Το δικό μου Πεδίον του Άρεως: μία φωτογραφία και πολλές σκέψεις

του Δημήτρη Καλαντζή. 

Οι μνήμες μου από το Πεδίον του Άρεως ξεκινούν από αυτή την φωτογραφία. Είμαι 1,5 έτους, αυτό το… «φαγανό» παιδάκι στα δεξιά, που η μητέρα του το έχει βγάλει βόλτα με την αδελφή του (αριστερά) στο «μεγάλο Πάρκο». Εκεί είχαμε συναντήσει τη θεία Χρυσούλα με τον ξάδελφο Νικόλα στο καροτσάκι. Η μητέρα μου χάρηκε για τη συνάντηση, έβγαλε τη φωτογραφική μηχανή της και απαθανάτισε τη στιγμή, χαρίζοντάς μου μία πολύ πρόωρη ανάμνηση που δεν θα μπορούσα να έχω αλλιώς…

Η οικογένειά μου ζούσε πάντα στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Κάπου ανάμεσα στο «μικρό Πάρκο» (την πλατεία Αργεντινής Δημοκρατίας) και το «Μεγάλο Πάρκο» (το Πεδίον του Άρεως). Εγώ και η αδελφή μου προτιμούσαμε το “Μεγάλο Πάρκο” επειδή είχε… «κούνιες».

Δεν θυμάμαι πότε επικράτησε ο όρος «παιδικές χαρές» – εμείς πάντως μεγαλώσαμε με «κούνιες». Στις «κούνιες» βρίσκαμε κι άλλα παιδάκια, πιάναμε σειρά για τις τραμπάλες, τις τσουλήθρες και εκείνο το τεράστιο «αεροπλάνο» που «δεν είναι για σένα – είναι για μεγάλα παιδιά»…

Στις κούνιες του Πεδίου του Άρεως πέρασα την προσχολική ηλικία μου… Αλλά κι αργότερα, το Πάρκο ήταν ο τόπος της οικογενειακής εξόδου. Όταν μεγαλώσαμε μάλιστα λίγο περισσότερο, εγώ κι η αδερφή μου, δεν υπήρχε ανάγκη να έρθει η γιαγιά για να μας κρατήσει, όταν οι γονείς μου θα πήγαιναν στο «Άλσος Οικονομίδη»… Άρχισαν να μας παίρνουν κι εμάς…

Ήταν Τετάρτες ή Σάββατα. Μία μεγάλη γρανίτα φράουλα για τον καθένα – τι γεύση!- και στη σκηνή οι ζογκλέρ, τα ακροβατικά, τα ανέκδοτα, τα τραγούδια και ο ευγενικός εκείνος παρουσιαστής… Διασκέδαση «βαριετέ για όλη την οικογένεια». Το «Άλσος» επέλεγαν οι γονείς μου. Το «Green Park» ήταν πιο τολμηρό… Είχε μπαλέτα με «αποκαλυπτικά» φορέματα…

Στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού το Πεδίον του Άρεως αποσυνδέθηκε από τις «οικογενειακές βόλτες». Ήμουν πια μεγάλος. Μπορούσα να πάω μόνος μου. Από το σχολείο στη Μεθώνης, έκανα μία στάση στο σπίτι για να αφήσω τη σάκα και να πάρω το skate μου και… κατευθείαν στο άγαλμα της Αθηνάς.

Μανώλης, Κώστας, Μαρία, Κατερίνα, Ολίβια… Η πρώτη παρέα της ζωής μου. Ολόδική μου. Ούτε συγγένειες ούτε οι συμμαθητές που προτιμούσε η μαμά… Εγώ είχα επιλέξει αυτά τα παιδιά και εκείνα είχαν επιλέξει εμένα. Δεν υπήρχαν «τρίτοι» στη σχέση μας. Και το θεωρούσα πολύ σημαντικό… Ήταν οι πρώτες επιλογές ζωής για το παιχνίδι, για τις χαρές αλλά και για τα «δύσκολα»… Ένα μάτσο 12χρονα ζωηρά μαμούνια…

«Ποιος τρελός γονιός άφηνε ένα 12χρονο παιδί μόνο του στο Πεδίον του Άρεως;», θα αναρωτιέστε οι νεώτεροι… Δύσκολο να το καταλάβει κάποιος με τις σημερινές συνθήκες…

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 – αρχές του ’80, ήταν αλλιώς η κοινωνία. Με συνοχή, ομοιογένεια και κοινές αξίες. Το παιδί του ενός ήταν και παιδί του άλλου. Ο γονιός – συνοδός είχε το νου του και στο διπλανό παιδί… Υπήρχαν επίσης φύλακες και τάξη… Όχι ασφυκτική τάξη, αλλά, αν έβαζες μια φωνή, θα έτρεχαν δέκα για να δουν τι συμβαίνει. Κι αν έτρωγες τα μούτρα σου, θα υπήρχε πάντα κάποιος «μεγάλος» για να σε συνοδεύσει μέχρι το σπίτι σου…

Δεν ωραιοποιώ τα πράγματα. Ούτε τότε ήταν κοινωνία αγγέλων. Αλλά ήταν κοινωνία που ακόμα κρατούσε δυνατούς δεσμούς μεταξύ της… Θα σας πω ένα περιστατικό που έχει μείνει σαν χτεσινό στη μνήμη μου…

Είμαστε αυτή η παρέα των δωδεκάχρονων στο άγαλμα της Αθηνάς και παίζαμε όταν κάποιος «κύριος» γύρω στα 40, πλησίασε την Κατερίνα (που έδειχνε μεγαλύτερη από την ηλικία της) και της προσέφερε τσουρεκάκι… Άρχισε το μπίρι μπίρι και κάποια στιγμή κατέληξε να της ζητά να τον ακολουθήσει στο σπίτι του, όπου θα της έδινε πολλά γλυκά και παιχνίδια… Οι υπόλοιποι βλέπαμε ότι γινόταν πιεστικός και η Κατερίνα ήταν αμήχανη, αλλά δεν ξέραμε πως να αντιδράσουμε. Μέχρι που η Μαρία (η πιο βραχύσωμη της παρέας) αντιλαμβάνεται τι γίνεται και μπήγει μία τσιρίδα που θα πρέπει να ακούστηκε μέχρι του Γκύζη: «Μαμααααα! Μαμαααα! Ένας κύριος μας ενοχλεί! Μαμααααα!».

Ο «κύριος» το έβαλε αμέσως στα πόδια. Τουλάχιστον είκοσι γονείς ήρθαν να δουν τι συμβαίνει. Κι εγώ, ο αφελής, αφού τελείωσε το περιστατικό, γύρισα και ρώτησα σοβαρά τη Μαρία: «μα καλά, ήταν η μαμά σου τριγύρω;».

Δεν ήταν βέβαια η μαμά της τριγύρω. Απλά της είχε μάθει ότι, εάν κάποιος πάει να την πειράξει, θα έπρεπε να βάλει τις τσιρίδες, δήθεν ότι την καλεί. Ο «πονηρός» θα φοβόταν και για να αποφύγει τη «μαμά» – ίσως και την αστυνομία – θα το έβαζε στα πόδια. Όπως και έγινε…

Έβγαλα το καπέλο στη Μαρία. Και στη μαμά της.

Ήταν όμως και η εποχή τέτοια που, με μικροκόλπα σαν κι αυτό, μπορούσες να αντιμετωπίσεις τους κινδύνους. Σήμερα, δεν ξέρω πόσοι θα έτρεχαν, αν έβαζε τις τσιρίδες ένα παιδί ή ένας μεγάλος… Ή πόσοι θα απομακρύνονταν για να μην «μπλέξουν»…

Το «Πεδίον του Άρεως» έμεινε στη ζωή μου και στο Γυμνάσιο, το Λύκειο και μετά… Πιο αραιά όμως. Ήταν οι ηλικίες που γνώρισα τον κινηματογράφο, το θέατρο, τις εξόδους… Το «Πεδίον του Άρεως» ήταν πλέον για μικρές ανάσες, όταν ένιωθα πνιγμένος από το καυσαέριο και τα αυτιά μου βούιζαν από την κίνηση της Αλεξάνδρας… Δυο δρασκελιές έκανα και… μαγεία: τα αυτοκίνητα σώπαιναν, οι ανάσες μου γίνονταν πιο βαθιές και αργές, πουλάκια τιτίβιζαν, νερά έτρεχαν στους πλατάνους και οι ρυθμοί της ζωής άλλαζαν… Έστω και για μία ώρα…

Το Πεδίον του Άρεως με τα χρόνια έγινε για εμένα το «κόψιμο δρόμου» για να βγω στη Βικτώρια και να πάρω το τρένο για τη δουλειά μου, το δροσερό παγκάκι που τα μεσημέρια θα έπαιρνα το βιβλίο μου για να διαβάσω (τα air condition ήρθαν μετά), οι απογευματινές βόλτες που χάζευα τις κυρίες με τις πέρλες να κάνουν βόλτες μετά τον εσπερινό και να πίνουν καφέ στο Άλσος ή το Green Park… Ήταν η ηρεμία από την πόλη, χωρίς να χρειάζεται να φύγω από την πόλη.

Όταν ήρθε η ώρα να αποκτήσω δικό μου σπίτι, δεν το πολυ-σκέφτηκα… Η αγγελία άλλωστε το έλεγε καθαρά: «Περιοχή Πεδίον του Άρεως – απεριόριστη θέα στο Πάρκο». Η πολυκατοικία ήταν παλιά, το σπίτι μικρό και χρειαζόταν πολλές επισκευές, αλλά ναι, είχε απεριόριστη θέα στο Πεδίον του Άρεως! Τέρμα πια οι μπουγάδες της απέναντι. Από εδώ και στο εξής θα έβλεπα μόνο δέντρα από το παράθυρό μου. Θα είχα το Πάρκο, ζωντανό πίνακα ζωγραφικής στη ζωή μου…

Τα σχέδια μου να ξεκινήσω τζόκινγκ και να μετρήσω κάθε σπιθαμή του Πάρκου, δεν έγιναν ποτέ πραγματικότητα… Γρήγορα κατάλαβα ότι δεν ήταν πια το Πάρκο, αυτό που είχα γνωρίσει… Είχε αρχίσει η εγκατάλειψη. Στην αρχή στις υποδομές του και αργότερο στο ενδιαφέρον του κόσμου…

Είχε αλλάξει και η σύνθεση του πληθυσμού της περιοχής… Είχε χαθεί η ομοιογένεια. Οι οικονομικοί μετανάστες αγωνίζονταν να προσαρμοστούν στο καινούργιο τους περιβάλλον και οι ντόπιοι να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα που δημιουργούσαν στη ζωή μας…

Οι πιο ευκατάστατοι από τους παλαιούς κατοίκους της περιοχής έφυγαν τότε μαζικά για τα προάστια. Ιδιαίτερα οι νεότεροι δεν ήθελαν να στήσουν τις οικογένειές τους στο κέντρο. Έμειναν οι παλαιότεροι και οι… πεισματάρηδες.

Τα πράγματα έγιναν χειρότερα για το Πεδίον του Άρεως με την περίφημη ανάπλαση των 9 εκατομμυρίων ευρώ. Ένα κακά σχεδιασμένο έργο που έτυχε ακόμα χειρότερης εκτέλεσης… Πεταμένα λεφτά από το παράθυρο. Το Πάρκο έκλεισε για τρία χρόνια και ποτέ δεν παραδόθηκε ολόκληρο ξανά σε χρήση. Όλα στη μέση, όλα κακοφτιαγμένα.

«Πότε θα τελειώσουν τα έργα; Γιατί αργούν;», ρωτούσαμε οι κάτοικοι τις υπηρεσίες. «Μα, κάνουμε έργα υποδομής! Μη βιάζεστε, δεν φαίνονται ακόμα αλλά όταν τα δείτε, θα τρίβετε τα μάτια σας», έλεγαν αιρετοί και μη, συμμέτοχοι της καταστροφής. Μέχρι που μάθαμε ότι ο εργολάβος έπεσε έξω και νέα εργολαβία έπρεπε να διορθώσει την παλιά εργολαβία και τρίτη εργολαβία τη δεύτερη και τέταρτη την τρίτη… Ένα γαϊτανάκι κοροϊδίας για το οποίο κανείς και ποτέ δεν έδωσε λόγο… (Οι ίδιοι εργολάβοι συνεχίζουν να παίρνουν δημόσια έργα και σήμερα!)

Μέρος του Πάρκου παραδόθηκε κάποτε στους πολίτες λαμπερό και αστραφτερό για να «θολώσει» μέσα σε λίγους μήνες και να γίνει ακόμα χειρότερο από αυτό που ήταν πριν την ανάπλαση, αφού κανείς δεν προέβλεψε το πώς θα γινόταν η συντήρησή του.

Επαναλαμβανόμενα τα εγκλήματα κατά του Πάρκο μου…

Μέσα σε μία δεκαετία έγινε απαγορευμένη ζώνη για εμένα και χιλιάδες σαν κι εμένα. Εξαθλίωση, φόβος και παραβατικότητα… Τέρμα πια οι ανέμελες βόλτες. Το Πάρκο παραδόθηκε στο εμπόριο ναρκωτικών.

Κυβερνήσεις, περιφέρεια και δήμος βρήκαν στο Πεδίον του Άρεως το «χαλάκι», κάτω από το οποίο θα έκρυβαν την ασχήμια της Αθήνας. Θα έκρυβαν ουσιαστικά τις δικές τους ευθύνες για την ανυπαρξία πολιτικής στην καταπολέμηση των ναρκωτικών.

Ίσως και να τους βόλευαν τα πρεζάκια…

Όσα περισσότερα πρεζάκια, τόσο λιγότεροι πολίτες που διεκδικούν δικαιώματα και ποιότητα ζωής.

Και όσο περισσότερα πρεζάκια συγκεντρωμένα σε ένα σημείο, τόσο πιο εύκολα ελεγχόμενα…

Εμείς όμως, που αγαπούσαμε το Πεδίον του Άρεως, που ήμασταν;

Γιατί αφήσαμε το έγκλημα κατά του τόπου μας να εξελίσσεται;

Ο αστυνομικός διευθυντής της ΓΑΔΑ, όταν τον ρώτησα πως κατάφερε η αστυνομία να «καθαρίσει» άλλες γειτονιές από τα ναρκωτικά, μου είπε με ειλικρίνεια: «μα εκεί, είχαμε πολλές αντιδράσεις από τους κατοίκους!».

Ναι, η αστυνομία μπορεί. Και η κυβέρνηση μπορεί. Και η Περιφέρεια μπορεί. Και ο Δήμος μπορεί. Όλοι μπορούν να κάνουν τις ζωές μας καλύτερες. Αρκεί να έχουν την πίεση από τους πολίτες.

Κανείς δεν χαρίζει. Μόνο αναγκάζεται να ακούσει.

Το περασμένο καλοκαίρι δεν πήγα καθόλου διακοπές λόγω «αναταράξεων» στη δουλειά. Πέρασα τις ζέστες, κοιτώντας από το παράθυρό μου ένα ολοσκότεινο Πάρκο, μία εχθρική, αφιλόξενη, εκφοβιστική μαυρίλα 280 στρεμμάτων, που κάποτε ήταν ο τόπος της δροσερής βόλτας των Αθηναίων…

Σκέφτηκα τη διαμαρτυρία «Φωτίζουμε το Πεδίον του Άρεως». Θα μαζευόμασταν, φανταζόμουν, πολλοί κάτοικοι και φίλοι του Πάρκου, χωρίς συνθήματα, ούτε μικροφωνικές εγκαταστάσεις, χωρίς πανό και σημαίες (που να τα βρίσκαμε άλλωστε όλα αυτά;), παρά μόνο με φακούς και φαναράκια και θα κάναμε μία νυχτερινή βόλτα στα δρομάκια του Πάρκου. Θα ξορκίζαμε το σκοτάδι και θα διεκδικούσαμε το φως… Θα κάναμε τους αρμόδιους ΝΑ ΜΑΣ ΔΟΥΝ.  

Πολλοί ενεργοί πολίτες, μόνοι τους ή από παρέες και ομάδες που δραστηριοποιούνταν παλιότερα στο Πάρκο, ρίχτηκαν στην οργάνωση – ή, καλύτερα, στην ενημέρωση του κόσμου, αφού οργάνωση δεν χρειαζόταν – και καταφέραμε μαζί την πρώτη μεγάλη επιτυχία των πολιτών στο Πεδίον του Άρεως μετά από δεκαετίες απλής «γκρίνιας»: Φωτίσαμε το Πεδίον του Άρεως!

Αναγκάσαμε την Περιφέρεια να φτιάξει τα ηλεκτρολογικά, να βάλει νέα φωτιστικά και να κάνει και πάλι το μεγαλύτερο μέρος του Πάρκου «κανονικό». Ο φωτισμός αυτός διατηρείται μέχρι σήμερα και είναι ίσως το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που παραμένει φωτισμένο το Πεδίο του Άρεως μετά την ανάπλασή.

Στο φωτισμό κερδίσαμε. Αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι μάθαμε πως, όταν διεκδικούμε και είμαστε πολλοί, μπορούμε να κερδίζουμε.

Αυτό θέλει και ετούτη η σελίδα.

Να γίνουμε πολλοί και να κερδίζουμε φως, πράσινο, ασφάλεια και ζωή.

Μπορούμε.

Μπορούμε να κάνουμε τις δικές μας αναμνήσεις χαράς, πλαίσιο αναφοράς για το Πεδίον του Άρεως που λαχταράμε.

facebook page: Πεδίον του Άρεως ΤΟ ΠΑΡΚΟ ΜΑΣ

The following two tabs change content below.

Δημήτρης Καλαντζής

Γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στο κέντρο της Αθήνας. Σπούδασε δημοσιογραφία στο «Εργαστήρι» και Ελληνικό Πολιτισμό στο ΕΑΠ. Έχει δουλέψει σε εφημερίδες, ραδιοφωνικούς & τηλεοπτικούς σταθμούς και τώρα διερευνά τους κώδικες του διαδικτύου. Αγαπά τις ανθρώπινες ιστορίες και τις γάτες.

Comments

comments

Related Posts

Recent Posts