Ο Διονύσης Σούρμπης μιλά για την επιτυχία, την ταπεινότητα και την… απροστάτευτη Μαντάμα Μπαττεφλάι

συνέντευξη στον Δημήτρη Καλαντζή. 

Έχει εμφανιστεί στις σπουδαιότερες όπερες της Ευρώπης, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές. Κατακτά τον έναν ρόλο μετά τον άλλον με υπομονή και μεθοδικότητα. Απολαμβάνει την αναγνώριση της δουλειάς του αλλά κρατά καρφωμένα γερά τα πόδια του στη γη. Ο σπουδαίος βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης, λίγο πριν εμφανιστεί ως Σάρπλες στην Μαντάμα Μπαττερφλάι που ανεβάζει η Εθνική Λυρική Σκηνή στο Ηρώδειο, μας μιλά για το ταλέντο, την επιτυχία, τη διεθνή καριέρα, το ελληνικό κοινό, την ταπεινότητα αλλά και τις μοναδικές «αρέκιες» της Ζακύνθου, του νησιού από όπου ξεκίνησε το ταξίδι του στην απεραντοσύνη της μουσικής.

  • Στη Ζάκυνθο θα πρέπει να είσαι λαϊκό είδωλο, απ όσα είδα να γράφονται στα site του νησιού…

Αν βάλω για δήμαρχος, θα βγω σίγουρα (γελά). Αλλά δεν έχω τέτοιες φιλοδοξίες…

  • Η πορεία σου ξεκινά από τη Ζάκυνθο, έναν τόπο με μουσική παράδοση αιώνων. Η προσωπική σου πρώτη επαφή με τη μουσική ποια ήταν;

Ο πατέρας μου είχε παραδοσιακή ταβέρνα με καντάδες. Από την τρίτη δημοτικού άρχισα να βοηθάω στο μαγαζί ως σερβιτοράκι και να περιμένω τη στιγμή που θα πιάσουν οι μουσικοί τις κιθάρες και τα μαντολίνα για να αρχίσουν τις καντάδες. Ήταν τρεις φωνές, βαρύτονος, τενόρος και μπάσος, και τραγουδούσαν αρέκιες (τύπος καντάδας), διωδίες και μονωδίες. Ήταν μία μαγεία κάθε βράδυ.

  • Παράλληλα έρχεσαι σε επαφή και με την εκκλησιαστική μουσική.

Στην ίδια ηλικία, ο πατέρας μου με πήγε στην εκκλησία όπου ανακαλύπτω την τετράφωνη χορωδία και γίνομαι αμέσως μέλος της ως δεύτερος τενόρος. Ακόμα και σήμερα, όταν πηγαίνω στη Ζάκυνθο, ανεβαίνω κάθε φορά στο στασίδι και ψέλνω. Μου προσφέρει μεγάλη ανάταση ψυχής.

  • Πως σε κέρδισε η μουσική;

Με την απεραντοσύνη της. Μπορεί κάθε έργο να είναι ορισμένου χρόνου αλλά η στιγμή που συμβαίνει είναι άχρονη. Νιώθεις ότι μπορεί να μην τελειώσει ποτέ ή και να διακοπεί στο δευτερόλεπτο. Η μουσική είναι απρόβλεπτη, είναι μία θάλασσα ήρεμη που γίνεται φουρτουνιασμένη και μετά πάλι γαληνεύει. Είναι κάτι μαγευτικό που συνεπαίρνει τις αισθήσεις και τα συναισθήματά σου.

  • Και το ταλέντο τι είναι; Ένα χάρισμα ή μία ροπή που χρειάζεται πολλή δουλειά;

Πιστεύω ότι το ταλέντο είναι ένα Θείο δώρο, το οποίο πρέπει να αντιληφθείς, να καλλιεργήσεις και να το χρησιμοποιήσεις με ταπεινότητα γιατί ανά πάσα στιγμή μπορεί να σε «καταπιεί».

  • Μιλάς για ταπεινότητα, σε μία περίοδο που ακούμε συνεχώς στα τηλεοπτικά τάλεντ σόους νέα παιδιά να λένε «θα το σκίσω το τραγούδι»…

Με μαθηματική ακρίβεια, όποιος ξεκινά με τέτοια οίηση, θα αποτύχει. Προσωπικά, πριν βγω στη σκηνή, κάνω το σταυρό μου. Νιώθω την ανάγκη να εναποθέσω σε μία δύναμη μεγαλύτερη από τη δική μου, την επιτυχία.

  • Μίλησέ μου, παρακαλώ, για τον τρόπο που δουλεύεις.

Για κάθε καινούργιο ρόλο αρχίζω με την ιστορία της όπερας, το πότε γράφτηκε, που διαδραματίζεται και ποιες είναι οι αναφορές της. Μετά πιάνω το λιμπρέτο και το διαβάζω σαν ένα βιβλίο. Στην δεύτερη ανάγνωση το διαβάζω μαζί με τη μουσική. Στη συνέχεια διαβάζω μόνο τη μουσική χωρίς τα λόγια και στο τελευταίο στάδιο «παντρεύω» λόγια και μουσική. Μέχρι αυτό το σημείο δεν έχω τραγουδήσει. Έχω κερδίσει μόνο τη βαθειά κατανόηση του έργου. Από αυτό το σημείο και μετά αρχίζω να «σωματοποιώ» το έργο, να το βάζω στο λαιμό μου και μετά στις κινήσεις μου. Είναι μία διαδικασία που χρειάζεται μεγάλο χρόνο προετοιμασίας για να έχει καλό αποτέλεσμα.

  • Και η επιλογή των ρόλων; Φαντάζομαι είναι μεγάλη πρόκληση να πηγαίνεις διαρκώς σε πιο απαιτητικές όπερες.

Είχα την τιμή να μου προτείνουν στο εξωτερικό να παίξω Μάκβεθ και Τόσκα αλλά αρνήθηκα. Η φωνή του βαρύτονου ωριμάζει σωστά μετά τα 40 κι εγώ είμαι ακόμα 39. Ελπίζω να έχω την ευκαιρία να αναλάβω τέτοιους ρόλους αργότερα αλλά σήμερα δεν θεωρώ ότι πρέπει να κάνω το βήμα. Ξέρεις, πιστεύω ότι ο κόσμος της όπερας είναι βαθύς γνώστης της τέχνης και θέλει να ακούει σωστές φωνές στους κατάλληλους ρόλους.

Μαντάμα Μπάττερφλάι – ΕΛΣ 2017 Φωτογραφία: Βασίλης Μακρής
  • Ο αμερικανός πρόξενος που υποδύεσαι στην Μαντάμα Μπαττερφλάι είναι απαιτητικός ρόλος κι ένας κομβικός χαρακτήρας του έργου.

Έχει έναν συγκεκριμένο ψυχισμό ο Σάρπλες. Βρίσκεται στη μέση μίας άσχημης κατάστασης αφού, από τη μια πρέπει να σταθεί στο πλευρό του αμερικανού αξιωματικού που θέλει να παντρευτεί μία δεκαπεντάχρονη γιαπωνέζα, και από την άλλη πρέπει να βρει τρόπο να στηρίξει την κοπέλα, όταν ο αξιωματικός την προδίδει.

  • Είναι η «φωνή» της ευθύνης και της λογικής στη Μαντάμα Μπαττερφλάι, πιστεύω.

Ακριβώς. Ο Σάρπλεs έχει την ευαισθησία να αναζητήσει λύση για την αδύναμη γυναίκα, να προσπαθήσει να την κάνει να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα που εκείνη αρνείται να δει.

  • Η Μπάττερφλάι είναι μία αδύναμη γυναίκα; Μία ερωτευμένη γυναίκα; Μία αγαθή και απονήρευτη γυναίκα; Ποια είναι η ανάγνωσή σου;

Η Μπάττερφλάι είναι ένα κοριτσάκι απροστάτευτο. Έχει χάσει τον πατέρα της, έχει μείνει μόνο με την μητέρα της, και η προοπτική να παντρευτεί με έναν αμερικανό αξιωματικό δείχνει ως λύση για να βρεθεί κάτω από την αντρική προστασία. Η νεαρή κοπέλα παραδίδεται στον Πίκερτον και τον ερωτεύεται βαθειά. Γίνεται ολόκληρος ο κόσμος γι αυτήν. Έρχεται σε κόντρα με την ιαπωνική παράδοση, μεγαλώνει το παιδί τους σαν να ήταν αμερικανάκι και αδυνατεί να συνειδητοποιήσει ότι ο Πίκερτον τη χρησιμοποίησε ευκαιριακά για να αποκτήσει την Ιαπωνική υπηκοότητα και ότι δεν ότι θα γυρίσει κοντά της.

  • Γνωρίζεις ότι η Maria Callas, ενώ έκανε απίστευτες ηχογραφήσεις της Μπάττερφλάι, είχε αρνηθεί κάθε πρόταση να την υποδυθεί στη σκηνή. Να ήταν άραγε αυτή η αδυναμία / αφέλεια του χαρακτήρα που πίστευε ότι δεν της ταίριαζε;

Δεν μπορώ να υποθέσω το σκεπτικό της. Εγώ αποκαλώ της Callas λιοντάρι. Ήταν μία γυναίκα που πέρασε από το λυρικό στερέωμα και θα το επισκιάζει για πάντα. Είχε την τύχη να γνωρίσει τους κατάλληλους ανθρώπους τη σωστή στιγμή και τον χαρακτήρα να προκαλέσει τον θαυμασμό όλου του κόσμου. Δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος της όπερας που να έχει καταφέρει την παγκόσμια αναγνώριση της Callas.

  • Τα δικά σου πρότυπα, όταν ξεκίνησες να τραγουδάς;

Ξεκίνησα να ακούω Piero Cappuccilli, Ettore Bastianini, Tito Gobbi, Riccardo Stracciari και αυτούς έχω ακόμα ως πρότυπα. Επιλέγω πάντα τις πιο παλαιές ηχογραφήσεις, του ’20, του ’30 του ’40 και σπάνια φτάνω σε ηχογραφήσεις του ’80, όπου άρχισε να χάνεται τελείως το μέτρο. Μου είναι αδύνατον να ακούω έναν βαρύτονο να τραγουδάει σαν παιδάκι. Υπάρχει μία πίεση τις τελευταίες δεκαετίες να παραμορφώνονται οι φυσικές τους φωνές που τελικά οδηγεί στη διαστρέβλωση της όπερας και σε προοδευτική απώλεια της φωνής των τραγουδιστών. Η φωνή έχει συγκεκριμένα χρώματα που ωριμάζουν με την εξάσκηση και την ηλικία. Όταν προσπαθείς να βιάσεις αυτές τις φυσιολογικές αλλαγές, τότε εξαντλείς το όργανό σου, χάνεις τη φωνή σου.

  • Δώσε μου, σε παρακαλώ, την προοπτική μίας παράστασης όπερας από τη θέση του πρωταγωνιστή.

Έχεις το χέρι ενός μαέστρου που πρέπει να παρακολουθείς, έχεις την ορχήστρα που πρέπει να ξεπεράσεις με τη φωνή σου, έχεις τη σκέψη ότι αυτό που κάνεις δεν μπορεί να επαναληφθεί ή κάποιος να το βελτιώσει με τεχνικά μέσα, είσαι αντιμέτωπος με τη στιγμή και την αλήθεια της. Έχεις κάνει βέβαια ατελείωτες πρόβες, γνωρίζεις ακριβώς τι θα κάνεις, αλλά παραμένει μία παράσταση που γεννιέται εκείνη την ώρα. Η προσωπική μου αντιμετώπιση είναι να δώσω ό,τι έχω χωρίς να φοβηθώ, να δώσω το 100% της φωνής μου απλόχερα στον κόσμο που έχει έρθει να ακούσει και να δει αυτό το μεγάλο θέαμα που είναι όπερα.

  • Πότε νιώθεις ότι πέτυχες να επικοινωνήσεις με το κοινό;

Όταν ανεβάσω κι εσένα πάνω στη σκηνή. Όταν μπορέσω να σε κάνω να νιώσεις την αγωνία μου. Όταν σε πείσω ότι δεν είμαι ο Διονύσης Σούρμπης αλλά ο τάδε χαρακτήρας του έργου. Εγώ στη σκηνή δεν υποδύομαι τον ρόλο αλλά τον ζω. Και θέλω να σε κάνω συμμέτοχο αυτής της ζωής μου.

  • Και η στιγμή του χειροκροτήματος; Όταν από κάτω φωνάζουν «μπράβο»;

Όταν είχα κάνει τον πρώτο μου πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Δακτυλίδι της μάνας» του Καλομοίρη σε σκηνοθεσία του αείμνηστου Ευαγγελάτου, τη στιγμή του χειροκροτήματος ένιωσα τεράστιο δέος. Ο κόσμος από κάτω δεν σταματούσε να χειροκροτά, να φωνάζει, να ζητωκραυγάζει… Με το ζόρι έφυγα από τη σκηνή. Ακόμα και στο καμαρίνι ένιωθα ακόμα να με επευφημούν. Περνάει λοιπόν η ώρα, αδειάζει το θέατρο, φεύγουν όλοι οι μουσικοί και κάποια στιγμή που αναγκάζομαι κι εγώ να φύγω – πρέπει να είχα μείνει τελευταίος – κοιτάζω προς την αίθουσα, που πριν λίγη ώρα με αποθέωναν. Ήταν ολοσκότεινη με ένα μικρό φωτάκι στο κέντρο. Τότε είπα από μέσα μου «Διονύση, αυτή είναι η πραγματικότητα. Αυτό που έζησες πριν, ήταν η στιγμή για αυτό που απέδωσες καλά. Η πραγματικότητα όμως είναι αυτή η σκοτεινή αίθουσα με το φωτάκι. Θα ζεις λοιπόν τη στιγμή αλλά θα ξέρεις ότι το επόμενο λεπτό θα έχει περάσει».

  • Τα τελευταία χρόνια η όπερα διευρύνει συνεχώς το ακροατήριό της στην Ελλάδα. Που το αποδίδεις;

Ίσως να έπαιξαν ρόλο οι δράσεις που κάναμε, το γεγονός ότι βγήκαμε από το Ολύμπια ή το Μέγαρο και πήγαμε να συναντήσουμε εμείς τον κόσμο αντί να περιμένουμε να έρθει εκείνος σε εμάς. Η όπερα – βαλίτσα, για παράδειγμα, είχε μεγάλη επιτυχία. Νομίζω ότι ο πολλοί άρχισαν να απομυθοποιούν την ιδέα ότι η όπερα είναι για περιορισμένο κοινό, για τα «σαλόνια». Η όπερα δεν είναι τίποτα άλλο από τραγούδια μίας παλαιότερης εποχής, τραγούδια για τον πολύ κόσμο, τραγούδια για τη ζωή, τον έρωτα, το πάθος.

  • Επιλέγεις την Ελλάδα ενώ έχεις εμφανιστεί στο εξωτερικό με μεγάλη επιτυχία και γνωρίζω ότι δέχεσαι συνεχώς προτάσεις.

Η εμπειρία να δουλεύεις έξω είναι πραγματικά συναρπαστική. Γνωρίζεις νέο κόσμο, άλλες αντιλήψεις και μεθόδους δουλειάς. Στο Covent Garden για παράδειγμα, εντυπωσιάστηκα  από τη στιγμή που έφτασα, καθώς με περίμενε ένας φάκελος με το πρόγραμμα που θα έπρεπε να ακολουθήσω μέχρι το φινάλε της τελευταίας παράστασης. Το πρόγραμμα τηρήθηκε χωρίς απόκλιση λεπτού! Από τις πρόβες, τη δοκιμή των κοστουμιών μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Από την άλλη πλευρά, όσο ενδιαφέρον κι αν έχει να δουλεύεις έξω, είναι πιο πλούσια τα συναισθήματα όταν δουλεύεις στη χώρα σου και εμφανίζεσαι μπροστά στο ελληνικό κοινό. Με την Λυρική έχω μία άψογη συνεργασία. Αγαπάω τους ανθρώπους της και αισθάνομαι ότι με αγαπάνε κι εκείνοι. Ιδανικό για μένα είναι να έχω τη βάση μου στην Ελλάδα και περιστασιακά να εμφανίζομαι έξω, όπως θα κάνω τον ερχόμενο Μάρτιο στην όπερα της Ρώμης με τους Pagliacci.

  • Πότε καταλαβαίνεις ότι έχεις επιτυχία στο εξωτερικό;

Μόνο όταν τα θέατρα σε ξανακαλέσουν. Μπορεί να κάνεις μία εμφάνιση έξω, να γεμίσεις το facebook σου με φωτογραφίες, να βγάλεις ακόμα και φέιγ βολάν, αλλά, αν δεν σε ξανακαλέσει το θέατρο που τραγούδησες, δεν έχεις κάνει πραγματικά επιτυχία.

  • Εσύ δεν ανεβάζεις στο facebook φωτογραφίες από τις επιτυχίες σου;

Δεν έχω καν facebook. Είχα έναν λογαριασμό που είχε φτάσει τους 5.000 φίλους αλλά στην πραγματικότητα μόνο τέσσερις ήταν οι φίλοι μου. Με αυτούς τους τέσσερις μιλάμε και χωρίς facebook.

  • «‘Εσσεται ήμαρ…» του Γιώργου Κουμεντάκη στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής στις 18 Ιουνίου. Ερμηνεύεις μαζί με τη Μυρσίνη Μαργαρίτη. Πρόκειται για σύγχρονη όπερα;

Είναι ένα έργο 25 λεπτών πάνω στον Τρωικό Πόλεμο και τα ομηρικά έπη. Εγώ είμαι ο τυφλός αοιδός, που παίρνει και μία θεϊκή διάσταση, μπαίνοντας στο σώμα ηρώων, όπως ο Έκτορας που συνδιαλέγεται με την Μυρσίνη Μαργαρίτη ως Ωραία Ελένη. Είναι μία πρωτότυπη σύλληψη που καταλήγει στο τέλος, το άπειρο, το πουθενά, το τίποτα, ένα πεπρωμένο από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει κανένας. Είναι ένα πάρα πολύ ωραίο έργο του Γιώργου Κουμεντάκη.

  • Παρόλο που δεν είσαι ακόμα ούτε στα μέσα της διαδρομής σου στο λυρικό τραγούδι, σκέφτεσαι κάποιες φορές το τέλος; Σκέφτεσαι τη ζωή χωρίς πρόβες, χωρίς παραστάσεις στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, χωρίς φώτα, χωρίς χειροκροτήματα…

Δεν με τρομάζει καθόλου. Έχω θέληση να κατακτήσω πολλούς ρόλους – τον καθένα στην ώρα του – αλλά τα πόδια μου πατάνε στη γη. Και σκέφτομαι πάντα τη Ζάκυνθο. Εκεί θα πάω, αν όλα πάνε καλά, στο τέλος. Θα καλώ φίλους να τρώμε, να πίνουμε, να πειραζόμαστε και να τραγουδάμε αρέκιες. Ξέρεις τις αρέκιες; Ξεκινά ο ένας το τραγούδι και μπαίνουν σταδιακά άλλοι τρεις για να γίνει το τετράφωνο. Είναι μαγική μουσική! Δεν μπορεί να την κάνει οποιοσδήποτε. Μόνο εμείς, οι επτανήσιοι…

Μαντάμα Μπάττερφλάι – ΕΛΣ 2017 Φωτογραφία: Βασίλης Μακρής

Τζάκομο Πουτσίνι
Μαντάμα Μπαττερφλάι
31 Μαΐου 2017
2, 3, 4, 7 Ιουνίου 2017

Ωδείο Ηρώδου Αττικού
Ώρα έναρξης: 21.00
Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών
Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός
Σκηνοθεσία-σκηνικά-κοστούμια: Ούγκο ντε Άνα
Φωτισμοί: Βινίτσιο Κέλι
Σχεδιασμός Προβολών: Σέρτζιο Μετάλλι – Ideogamma
Κινησιολογία: Λέντα Λογιόντιτσε
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Τσο-Τσο-Σαν: Τσέλια Κοστέα (31/5 & 3,7/6)
Σάε-Κιουνγκ Ριμ (2,4/6)
Σουτζούκι: Ελένα Κασσιάν
Κέιτ Πίνκερτον: Ελένη Βουδουράκη
M. Φ. Πίνκερτον: Στέφανο Σέκκο (31/5 & 3/6)
Δημήτρης Πακσόγλου (2,4,7/6)
Σάρπλες: Διονύσης Σούρμπης
Γκόρο: Χρήστος Κεχρής 
Πρίγκιπας Γιαμαντόρι:Χαράλαμπος Βελισσάριος
Μπόνζο: Δημήτρης Κασιούμης
Γιακουζιντέ: Χρήστος Λάζος
Αυτοκρατορικός Επίτροπος: Γιάννης Σελητσανιώτης
Ληξίαρχος: Σωτήρης Κολυδάς
Μητέρα της Τσο-Τσο-Σαν: Αμαλία Αυλωνίτη
Θεία: Βάγια Κωφού
Ξαδέλφη: Φωτεινή Χατζιδάκη

Συμμετέχουν η Ορχήστρα και η Χορωδία της ΕΛΣ
Στην ιταλική γλώσσα, με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους.Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΣΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΣΟΥΡΜΠΗ: tospirto.net 

The following two tabs change content below.

Δημήτρης Καλαντζής

Γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στο κέντρο της Αθήνας. Σπούδασε δημοσιογραφία στο «Εργαστήρι» και Ελληνικό Πολιτισμό στο ΕΑΠ. Έχει δουλέψει σε εφημερίδες, ραδιοφωνικούς & τηλεοπτικούς σταθμούς και τώρα διερευνά τους κώδικες του διαδικτύου. Αγαπά τις ανθρώπινες ιστορίες και τις γάτες.

Comments

comments

Related Posts

Recent Posts