του Κώστα Θεολόγου.
Σε χρόνο ανύποπτο, το καλοκαίρι του 1989, στο Λασίθι, συζήτησα με τον Νίκο Κούνδουρο, θυελλώδη κύρη ενός αρχοντικού που επόπτευε τον κόλπο του Μεραμπέλου, εκεί όπου είχε γυριστεί, 20 καλοκαίρια πριν από την δική μας συνάντηση, το φιλμ του Ντίνου Δημόπουλου (1969, Η νεράιδα και το παλικάρι) και ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ σαν παλικάρι άκουγε την Αλίκη Βουγιουκλάκη να τραγουδάει σαν νεράιδα έγκλειστη στον πύργο του Διονύση Παπαγιαννόπουλου (πατέρα της).
Θυελλώδης ήταν, όμως, και η εποχή με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου αλλά και την εισβολή των Ρώσων στο Αφγανιστάν, την ανατροπή του Νικολάε Τσαουσέσκου στη Ρουμανία, την εισβολή των Αμερικανών στον Παναμά, την ιδιωτική τηλεόραση στην Ελλάδα, την δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη από την Ε.Ο. 17 Ν, έτσι για να θυμηθώ ολίγα αλλά σημαντικά. Και ένα κλείσιμο της κουβέντας μας για τη μνήμη και κάτι που ο ίδιος αναφέρει ως φυσική συνέχεια των πατεράδων μας, για τα «πιασίματα» που θα μας επιτρέψουν να υπάρξουμε σε προσωπικό επίπεδο. Νομίζω ότι αυτή η συνέντευξη έχει μια αθωότητα, που έχει την ίδια ποιότητα με εκείνη που υπογραμμίζει και ο ίδιος στην κουβέντα μας. Μετά το 1989 γνωρίζουμε και κατανοούμε περισσότερα για την πολιτική και για τους πολιτικούς, είμαστε πιο υποψιασμένοι. Ας παραμείνουμε υποψιασμένοι και ας συντηρούμε τη μνήμη μας- προσωπική και συλλογική. Η δική μου μνήμη για τον Κούνδουρο λέει ότι δεν πέθανε στις 22 Φεβρουαρίου του 2017.
- Ο κινηματογράφος είναι μια τέχνη που χρησιμοποιεί το συνδυασμό εικόνας και λόγου. Αναμφισβήτητα, νομίζω, υπάρχει μια κυριαρχία της εικόνας στη σύγχρονη κοινωνία —τουλάχιστο ως προς τον λόγο. Δέχεστε κατ’ αρχάς ότι η κοινωνία της εικόνας οδηγεί στην αποχαύνωση και στην αφασία;
Και βέβαια δεν το δέχομαι. Είναι γνωστές και οι επιπτώσεις της παντοδυναμίας της εικόνας, πάνω σε μια μάζα η οποία προτιμάει επεξεργασμένη τη σκέψη. Αυτό όμως συνέβαινε πάντοτε. Και πριν επινοηθεί η εικόνα, η νωθρή μάζα κατάπινε ανεπεξέργαστα τα όσα ο λόγος πια -ο γραπτός ή ο προφορικός- της μετέδιδαν. Στο κάτω-κάτω, σημασία έχει ο αποδέκτης και όχι το μέσο. Η εικόνα, η παντοδύναμη ως καινούργια μέθοδος πληροφόρησης και συνεννόησης των ανθρώπων, έχει σιγά-σιγά μπει στη ζωή μας· δεν ήταν κάτι το απότομο. Έχει πια άλλωστε, κοντά έναν αιώνα ζωής, με όλες τις επιπτώσεις που έφερε μαζί της, με όλα τα αρνητικά και τα θετικά. Στον τομέα Πληροφόρησης και Εκπαίδευσης η εικόνα πια παίζει έναν τεράστιο ρόλο. Ίσως αυτό που είπατε «αποχαύνωση», «απονέκρωση», μάλλον αφορά σε μιαν ειδική χρήση της εικόνας, την τηλεοπτική εικόνα κυρίως, διότι βέβαια η φωτογραφία δεν τάραξε τα νερά ποτέ. Ίσα-ίσα πρόσθεσε χωρίς να κλέψει τίποτα από τη στοχαστικότητα του ανθρώπου. Η τηλεόραση, όμως, έχει προσθέσει αφενός, και έχει κλέψει αφετέρου μια μεγάλη μερίδα από τη διαπαιδαγώγηση τού ανθρώπου, άλλοτε προς το καλό, άλλοτε προς το κακό.
- Πώς νομίζετε, λοιπόν, ότι επιτυγχάνεται η πνευματική εγρήγορση της κοινότητας διά του κινηματογράφου;
O κινηματογράφος, που έχει ως γνωστόν πενήντα, εξήντα χρόνια ζωή, δεν μπορούμε να πούμε ότι έκανε κάτι άλλο από το να διευρύνει λιγάκι τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις τού κόσμου. Μάθαμε δηλαδή μέσα από τον κινηματογράφο, πριν επινοηθεί η τηλεόραση, πώς ζούνε οι Εσκιμώοι, πώς ζούνε οι Αμερικανοί στη Νέα Υόρκη, πώς αναπαράγονται οι χελώνες, οι κροκόδειλοι, οι πιγκουΐνοι. Μάθαμε χιλιάδες πράγματα. Η εικόνα δηλαδή, διά του κινηματογράφου, έφερε μαζί της έναν όγκο από πληροφόρηση και με τον εκλαϊκευμένο τρόπο με τον οποίο μάς προσφέρθηκε, οι καταναλωτές αυτής της πληροφόρησης πολλαπλασιάστηκαν βέβαια σε νούμερα, που ποτέ δεν ονειρεύτηκε ο γραπτός λόγος ή ο προφορικός.
- Ποια λοιπόν είναι η σημασία του λόγου για την κινηματογραφική τέχνη σήμερα και ιδιαίτερα για τον δικό σας κινηματογράφο;
Δεν περιφρόνησα ποτέ τον λόγο. Εξάλλου, ο κινηματογράφος είναι μια σύνθετη τέχνη, αποτελείται από τον συγκερασμό και την επιμειξία με άλλες τέχνες. Ο λόγος βέβαια επεξηγεί και παίζει ρόλο. Είναι αστείο να πούμε ότι είναι δυνατόν να υποκαταστήσει η εικόνα τον λόγο σε όλο το εύρος του. Η εικόνα δεν είναι σε θέση να κάνει πάρα πολλές και περίπλοκες σκέψεις. Η εικόνα είναι μια μαρτυρία. Μέχρι το σημείο που εγώ καταθέτω μια μαρτυρία μέσω της εικόνας, όλα πάνε καλά. Από την ώρα που χρειάζομαι μια πιο σύνθετη επεξεργασία μού είναι απολύτως απαραίτητος ό λόγος. Στις δικές μου ταινίες, βέβαια, (σε αντίθεση με άλλο είδος κινηματογράφου, που περιφρόνησε τη δύναμη της εικόνας και τη μεταχειρίστηκε απλώς σαν ένα ενδιάμεσο, για να μεταφερθεί ο λόγος) τίμησα τη δύναμη της εικόνας και προσπάθησα να επεξεργαστώ παράλληλα τρεις ή και τέσσερις καμιά φορά γραφές. Η μία ήταν η γραφή της εικόνας, η άλλη η καταγραφή του λόγου, η τρίτη ήταν οι σιωπές, η τέταρτη ήταν ο ήχος, οι μουσικές. Μπορώ δηλαδή να πω ότι με το ξεκίνημα μιας εικόνας ξεκινάνε παράλληλα τέσσερις μέθοδοι επικοινωνίας, οπτικές και ακουστικές. Αυτή είναι η δική μου αναζήτηση στον κινηματογράφο. Άλλοι κάνανε κινηματογράφο μ’ άλλους τρόπους. Ο βωβός εξακολουθεί να έχει θαυμαστές σ’ όλο τον κόσμο. Έχει φτάσει σε σημαντικά σημεία επικοινωνίας με τον κόσμο. Ο φλύαρος κινηματογράφος πάλι έχει πετύχει πάρα πολλά και δεν είναι τυχαίο ότι μεγάλοι σκηνοθέτες, ο Μπέργκμαν για παράδειγμα, και άλλοι, έχουν εγκαταλείψει την πειθώ της εικόνας και στρέφονται, όσο μεγαλώνουνε, σε μια επαναφορά του κυρίαρχου λόγου στο έργο τους. Οι τελευταίες ταινίες του Μπέργκμαν, ας πούμε, ήτανε λόγος σκέτος.
- Τι σας εμπνέει στη ζωή σας; Υπάρχει μήπως σχέση των εμπνεύσεων αυτών με την επιλογή της κινηματογραφικής θεματολογίας σας; Για παράδειγμα, ας μιλήσουμε για την πρώτη και για την τελευταία ταινία σας. Δηλαδή από τη «Μαγική Πόλη» να πάμε στο «Μπορντέλο».
Έχει γίνει, βέβαια, μια μεγάλη πορεία μες στα τριάντα χρόνια. Η πρώτη μου ταινία ήτανε γέννημα της πίεσης που ασκήθηκε πάνω σ’ έναν φιλελεύθερο κόσμο, τον κόσμο που αρνήθηκε την υποταγή. Μιλάμε, μην ξεχνάτε για το 1953. Γέννημα και της σιωπής, η οποία μας είχε επιβληθεί. Σκέφτηκα να κάνω την πρώτη ταινία μου όταν ήμουνα στο Μακρονήσι. Έτσι βρέθηκα ξαφνικά, από σπουδαστής της Σχολής Καλών τεχνών, σκηνοθέτης, ελέω Θεού χρισμένος· μόνος μου έχρισα τον εαυτό μου. Βέβαια, όταν βλέπω τώρα από κάποια απόσταση το έργο μου, καταλαβαίνω ότι αν κάτι χαρακτηρίζει τη «Μαγική Πόλη», την πρώτη μου ταινία, αυτό είναι η αθωότητά της. Δεν ήτανε μονάχα η δική μου η αθωότητα, ήτανε γενικώς η αθωότητα του χώρου. Γιατί μιλάμε για μιαν Ελλάδα που μόλις είχε βγει από την Αντίσταση, ματωμένη, πληγωμένη, ξεσκισμένη και όσο κι αν σάς φαίνεται περίεργο, αθώα μέσα στην ήττα της, μέσα στο αίμα, μέσα στο μακελειό, μέσα στις ενοχές, εφόσον οι ενοχές ήταν όλες ενοχές της Δεξιάς. Ενοχές των κληρονόμων των ταγματασφαλιτών, ενοχές των νικητών εν πάση περιπτώσει, τουλάχιστο στη δική μου συνείδηση. Γι’ αυτό λοιπόν λέω, ότι ή αθωότητα δεν ήταν μια αθωότητα δικιά μου, αλλά μια αθωότητά δικιά ΜΑΣ, έτσι με κεφαλαία. Διερωτώμαι, βέβαια, αν ή αθωότητα αυτή χάθηκε από τους επιγόνους, από τη νέα γενιά Ελλήνων και βρίσκω ότι χάθηκε και ήταν φυσικό να χαθεί. Τόσα πράγματα έγιναν από τότε. Για πολλούς από μας, ο χώρος ΜΑΣ έχασε την αθωότητά του, όταν άρχισαν να βγαίνουν οι αλήθειες στην επιφάνεια (γιατί τι αθωότητα να έχει κάποιος άνθρωπος πού ξέρει;). Τότε όμως δεν τις ξέραμε, δεν ξέραμε, νομίζαμε ότι κάποια ώρα, κάποια στιγμή θα ερχόταν και η ώρα της Δικαιοσύνης. Άργησε. Σήμερα ζούμε μιαν αναγέννηση, μπορεί να πει κάποιος, συναισθηματικοϊδεολογική, διότι τώρα τα λείψανα αυτής της τραγωδίας είναι άνθρωποι παραιτημένοι πλέον από διεκδικήσεις. Είναι άνθρωποι δηλαδή, που θέλουν στο δώδεκα παρά πέντε της ζωής τους να χαρούνε μια δικαίωση, και την προσωπική τους και την ευρύτερη· μια δικαίωση που τη θεωρούνε φυσικό έπαθλο μετά από τόσους αγώνες και τόσο αίμα.
- Κάνοντας λοιπόν ένα μεγάλο άλμα από το 1953 ας βρεθούμε στο 1987 στη χρονιά του “Μπορντέλου”. Τι πραγματεύεται αυτή η ταινία;
Το «Μπορντέλο» που είναι η τελευταία μου ταινία και ήθελα να είναι μια ταινία προκλητική —το λέει κι ο τίτλος άλλωστε— αντανακλά τη γνώση μιας εποχής, που δεν έβαλε τίποτα στη θέση της. Ήθελα να πω από πριν, όταν με ρώτησες τι με εμπνέει, τι με ωθεί σήμερα, ότι κι εγώ, μεγαλωμένος πια, τρέφομαι από μνήμες. Όχι από τις μνήμες τις δικές μου μονάχα, αλλά κι από τις μνήμες άλλων. Έτσι, έκανα το «1922», που είναι μια ταινία μνήμης. Γυρνάω λοιπόν ακόμη 50 χρόνια πίσω και κάνω το «Μπορντέλο» που έχει ως θέμα την Κρήτη του 1897. Η Κρήτη βγαίνει ματωμένη από την επανάσταση και ζητάει την ανεξαρτησία και την ελευθερία της. Όχι μονάχα την ελευθερία από τούς Ευρωπαίους. Αυτά τα θέματα είναι και σήμερα έντονα στην καθημερινή πολιτική ζωή μας. Η ταινία βέβαια παρεξηγήθηκε γιατί ήταν μια ταινία και σατιρική με την έννοια του σαρδώνειου, ενός θανατηφόρου σαρκασμού. Δεν είναι μια εικόνα πικρή, μια εικόνα απογοητευμένη, όπως νόμιζαν κάμποσοι. Ίσα- ίσα, υπάρχει ένα επικό στοιχείο και μέσα στη θλίψη και μέσα στον εκφυλισμό των πραγμάτων. Πρόκειται δηλαδή για το επικό στοιχείο του Έλληνα και των πραγμάτων. Μέσα στη μιζέρια μας εξακολουθούμε να έχουμε να βιώνουμε τα σπέρματα ενός λαού επικού. Τώρα όμως είναι και ο ηρωισμός της γνώσης ότι τα πράγματα πια τα ξέρουμε, βεβαιωμένα από τον χρόνο πού πέρασε.
- Υπάρχει διάχυτη η γνώμη ότι ανήκετε στους Έλληνες καλλιτέχνες που ασχολήθηκαν με την ουσία της ελληνικότητας. Πώς δόθηκε η εντύπωση αυτή;
Αυτός ο πολυβασανισμένος όρος «ελληνικότητα» μας έχει βασανίσει κι εμάς. Τι να σας πω: η Ελλάδα είναι το μέρος που με γέννησε, μ’ έθρεψε, μου ’δωσε τις πρώτες, τις δεύτερες, τις τρίτες, τις όλες παραστάσεις μου. Μ’ επηρέασε και μ’ επηρεάζει. Από δω και πέρα βέβαια θα θεωρηθούμε λιγάκι επαρχιώτες, αν νομίζουμε ότι είμαστε απομονωμένοι στην άκρη της γης. Είμαστε κι Ευρωπαίοι, είμαστε και παιδιά του κόσμου, απ’ όλα είμαστε σήμερα, απ’ όλα ξέρουμε. Τώρα να σου πω, την ώρα πού κάνω μια ταινία, αυτά τα στοιχεία του Ευρωπαίου για τα οποία κι εγώ καμαρώνω, του πολίτη του κόσμου δηλαδή, θαμπώνουνε. Αυτά πού επιζούν έντονα είναι τα στοιχεία του Έλληνα. Στον Έλληνα βέβαια δεν δίνω την έννοια που δίνει το διαβατήριό μου. Μιλάω για μια βαθύτερη ουσία του γεωγραφικού Έλληνα της Ανατολής. Τώρα στον κινηματογράφο, αυτό πού είναι ασύνειδο ή το άλλο το υποσυνείδητο, γιατί συνηθίζουμε να ψάχνουμε μέσα από ένα έργο και την ταυτότητα του δημιουργού του, το ανακαλύπτουμε εκ των υστέρων. Είναι τόσο επίπονη και τόσο μακρόχρονη η περιπέτεια της παραγωγής μιας ταινίας, που δεν υπάρχουν περιθώρια για να ερωτηθεί το περίφημο υποσυνείδητο. Αυτό που είναι κυρίαρχο την ώρα της δουλειάς είναι το συνειδητό και μάλιστα οργανωμένο με μιαν αμείλικτη τεχνική, που δεν σου παρέχει περιθώρια. Είπες πριν για τις εμπνεύσεις, για τις ιδέες. Η ιδέα είναι μια χιονοστιβάδα και κατρακυλώντας η ιδέα μεγαλώνει, γίνεται μπάλα, γίνεται μπαλόνι, γίνεται ο,τι είναι να γίνει τέλος πάντων, φτάνει στο βάθος του βουνού ή του λόφου και έχεις μια μάζα χωρίς πλευρές ούτε γωνίες, αλλά μια μάζα πού γλιστράει από παντού. Παλεύεις με το υλικό σου να δώσεις μορφή και τα βγάζεις πέρα ή δεν τα βγάζεις.
Πίσω στην ελληνικότητα τώρα: είναι ένα θεριό με το οποίο παλεύεις μια ζωή ολόκληρη. Νομίζω ότι αν πολλοί την αρνήθηκαν, αυτός είναι ο λόγος, επειδή είναι απρόσιτη, απλησίαστη. Είναι πιο εύκολο για κάποιους να την πετάξουν από πάνω τους και να την αρνηθούν. Η Ευρώπη, εξάλλου, μας κυκλώνει καθημερινά από παντού και ακόμα πιο πολύ η Αμερική. Αυτή η πλαστή Αμερική που έχει εισβάλλει από παντού στην Ελλάδα και είναι χειρότερη κι από την πιο ύποπτη «ελληνικότητα».
- Είπατε πριν ότι η νέα γενιά έχει χάσει την αθωότητά της. Συμπεραίνω ότι έχασε και τις μνήμες της και τη σχέση της με την παράδοση, δηλαδή με την «ελληνικότητα».
Ναι, το είπα και τώρα που το λες κάνω και μιαν άλλη σκέψη. Η «ελληνικότητα» δεν είναι κανένα θηρίο, δεν είναι τίποτα. Είναι εκεί και υπάρχει ή δεν υπάρχει. Αλλά, αν υπάρχει, υπάρχει μέσα σου, έξω σου, γύρω σου και μετέχεις με φυσικότητα, ωραία, απλά, τρυφερά, δίχως κάποια προσπάθεια. Γεννιέσαι και πεθαίνεις και είσαι μέρος της Ελλάδας, και δεν χρειάζεται να κυνηγάς καμιά «ελληνικότητα». Ίσως σε λίγα χρόνια, μάλιστα, το να κυνηγάς την «ελληνικότητα» θα είναι λάθος κίνηση. Ζούμε σε μια χώρα που τα γεωγραφικά σύνορα, άρχισαν να χάνουν πια τη σημασία τους και αύριο, μεθαύριο, ποιος ξέρει, πολύ σύντομα ίσως, τις καινούργιες κοινωνίες θα τις ορίζουν άλλα κοινά χαρακτηριστικά: ιδέες, επαγγέλματα, κοινοί τρόποι ζωής. Στο κάτω-κάτω έχω διαπιστώσει ήδη ότι είναι πιο φυσικό να’ ναι αδελφός μου ο Κουροσάβα ή ο Ταρκόφσκι, παρά ο Κουτσόγιωργας.
- Τι κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένο, ποια είναι τα συστατικά της ευτυχίας, αν υπάρχει συνταγή γι’ αυτήν. Κι αν δεν υπάρχει ευτυχία υπό αυτή την έννοια, ποια είναι τα συστατικά μιας ποιότητας για τη ζωή μας;
Να το ξεχωρίσουμε αυτό. Ευτυχισμένο κάνει τον άνθρωπο η κουταμάρα -τίποτα άλλο δεν μπορεί να τον κάνει ευτυχισμένο. Δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρχει πραγματικά ευτυχισμένη ζωή ή ευτυχισμένος άνθρωπος, ο οποίος είναι καταδικασμένος να τυραννιέται απ’ τo μυαλό του κι όσο πιο λίγο μυαλό έχει, τόσο λιγότερη τυραννία υφίσταται, μπορώντας να πλησιάσει έτσι πιο κοντά σε περιόδους ευτυχίας, γιατί δόξα τω Θεώ, αν κερδίσουμε και μια πνευματική ευτυχία, έρχεται το σαρκίον μας, το ευτελές, με καρκίνους, με εγκεφαλικά επεισόδια, με διάφορα τέλος πάντων καμώματα για να μας θυμίσει ότι ευτυχία δεν υπάρχει. Είπα και για θρησκείες προ ολίγου. Η μεγάλη παρηγοριά του ανθρώπου αναπτύχθηκε βέβαια στις θρησκείες, σαν «υποκατάστατο» μιας άλλης ευτυχίας, που η αληθινή ζωή δεν μπορούσε να του την προσφέρει. Η ευτυχία λοιπόν δεν νομίζω ότι μπορεί να κατακτηθεί. Ωραίες ώρες μπορούμε να ζήσουμε. Επειδή μίλησες και για ποιότητα ζωής, το ζητούμενο από την εποχή του Χριστού ώς την εποχή του Μαρξ, ήταν να ζήσουμε καλύτερα. Είναι πάρα πολύ απλό, αλλά είναι έτσι ακριβώς: η καλύτερη ζωή ήταν το ζητούμενο. Δεν είναι ευτελές δηλαδή να αναζητάει κάποιος, την καλύτερη ζωή του. Είναι ο,τι ευγενικότερο μπορεί να αναζητήσει ό άνθρωπος.
- Καλύτερη ζωή τι σημαίνει· άνετη ζωή; Αυτό εξηγήστε. Πώς ορίζουμε το «καλύτερη» ζωή;
Δεν μπορώ να περιφρονήσω το «άνετη ζωή», παρόλο που μικραίνει λιγάκι το θέμα μας. Αλλά νομίζω το καλύτερη είναι όπως το εννοεί ο καθένας. Αυτό πού θεωρώ κατ’ αρχήν, βέβαια, ευτυχία, είναι η ειρήνη. Είναι η γαλήνη του ανθρώπου, είναι η παιδεία, η υγεία του, η αίσθηση δικαιοσύνης γύρω του, η οποία θα του επιτρέψει να κοιμάται ήσυχος, να μην έχει ταραγμένο ύπνο. Έπειτα, ο άνθρωπος δεν πρέπει να ζηλεύει. Η ζήλια είναι το φοβερότερο κίνητρο. Τα πρότυπα των καλοταϊσμένων ανθρώπων είναι ο,τι χειρότερο υπάρχει αυτή τη στιγμή. Μέσα από περιοδικά, εφημερίδες, τηλεόραση μέσα από εκείνες τις φοβερές ταινίες σίριαλ-τύπου «γοητείες» και «δυναστείες», ξαφνικά έχει αλλοιωθεί η εικόνα του πώς είναι μια όμορφη ζωή, διότι δεν είναι αυτή μια όμορφη ζωή. Είναι τεράστιο λάθος. Εξάλλου, αυτοί οι πονηροί που κάνουν αυτές τις ταινίες, και αναφέρομαι σ’ αυτούς, όχι γιατί έκαναν μια ταινιούλα, αλλά γιατί έχουν σαλέψει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ο δυτικός κόσμος ολάκερος ζει αυτή τη στιγμή με μοντέλα ζωής, τα οποία μας δίνουνε οι αμερικάνικες σαχλαμαροταινίες. Βλέπεις οι κυρίες πώς χτενίζονται, πώς ντύνονται, τι επιθυμούνε. Είναι σοβαρό, δεν είναι δεύτερης σημασίας το φαινόμενο αυτό, αλλά ποιος μπορεί να πειθαρχήσει αυτή την τάση που έχει ο φτωχός να μοιάσει στον πλούσιο, έστω κι αν αυτό είναι λάθος μοντέλο;
- Μιλώντας στην αρχή, είπαμε για τις μνήμες. Αυτές θαρρώ σας εμπνέουν και δεν μιλάμε απαραιτήτως για βιωμένες μνήμες, αλλά για τη συλλογική μνήμη, θα ’λεγα εγώ, του ελλαδικού χώρου. Βλέπω στο σπίτι σας γύρω μου στασίδια, αναλόγιο ψάλτη, έναν παππού στον τοίχο, υδρίες αιώνων, που ανασύρθηκαν κατά πάσα πιθανότητα από τον κόλπο του Μιραμπέλου, εδώ από κάτω, μια παλιά βυζαντινή εικόνα και νιώθω ενθουσιασμένος. Θα ’θελα, λοιπόν, να κλείσουμε έτσι μιλώντας για τη μνήμη.
Τρέφομαι με μνήμες από παιδί. Ασκούσανε τρομερή γοητεία πάνω μου οι μνήμες των άλλων, γιατί εγώ σαν παιδί, τι μνήμες να έχω; Νομίζω ότι αν σήμερα δημιουργείται μια γενιά ανθρώπων δίχως μνήμη είναι από τις μεγαλύτερες ζημιές που μπορούμε να προσάψουμε σ’ όσους έχουν την ευθύνη της παιδείας μιας γενιάς. Τα νέα παιδιά απεμπολούν τις μνήμες, δεν τις θέλουν, δεν ξέρουν στοιχειώδη πράγματα, δεν νοιάζονται να ψάξουνε και εδώ υπάρχει ένας κίνδυνος εθνικός. Μιλήσαμε για το πώς θα διασώσουμε το εθνικό μας πρόσωπο. Η προστασία δεν είναι μονάχα απέναντι στους ξένους, που φέρνουν τα ξένα πρότυπα ζωής, αλλά και απέναντι στη δικιά μας παιδεία, η οποία αγνοεί εντελώς την Ιστορία και τη μνήμη, τη συνέχεια της φυλής. Δεν μιλάω σαν σοβινιστής, μιλάω σαν άνθρωπος που έχει αντιληφθεί βαθιά και καίρια να αποτελούμε εμείς μια φυσική συνέχεια των πατεράδων μας, γιατί αυτή η συνέχεια μάς δίνει δύναμη. Δεν είναι ρομαντισμός, δεν είναι φιλαρέσκεια, είναι μια αναζήτηση, τέλος πάντων, «πιασιμάτων», που θα μου επιτρέψουν να υπάρξω εγώ και να κληροδοτήσω αυτή την κληρονομιά στον απόγονό μου.
Η συζήτηση αυτή έγινε το Σεπτέμβριο του 1989 στο σπίτι του Νίκου Κούνδουρου (1926-2017) στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης. Δημοσιεύτηκε στο περ. Το Δέντρο, 1989, τ. 48-49, σελ. 131-136.


Latest posts by Κώστας Θεολόγου (see all)
- Μνήμη: η ελληνική διαλεκτική. Συζήτηση του Νίκου Κούνδουρου με τον Κώστα Θεολόγου - February 18, 2018
- Αστικός εκσυγχρονισμός και εκπαίδευση - January 21, 2018
- Διαθέτουν άραγε τα ζώα τεχνολογία; - January 2, 2018