του Δημήτρη Καλαντζή.
Η αρχαιότερη σωζόμενη τραγωδία, οι «Πέρσες» του Αισχύλου ήταν το έργο με το οποία ο ιδιοφυής ποιητής προειδοποιούσε τους Αθηναίους για τον κίνδυνο να παρασυρθούν από την αλαζονεία της δύναμης και του πλούτου που έφερε η νίκη επί των Περσών και ο σχηματισμός της πανίσχυρης «Αθηναϊκής Συμμαχίας».
Ο Αισχύλος ανέβασε στη σκηνή το θρήνο των ηττημένων, όχι για να επιβεβαιώσει την υπεροχή των νικητών συμπατριωτών του, αλλά για να επισημάνει τον κίνδυνο εκτροχιασμού της αθηναϊκής υπεροχής.
Δεν υπάρχει ύμνος για τον πόλεμο στους «Πέρσες». Ούτε καύχημα για τη νίκη ή την πολεμική ανδρεία. Μόνο ζόφος επικρατεί για την ήττα.
Η συντριβή της Άτοσσας, ο λόγος σύνεσης του φαντάσματος του Δαρείου και ο θρήνος του υπερφίαλου Ξέρξη, παρουσιάστηκαν από τον ποιητή με σεβασμό, ευαισθησία, ίσως και συμπόνια για να υπηρετηθεί το μήνυμα: φροντίστε να μην έρθουμε ποτέ στη θέση των εχθρών μας, κρατείστε τη δημοκρατία που μας έκανε δυνατούς, φανείτε σεμνοί και μην κυλήσετε στην αλαζονεία!
Η πνιγηρή ατμόσφαιρα οδύνης της τραγωδίας σε συνδυασμό με την ελάχιστη σκηνική δράση και τα μεγάλα χορικά μέρη (βρισκόμαστε στην εποχή που υπάρχουν μόνο δύο υποκριτές στη σκηνή και έτσι οι διάλογοι και οι εναλλαγές ρόλων είναι λίγες), όπως και οι ατελείωτοι κατάλογοι με ονόματα πολεμιστών, κάνουν τους «Πέρσες» ελάχιστα ελκυστικούς στη σύγχρονη εποχή.
Οι σκηνοθέτες που θα μπουν στη διαδικασία να τους ανεβάσουν, ψάχνουν απεγνωσμένα καινούργια ευρήματα για να τραβήξουν το ενδιαφέρον του κοινού.
Πριν λίγα χρόνια η Νικαίτη Κοντούρη επέλεξε έναν άντρα για τον ρόλο της Άτοσσας (Άκη Σακελλαρίου), παρουσιάζοντας μία ενδιαφέρουσα πρόταση χωρίς όμως ουσιαστικές ανατροπές. Φέτος ο νεαρός σκηνοθέτης Άρης Μπινιάρης έκανε μία ακόμα πιο τολμηρή επιλογή: αντέστρεψε το έργο του Αισχύλου και από θρήνο για την απώλεια, το έκανε ωδή στον πόλεμο.
Η ορχήστρα της Επιδαύρου δεν γέμισε με ανήσυχους και περίλυπους γέροντες, αλλά με ρωμαλέους πολεμιστές που υπό τα «τύμπανα του πολέμου», επιδείκνυαν τα νιάτα, την τόλμη και την διάθεσή τους να ριχτούν στη μάχη. Η επιθετική μουσική, τα ποντιακής έμπνευσης κοστούμια, οι macho υποκριτές του χορού, όλα δημιουργούσαν ένα αίσθημα «επίθεσης», πολεμικής προετοιμασίας, επίδειξης αποφασιστικότητας και πάντως σε καμία περίπτωση συντριβής.
Ο επιθετικός χορός ερχόταν σε αντίθεση μόνο με την Άτοσσα, τη βασίλισσα των Περσών που βλέπει τους φόβους της να επιβεβαιώνονται και αρχίζει τον θρήνο. Έναν θρήνο όμως τελετουργικό και όχι σπαρακτικό.
Στην Επίδαυρο παρακολουθήσαμε την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη να σκύβει στα τέσσερα και να επιδίδεται σε ένα εξαντλητικό «head banging» ενώ λίγο αργότερα θα στροβιλιζόταν επί 14 λεπτά (χωρίς να χάνει ούτε λεπτό την ανάσα της!) στη συνομιλία της με τον Δαρείο.
Η Άτοσσα των Μπινιάρη / Καραμπέτη δεν απεκδύθηκε ποτέ τις τιμές της βασίλισσας, όπως θέλει η τραγωδία του Αισχύλου, αλλά παρέμεινε μέχρι τέλους το κυρίαρχο στυλιζαρισμένο κεντρικό πρόσωπο των «Περσών».
Οι επιλογές του σκηνοθέτη (head banging και στροβιλισμός σαν αυτόν των Δερβίσηδων) εντυπωσίασαν τους θεατές αλλά για την Καραμπέτη αρκούσε μία στιγμή για να επιβεβαιώσει το υποκριτικό της επίπεδο. Ήταν το γέλιο της βασίλισσας, όταν έμαθε ότι ο γιός της επιβίωσε του μακελειού, ένα γέλιο που έπρεπε να καταπνίξει στο λεπτό, αφού περιστοιχιζόταν από ανθρώπους που είχαν χάσει τα δικά τους παιδιά. Εκεί, σε αυτήν τη μοναδική στιγμή, η Καραμπέτη προκάλεσε πραγματική ανατριχίλα από την τέλεια απόδοσή της στο κοινό που γνωρίζει τις δυσκολίες του έργου.
Ο Νίκος Ψαρράς είχε το «βάρος» που απαιτούσε ο ρόλος του Δαρείου, χωρίς να κυλήσει σε υπερβολές, ο Χάρης Χαραλάμπους ήταν ένας σωστός Αγγελιαφόρος και… και από εδώ και κάτω αρχίζει η αιτιολόγηση του τίτλου του άρθρου «Τι κρίμα για τους Πέρσες του Άρη Μπινιάρη…».

Είναι σεβαστή η οπτική ματιά κάθε σκηνοθέτη πάνω στα έργα του Αρχαίου Δράματος – ακόμα κι αν είναι αντίθετη στο πνεύμα του ποιητή – όταν πρόκειται για αποτέλεσμα βασανιστικής προετοιμασίας και συγκροτεί μία ολοκληρωμένη πρόταση. Οι Πέρσες του Άρη Μπινιάρη ήταν μία τέτοια ματιά.
Που παράβλεψε όμως παντελώς κάτι πολύ σημαντικό: τον χώρο της Επιδαύρου.
Η εικόνα του ημίγυμνου Αντώνη Μυριαγκού ως Ξέρξη να γυρίζει την ορχήστρα με το χειλόφωνο στο στόμα, το καλώδιο κολλημένο στην πλάτη με χαζαπλάστ και το τρανσμίτερ στην κωλότσεπη ως Ελένη Μενεγάκη στον Πρωινό Καφέ ήταν πόνος για τα μάτια, την αισθητική, την Επίδαυρο και το αρχαίο δράμα.
Γιατί, γιατί, γιατί;
Γιατί να… αυτοκτονήσει μία παράσταση που φάνηκε ότι δουλεύτηκε πολύ, φάνηκε ότι είχε ιδέες, φάνηκε ότι είχε ταλαντούχους συντελεστές;
Γιατί να παρουσιαστεί με μικρόφωνα;
Γιατί έπρεπε να ακούμε μία φορά τους ηθοποιούς από το φυσικό ηχείο του θεάτρου του Πολυκλείτου και σε κλάσματα του δευτερολέπτου να τους ξανακούμε από τα ηχεία του Άρη Μπινιάρη;
Γιατί αυτή η κακοφωνία;
Οι ηθοποιοί και ο χορός διέθεταν δυνατές και καθαρές φωνές. Τις ακούγαμε. Γιατί έπρεπε να μεγεθυνθούν τεχνητά;
Με δύο – τρεις επιλογές (πολύ απλά δηλαδή να μην έβαζε σε κάποιες σκηνές τους ηθοποιούς να παίζουν πλάτη προς το κοινό) τα μικρόφωνα θα ήταν τελείως περιττά.
Το θέατρο της Επιδαύρου είναι ένα τέλειο ηχείο που με τη σωστή τοποθέτηση των ηθοποιών στην ορχήστρα και στο προσκήνιο κάνει τις φωνές τους να φτάνουν μέχρι την πιο μακρινή σειρά.
Να το ξαναγράψουμε, παρόλο που κινδυνεύουμε να γίνουμε γραφικοί:
Δεν χρειάζονται μικρόφωνα στην Επίδαυρο. Μόνο σωστή τοποθέτηση της δράσης.
Η δύναμη και οι υψηλοί τόνοι που προφανώς ήθελε να δώσει ο σκηνοθέτης στην παράστασή του θα εξυπηρετούνταν χίλιες φορές καλύτερα από τη συγκέντρωση που θα έδιναν οι θεατές στα δρώμενα χωρίς μικρόφωνα παρά τώρα, που οι ήχοι επιβάλλονταν τεχνητά στα αυτιά τους με αποτέλεσμα;
Ένας κύριος πίσω μου έπαιζε κομπολόι καθ΄όλη τη διάρκεια της παράστασης κι ένα ζευγάρι μπροστά μου σχολίαζε μεγαλόφωνα…
Δεν τόλμησα να διαμαρτυρηθώ. Με ποιο δικαίωμα να ζητήσω από τους συν-θεατές μου να κάνουν ησυχία, όταν όλοι μαζί βομβαρδιζόμαστε από τα ντεσιμπέλ του σκηνοθέτη;
Στην περίπτωση που είναι απολύτως απαραίτητο το μικρόφωνο (π.χ. Τζίμης Πανούσης στην «Ειρήνη») επειδή ο πρωταγωνιστής δεν είναι ηθοποιός ή έχει εξαντλήσει τη φωνή του, θα πρέπει να υπάρχει οδηγία να «ψιθυρίζει» τα λόγια του (όπως έκανε ο Πανούσης) ώστε να υπάρχει μόνο μία πηγή ήχου στην Επίδαυρο, δηλαδή τα ηχεία. Είναι λάθος οι δυο πηγές ήχου. Μοιραίο.
Προσωπικά, αν έβλεπα την παράσταση σε άλλον χώρο, ενδεχομένως να ενθουσιαζόμουν με την πρόταση του κυρίου Μπινιάρη. Στην Επίδαυρο στάθηκε αδύνατο να την παρακολουθήσω με θετική διάθεση. Κι ήταν άδικο τόσο για τη δουλειά του ίδιου και των συνεργατών του, όσο και για έναν θεατή που αγαπά βαθειά το αρχαίο δράμα και διψά για στιβαρές προτάσεις ανανέωσης της παράστασής του.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Μετάφραση: Παναγιώτης Μουλλάς
Σκηνοθεσία – Mουσική δραματουργία: Άρης Μπινιάρης
Δραματουργική συνεργασία: Αντώνης Σολωμού
Μετρική διδασκαλία: Θεόδωρος Στεφανόπουλος
Σκηνικά: Κωνσταντίνος Λουκά
Κοστούμια: Ελένη Τζιρκαλλή
Κινησιολογία: Λία Χαράκη
Σχεδιασμός φωτισμού: Γεώργιος Κουκουμάς
Ηχητικός σχεδιασμός: Γιώργος Χριστοφή
Αγγλικοί υπέρτιτλοι: Μαρία Καλλίδου
Παίζουν: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (Άτοσσα), Χάρης Χαραλάμπους (Αγγελιαφόρος), Νίκος Ψαρράς (Δαρείος), Αντώνης Μυριαγκός (Ξέρξης)
Χορός: Ηλίας Ανδρέου, Πέτρος Γιωρκάτζης, Γιώργος Ευαγόρου, Λευτέρης Ζαμπετάκης, Νεκτάριος Θεοδώρου, Μάριος Κωνσταντίνου, Παναγιώτης Λάρκου, Δαυίδ Μαλτέζε, Γιάννης Μίνως, Άρης Μπινιάρης, Ονησίφορος Ονησιφόρου, Αντρέας Παπαμιχαλόπουλος, Μάνος Πετράκης, Στέφανος Πίττας, Κωνσταντίνος Σεβδαλής

Δημήτρης Καλαντζής

Latest posts by Δημήτρης Καλαντζής (see all)
- Ο «τέτοιος» στο Χαλάνδρι - September 10, 2023
- Δημιουργείται ο πρώτος Ξενώνας Φιλοξενίας Άστεγων και Ευάλωτων ΛΟΑΤΚΙ+ Ατόμων στην Αθήνα - August 30, 2023
- Το gay Πεδίον του Άρεως - May 17, 2023
1 Comment