συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου.
Ο Παύλος Θ. Κάγιος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. Σπούδασε κινηματογράφο. Το πρώτο του διήγημα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κάλβος το 1970. Από το 1984 μέχρι και το 2010 εργαζόταν στο πολιτιστικό ρεπορτάζ της εφημερίδας Τα Νέα, στους τομείς του κινηματογράφου και του θεάτρου. Τώρα δημοσιεύει κείμενά του σε ηλεκτρονικά μέσα. «Ο κλήρος της τρικυμίας» είναι το έκτο του μυθιστόρημα. Έχει επίσης εκδώσει τα: Και ξαφνικά χιόνισε χρόνια (1995), Σε είδα να ’σαι αόρατος (2000), Δεν υπάρχει ελευθερία μακριά σου (2004), Και με κλειστά μάτια θα βλέπω (2009), Μη μ’ αφήσεις να χαθώ (2013), όλα στις Εκδόσεις Καστανιώτη.
- Αναρωτιέμαι κ.Κάγιο την ώρα που γράφατε την τελευταία αυτή σας ιστορία, αν την φανταζόσασταν παράλληλα και σαν μια ταινία στο σινεμά;
Από έφηβος, δύο ήταν οι αγάπες μου, το σινεμά και η ανάγνωση μυθιστορημάτων και, τελικά, ευτύχησα να ασχοληθώ στη ζωή μου και με τα δύο. Με το σινεμά μέσω της δημοσιογραφίας και με τη λογοτεχνία γράφοντας μυθιστορήματα, επομένως, δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου –και τη κάθε σκέψη μου- παρά μόνο με εικόνες. Το τελευταίο μυθιστόρημά μου «Ο κλήρος της τρικυμίας, είναι εντελώς σαν ένα έτοιμο σενάριο για ταινία. Όπως κάποια προηγούμενα μυθιστόρημά μου είναι «έτοιμα» μια σήριαλ (ας πούμε το «Και με κλειστά μάτια θα βλέπω» και το «Μη με αφήσεις να χαθώ»).
- Μιλώντας για σινεμά, πόσο επηρέασαν τη γραφή σας τα άπειρα φιλμ που έχετε δει ως κινηματογραφικός συντάκτης;
«Σκέπτομαι με εικόνες, βλέπω με λόγια. Και η λογοτεχνία και το σινεμά συνυπάρχουν μέσα μου αλληλένδετα, αποτελούν όλη μου την ύπαρξη.
- Πως θα χαρακτηρίζατε τον “Κλήρο της τρικυμίας”; Ερωτικό, κοινωνικό ή νουάρ μυθιστόρημα;
Πρώτα –πρώτα ερωτικό. Πρόκειται για έναν απαγορευμένο από όλους έρωτα: από τη κοινωνία, την εκκλησία, το νόμο. Είναι ο έρωτας του Θόδωρου και της Ιωάννας, δύο 33τριάχρονων, που πιάνονται αιχμάλωτοι από τις αποφάσεις άλλων- και πιο συγκεκριμένα του πατέρα τους… Η όλη ιστορία του βιβλίου ξεκίνησε από την διαπίστωση που έχω κάνει μέχρι σήμερα στη ζωή μου πως οι κληρονομιές είναι και σκλαβιές των κληρονόμων καθώς όλη τους η ζωή καθορίζεται από αυτές. Μέσα, λοιπόν, από μια διαθήκη που αφήνει στους απογόνους του ένας αιωνόβιος, σχεδόν, ηλικιωμένος, επικρατεί επί 35 χρόνια –από το 1981 που πεθαίνει μέχρι τις μέρες μας…- εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των κληρονόμων χωρίς να είναι αθώος και αυτός που άφησε τη κληρονομιά καθώς την άφησε έτσι που να τους έχεις δεμένους χειροπόδαρα… Και πίσω από αυτή την υλική κληρονομιά που σκλαβώνει τους κληρονόμους, ξεσκεπάζεται ακόμα μια πιο βαριά κι ασήκωτη «σκλαβιά», αυτή της επέμβασης στην ελευθερία βούλησης στη ζωή των διαδόχων…
- «Η ποίηση είναι μέσα μας», σκέπτεται ο πρωταγωνιστής σας ο Θόδωρος, κάποια στιγμή, θέλοντας να πετάξει από πάνω του αμαρτίες του σογιού του. Εσείς τι νομίζετε; Όποια ποίηση κι να διαθέταμε εντός μας, μήπως ισοπεδώθηκε κι αυτή στο βωμό μιας σκληρής καθημερινότητας;
Θέλει συνεχή και επίπονο αγώνα να καταφέρουμε να διατηρήσουμε το συναίσθημα πως «η ποίηση είναι μέσα μας» γιατί, όντως, η καθημερινότητα και η κακία σε γονατίζουν και σε λυγίζουν. Είναι μια πάλη που κρατάει όσο και η ζωή μας. Αν πάψουμε να πιστεύουμε πως η ποίηση είναι μέσα μας, έχουμε ισοπεδωθεί, έχουμε σβηστεί, έχουμε γίνει ένας αριθμός, ένα πιόνι.
- «Αγάπη είναι να κάνεις τον άλλο να γελά», λέει κάπου αλλού η Ιωάννα, η κεντρική σας ηρωίδα. Μα έτσι δεν είναι και στις αληθινές σχέσεις; Δεν θες να βλέπεις τον άνθρωπό σου τουλάχιστον να χαμογελά;
Σε πόσες, όμως, σχέσεις γύρω μας έχουμε νιώσει να προσφέρει ο ένας στον άλλον το γέλιο και τη χαρά; Πολύ συχνά ο ένας θέλει να επιβληθεί, να κατακτήσει, να κυριαρχήσει στον άλλον. Ο εγωισμός είναι αρρώστια της καταναλωτικής κοινωνίας που ζούμε.
- «Η ζωή είναι γεμάτη από στοιχήματα, το ρισκάρεις, κι αν χάσεις κάποιες φορές, τι έγινε, σημασία έχει να μπορείς να σηκώνεσαι», λέει ο μέντορας του Θόδωρου, ο παππούς Αναστάσης. Πόσες αντοχές όμως μπορεί να διαθέτει ένας απλός άνθρωπος όταν οι αναποδιές είναι βαριές και απανωτές;
Δυστυχώς, έτσι είναι η ζωή, τουλάχιστον για τη πλειοψηφία των ανθρώπων, εκτός κι αν είσαι πλουσιόπαιδο και τα βρεις όλα στρωμένα μπροστά σου –άσε που και τότε η ευτυχία δεν χαρίζεται, θέλει πολύ αγώνα και τύχη».
- «Οι δεσμοί αίματος συνήθως χωρίζουν αντί να ενώνουν τους ανθρώπους», γράφετε κάπου αλλού. Είναι αλήθεια λοιπόν; Μικρά εγκλήματα γίνονται κάθε μέρα στα σιωπηλά, ακόμα και μέσα και στις άγιες ελληνικές φαμίλιες;
Αυτό το ξέρουμε όλοι μας. Οι δεσμοί αίματος, πολλές φορές, γίνονται δεσμά αίματος. Γι αυτό πιστεύω πως οι φιλίες είναι η πιο αγνή και ανυστερόβουλη σχέση μεταξύ των ανθρώπων και αυτές που μπορούν να αφοπλίσουν την ανθρώπινη ματαιοδοξία και υστεροβουλία.
- Στο μυθιστόρημα σας «παίζει» και η συνάδελφος Παρασκευή Κατημερτζή, που έχει περάσει στην αντίπερα όχθη. Τι ήταν για σας αυτή η ξεχωριστή γυναίκα;
Η Παρασκευή Κατημερτζή ήταν ένας από τους πιο αγνούς και γενναιόδωρους ανθρώπους που γνώρισα στη ζωή μου. Μια παθιασμένη με τη ζωή γυναίκα που δεν άφησε τις ανθρώπινες μικρότητες να τη κάνουν δική τους. Και γι αυτό ήθελα να γίνει στο βιβλίο μου ο μέντορας της Ιωάννας, της ηρωίδας μου.
- Το βιβλίο σας διαθέτει πολλά και ξεχωριστά και τόσο αληθινά αποφθέγματα. Τα θυμάστε από τους δικούς σας ανθρώπους, τα συλλέξατε κάπως ;
Και τα δύο. Το γράψιμο είναι ένα είδος ψυχανάλυσης… Δεν θυμάμαι αν το έχω διαβάσει κάπου αυτό, αλλά τελειώνοντας το μυθιστόρημά μου «Ο κλήρος της τρικυμίας», το ξαναθυμήθηκα μιας και νιώθω να είναι το πιο προσωπικό μου κι ας μην έχει βιωματικές αναφορές –τουλάχιστον, συνειδητά… Δεν θα ήταν υπερβολή να πω πως «Ο κλήρος της τρικυμίας» είναι το πιο υπαρξιακό και ψυχαναλυτικό βιβλίο μου.
- Τώρα που βάλατε τελεία στο μυθιστόρημα σας πως αισθάνεστε; Ικανοποίηση, ανακούφιση, ή ακόμα τους σκέπτεστε λιγάκι τους τραγικούς –αθώους -ήρωες σας και το μοιραίο πάθος τους;
Ποιος αποφασίζει στη ζωή µας; Εµείς ή όλα είναι γραµµένα στο τυχερό ή άτυχο αστέρι µας; Αυτό αναρωτιούνται οι ήρωες του βιβλίου, αλλά και εγώ σήμερα. Έχει περάσει η εποχή που πίστευα ακράδαντα πως ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ ΕΜΕΙΣ ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ.
- Το θερμό φετινό καλοκαίρι που θα σας βρεί κ Κάγιο;
Λίγες φορές προγραμματίζω εκ των προτέρων τις διακοπές μου –ας είναι καλά και τα Βίλια που έχουμε ένα εξοχικό με τους δικούς μου ανθρώπους και δραπετεύω συχνά εκεί και γράφω.


Latest posts by Τίνα Πανώριου (see all)
- Η συγγραφέας Τζούλια Γκανάσου μιλά στην Τίνα Πανώριου για την ηρωίδα του ΓΟΝΥΠΕΤΕΙΣ - March 3, 2018
- Ένα μεσημέρι με τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις στην Αθήνα… - February 3, 2018
- Ρεβιθοκοντούλης: κλασικά παραμύθια… αλλιώς από την Μαρίνα Γιώτη - January 28, 2018