Αστυνομική εκπαίδευση και προστασία των δικαιωμάτων του πολίτη

της Αγγελικής Καρδαρά. 

Σε μια κοινωνία, όπου το έγκλημα αποκτά πιο σκληρές διαστάσεις σε σχέση με παρελθούσες εποχές και ταυτόχρονα διεθνοποιείται, οφείλει να μας απασχολήσει ο προσανατολισμός που λαμβάνει η αστυνομική εκπαίδευση, τα σημεία στα οποία δίνει έμφαση, αλλά και μια ακόμα πολύ σοβαρή παράμετρος που αφορά στην προστασία των δικαιωμάτων του πολίτη, ώστε να μην αποτελούν αντικείμενο παραβίασης. Συζητήσαμε με τον Δρα Ευάγγελο Στεργιούλη, εν αποστρατεία υποστράτηγο της Ελληνικής Αστυνομίας και διδάσκοντα στο Πρόγραμμα Αστυνομικών Σπουδών του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου για το ρόλο της αστυνομίας σήμερα και τις σύγχρονες μορφές αστυνόμευσης, όπως εφαρμόζονται στην Ελλάδα. Ο Δρ ανέδειξε τα κύρια σημεία στα οποία η αστυνομική εκπαίδευση πρέπει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή όσον αφορά στη διασφάλιση των δικαιωμάτων του πολίτη. Αντικείμενο διερεύνησής μας ήταν, επίσης, οι απεικονίσεις της αστυνομίας στα ΜΜΕ.

Είναι σαφές ότι σε μια κοινωνία που αλλάζει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς η αστυνομία πρέπει να εκσυγχρονιστεί, να είναι κοντά στον πολίτη και σε καμία περίπτωση να μη θέτει σε κίνδυνο τη ζωή των ατόμων. Όπως επισημαίνει μάλιστα ο Δρ «Η Ελληνική Αστυνομία χρειάζεται επειγόντως μία νέα στρατηγική με κύριο στόχο τη δημιουργία ενός νέου προσώπου της Αστυνομίας προσαρμοσμένο στα νέα κοινωνικό-οικονομικά και πολιτισμικά δεδομένα».

Ευχαριστώ θερμά τον Δρα Ευάγγελο Στεργιούλη, γιατί με τις καίριες γνώσεις του μας ενημερώνει για ένα σοβαρό ζήτημα που αφορά την εκπαίδευση των αστυνομικών, τονίζοντας ότι «Ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών πρέπει να αποτελούν τα βασικά συστατικά της αποστολής της Αστυνομίας σε μία Δημοκρατία». Κρίνω, τέλος, ενδιαφέρουσα την πρόταση που μας καταθέτει σχετικά με την αστυνομική εκπαίδευση και τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: «Η πρόταση μου, λοιπόν, είναι η Ελληνική Αστυνομία να πρωτοστατήσει και να δημιουργήσει ειδική θεματική ενότητα (curriculum) για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την οποία να εντάξει στα εκπαιδευτικά προγράμματα όλων των σχολών της ως υποχρεωτικό και με βαθμό μάθημα. Σε αυτή την κατεύθυνση και με απώτερο σκοπό της δημιουργία ειδικής και πλήρους θεματικής ενότητας προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά την εκτέλεση των αστυνομικών καθηκόντων, προτείνω τη συνεργασία της Ελληνικής Αστυνομίας με την ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά και με εθνικούς και διεθνείς θεσμούς, όπως για παράδειγμα την Εθνική Αρχή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και συνεργασίες με μη κυβερνητικούς οργανισμούς που έχουν να επιδείξουν αξιόλογο έργο στον εν λόγω τομέα, όπως το Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου».

 Ο Δρ. Ευάγγελος Στεργιούλης είναι εν αποστρατεία υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας και διδάσκει Αστυνομική Εκπαίδευση στο Πρόγραμμα Αστυνομικών Σπουδών του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου. Σπούδασε Κοινωνιολογία και Εγκληματολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών όπου, επίσης, εκπόνησε και τη διδακτορική του διατριβή. Είναι επίσης απόφοιτος των Σχολών Εθνικής Άμυνας και Εθνικής Ασφάλειας. Υπηρέτησε σε διάφορες υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, μεταξύ των οποίων οι εθνικές υπηρεσίες Interpol και Europol, ως προϊστάμενος. Εργάστηκε ως υπεύθυνος Εξωτερικών Σχέσεων της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας – Europol και εκπρόσωπος Τύπου του ιδίου Οργανισμού που εδρεύει στη Χάγη, Ολλανδία. Έχει συμμετάσχει σε διάφορες ομάδες εργασίας, διεθνή σεμινάρια και συνέδρια του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ηνωμένων Εθνών, Interpol, Europol, Eurojust και Cepol. Διετέλεσε καθηγητής στις Σχολές της Αστυνομικής Ακαδημίας της Ελληνικής Αστυνομίας, επισκέπτης καθηγητής στην Κυπριακή Αστυνομική Ακαδημία, σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Ακαδημίας (Cepol) σε θέματα εκπαιδευτικών προγραμμάτων και εμπειρογνώμων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται η κοινοτική αστυνόμευση σε συνδυασμό με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, η αστυνόμευση στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες, η διεθνής αστυνομική συνεργασία και η συμβολή της στην πρόληψη και καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται: “Η Ελληνική Αστυνομία κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης” (Νομική Βιβλιοθήκη, 2001), “Η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία-Europol” (Νομική Βιβλιοθήκη, 2003) και “Κοινωνιολογία της Αστυνομίας” (Παπαζήση, 2008). Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε επιστημονικά και αστυνομικά περιοδικά, καθώς επίσης στον Ελληνικό και ξένο Τύπο.-

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

  • Κύριε Στεργιούλη, η εκπαίδευση των αστυνομικών, στη σημερινή εποχή όπου το έγκλημα διεθνοποιείται και αποκτά πιο σκληρές διαστάσεις, σε ποια σημεία πρέπει να δώσει έμφαση; 

Καταρχάς, Αγγελική, να σ’ ευχαριστήσω για την πρόσκληση να συζητήσουμε και να αναδείξουμε σημαντικά ζητήματα σχετικά με την αποστολή και τον ρόλο του θεσμού της Αστυνομίας στη σύγχρονη κοινωνία. Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους θεσμούς της Δημοκρατίας, η αποστολή του οποίου δεν περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στην πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, αλλά περιλαμβάνει την προστασία της ζωής, της περιουσίας, των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων όλων των πολιτών, χωρίς διακρίσεις.

Πράγματι το έγκλημα στην εποχή μας διέπεται από μία διεθνή διάσταση. Να σημειώσουμε ότι η διεθνοποίηση του εγκλήματος, στις περισσότερες εκφάνσεις του, εκδηλώνεται με ιδιαίτερη ένταση από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90, μετά τις εκτεταμένες γεωπολιτικές ανακατατάξεις στον ευρωπαϊκό χώρο. Έτσι, από τις αρχές του 21 αιώνα, η αστυνομική εκπαίδευση εξελίσσεται με ταχύτατους ρυθμούς προκειμένου να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις που δημιουργούνται από τις τεράστιες οικονομικές, κοινωνικές και γεωπολιτικές αλλαγές στην Ευρώπη, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Εν όψει όλων αυτών των αλλαγών, οι Ευρωπαϊκές Αστυνομίες αναγκάστηκαν να μεταρρυθμίσουν τα εκπαιδευτικά τους συστήματα, προκειμένου να εκτελέσουν αποτελεσματικά την αποστολή τους μέσα σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον εσωτερικής και διεθνούς ασφάλειας.

Η επίδραση ενός ευρέως φάσματος καθοριστικών παραγόντων, όπως η παγκοσμιοποίηση, η πολυπολιτισμικότητα, οι νέες τεχνολογίες, υπήρξε καταλυτική στην ολοκληρωτική αναμόρφωση των παραδοσιακών δομών της αστυνομικής εκπαίδευσης, η οποία εξελίχθηκε και αναβαθμίστηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Οι αστυνομικές σχολές εκπαίδευσης σε όλη την Ευρώπη αναβαθμίστηκαν σε ακαδημίες παρέχοντας τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ η Διακήρυξη της Μπολόνια (1999) έδωσε νέα ώθηση στις αστυνομικές σπουδές, με αποτέλεσμα πολλές Ευρωπαϊκές Αστυνομίες να εναρμονίσουν τα προγράμματα σπουδών τους σύμφωνα με τις διατάξεις της. Στην πανεπιστημιακή κοινότητα δημιουργήθηκαν προγράμματα αστυνομικών σπουδών και λειτουργούν ως αυτόνομοι κλάδοι, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, οδηγώντας έτσι σε μια συνολική και ποιοτική αναβάθμιση της αστυνομικής εκπαίδευσης. Πρόκειται για μια άνευ προηγουμένου εξέλιξη στα αστυνομικά δρώμενα, η οποία αναμφίβολα σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας εποχής στον τομέα της αστυνομικής εκπαίδευσης διεθνώς.

Στις μέρες μας,  λοιπόν, η αστυνομική εκπαίδευση αποτελεί μία εξόχως σύνθετη και διακλαδική επιστήμη με γνωστικά αντικείμενα τα οποία καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών και νομικών επιστημών, επιστημών διοίκησης, αλλά και αμιγώς αστυνομικών επιστημών, προκειμένου ο Αστυνομικός ν’ αποκτήσει την καλύτερη δυνατή κατάρτιση και εξειδίκευση, αναλόγως των καθηκόντων του, για να συμβάλει στην πρόληψη και καταστολή του διεθνούς εγκλήματος. Μάλιστα, στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, από το 2013 λειτουργεί Πρόγραμμα Αστυνομικών Σπουδών, με απώτερο σκοπό την παροχή στα μέλη της Αστυνομίας επιστημονικών γνώσεων σχετικών με ένα ευρύ φάσμα γνωστικών αντικειμένων της αστυνομικής επιστήμης, που οδηγεί στην απόκτηση  πτυχίου στις Αστυνομικές Σπουδές. Πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις στο χώρο της αστυνομικής εκπαίδευσης στη Μεγαλόνησο, η οποία κατατάσσει την Κυπριακή Αστυνομία στις σύγχρονες Ευρωπαϊκές Αστυνομίες.

  • Ποιες είναι οι σύγχρονες μορφές αστυνόμευσης και πώς εφαρμόζονται στην Ελλάδα σήμερα;

Η αστυνόμευση για να είναι αποτελεσματική προϋποθέτει την κοινωνική αποδοχή του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η αστυνόμευση αποτελεί πρωτίστως κοινωνική διεργασία. Υπό το πρίσμα των νέων κοινωνικών και πολιτισμικών δεδομένων, όπως η πολυπολιτισμικότητα, η διαφορετικότητα, σε συνδυασμό και με την αύξηση της μικροεγκληματκότητας, οι Αστυνομίες οδηγήθηκαν στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση νέων και σύγχρονων μορφών αστυνόμευσης, όπως η κοινοτική αστυνόμευση, ο αστυνομικός της γειτονιάς, ο παρατηρητής της γειτονιάς, η εθελοντική αστυνόμευση, οι οποίες, μάλιστα, αποτελούν πρωταρχικής σημασίας και σπουδαιότητας γνωστικά αντικείμενα στα προγράμματα αστυνομικών σπουδών, τόσο στις Αστυνομικές Ακαδημίες όσο και στα Πανεπιστήμια. Η κοινοτική αστυνόμευση, η οποία εν γένει πραγματώνεται μέσα από την εφαρμογή του Αστυνομικού της Γειτονιάς, βασίζεται αποκλειστικά στη συμμετοχή και συνεργασία των πολιτών και των κοινοτικών φορέων, οι οποίοι διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στην αποτελεσματική λειτουργία του. Σήμερα, εφαρμόζεται σε όλες τις δυτικές κοινωνίες με ιδιαιτέρως θετικά αποτελέσματα.

Στην Ελληνική Αστυνομία, το σχετικό νομικό πλαίσιο για τον Αστυνομικό της Γειτονιάς υφίσταται από το 2003. Για την υλοποίηση του θεσμού έγιναν δύο προσπάθειες, το 2003 και το 2010, οι οποίες δυστυχώς εγκαταλείφθηκαν σε διάστημα κάποιων μηνών. Από το 2015 και εντεύθεν, βρίσκεται σε εξέλιξη η τρίτη προσπάθεια υλοποίησης του θεσμού με θετικά αποτελέσματα, ωστόσο, η εφαρμογή του είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει δημοσιεύσει το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας, σήμερα ο θεσμός του Αστυνομικού της Γειτονιάς εφαρμόζεται σε εννέα αστυνομικά τμήματα στο νομό Αττικής, σε τέσσερα αστυνομικά τμήματα στο νόμο Θεσσαλονίκης και σε είκοσι τέσσερα αστυνομικά τμήματα στη λοιπή χώρα. Δυστυχώς, οι τεράστιες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές ανακατατάξεις στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό  χώρο επηρέασαν σημαντικά τη λειτουργία της Ελληνικής Αστυνομίας, αλλά δημιούργησαν και αυξημένες υπηρεσιακές ανάγκες που προστέθηκαν στα καθήκοντα και στις υποχρεώσεις των αστυνομικών. Ο επιπρόσθετος φόρτος εργασίας, οι αυξημένες μεταναστευτικές ροές, τα ξένα προς την αποστολή έργα της Αστυνομίας, η ανορθολογική διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού, η αποδόμηση των αστυνομικών τμημάτων και η οικονομική δυσπραγία στη χώρα μας, όπως ήταν αναμενόμενο στέρησαν τη δυνατότητα της αστυνομικής παρουσίας σε κάθε γειτονιά σε καθημερινή βάση. Έτσι, χάθηκε με την πάροδο του χρόνου ο αστυνομικός από τη γειτονιά και συνάμα χάθηκε και η καθημερινή ανθρώπινη επαφή του αστυνομικού με τον πολίτη. Είναι, βεβαίως, θετικό ότι οι προσπάθειες να λειτουργήσει ο θεσμός του αστυνομικού της γειτονιάς συνεχίζονται και ας ελπίσουμε ότι αυτή η σύγχρονη μορφή αστυνόμευσης θα μπορέσει τελικά να εδραιωθεί και στη χώρα μας.

  • Θα μπορούσατε να μας συνοψίσετε τις κυριότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική αστυνομία και πώς ανταποκρίνεται σε αυτές;

Όπως κάθε Ευρωπαϊκή Αστυνομία έτσι και η Ελληνική Αστυνομία περιβάλλεται από ένα ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον, το οποίο διαμορφώνεται και εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου. Δεν υπάρχει Αστυνομικό Σώμα χωρίς ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές επικρίσεις στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Ωστόσο, η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των σύγχρονων ευρωπαϊκών Αστυνομικών Σωμάτων και της Ελληνικής Αστυνομίας είναι το γεγονός ότι η Ελληνική Αστυνομία δεν έπαψε ποτέ να μέμφεται για ορισμένα μελανά σημεία της ιστορίας της στην περίοδο της κατοχής, του εμφυλίου, της δικτατορίας, ενώ άλλες Αστυνομίες όπως η Ιταλική, η Γαλλική, η Γερμανική, η Ισπανική, η Πορτογαλική, που αντιμετώπισαν ιστορικά και κοινωνικά παρόμοιες καταστάσεις, έχουν ξεπεράσει ανεπιστρεπτί το παρελθόν τους και εδραιώθηκαν στην αντίληψη των κοινωνιών τους ως σύγχρονα Αστυνομικά Σώματα,. Και αυτή η μετάλλαξή τους σε σύγχρονα Αστυνομικά Σώματα, οφείλεται πρωτίστως στη συνεχή, έμπρακτη και ευρεία πολιτική συναίνεση και στήριξη της αποστολής τους, ανεξαρτήτως πολιτικών ιδεολογιών, μέσω μιας ενιαίας και μακροπρόθεσμης στρατηγικής προσαρμοσμένης στις ανάγκες και στις απαιτήσεις της κοινωνίας για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας.

Από συστάσεως της, η Ελληνική Αστυνομία μάχεται για την κοινωνική της αναγνώριση και αποδοχή, με τα λάθη της, τις παραλείψεις της αλλά και με ένα, πέραν πάσης αμφιβολίας, σημαντικό έργο στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας και μάλιστα με φόρο αίματος ασυγκρίτως μεγαλύτερο από το μέσο Ευρωπαϊκό όρο. Ένα σημαντικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας έχει αναγνωρίσει και εκτιμήσει δεόντως το έργο και την αποστολή της.

Το οργανωμένο έγκλημα και η τρομοκρατία αποτελούν στις μέρες μας τη μεγαλύτερη απειλή για την εσωτερική και διεθνή έννομη τάξη. Η Ελληνική Αστυνομία επιφορτίζεται το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης στους τομείς της πρόληψης και της καταστολής του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας, αλλά πέραν αυτού, το αστυνομικό έργο επεκτείνεται και σε ένα ευρύ φάσμα άλλων δραστηριοτήτων, σε καθημερινή βάση, και μάλιστα σε ένα σύνθετο και διαπολιτισμικό κοινωνικό περιβάλλον. Και εδώ έγκειται η μεγαλύτερη ίσως πρόκληση για την Ελληνική Αστυνομία, η οποία οφείλει να επιτελέσει το έργο της με απόλυτο σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

  • Προστασία των δικαιωμάτων του ατόμου και αστυνομική εκπαίδευση: ένα πολύ σοβαρό ζήτημα που απασχολεί συχνά και τα ΜΜΕ. Πιστεύω ότι η εκπαίδευση των αστυνομικών στη χώρα μας πρέπει να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα σε αυτό το εξαιρετικά κρίσιμο θέμα. Με ποιους τρόπους μπορεί να επιτευχθεί αυτό;

Κατά τη γνώμη μου, το σημαντικότερο ζήτημα για κάθε σύγχρονη Αστυνομία. Ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών πρέπει να αποτελούν τα βασικά συστατικά της αποστολής της Αστυνομίας σε μία Δημοκρατία. Ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Αστυνομικής Δεοντολογίας (2001) θέτει, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες τρεις βασικές αρχές για την εκπαίδευση του αστυνομικού προσωπικού, σε σχέση με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων:

α) Η εκπαίδευση του αστυνομικού πρέπει να βασίζεται στις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας, στους κανόνες δικαίου και στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

β) Σε όλα τα επίπεδα η αστυνομική εκπαίδευση πρέπει να περιλαμβάνει και πρακτική εκπαίδευση σε θέματα χρήσης βίας σύμφωνα με τους περιορισμούς που επιβάλλονται από την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σύμφωνα με τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.

γ) Η εκπαίδευση του αστυνομικού πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ανάγκη για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.

Έχοντας διατελέσει επί σειρά ετών καθηγητής στην Αστυνομική Ακαδημία, γνωρίζω ότι η Ελληνική Αστυνομία προσπαθεί σε συνεχή βάση να συμπεριλαμβάνει τη θεματική ενότητα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα εκπαιδευτικά προγράμματα όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης του προσωπικού της και να εναρμονίζει το περιεχόμενό τους σύμφωνα με τις διατάξεις του Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Δικαίου. Ωστόσο, υπάρχουν τεράστια περιθώρια βελτίωσης στο χώρο της εκπαίδευσης των αστυνομικών στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.  Η πρόταση μου, λοιπόν, είναι η Ελληνική Αστυνομία να πρωτοστατήσει και να δημιουργήσει ειδική θεματική ενότητα (curriculum) για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την οποία να εντάξει στα εκπαιδευτικά προγράμματα όλων των σχολών της ως υποχρεωτικό και με βαθμό μάθημα. Σε αυτή την κατεύθυνση και με απώτερο σκοπό της δημιουργία ειδικής και πλήρους θεματικής ενότητας προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά την εκτέλεση των αστυνομικών καθηκόντων, προτείνω τη συνεργασία της Ελληνικής Αστυνομίας με την ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά και με εθνικούς και διεθνείς θεσμούς, όπως για παράδειγμα την Εθνική Αρχή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και συνεργασίες με μη κυβερνητικούς οργανισμούς που έχουν να επιδείξουν αξιόλογο έργο στον εν λόγω τομέα, όπως το Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Συμπερασματικά, λοιπόν, η άρτια αστυνομική εκπαίδευση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την επίτευξη της αποστολής κάθε σύγχρονης Αστυνομίας, η οποία οφείλει ν’ αναβαθμίζει συνεχώς και να προσαρμόζει την εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού της στις ανάγκες της κοινωνίας που υπηρετεί. Η αστυνομική εκπαίδευση αποσκοπεί πρωτίστως στην ορθή εκτέλεση των καθηκόντων του αστυνομικού, με απόλυτη τήρηση της νομιμότητας και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

  • Σύμφωνα με τη δική σας έρευνα ποιες είναι οι κύριες απεικονίσεις της αστυνομίας και των αστυνομικών στα media και γιατί, κατά την άποψή σας, υπερτερούν οι αρνητικές εικόνες από τις θετικές; 

Η σχέση και η αλληλεπίδραση των ΜΜΕ και της Αστυνομίας είχε αποτελέσει αντικείμενο έρευνας της διδακτορικής μου διατριβής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ο ρόλος των ΜΜΕ σε σχέση με την αποστολή και το καθημερινό έργο της Αστυνομίας είναι ιδιαιτέρως σημαντικός, καθόσον επηρεάζει καταλυτικά τις στάσεις και τις αντιλήψεις των πολιτών για την εικόνα της Αστυνομίας και του Αστυνομικού.

Στην εποχή μας, κυριαρχεί η τάση διεθνοποίησης των ΜΜΕ σε συνδυασμό με την εμπορευματοποίηση των δραστηριοτήτων τους, με απώτερο σκοπό την εξασφάλιση του μέγιστου δυνατού κέρδους, μέσα από τους αυξημένους δείκτες θεαματικότητας και ακροαματικότητας. Το καθημερινό έργο της Αστυνομίας και γενικότερα ο χώρος της Αστυνομίας αποτελεί, ανέκαθεν, μία ανεξάντλητη πηγή ειδήσεων για τα ΜΜΕ, ενώ παράλληλα το αστυνομικό ρεπορτάζ θεωρείται από τους σημαντικότερους παράγοντες αύξησης της τηλεθέασης και της ακροαματικότητας. Τα ΜΜΕ επιλέγουν τις ειδήσεις και τις εικόνες σε σχέση με αστυνομικές ενέργειες στην καταστολή του εγκλήματος ή στις συγκρούσεις αστυνομικών δυνάμεων με κοινωνικές ομάδες, που τα τελευταία χρόνια δυστυχώς πληθαίνουν λόγω της οικονομικής κρίσης, με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτύχουν όσο το δυνατόν υψηλότερους δείκτες θεαματικότητας. Όμως, εικόνες συγκρούσεων αστυνομίας – κοινωνίας με χρήση ή μη αστυνομικής βίας είναι καταλυτικές για την εικόνα της Αστυνομίας και του Αστυνομικού. Η κοινωνική αποδοχή της αποστολής της Αστυνομίας καταβαραθρώνεται, ενώ παράλληλα υποβαθμίζεται η σημασία και η σπουδαιότητα του συνολικού αστυνομικού έργου στην πρόληψη και καταπολέμηση της εγκληματικότητας. Εν ολίγοις, υπερβολικές, παραποιημένες, μεμονωμένες ή εξωπραγματικές παρουσιάσεις και εκθέσεις των ΜΜΕ από το χώρο των αστυνομικών δρώμενων, συμβάλουν στη δημιουργία αρνητικών εικόνων για την Αστυνομία και τον Αστυνομικό.

Κατ’ εμέ, αυτό που προέχει στις σχέσεις ΜΜΕ και Αστυνομίας, είναι η καλλιέργεια και η εδραίωση ενός αμοιβαίου κλίματος εμπιστοσύνης. Με δεδομένο την καταλυτική επίδραση των ΜΜΕ στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης για την Αστυνομία και τον Αστυνομικό, η αντικειμενική παρουσίαση των θεμάτων που αφορούν την Αστυνομία είναι εξόχως σημαντική για την κοινωνική ευρυθμία και την ομαλότητα. Από την άλλη πλευρά, η Αστυνομία πρέπει και οφείλει να δέχεται την κριτική των ΜΜΕ και κυρίως να αποδέχεται δημοσίως τα λάθη της και τις παραλείψεις της και ταυτόχρονα να προσπαθεί να τα διορθώσει.  Εν κατακλείδι, ο ρόλος, η αποστολή και η λειτουργία τόσο της Αστυνομίας όσο και των ΜΜΕ είναι στοιχεία αλληλένδετα μεταξύ τους και έχουν ως κοινό αποδέκτη την κοινωνία των πολιτών.

  • Σε ποια σημεία διαφοροποιείται η εικόνα της σύγχρονης Αστυνομίας από την εικόνα της Αστυνομίας και του Αστυνομικού της παραδοσιακής κοινωνίας; 

Οι παραδοσιακές αντιλήψεις για τη λειτουργία της Αστυνομίας αμφισβητούνται μέσα από την εμφάνιση νέων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών δεδομένων που προκαλούν αλυσιδωτές αντιδράσεις στον εθνικό και διεθνή χώρο. Για παράδειγμα,  στη δεκαετία του ΄80, κάθε Αστυνομία διέθετε συγκεκριμένα δεδομένα στο χώρο της ασφάλειας και της δημόσιας τάξης, με βάση τα οποία μπορούσε να προγραμματίσει στρατηγικές και πολιτικές αστυνόμευσης σε μακροπρόθεσμη βάση. Στις μέρες μας, όμως, ένας τέτοιος χρονικός προγραμματισμός είναι μάλλον μία εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη υπόθεση εργασίας. Και τούτο διότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει κάθε Αστυνομία και η ρευστότητα που επικρατεί στο διεθνή χώρο, δημιουργούν τεράστιες δυσκολίες στην αποστολή και το έργο της. Έτσι, ένα γεγονός όπως οι πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις στη Γαλλία και στο Βέλγιο,  προκαλούν μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων στη διεθνή κοινότητα, τις οποίες  μία σύγχρονη Αστυνομία καλείται τάχιστα να εκτιμήσει και, αναλόγως, να επαναπροσδιορίσει και να αναπροσαρμόσει τακτικές, πολιτικές και στρατηγικές καίριας σημασίας για την εσωτερική ασφάλεια της χώρας. Εν ολίγοις, σε αυτή τη νέα εποχή όλες ανεξαιρέτως οι Αστυνομίες των Ευρωπαϊκών χωρών βρίσκονται αντιμέτωπες με νέες προκλήσεις και ακόμη περισσότερο με πρωτόγνωρες καταστάσεις, τις οποίες καλούνται να αντιμετωπίσουν με νέες σύγχρονες στρατηγικές και πολιτικές εσωτερικής ασφάλειας.

Επιπλέον, οι προκλήσεις της νέας εποχής φέρνουν την Αστυνομία αντιμέτωπη και με τους εσωτερικούς της μηχανισμούς διοίκησης και λήψης αποφάσεων που αφορούν την παροχή αποτελεσματικών και ποιοτικών υπηρεσιών στους πολίτες χωρίς διακρίσεις. Ο εκσυγχρονισμός του κανονιστικού πλαισίου κάθε αστυνομικού οργανισμού και η ανάπτυξη νέων μεθόδων διοίκησης συνδέονται άμεσα με το ανθρώπινο δυναμικό της και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση για να στεφθεί το πολυσύνθετο και δύσκολο έργο της με επιτυχία. Ένας σημαντικός παράγων, λοιπόν, είναι η συμμετοχή του προσωπικού της Αστυνομίας και των εκπροσώπων των αστυνομικών επαγγελματικών ενώσεων στις διαδικασίες και στους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων, για μια σειρά σημαντικών θεμάτων που αφορούν όχι μόνο την Αστυνομία αλλά και την κοινωνία γενικότερα.

  • Κύριε Στεργιούλη, ολοκληρώνοντας την ενδιαφέρουσα συζήτησή μας για την αστυνομική εκπαίδευση, θα ήθελα να μας καταθέσετε την άποψή σας για τον ρόλο που πιστεύετε ότι πρέπει να έχει η αστυνομία και ο αστυνομικός στην σύγχρονη Ελλάδα.   

Η αποστολή, ο ρόλος και το έργο μιας σύγχρονης Αστυνομίας βασίζεται στο τρίπτυχο: σωστή επιλογή προσωπικού, άρτια πρακτική και επιστημονική εκπαίδευση, προηγμένη υλικοτεχνική υποδομή. Η ποιοτική σχέση αυτών των τριών τομέων είναι ευθέως ανάλογη της ποιοτικής στάθμης του αστυνομικού έργου που εν τέλει παράγεται και αποσκοπεί στην εδραίωση της ασφάλειας και τη διατήρηση της δημόσιας τάξης. Στο πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής, είναι ευνόητο ότι οι παραδοσιακές μέθοδοι ανάπτυξης και υλοποίησης προγραμμάτων αστυνόμευσης και αντιμετώπισης της εγκληματικότητας που, συχνά, στηρίζονταν σε ατομικές πρακτικές και παραδοσιακές αντιλήψεις, δεν έχουν πλέον  καμία απολύτως θέση στα δεδομένα της νέας εποχής. Απαιτούνται σύγχρονες μέθοδοι διοίκησης, εκπαίδευσης και λήψης αποφάσεων, χρήση των νέων τεχνολογιών και αξιοποίηση της επιστημονικής έρευνας, προκειμένου να καταστεί το έργο της Αστυνομίας αποτελεσματικό προς όφελος της ίδιας της κοινωνίας των πολιτών που η Αστυνομία υπηρετεί.

Η Ελληνική Αστυνομία χρειάζεται επειγόντως μία νέα στρατηγική με κύριο στόχο τη δημιουργία ενός νέου προσώπου της Αστυνομίας προσαρμοσμένο στα νέα κοινωνικό-οικονομικά και πολιτισμικά δεδομένα. Πρωτίστως, μια σύγχρονη Αστυνομία εστιάζει τις δράσεις της στην ανάπτυξη ενός ανθρωποκεντρικού συστήματος λειτουργίας της, με βάση τις καθημερινές ανάγκες του πολίτη για ένα ελεύθερο και ασφαλή περιβάλλον. Αυτή η ανθρωποκεντρική προσέγγιση του έργου της Αστυνομίας εντάσσεται στο γενικότερο πνεύμα που παρατηρείται στο διεθνή χώρο, αφού τα νέα δεδομένα επιτάσσουν την κατάρτιση νέων πολιτικών αστυνόμευσης με στόχο την αμεσότερη, αποτελεσματικότερη και ποιοτική εξυπηρέτηση του πολίτη.  Και όπως χαρακτηριστικά έχει αναφέρει ο Καθηγητής κ. Πανούσης, η πρόκληση της εποχής για μια σύγχρονη Αστυνομία είναι η αξιακή αναγέννηση στο επίπεδο των σχέσεων Αστυνομίας – Κοινωνίας.

The following two tabs change content below.
Η Αγγελική Καρδαρά είναι Εισηγήτρια-Συγγραφέας και Εκπαιδεύτρια στο Πρόγραμμα Συμπληρωματικής εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης (E-Learning) του Κέντρου Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι Διδάκτωρ του Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Φιλόλογος (με εξειδίκευση στη μεσαιωνική και νεοελληνική φιλολογία) και Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.). Το θέμα της διδακτορικής διατριβής της, με Επιβλέποντα τον Καθηγητή Γιάννη Πανούση, αφορά τον ιδιαίτερο γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας του έγκλειστου πληθυσμού. Από τον Φεβρουάριο του 2020 ανέλαβε και Επιστημονικά Υπεύθυνη του Crime & Media Lab του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος που αποτελεί Ομάδα Εργασίας για το Έγκλημα και την Απεικόνισή του στα ΜΜΕ. Έχει επάρκεια και άδεια διδασκαλίας τριών ξένων γλωσσών (αγγλικών, γαλλικών, ισπανικών). Εργάζεται στον συναρπαστικό χώρο της εκπαίδευσης, δίνει διαλέξεις και οργανώνει μαθήματα σεμιναριακού τύπου στο αντικείμενο εξειδίκευσής της «Έγκλημα & Media». Επίσης, είναι Επιστημονικά Υπεύθυνη ερευνών εγκληματολογικού, κοινωνικού και μιντιακού ενδιαφέροντος, αρθρογραφεί και συγγράφει. Έχει συγγράψει τα βιβλία: Τρομοκρατία και ΜΜΕ (εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα), Όταν η ψυχή μιλάει (εκδόσεις Υδρόγειος), Φυλακή και Γλώσσα (εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα), Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας για τον Αστυνομικό και Δικαστικό Συντάκτη (εκδόσεις Παπαζήση), Σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ των εγκληματιών που απασχόλησαν τα ελληνικά ΜΜΕ (1993-2018): Criminal Profiling and Media (εκδόσεις Παπαζήση). Οι «Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους» είναι το έκτο βιβλίο της και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση.

Comments

comments

Related Posts

Comments are closed.

Recent Posts