Thomas Wolfe: Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου

της Μαρίας Μαντή. 

Among his and my contemporaries, I rated Wolfe first, because we had all failed, but Wolfe has made the best failure because he had tried hardest to say the most. Αυτή ήταν η απάντηση του νομπελίστα Αμερικανού συγγραφέα William Faulkner, όταν του ζητήθηκε να κατατάξει αξιολογικά τους αμερικανούς συναδέρφους του. Και πραγματικά, το έργο του Wolfe χαρακτηρίζεται από πυκνότητα και όχι μινιμαλισμό, διαθέτει μία εμφατική εμμονή στη λεπτομέρεια.

Στο έργο του Γύρνα σπίτι άγγελέ μου, η έντονη αισθητική τάση διακρίνεται από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Όταν, επί παραδείγματι, περιγράφει το χτίσιμο του σπιτιού του Όλιβερ Γκάντ ως εξής: «Είχε βάλει τα θεμέλια με τις χεράκλες του, είχε σκάψει βαθιά υγρά υπόγεια και είχε απλώσει με το μυστρί στους τοίχους έναν θερμό καφετή σουβά. […] Όταν το τελείωσε, είχε κάτι που ταίριαζε με την κλίση της στενής αυλής του στην ανηφοριά του λόφου, κάτι με ένα ψηλό πρόστεγο στην πρόσοψη και ζεστά δωμάτια […] φύτεψε παρτέρια με λουλούδια, έστρωσε τη μικρή αλέα ίσαμε τα σκαλιά της ψηλής βεράντας, με τετράγωνες μεγάλες πλάκες χρωματιστό μάρμαρο, κι έβαλε έναν φράχτη από μυτερά σιδερένια κάγκελα ανάμεσα στο σπίτι του και τον κόσμο».

Είναι λάθος ωστόσο να θεωρεί κανείς τις περιγραφές του Wolfe ως λογοτεχνική ματαιοδοξία. Αναλυτικές καθώς είναι, φωτογραφίζουν με λεπτομέρεια τον αμερικάνικο νότο: τα τοπία και την καθημερινότητα, τους ανθρώπους και τις νοοτροπίες, τις αντιλήψεις και το κοινωνικό πλαίσιο, τις παλιές αξίες. Οι προτάσεις του μοιάζουν με πίνακες που απεικονίζουν τον τόπο και την εποχή, με εμπαθή έμφαση στη λεπτομέρεια. Και πράγματι, ο συγγραφέας δήλωνε πως θέλει να καταγράψει τα πάντα, να γράψει –όχι «για την», αλλά – την Αμερική (“to write America”).

Αυτόν τον πληθωρικό λόγο –αντίθετο προς τη μινιμαλιστικότερη φόρμα της νεωτερικής λογοτεχνίας – τον πλήρωσε ο Γουλφ, όπως και τις υπόλοιπες αποκλίσεις του από τον μοντερνισμό. Βασικό χαρακτηριστικό του Γύρνα σπίτι άγγελέ μου είναι η υιοθέτηση ενός πρωταγωνιστή που πετυχαίνει εντέλει τη θετική ωρίμανση, σε αντίθεση με την τότε κρατούσα απογοήτευση και απομυθοποίηση των λογοτεχνικών ηρώων. Ο πρωταγωνιστής του, Ευγένιος Γκαντ, δεν εκπροσωπεί το κυρίαρχο αμερικάνικο μοντερνιστικό αρχέτυπο του αντιήρωα που έχει μεγάλες προσδοκίες από τον εαυτό του και στο τέλος μένει με ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Ο συγγραφέας μας συστήνει έναν πρωταγωνιστή που εξελίσσεται ομαλά και τελικά ωριμάζει σε μεγάλο βαθμό, λύνει τα οικογενειακά δεσμά και λυτρώνεται –αν και παραμένει με το βλέμμα προς το σπίτι, το “homeward” του τίτλου-, αποτελώντας έτσι έναν θετικό ήρωα Bildungsroman («μυθιστόρημα ενηλικίωσης ή διάπλασης» στα ελληνικά). Την ίδια εποχή γνωρίζει ανάπτυξη η θεωρητική σχολή της Νέας Κριτικής, που εισάγει το “close reading” ως τρόπο μελέτης του κειμένου και απορρίπτει την προσπάθεια ανακάλυψης της προθετικότητας του συγγραφέα. Για το λόγο αυτό, το βιβλίο του Wolfe παραγκωνίζεται από την κριτική της εποχής ως έντονα αυτοβιογραφικό και ως εκ τούτου δύσκολα ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του close reading.

Ποιο είναι όμως το βιβλίο που έκανε τον Wolfe διάσημο κι επιβίωσε, παρά την κριτική που δέχτηκε, ως τις μέρες μας; Και ποια είναι εντέλει η λογοτεχνική του αξία; Ο Wolfe αφηγείται εδώ την ιστορία του Ευγένιου Γκαντ, ενός ονειροπόλου ευφυούς νέου που μεγαλώνει σε μια μικρή επαρχιακή αμερικάνικη πόλη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Μοναχικός παρίας, εγκλωβισμένος στους οικογενειακούς δεσμούς (ή μήπως οικογενειακά «δεσμά»;) έρχεται αντιμέτωπος με την ασφυκτική καθημερινότητα και βιώνει μια οικογενειακή τραγωδία, προτού συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να αφήσει το σπίτι του για να βρει τον εαυτό του. Το έργο είναι έντονα αυτοβιογραφικό, λέγεται μάλιστα ότι συγχωριανοί του συγγραφέα οργίστηκαν όταν το διάβασαν και αναγνώρισαν στους ήρωες τον εαυτό τους. Δεν μπορεί κανείς όμως να παραγνωρίσει ότι, όπως εύστοχα διατυπώνει ο Richard Ardington – «ο Wolfe έχει κάτι να πει, ξέρει τι είναι αυτό και τελικά το λέει». Καταφέρνει τελικά ο συγγραφέας να καταδείξει την εποχή του και παράλληλα να μιλήσει για τη μοναξιά – έστω και τη δική του. Η μοναξιά ως βασικό θέμα του μυθιστορήματος υπονοείται εξάλλου και από τον τίτλο που ο Wolfe σκόπευε να δώσει αρχικά στο έργο του: Look homeward, angel: A story of the buried life. Απομόνωση, μοναξιά, αποξένωση, μια ζωή «θαμμένη» για την οικογένεια Γκαντ.

Οι χαρακτήρες του Wolfe δεν δύνανται να επικοινωνήσουν με τους άλλους εξαιτίας της τονισμένης εγωκεντρικότητας τους τόσο σε ατομικό όσο  και σε οικογενειακό επίπεδο. Τόσο τον απασχολούν τον Ευγένιο ο εαυτός του και η αναζήτηση της ταυτότητάς του, ώστε η αποξένωση φαίνεται σχεδόν αναμενόμενη. Ο συγγραφέας περιγράφει πως ήδη από τα πρώτα βήματά του, ο Ευγένιος αισθάνεται αιχμάλωτος. Βλέπει την παιδική κούνια του σαν φυλακή – το ίδιο αισθανόταν εξάλλου και για την παραμονή του στη μήτρα – που συνήθως είναι συνυφασμένη με ασφάλεια και ζεστασιά. Διατυπώνει εδώ ο Wolfe -μέσω του πρωταγωνιστή του – τη φιλοσοφία του περί της ανθρώπινης αν-ικανότητας να συνάπτει σχέσεις. Ο Ευγένιος Γκαντ γίνεται το άτομο, ο «καθένας», στο πρόσωπο του αποτυπώνεται το συλλογικό.

Η έλλειψη δομής και μορφής στο έργο του Wolfe ενοχλεί, για να ξεχαστεί αμέσως μετά με κάποιο χωρίο μεγαλειώδους αναστήματος. Η εναλλαγή λυρικών περιγραφών και ιμπρεσιονιστικών χωρίων εντυπωσιάζει, ενώ θαυμάσιες είναι και οι σκηνές που περιγράφουν τον θάνατο του Μπεν και τη συνάντηση του Ευγένιου με τον τεθνεώτα αδερφό του. Ειδικότερα στη σουρεαλιστική τελευταία σκηνή φαίνεται καταφανέστερα ένα –ας μου επιτραπεί η έκφραση- ψήγμα πρωτο-μεταμοντερνισμού. Ο Wolfe είχε δηλώσει πολλές φορές την αγάπη του για τον Σαίξπηρ και δήλωνε πως «τα πάντα σε ένα έργο τέχνης αλλάζουν και μεταμορφώνονται από την προσωπικότητα του καλλιτέχνη». Αυτό ακριβώς κάνει εδώ και ο ημι-αυτοβιογραφικός ήρωας του Wolfe, Ευγένιος Γκαντ – και εντέλει ο ίδιος ο Wolfe. Ο ήρωας μιλάει στον αδερφό του χρησιμοποιώντας τα λόγια του Άμλετ προς το φάντασμα του πατέρα του, σε μια προσπάθεια να ερμηνεύσει το όραμα και να ανιχνεύει κατά πόσο αυτό είναι αληθινό. Συγγραφέας και πρωταγωνιστής συναντώνται στο σημείο αυτό και οι αφηγηματικές εμπειρίες τους αναμειγνύονται, ώστε ο αναγνώστης να πρέπει να αναρωτηθεί ποιανού την ιστορία διαβάζει τελικά. Η μεταμοντέρνα αφήγηση που χρησιμοποιεί ο Wolfe, αφήνει την απάντηση ανοιχτή και επιφορτίζει τον αναγνώστη να αναζητήσει ο ίδιος τις απαντήσεις που γυρεύει.

  • Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο σε Μτφ. Κοσμά Πολίτη.
The following two tabs change content below.
Η Μαρία Μαντή λατρεύει το storytelling από τότε που θυμάται τον εαυτό της. Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Ιστορία-Αρχαιολογία και Ιστορία της Tέχνης και έπειτα Γερμανική Γλώσσα και Λογοτεχνία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Είναι υποψήφια διδάκτορας στο τμήμα Γερμανικής Φιλολογίας – όπου μελετά την σεναριακή προσαρμογή λογοτεχνικών έργων και τις αφηγηματικές τεχνικές στη λογοτεχνία και στη σεναριογραφία. Τα τελευταία δέκα χρόνια γράφει σενάρια για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, ενώ δημοσιεύει άρθρα σχετικά με τη θεωρία του σεναρίου. Επίσης ασχολείται με τη μετάφραση λογοτεχνικών και θεατρικών έργων από τα γερμανικά και τα αγγλικά. Εδώ και δύο χρόνια παρουσιάζει τα βιβλία που αγαπάει σε ηλεκτρονικούς ιστότοπους. Αυτόν τον καιρό συγγράφει το πρώτο της βιβλίο σχετικά με τη θεωρία του σεναρίου.

Comments

comments

Related Posts

Recent Posts