Κριτική παράστασης από την ‘Ελενα Αλεξανδράκη.
Με το έργο του Ισπανού συγγραφέα Λόπε ντε Βέγκα, Φουέντε Οβεχούνα (Η πηγή των Αμνών), σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη έκανε την έναρξή της η κεντρική σκηνή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας στο θέατρο Απόλλων. Οι κάτοικοι του ομώνυμου χωριού αποφασίζουν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να σκοτώσουν το Διοικητή τους, ο οποίος ατιμάζει τις γυναίκες, παίρνει τη σοδειά και βασανίζει όποιον αντιστέκεται. Όλοι μαζί τον σκοτώνουν και αποφασίζουν να απαντούν σταθερά στις ανακρίσεις πως το “έκανε η Φουέντε Οβεχούνα”. Ο Βασιλιάς μπροστά σε μια τέτοια στάση αποφασίζει να τους δώσει χάρη και έτσι τελειώνει η περιπέτειά τους νικηφόρα. Το έργο, γραμμένο το 1614, βασίζεται σε αληθινό περιστατικό που συνέβη στα τέλη του 1400. Εκτός από την ίδια τη σημειολογία του γεγονότος, εκφράζει και το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γράφτηκε και αφορά στην πολιτική αντιπαράθεση για την επιβολή της μοναρχίας απέναντι στη μεσαιωνική φεουδαρχία.
Το Φουέντε Οβεχούνα, από δραματουργικής άποψης, έχει αρκετά προβλήματα τόσο στον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η ιστορία, όσο και στην ανάπτυξη των χαρακτήρων και την εσωτερική τους συνέπεια. Παρόλα αυτά, οι βασικοί χαρακτήρες του έργου φέρουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστκά αλλά και το ειδικό βάρος του ιδεολογικού κόσμου που εκπροσωπούν, της ηλικίας τους και του ρόλου που παίζουν στην εξέλιξη των γεγονότων. Το έργο εστιάζει περισσότερο στο ζήτημα της τιμής το οποίο μπλέκεται και με την ερωτική ιστορία των δύο νέων, και λιγότερο στην καταπάτηση των ελευθεριών, τουλάχιστον όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς σήμερα.
Ο Σταύρος Τσακίρης, που εκτός από τη σκηνοθεσία έκανε και την (επιπλέον) διασκευή και τη δραματουργική επεξεργασία, επέλεξε τη μετάφραση-διασκευή του Νίκου Γκάτσου πάνω στην οποία έχτισε το δικό του κείμενο παράστασης. Δύσκολο έργο με αμφίβολο αποτέλεσμα, αφού εκτός από τις αλλαγές που αφορούσαν στη δική του ανάγνωση, χρειαζόταν και προσαρμογή στους δώδεκα ηθοποιούς. Θεωρώ ότι χρειαζόταν μια πιο “γενναία” διασκευή, όχι μόνο ως προς τις επιπλέον περικοπές που απαιτούνταν αλλά και ως προς την ανάδειξη της πολιτικής διάστασης του θέματος, που έμεινε κάπως θολό και μετέωρο.

Ο Τσακίρης σκηνοθέτησε το έργο με έμφαση στη φόρμα και στη δημιουργία εικόνων. Έκανε μια παράσταση αυστηρά μετρημένη, με λυρισμό αλλά και πολύ αργό ρυθμό, στην οποία ενέταξε πάρα πολλά στοιχεία: κούκλες διαφόρων ειδών, καπνό, νερό, χιόνι, ταμπλώ βιβάν, αργή κίνηση, χρωματιστά φώτα, χαρτοπόλεμο, φέιγ βολάν. Μέσα σε αυτόν τον πλουραλισμό ή ίσως λόγω αυτού, κατάφερε να δημιουργήσει πολλές όμορφες εικόνες και στιγμές, με μεγάλη αισθητική και συγκινησιακή δύναμη, παρόλες τις ατεχνίες στο κινησιολογικό μέρος αφού η παράσταση είχε μεγάλες απαιτήσεις στην κίνηση αλλά δεν είχε κινησιολόγο. Η χρήση τόσων πολλών στοιχείων και η έμφαση στην εικόνα αποδυνάμωσε το περιεχόμενο του έργου. Αρχικά, δεν πέτυχε να σχηματίσει το ιστορικό πλαίσιο (θεωρώ ότι προσπάθησε να το κάνει), και σε αυτό έπαιξε ρόλο και το γεγονός πως (ξανα)πρόσθεσε το ρόλο του Αρχηγού της Καλατράβα, Τέλεθ Ζιρόν, χωρίς να μπορέσει να τον εντάξει οργανικά -στη διασκευή του Γκάτσου δεν υπάρχει. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι πως τα βασικά χαρακτηριστικά των κύριων ηρώων μπερδεύτηκαν και χάθηκαν, για να αποκτήσουν κάποια υπόσταση μόνο στην κορύφωση των γεγονότων, πολύ αργότερα. Η μετέπειτα μπροστάρισσα Λαουρένθια παρουσιάστηκε ως μια στριφνή και κακότροπη κοπέλα, ο γενναίος Φροντόσο δειλός και άβουλος, ο Δήμαρχος ενωτικός μόνο λόγω τίτλου και ο τυραννικός Διοικητής πνευματικά ασταθής. Αυτή η αδυναμία σκιαγράφησης των βασικών προσώπων, είχε επιπτώσεις και στην ποιότητα της εξέλιξης της ιστορίας. Μέχρι και την αρπαγή του νεαρού ζευγαριού την ώρα του γάμου τους, δεν ήταν ξεκάθαρο το δίκαιο και το άδικο με μια πολιτική, τουλάχιστον, έννοια. Οι ρόλοι του βασιλικού ζεύγους διατηρήθηκαν βουβοί και εμφανίστηκαν στο πάλαι ποτέ βασιλικό θεωρείο του θεάτρου Απόλλων ως κούκλες, με υπερμεγέθεις κορώνες που σχεδόν κάλυπταν τα πρόσωπά τους (κατασκευή: Τίνα Pople Παραλή – Μυρτώ Κοσμοπούλου). Μια πολύ ωραία σύλληψη και ένα ακόμα ωραιότερο πολιτικό σχόλιο. Στην παράσταση προστέθηκε και ένας αφηγητής (Τάκης Χρυσικάκος) στην αρχή και στο τέλος, πιθανώς για να δημιουργήσει την αίσθηση της αφήγησης ενός αλληγορικού παραμυθιού ή ίσως για να “σώσει” το τέλος του έργου: την αποθέωση των Καθολικών Βασιλιάδων. Η φαινομενικά αναίτια επιλογή του Τάκη Χρυσικάκου, που έπαιζε το ρόλο του τυραννικού Διοικητή, με οδηγεί στη σκέψη πως η αιτία ήταν μόνο το πρόσωπο του ίδιου του ηθοποιού.
Όλα αυτά έλαβαν χώρα σε ένα τεράστιο αυστηρό σκηνικό από λαμαρίνα και κεκλιμμένο δάπεδο, με κεντρικό στοιχείο μια “βιομηχανική” πηγή (μεταλλική δεξαμενή με σωλήνα από πάνω) και επεκτάθηκαν σε όλο το χώρο του θεάτρου. Το σκηνικό ήταν κυριολεκτικά εκτός τόπου, με την έννοια ότι ποτέ δε σηματοδοτούσε αυτό που θα έπρεπε την κάθε στιγμή και με την ίδια λογική θα μπορούσε κάλλιστα να μην υπάρχει καθόλου. Η ιδέα της πηγής, η ποικίλη χρήση της και η ύπαρξη του νερού σε πολλά σημαντικά σημεία ήταν εξαιρετική, με αποκορύφωμα την τελετουργική δολοφονία του Διοικητή, τον οποίο λίγες στιγμές πριν είδαμε να πίνει από εκεί, ενώ στο τελειωτικό χτύπημα όλα τα χέρια μαζί πέταξαν σταγόνες νερού εν είδει λυτρωτικού καθαγιασμού. Κατά διαστήματα, κατέβαινε από την οροφή μία ογκώδης μικρογραφία της Φουέντε Οβεχούνα η οποία άλλοτε σηματοδοτούσε το πέρασμα του χρόνου και άλλοτε ενίσχυε την αίσθηση του παραμυθιού. Η χρήση όλου του θεάτρου έκανε συμμέτοχους τους θεατές, τους θύμιζε το ρόλο τους ως πολίτες που έχουν τη δύναμη στα χέρια τους και με το άναμμα των φώτων της πλατείας τους έφερνε και προ των ευθυνών τους. Ωστόσο, έγινε κατάχρηση της ιδέας με αποτέλεσμα πολλές φορές να μην έχει αντίκρισμα.
Τα κοστούμια ήταν μοιρασμένα: οι μεγαλύτερης ηλικίας φορούσαν εποχής και οι νέοι σύγχρονα, κάποια ελαφρώς παλιομοδίτικα και κάποια όχι. Εκτός από το παράταιρο της εικόνας, η επιλογή των κοστουμιών δημιούργησε και κάποια προβλήματα στη σηματοδότηση των ρόλων. Ο Δήμαρχος του χωριού, Εστέμπαν, φορούσε εφάμιλλο -αν όχι καλύτερο- κοστούμι με το σύμβουλο του Βασιλιά, Δον Μανρίκε, ένας από τους νεαρούς χωριάτες (Μπαρίλντο) είχε όψη διανοούμενου, ο νεαρός υπηρέτης του Διοικητή (Φλόρες) ήταν ντυμένος με γκόθικ στοιχεία και οι δύο βασανιστές φορούσαν κουκούλες της Κου Κλουξ Κλαν.
Η μουσική της παράστασης, που κατέχει σημαντική θέση στο έργο, είναι του Θάνου Μικρούτσικου, μουσική που συνέθεσε το 1977 για την ομώνυμη παράσταση του Κ.Θ.Β.Ε. Αν και γραμμένη για άλλου ύφους παράσταση, ο Τσακίρης πέτυχε να τη δέσει αρμονικά με τη δική του και να απογειώσει τις ωραίες εικόνες. Εξαίρεση αποτελούν δύο από τα τραγούδια. Το πρώτο και μοναδικό τραγούδι από άλλη δισκογραφική δουλειά του Μικρούτσικου, “Η πιο όμορφη θάλασσα”, όχι μόνο δεν ταίριαξε στη στιγμή που χρησιμοποιήθηκε (ήταν σαν εμβόλιμο ενσταντανέ από μιούζικαλ) αλλά ήταν και άλλου ύφους. Το δεύτερο και πιο σημαντικό, είναι το πιο γνωστό τραγούδι του δίσκου, “Η μπαλάντα του ξεσηκωμού”. Το τραγούδι με τη φωνή της Μαρίας Δημητριάδη έχει συνδεθεί με πορείες και λαϊκούς αγώνες, και ως τέτοιο επιχειρήθηκε να χρησιμοποιηθεί. Ωστόσο, η παράσταση δεν είχε καθόλου λαϊκό και επαναστατικό χαρακτήρα, και τελικά κατέληξε μια φάλτσα νότα, με τους ηθοποιούς να το τραγουδάνε αποσπασματικά ανά τακτά χρονικά διαστήματα βγαίνοντας εξαγριωμένοι στα θεωρεία του θεάτρου, ενώ “την οργή του λαού” ακολούθησε μια τελετουργική, όπως προανέφερα, σχεδόν συμβολική, δολοφονία. Τα εν λόγω δύο τραγούδια, ήταν τα μόνα τα οποία τραγούδησαν ζωντανά οι ηθοποιοί. Το πρώτο ερμήνευσαν οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές, ενώ στο δεύτερο τραγούδησε όλος ο θίασος πάνω στη φωνή της Δημητριάδη (!). Η έλλειψη διδασκαλίας των τραγουδιών δεν ήταν απλώς φανερή, ήταν ενοχλητική και άφησε εκτεθειμένους και τους ηθοποιούς.
Οι φωτισμοί, τέλος, ήταν πλουραλιστικοί όπως και η σκηνοθεσία. Δημιουργούσαν, όμως, ωραίες ατμόσφαιρες στις επιμέρους εικόνες, και εξυπηρετούσαν τη δράση στην υπόλοιπη ροή της παράστασης.
Με όλα αυτά δεδομένα, οι ηθοποιοί ήταν σε δύσκολη θέση. Η έλλειψη εμπειρίας δυσκόλεψε επιπλέον τους έξι νέους απόφοιτους που μοιράστηκαν τους ρόλους των νέων του χωριού, με αποτέλεσμα πολλές σκηνές να είναι εξαιρετικά αμήχανες (Λαουρένθια -Λένα Μποζάκη, Χαθίντα -Νίκη Παύλου, Πασκουάλα -Νάνσυ Χριστοπούλου, Φροντόσο -Δημήτρης Παγώνης, Μένγκο -Μάρκος Γέττος, Μπαρίλντο -Βασίλης Σιδερόπουλος). Θα ξεχωρίσω τη Νάνσυ Χριστοπούλου και το Μάρκο Γέττο, που με υψηλή ενέργεια και συγκέντρωση έδωσαν σκηνική υπόσταση στους ρόλους τους και μία “ανάσα” στην κατά τα άλλα υποτονική δράση. Ο Φάνης Δίπλας (Δήμαρχος) ήταν ένας στοργικός Δήμαρχος που κατάφερε να κρατήσει το υπόβαθρο του ήρωα. Ο ρόλος του, ωστόσο, απαιτούσε μεγαλύτερη εξωστρέφεια και εσωτερική δύναμη. Ο Διονύσης Βούλτσος (Δον Μανρίκε), παρόλο που κινήθηκε στους υποκριτικούς κώδικες που μας έχει συνηθίσει, πέτυχε έναν ανάγλυφο ρόλο που απέπνεε όλη τη χαμέρπεια του αυλοκόλακα και παράλληλα τη δίψα για εξουσία, αλλάζοντας την ενέργεια της σκηνής -ειδικά στο πρώτο μέρος. Ο Γεράσιμος Σοφιανός (Τέλεθ Ζιρόν) δεν μπόρεσε να αναδείξει την αρχηγική μορφή του ήρωα, αλλά το γεγονός ότι ήταν μετρημένος στη σκηνή σε συνδυασμό με το ωραίο του παράστημα, τον έκαναν να σταθεί αξιοπρεπώς. Οι δύο υπηρέτες του Διοικητή, Ορτούνιο και Φλόρες (Σπύρος Κουβαρδάς και Κωνσταντίνος Νικούλης αντίστοιχα), παρουσιάστηκαν σαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, ο πρώτος νωθρός και βαρύς, ενώ ο δεύτερος αεικίνητος και γεμάτος νεύρο, σαν ένας μικρός διάβολος. Για να έχει κάποια σκηνική υπόσταση ο ρόλος του Ορτούνιο, θα έπρεπε ο Σπύρος Κουβαρδάς να είναι πολύ ενεργητικός μέσα στην ακινησία του -κάτι που δεν έκανε, ενώ ο Κων/νος Νικούλης κατάφερε να υπηρετήσει επιτυχώς αυτό που του ζητήθηκε. Τέλος, ο Τάκης Χρυσικάκος (Διοικητής) έφτιαξε ένα ρόλο χωρίς καμία συνέπεια. Παρουσιάστηκε πότε αλαζόνας και σίγουρος, πότε υστερικός και ανασφαλής, προκαλώντας περισσότερο τη θλίψη παρά την οργή. Με κίνηση νευρική και φωνή τοποθετημένη πολύ ψηλά, σχεδόν ψεύτικη, δεν κατάφερε να ενσαρκώσει τη σκληρότητα της εξουσίας και να αποτελέσει το αντίπαλον δέος που να δικαιολογεί την οργή του λαού και τελικά τη δολοφονία του.
Συνοψίζοντας, κρατάω στα θετικά την ομορφιά των επιμέρους στοιχείων, τη συγκίνηση που την θεωρώ έναν από τους στόχους του θεάτρου, και τη συμμετοχή τόσων νέων ηθοποιών (κάποιοι μάλιστα από τη Δραματική Σχολή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.) αλλά και άλλων από την πόλη. Ο λόγος επιλογής του έργου δε δικαιώθηκε. Ίσως, το μόνο που έμεινε να είναι το μήνυμα της αλληλεγγύης -κι αυτό είναι κάτι.

Ταυτότητα παράστασης
Απόδοση: Νίκος Γκάτσος
Σκηνοθεσία-Διασκευή-Δραματουργική επεξεργασία: Σταύρος Τσακίρης
Σκηνικά-Κοστούμια: Βασίλης Παπατσαρούχας
Τραγούδια-Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Στίχοι τραγουδιών: Γιώργος Μιχαηλίδης
Σχεδιασμός φωτισμών: Νίκος Σωτηρόπουλος
Κατασκευή κουκλών: Τίνα Pople Παραλή, Μυρτώ Κοσμοπούλου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Πέτρα Μαυρίδη
Παίζουν: Διονύσης Βούλτσος, Μάρκος Γέττος, Φάνης Δίπλας, Σπύρος Κουβαρδάς, Λένα Μποζάκη, Κωνσταντίνος Νικούλης, Δημήτρης Παγώνης, Νίκη Παύλου, Βασίλης Σιδερόπουλος, Γεράσιμος Σοφιανός, Νάνσυ Χριστοπούλου, Τάκης Χρυσικάκος.
Παραγωγή: ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας


Latest posts by Έλενα Αλεξανδράκη (see all)
- O Οιδίποδας του Bob Wilson στην Επίδαυρο και το Θέατρο των Εικόνων - June 27, 2019
- Ο Ορέστης από το ΚΘΒΕ σε ένα μεταιχμιακό εργοτάξιο - September 2, 2018
- Ένας επίπεδος Αγαμέμνων από τον Τσέζαρις Γκραουζίνις - August 27, 2018