νόμισμα, στρατό και μέσα σε λίγες εβδομάδες η ανεξάρτητη Ουγγαρία αποσπάται από την Αυτοκρατορία των Αψβούργων. Η δημιουργία της Μεγάλης Ουγγαρίας είναι βέβαιη. Τα θεμέλια της όμως είναι σαθρά, αφού ετοιμάζονται να περιλάβουν στο βασίλειο τους -παρά την θέληση τους- τους Ρουμάνους, τους Σλοβένους, τους Πολωνούς και τους Κροάτες. Οι Ούγγροι εξασφάλισαν την ανεξαρτησία τους με τον «Συμβιβασμό του 1867», ο οποίος στην θέση της Αυστριακής Αυτοκρατορίας δημιούργησε την δυαδική μοναρχία της Αυστροουγγαρίας. Το κάθε κράτος διατήρησε το δικό του κοινοβούλιο και τα δικά του υπουργεία, ενώ κοινός ήταν ο στρατός, η διπλωματία και τα δημόσια οικονομικά.
Η Αυστρία κατείχε τα σημερινά εδάφη της Αυστρίας, το νότιο Τυρόλο στη Βόρεια Ιταλία, τη Βοημία, τη Μοραβία, τη νότια Σιλεσία, τη Γαλικία, τη Βουκοβίνα, τη Σλοβενία, τη Δαλματία και την Τεργέστη.
Η Ουγγαρία περιελάμβανε –τα σημερινά της εδάφη-, την Τρανσυλβανία , τη Σλοβακία, τη Σλαβονία, και την Κροατία.
Ο «Συμβιβασμός του 1867» αντί να μειώσει τα προβλήματα στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη τα πολλαπλασίασε. Ειδικότερα στα δυο αυτόνομα κράτη την Αυστρία και την Ουγγαρία, όπου οι ηγετικές εθνότητες προβλήθηκαν εντονότερα:
Στη Βοημία, η τσεχική πλειονότητα ζήτησε μεταρρυθμίσεις και καθεστώς ισότητας με τη γερμανική μειονότητα. Σε σύντομο χρονικό διάστημα μια τσέχικη εθνική επιτροπή άσκησε στη χώρα το ρόλο της κυβέρνησης.
Οι Πολωνοί της αυστριακής Γαλικίας προσέβλεψαν στην επανένωση των τμημάτων τους που ανήκαν στην Αυστρία, την Πρωσία και τη Ρωσία με σκοπό την επανασύσταση του πολωνικού κράτους.
Οι Ουκρανοί της Γαλικίας και της Βουκοβίνας ήθελαν την ένωση τους με τους Ουκρανούς που ζούσαν στη Ρωσία.
Το Ιταλικό βασίλειο διεκδικούσε από την πλευρά του τις περιοχές όπου κατοικούσαν οι λαοί του (Νότιο Τυρόλο, παράλια της Ιστρίας).
Οι Τσέχοι όμως ήταν αυτοί που δημιούργησαν τα σημαντικότερα προβλήματα στην Αυστροουγγαρία καθώς αξίωναν ίση μεταχείριση με τους Ούγγρους. Αν και η λύση δεν ήταν η «τρυαδική», ωστόσο οι Τσέχοι προχώρησαν στην ίδρυση ιδιαίτερων τσέχικων θεσμών προετοιμάζοντας το έδαφος για την δημιουργία του τσέχικου κράτους.
Ο Κριμαϊκός πόλεμος (1854-1856) δημιούργησε σημαντική κρίση στη Ρωσία, καθώς επί μια εικοσαετία σταμάτησε την επεκτατική της πολιτική στα Βαλκάνια. Για πρώτη φορά μάλιστα τέθηκε το θέμα της αντικατάστασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από ανεξάρτητα εθνικά κράτη. Την ίδια περίοδο η Μολδαβία και η Βλαχία κέρδισαν την ανεξαρτησία τους από τους Τούρκους.
Στα Βαλκάνια, οι Έλληνες –που βρίσκονταν υπό οθωμανική κατοχή από το 1453- ήταν οι πρώτοι που αφυπνίστηκαν εθνικά και ξεσηκώθηκαν κατά του Οθωμανικού ζυγού το Μάρτιο του 1821. Οι επαφές των διανοουμένων με τη Δύση, ο υψηλός πολιτισμός καθώς και η συσχέτιση των Ελλήνων με τους αρχαίους προγόνους τους, τους έδωσαν το προβάδισμα έναντι των άλλων βαλκανικών λαών. Η Ελληνική Επανάσταση μάλιστα έθεσε σε σοβαρή δοκιμασία τη συνοχή της «Ιεράς Συμμαχίας». Η Ρωσία από την μια πλευρά έπρεπε να αποτρέψει την Επανάσταση και από την άλλη να υποστηρίξει τα δίκαια των ομοθρήσκων της. Το 1830 ο Βαυαρός πρίγκιπας Όθωνας είναι ο πρώτος έλληνας βασιλιάς του απελευθερωμένου έθνους.
Το 1856, στα σύνορα της Αυτοκρατορίας δημιουργήθηκε η αυτόνομη μικρή Σερβία. Αυτό αφύπνισε εθνικά τους Σέρβους, που μαζί με τους Κροάτες και τους Σλοβάκους ήλπιζαν στην εξίσωση τους με τους Ούγγρους και τους Αυστριακούς. Το 1875 η μεγαλύτερη σερβική επαρχία της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης επαναστατεί κατά του τουρκικού ζυγού. Τα αντίποινα των Τούρκων οδηγούν τη Ρωσία στον πόλεμο. Το 1878 ακολουθεί Συνθήκη ειρήνης που παραχωρεί την πλήρη ανεξαρτησία στη Σερβία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Η Βοσνία παραμένει υπό την τουρκική κυριαρχία με αυστριακή όμως διοίκηση. Οι υπόλοιποι, όμως, βαλκανικοί λαοί βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση.
Στην Βουλγαρία ήταν δύσκολο να αναπτυχθεί εθνική συνείδηση, λόγω της γεωγραφικής της θέσης. Οι Βούλγαροι ζούσαν κοντά στην οθωμανική πρωτεύουσα και στα σύνορα τους κατοικούσαν συμπαγείς τουρκικοί πληθυσμοί. Το 1908 η Βουλγαρία ανακηρύσσεται ανεξάρτητο κράτος.
Στην Ρουμανία το πρόβλημα ξεκίνησε από την κοινωνική διαστρωμάτωση. Από την μία πλούσιοι και μορφωμένοι γαιοκτήμονες και από την άλλη μια άβουλη μάζα χωρικών. Το 1878 η Ρουμανία αποκτά την ανεξαρτησία της.
Στην Αλβανία οι εθνικές εξεγέρσεις άργησαν να ξεσπάσουν. Η πρωτόγονη κοινωνική οργάνωση και οι διαφορετικές θρησκείες μεταξύ του ίδιου του αλβανικού λαού (καθολικοί, χριστιανοί και μουσουλμάνοι) καθυστέρησαν την εθνική αφύπνιση.
Ο Μακρύς 19ος αιώνας τερματίζεται με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά από μια περίοδο κοινωνικών, εθνικών, οικονομικών και πολιτικών αλλαγών τα κράτη που μόλις έχουν συγκροτηθεί μπαίνουν ξανά στην θύελλα του πολέμου. Οι λαοί είναι πλέον «οπλισμένοι» με ιδεολογίες όπως ο εθνικισμός, ο φιλελευθερισμός και οι κοινοβουλευτισμός και με αυτά τα όπλα καλούνται να αντιμετωπίσουν την νέα τάξη πραγμάτων.
Η Ευρώπη των εθνών του 20ου αιώνα διαφέρει ριζικά από την Ευρώπη των αυτοκρατοριών και των μεγάλων δυναστειών του 18ου, ενώ η ίδια η ευγενική ιδέα του εθνικισμού και της αυτοδιάθεσης των πληθυσμών που αισθάνονταν ότι δένονται με κοινά χαρακτηριστικά, οδηγεί στις τερατογενέσεις των «ανώτερων φυλών», των «δυνατότερων εθνών», του ρατσισμού και του ναζισμού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Serge Berstein Pierre Milza, Ιστορία της Ευρώπης 5ος-18ος αιώνας. Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα ευρωπαϊκά κράτη, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 3η έκδοση, Τόμος 2ος.
Stuart Woolf, Ο Εθνικισμός στην Ευρώπη, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1999.
Miroslav Hroch, Maria Todorova, Εθνικό Κίνημα και Βαλκάνια, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1996.
Benedict Anderson, Φαντασιακές Κοινότητες, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1997.
David Mc Crone, Η Κοινωνιολογία του Εθνικισμού, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000.
E. J. Hobsbawn, Έθνη και Εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1994.
Κ. Ράπτης, Γενική Ιστορία της Ευρώπης, Τόμος Β, Πάτρα 1999.
Εγκυκλοπαίδεια GRAND LAROUSSE, Άνθρωπος – Κοινωνία, Τόμος 1ος, Ενότητα 1η Ελληνικά Γράμματα 2001.

