της Παναγιώτας Παρασκευοπούλου.
Την είδα να τρέχει προς το νερό. Προσπάθησα να σηκωθώ για να τη σταματήσω μα τα πόδια μου ήταν βαρίδια που βούλιαζαν μέσα σε τσιμέντο…
Πρέπει να ήταν πέντε με έξι ετών.. όχι παραπάνω…
Φορούσε ένα κατακόκκινο καρό φορεματάκι… έμοιαζε με παπαρούνα που άνθισε ξαφνικά μέσα στο καταχείμωνο…
Στο πλάι του κεφαλιού της κρέμονταν δυο ατίθασες κατάμαυρες κοτσίδες σαν χαίτη αλόγου που έφταναν μέχρι τη μέση της…
Ένας σκύλος γάβγισε από μακριά και την τρόμαξε…
Επιτάχυνε το βήμα της προς τον βυθό…
Προσπάθησα να της φωνάξω, μα η φωνή μου παραπατούσε, δεν έβρισκε τον στόχο της…
Γύρισε και με κοίταξε. Φοβήθηκα πως την ενόχλησα και έστρεψα αλλού το κεφάλι μου.
Ένιωσα το χεράκι της να απλώνεται προς το μέρος μου, ένιωσα το χαμόγελό της και ντράπηκα… ντράπηκα για τα πόδια μου που βούλιαζαν ακόμα στο τσιμέντο… ντράπηκα που δεν μπορούσα να την ακολουθήσω… Και μετά ζήλεψα… ζήλεψα για την αφοβία της, την αυταπάρνησή της, την αυτοθυσία της, όλα τα ζήλεψα… και τότε έκανα μια τελευταία προσπάθεια… να σηκωθώ όρθια και να την ανταμώσω..
Βρεθήκαμε μαζί μες στον βυθό…
Πήρα επάνω μου τη μοίρα μου και την ακολούθησα…
Εκεί όπου διαφορετικά θα μπορούσε κανείς να βουλιάξει, είναι δυνατόν να περπατήσει μαλακά, αν είναι χωρίς άρνηση. Εκεί όπου θα μπορούσε κανείς να πάθει ασφυξία, είναι δυνατόν να περάσει προφέροντας τις αλήθειες της καρδιάς του.
Γύρω μου πετούσαν ψάρια με μορφές ανθρώπων, άδεια κελύφη από όστρακα, ναυάγια, παρατημένα σπίτια, σκουπίδια στον ωκεανό… με έπιασε μια ξαφνική δυσφορία και σταμάτησα… μετάνιωσα… αρνήθηκα να συνεχίσω..
Τότε σταμάτησε κι εκείνη. Γύρισε και με κοίταξε.
«Ζήτω ο Θεός σου!» μου είπε. «Έτσι να λες σε όποιον συναντάς. Μόνο ανταλλάσοντας Θεούς, θα βαδίσεις προς τον Ένα.»
«Μην κάνεις εχθρούς. Γνώρισε τους, ενημερώσου γι αυτούς, μάθε τις πράξεις τους, αλλά μη νιώθεις κακία. Και αν κάποτε ο εχθρός έρθει από μόνος του κάτω από τη στέγη σου, πρόσφερε του ζεστασιά, γιατί η στέγη σου είναι μεγάλη, και ο νεοφερμένος δεν θα πάρει τη θέση σου. Αν όμως σου είναι δύσκολο να ξεπεράσεις ένα βαθύ αίσθημα, τότε σκέπασέ το με το χαμόγελο.»
«Μη φοβάσαι να σε αποκαλέσουν τρελό. Μόνο έτσι θα επιβιώσεις εδώ κάτω. Μόνο έτσι θα ζήσεις μέσα στον βυθό μέχρι εσύ να αποφασίσεις να ανέβεις προς τα πάνω.»
«Μην βάζεις τους γίγαντες της ψυχής σου σ ένα μικρό κουτί. Ένας αετός δεν θα πετάξει ποτέ σαν κότα.»
Μιλούσε με τα μάτια, όχι με στόμα. Τα λόγια της μου δημιούργησαν μια ασυνήθιστη πίεση και έσπευσα να ανακουφιστώ ανάμεσα σε δυο βράχους, ακουμπώντας τους μουλιασμένους μου αγκώνες επάνω σε γλιστερά φύκια.
Το κοριτσάκι με το κατακόκκινο καρό φορεματάκι με πλησίασε. Μου χάιδεψε το πρόσωπο και στη συνέχεια απομακρύνθηκε. Στενοχωρήθηκα όμως δεν είχα την δύναμη να την ακολουθήσω… ακόμα…
Καθώς η μορφή της χανόταν μέσα απ τα υπόγεια ρεύματα, άκουσα τα μάτια της να λένε: «Πρέπει να αποχωριστούμε, αλλιώς δεν μπορούμε να ξανασυναντηθούμε.»


Latest posts by Παναγιώτα Παρασκευοπούλου (see all)
- ΜΙΚΡΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΕΙΣΑΙ - August 24, 2017
- Ένας ήλιος από τσιγαρόχαρτο - July 23, 2017
- Ανταλλάσσοντας Θεούς - July 16, 2017