της Έλενας Αλεξανδράκη.
Άστρα να πάνε, Κάτοικος Πατρών, Οι Παγιδευτές, Ψύλλοι στ’ Αυτιά, Με Δύναμη από την Κηφισιά είναι οι πέντε από τις έξι Πατρινές -εκτός ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.- θεατρικές παραγωγές παραστάσεων που ανέβηκαν στην πόλη τους τελευταίους τρεις μήνες και αποτέλεσαν την αφορμή για αυτή την απόπειρα προσέγγισης του φαινομένου του ερασιτεχνικού θεάτρου στην Πάτρα. Κι αυτό γιατί πρόκειται για επαγγελματικές παραγωγές με επαγγελματίες σκηνοθέτες και ερασιτέχνες ηθοποιούς (Οι Παγιδευτές, μάλιστα, ήταν πανελλήνια πρώτη του έργου του Γιώργου Σκούρτη). Αυτή είναι η μορφή που έχει πάρει πια το ερασιτεχνικό (ή, αν προτιμάτε, το επαγγελματικό) θέατρο στην Πάτρα μετά από αρκετά χρόνια ζυμώσεων πυροδοτώντας ανεπίσημες αλλά και πιο επίσημες, κατά καιρούς, συζητήσεις για το κατά πόσο βλάπτει ή ωφελεί το θέατρο στην πόλη, από τη στιγμή που οι παραστάσεις παίζονται για καιρό, έχουν εισιτήριο και ίση μεταχείριση από τον Τύπο όσον αφορά στην προώθηση αλλά και στην κριτική. Παράλληλα με αυτή τη νέα μορφή, υπάρχουν και πολλές οργανωμένες ερασιτεχνικές ομάδες που κάνουν παραστάσεις σε κεντρικά θέατρα της πόλης με εισιτήριο (δεν συμπεριλαμβάνω τις παραστάσεις τους πιο πάνω) και άλλες (Συλλόγων και Φορέων) που διατηρούν τον ερασιτεχνικό τους ρόλο. Το θέμα έχει απασχολήσει κατά καιρούς και τον κυρίαρχο θεατρικό φορέα της πόλης, το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ., το οποίο, ωστόσο, εκτός από κάποιες αποσπασματικές κινήσεις θεωρητικής προσέγγισης, δεν έχει μπορέσει να παίξει κάποιο ουσιαστικό ρόλο.
Το ερασιτεχνικό θέατρο είναι «…ένας θεσμός που υπηρετείται αφιλοκερδώς από εραστές της θεατρικής τέχνης» και τα οφέλη του είναι πολλαπλά. «Πρόκειται για μια θεμελιώδη πράξη κοινωνικοποίησης και προϋποθέτει την ενεργή συμμετοχή όλων στη δημιουργία της παράστασης (κάποιοι ασχολούνται με τα κοστούμια, άλλοι με τα σκηνικά, άλλοι με την ανάλυση του έργου κ.ο.κ.)» (βλ. Κώστας Γεωργουσόπουλος, «Ερασιτεχνικό Θέατρο», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 9/3/2014), και παίζει πολύ σημαντικό ρόλο τόσο στις γειτονιές της πρωτεύουσας όσο και στη δύσκολη και απομονωμένη επαρχία.
Στην Πάτρα, το ερασιτεχνικό θέατρο ξεπήδησε μέσα από το καρναβάλι και για καιρό διατηρούσε τον ερασιτεχνικό του χαρακτήρα επιτελώντας τους σκοπούς του, όπως αναφέρονται πιο πάνω.
Η οικονομική κρίση, η μεγάλη ανεργία σε όλους τους τομείς και το πάγωμα των θεατρικών επιχορηγήσεων (μέχρι πρότινος που δόθηκαν κάποιες πενιχρές) οδήγησε τους επαγγελματίες καλλιτέχνες της πόλης σε άλλες, παρεμφερείς ή μη, ασχολίες προκειμένου να διαβιώσουν. Το κενό που δημιουργήθηκε στη θεατρική παραγωγή της Πάτρας σταδιακά έγινε πολύ μεγάλο, κενό το οποίο άρχισε να καλύπτεται από τις ερασιτεχνικές ομάδες, οι οποίες με τον καιρό πολλαπλασιάστηκαν, άρχισαν να προσθέτουν επαγγελματικές πινελιές στις δουλειές τους (το ακριβό εισιτήριο υπήρχε πάντα) και να αποκτούν επαγγελματικό προφίλ.
Αυτό δεν ήταν δύσκολο να συμβεί αφού δεν πληρώνουν ηθοποιούς και επομένως είχαν και έχουν τη δυνατότητα για θεατρικές παραγωγές, πολλές φορές περισσότερες από μία το χρόνο, και μάλιστα πολυπρόσωπες. Από τον επαγγελματία φωτιστή, που αρχικά ήταν ο μόνος επαγγελματίας αυτών των παραστάσεων (ελλείψει τεχνικών γνώσεων) περάσαμε σταδιακά σε επαγγελματίες συντελεστές, για να φτάσουμε στο πιο πρόσφατο φαινόμενο του επαγγελματία σκηνοθέτη, το οποίο φαίνεται να αποτελεί μια καλύτερη λύση για τους ιδιοκτήτες των θεάτρων αφού η συμμετοχή των επαγγελματιών δίνει κάποιες εγγυήσεις για το αποτέλεσμα και παράλληλα αποτελεί το άλλοθι και το επιχείρημα της καλλιτεχνικής αξίας αυτών των παραστάσεων. Η οικονομική δυσπραγία των επαγγελματιών του θεάτρου και η αδυναμία καλλιτεχνικής παραγωγής είναι αυτή που οδήγησε τους περισσότερους (συμπεριλαμβανομένης και της γράφουσας), αν όχι όλους, στην εμπλοκή τους σε τέτοιου είδους παραστάσεις. Και σίγουρα, αυτές οι συνεργασίες έχουν προσφέρει πάρα πολλά στο ερασιτεχνικό θέατρο: το έχουν πάει σε άλλο επίπεδο -πολύ υψηλό σε κάποιες περιπτώσεις. Αλλά το ερασιτεχνικό. Όχι το επαγγελματικό.
Η διαρκής και πολύχρονη παρουσία τους σε όλες τις θεατρικές σκηνές της πόλης έχει ως συνέπεια τη δημιουργία του δικού τους πολυπληθούς, πλέον, κοινού, που έχει φύγει από τα όρια των συγγενών και φίλων. Αυτή η παρουσία, όμως, έχει διαμορφώσει και αισθητικά κριτήρια πρόσληψης του θεατρικού γεγονότος. Τόσο η επιλογή των έργων όσο και ο τρόπος ανεβάσματός τους, έχει εκπαιδεύσει το κοινό σε έναν τρόπο επιφανειακής και «γραμμικής» παρουσίασης των έργων, χωρίς πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης: το κοινό βλέπει απλώς μια ενδιαφέρουσα κατανοητή ιστορία. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η επιλογή του ρεπερτορίου τέτοιων θιάσων, που συνήθως έχει εμπορικό παρονομαστή και, κυρίως, τουλάχιστον ένα πρώτο επίπεδο κατανόησης -εξαιρούνται οι Παγιδευτές που είναι ένα έργο εξαιρετικά δύσκολο χωρίς αυτό το πρώτο επίπεδο κατανόησης: κωμωδίες, κλασικά έργα, θεματικά ανάλογα την εποχή -καρναβάλι, Χριστούγεννα- και τοπικού ενδιαφέροντος. Αυτό συνέβη με ιλιγγιώδη ταχύτητα, την ώρα που πριν από δεκαπέντε χρόνια και επί σειρά ετών, ομάδες όπως η Βιομηχανική (η πρώτη επαγγελματική ομάδα της πόλης που δημιούργησε και την πρώτη ελεύθερη σκηνή) και στη συνέχεια η Μηχανή Τέχνης, το Ιόνιο Θέατρο (αλλά και μεμονωμένοι καλλιτέχνες) με τεράστιο κόπο και μικρά, αργά βήματα προσπαθούσαν να συστήσουν στο κοινό καινούργιο ρεπερτόριο και έναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης.
Τα τελευταία πέντε χρόνια, οι επαγγελματικές παραστάσεις εκτός ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. μετριούνται στα δάχτυλα –όπως και τα εισιτήριά τους. Η εκπαίδευση του κοινού σε εύκολα θεάματα καταδίκασε τις επαγγελματικές παραστάσεις στην ανυπαρξία, ενώ απαξίωσε μερικές από τις καλύτερες παραγωγές του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. (όπως το Τέλος του Παιχνιδιού του Μπέκετ σε σκηνοθεσία Λυδίας Κονιόρδου ή τον Πλούτο του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις) και άφησε σε διψήφιο αριθμό εισιτηρίων παραστάσεις διεθνούς φήμης (όπως το Φιλοκτήτη του Χάινερ Μίλερ σε σκηνοθεσία Ντίμιτερ Γκότσεφ).
Το κοινό έχει πια μπερδευτεί. Δεν ξεχωρίζει το ερασιτεχνικό από το επαγγελματικό. Δεν ξέρει καν τη διαφορά. Πληρώνει, άλλωστε, (το ίδιο) εισιτήριο και στις δύο περιπτώσεις. Αυτή του η σύγχυση ενισχύεται από την άκριτη και ανεπεξέργαστη αναπαραγωγή Δελτίων Τύπου (ελλείψει πολιτιστικών συντακτών), καθώς και από την ερασιτεχνική θεατρική κριτική στα τοπικά Μέσα (με ελάχιστες εξαιρέσεις).
Αυτό το τοπίο το συναντάμε σε πολλές επαρχιακές πόλεις: Ρόδος, Κομοτηνή, Γιάννενα -για να αναφέρω μόνο κάποιες. Σε αρκετές περιπτώσεις, με αυτόν τον τρόπο λειτουργούν και τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ., τα οποία έχουν ελάχιστη χρηματοδότηση και απουσία Καλλιτεχνικού Διευθυντή.
Στην πόλη της Πάτρας, η Δραματική Σχολή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ., για την οποία υπάρχει αρκετός σκεπτικισμός ως προς το λόγο ύπαρξής της, έχει αρχίσει να τροφοδοτεί την πόλη με νέους ηθοποιούς, φρέσκους και με όρεξη, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν τα θεατρικά δεδομένα. Θα χρειαστεί κάποιος καιρός για να ανατρέψουν τα πράγματα, αλλά έχει αρχίσει και διαφαίνεται πως θα περάσουμε σε μια νέα εποχή. Το ζητούμενο δεν είναι μόνο να αντικαταστήσουν τους ερασιτέχνες ηθοποιούς στις θεατρικές παραγωγές, αλλά να δράσουν και οι ίδιοι δημιουργώντας ομάδες, δουλεύοντας πάνω σε καινούργιες ιδέες, κάνοντας παραστάσεις.
(Δεν θα αναφερθώ στο ζήτημα της νομιμότητας ή/και της δεοντολογίας, ούτε θα μιλήσω για ανθρώπους που λόγω της ερασιτεχνικής τους ενασχόλησης με το θέατρο καταλαμβάνουν πολιτικές θέσεις που αφορούν στον πολιτισμό, γιατί έπονται της κοινωνικής διάστασης του θέματος και δεν “χωρούν” στο παρόν άρθρο.)
Σίγουρα, δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε τις πολύ θετικές επιπτώσεις του θεάτρου στους ερασιτέχνες ηθοποιούς και σκηνοθέτες -σε προσωπικό επίπεδο. Πρέπει, επίσης, να αναγνωρίσουμε τη θετική τους πρόθεση και, σε πολλές περιπτώσεις, τη μεγάλη τους αγάπη για το θέατρο αλλά και το ταλέντο που κάποιοι διαθέτουν. Αυτά, όμως, δεν αρκούν για να πάει το θέατρο παρακάτω και τελικά να παίξει ένα σοβαρό κοινωνικό ρόλο. Όσο το Κράτος απαξιώνει την καλλιτεχνική δημιουργία, τόσο το θέατρο θα αποπροσανατολίζεται και θα αποπροσανατολίζει. Για να σωθεί θα στρέφεται είτε στους ανεκπαίδευτους “εραστές της τέχνης” είτε, ακόμη χειρότερα, σε εμπορικά υπερθεάματα αμφίβολης καλλιτεχνικής αξίας και πρόθεσης ή ευκολίες τηλεοπτικής αισθητικής που αντί να οξύνουν την κρίση και τη σκέψη, προκαλούν τελικά μια -ευχάριστη- αδράνεια.


Latest posts by Έλενα Αλεξανδράκη (see all)
- O Οιδίποδας του Bob Wilson στην Επίδαυρο και το Θέατρο των Εικόνων - June 27, 2019
- Ο Ορέστης από το ΚΘΒΕ σε ένα μεταιχμιακό εργοτάξιο - September 2, 2018
- Ένας επίπεδος Αγαμέμνων από τον Τσέζαρις Γκραουζίνις - August 27, 2018