Τέχνη και Ζωή στη Μόσχα – Εξερευνώντας τη ρώσικη πρωτεύουσα

της Έλενας Αλεξανδράκη. 

Η πρώτη αίσθηση που παίρνεις από τη Μόσχα φτάνοντας στο αεροδρόμιο είναι απογοητευτική, ειδικά αν φτάσεις ξημερώματα και έχει πρόβλημα η βίζα σου. Οι υπάλληλοι δεν μιλάνε αγγλικά και είναι μάλλον αγενείς και υπεροπτικοί – ακόμα και στον γκισέ πληροφοριών ήταν αδύνατον να πάρουμε μια πληροφορία “της προκοπής”. Τα “κοράκια” ταξιτζήδες -που μιλούσαν άπταιστα αγγλικά- προσπαθούσαν να μας πουλήσουν την κούρσα στη μεγαλύτερη δυνατή τιμή. Εμείς καταλήξαμε μετά από παζάρι σε μια “τσιμπημένη” τιμή και σε μισό λεπτό εμφανίστηκε ένας οδηγός βαρύς, σκυφτός και αμίλητος, με το τσιγάρο στο στόμα, που μας πήρε ενώ είχε αρχίσει πια να χαράζει, και οδηγώντας με υπερβολική ταχύτητα μέσα από χιονισμένα τοπία με γυμνά δέντρα, μας άφησε μπροστά από την είσοδο του ξενοδοχείου -έσκασε μόνο στο τέλος ένα χαμόγελο όταν, μιμούμενη τη ρώσικη προφορά, του είπα “σπασίμπα” (θα ήμουν μάλλον αστεία).

Λίγες ώρες αργότερα, περπατώντας στο κέντρο της πόλης και βρισκόμενοι ξαφνικά στην τεράστια Κόκκινη Πλατεία, αυτή η αίσθηση ξεχάστηκε εντελώς. Η Μόσχα είναι μια πόλη “ευρύχωρη”, ανοιχτή, φωτεινή, φιλική και φιλόξενη. Οι δρόμοι της μεγάλοι, τα πεζοδρόμιά της φαρδιά, τα κτήριά της επιβλητικά και όλα πεντακάθαρα. Οι άνθρωποι πρόθυμοι να βοηθήσουν ακόμα και αν δεν το ζητήσεις: αρκεί να κρατάς το χάρτη στο χέρι και -ίσως- να δείχνεις χαμένος.

Λεπτομέρεια από το εσωτερικό του ναού του Αγίου Βασιλείου, του πιο χαρακτηριστικού κτηρίου της Μόσχας.

Το μετρό της τεράστιο και διαφορετικής φιλοσοφίας από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά μετρό. Μία φορά, ωστόσο, είναι αρκετή για να μπορείς μετά να κινείσαι με άνεση. Κάποιοι σταθμοί, της κεντρικής κυκλικής γραμμής που ήταν το πρώτο μετρό της πόλης, κατασκευασμένο τη δεκαετία του ’30, είναι χάρμα οφθαλμών: καμάρες, σκαλιστές πλάκες, διακοσμημένα παγκάκια, μάρμαρα.

Στη Μόσχα αρέσουν πολύ τα φωτάκια και σε συνδυασμό με τις νιφάδες του χιονιού που δεν σταμάτησαν σχεδόν ποτέ να πέφτουν, είχες την αίσθηση των Χριστουγέννων. Αν έπαιρνες μάλιστα και ζεστό κρασί στο χέρι δεν είχες καμία αμφιβολία πως ήταν Χριστούγεννα, παρόλο που έβλεπες τις νύχτες τους υπαλλήλους του Δήμου να δουλεύουν για να στήσουν την Πασχαλινή διακόσμηση.

Οι θέσεις των επισήμων στο auditorium της Γέλικον Όπερα.

Οι εκκλησίες γύρω από την Κόκκινη Πλατεία πολλές και με χρυσές λεπτομέρειες ή τρούλους. Μπαίνοντας στην εκκλησία των Θεοφανείων, ένα απόγευμα που ακούγονταν ψαλμωδίες, συμμετείχαμε σε μία «μυστηριακή λειτουργία». Η εκκλησία ήταν άδεια, χωρίς καρέκλες, τα φώτα όλα σβηστά -μόνο τα κεριά έφεγγαν, ο ιερέας έψελνε με πλάτη σε εμάς μπροστά από την κλειστή πόρτα του ιερού και ο κόσμος, που στεκόταν διάσπαρτα στη σκοτεινή αίθουσα, έκανε σχεδόν ασταμάτητα σταυρούς και βαθιές μετάνοιες. Ήταν ένας κόσμος που δεν έβλεπες στο δρόμο: πιο λαϊκός, με τις γυναίκες να φοράνε χαρακτηριστικά πολύχρωμα μαντήλια και χωριάτικες φούστες.

Αν απομακρυνόσουν από το κέντρο, έβλεπες μια αρκετά διαφορετική πόλη. Θεόρατες παλιές πολυκατοικίες που σε ταξίδευαν στη Σοβιετική Ένωση και μικρότερα πεζοδρόμια γεμάτα λασπωμένο, πολυκαιρινό χιόνι που δυσκόλευε τη διέλευση των πεζών. Οι άνθρωποι, όμως, το ίδιο φιλικοί και πρόθυμοι, ενώ και η αίσθηση ότι είσαι ασφαλής δεν μας εγκατέλειψε ούτε και όταν νύχτωσε σ’ αυτήν, την “άλλη” Μόσχα.

Τα μουσεία όλων των ειδών, οι πινακοθήκες και γενικώς τα αξιοθέατα στη ρώσικη πρωτεύουσα είναι αμέτρητα. Χρειάζεσαι τουλάχιστον ένα μήνα για να προλάβεις να τα δεις όλα. Μουσεία ιστορικά, αρχαιολογικά, αστρονομίας, πινακοθήκες με Ρώσους ζωγράφους, με διάσημους πίνακες, σπίτια-μουσεία Ρώσων συγγραφέων, κτήρια με αξιοσημείωτη αρχιτεκτονική και διακόσμηση, εκκλησίες -με κορυφαία το έμβλημα της Μόσχας τον Άγιο Βασίλειο, το Κρεμλίνο με διάφορα σημεία ενδιαφέροντος, μεταξύ των οποίων και το μαυσωλείο Λένιν, θεατρικά κτήρια όπως το κτήριο των Μπολσόι και το Θέατρο Τέχνης Μόσχας, και πολλά πάρκα.

Ο γνωστός πίνακας “Η Αποθέωση του Πολέμου” του Βασίλι Βερεστσάγκιν στην Πινακοθήκη Τετριάκοφ.

Από όσα πρόλαβα να δω (ελάχιστα σε σχέση με αυτά που ανέφερα), ιδιαίτερα εντυπωσιακή ήταν η Νέα Πινακοθήκη Τετριάκοφ (Tetryakov) αποκλειστικά με Ρώσους ζωγράφους. Η Τετριάκοφ, συγκρινόμενη μάλιστα με άλλες ρώσικες πινακοθήκες, όχι μόνο είχε τις πληροφορίες για τους πίνακες, τα ρεύματα και τους ζωγράφους και στα αγγλικά, αλλά με τον τρόπο που ήταν βαλμένα τα εκθέματα (πίνακες, γλυπτά και εγκαταστάσεις) μπορούσες να παρακολουθήσεις την εξέλιξη της ρώσικης ζωγραφικής από τα προεπαναστατικά χρόνια (κυβισμός, φουτουρισμός, σουπρεματισμός) στη ρώσικη πρωτοπορία και στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό για να καταλήξει σε σύγχρονους ζωγράφους.

Ένα από τα πιο γνωστά εκθέματα της Τετριάκοφ, το “Παγώνι στo Λαμπερό Ηλιόφως” (Peacock in bright sunlight) της Νατάλιγια Γκοντσάροβα.

Εξαιρετικοί εικαστικοί, όχι τόσο γνωστοί στο ευρύ κοινό -κάποιοι από τους οποίους μάλιστα έκαναν και σκηνικά για το θέατρο- και δυναμικοί πίνακες με έντονα χρώματα και γραμμές: Νατάλιγια Γκοντσάροβα, Βλαντιμίρ Τάτλιν, Καζιμίρ Μάλεβιτς, Βασίλι Καντίνσκι, Μαρκ Σαγκάλ, Βαρβάρα Στεπάνοβα και πολλοί ακόμα σημαντικοί ζωγράφοι. Παράλληλα, η πινακοθήκη φιλοξενούσε μια μεγάλη έκθεση του Βασίλι Βερεστσάγκιν (1842 – 1904) μέσα στην οποία ήταν σχεδόν αδύνατο να περπατήσεις από τον πολύ κόσμο. Ανάμεσα στα εκθέματα και ο πολύ γνωστός πίνακας “Η Αποθέωση του Πολέμου”.

Όσο για τις παραστατικές τέχνες, χρειάζεται να έχεις βγάλει αρκετά νωρίτερα τα εισιτήριά σου, αφού οι περισσότερες παραστάσεις είναι σολντ άουτ. Τα θέατρα της Ρωσίας έχουν ένα δικό τους ιδιότυπο τρόπο που “τρέχουν” τις παραστάσεις τους. Δεν παίζεται ένα έργο ολόκληρη τη σεζόν, αλλά κάποιες μέρες το μήνα, ενώ έχουν κρατήσει στο ρεπερτόριό τους και πολλές παλιότερες παραστάσεις που παίζονται κι αυτές κάποιες μέρες.

Το θέατρο Μπολσόι, στο οποίο μόλις πριν από λίγες μέρες είχε κάνει πρεμιέρα η Άννα Καρένινα, είχε απλησίαστες τιμές εισιτηρίων. Στα υπόλοιπα θέατρα οι τιμές ήταν προσιτές, με μεγάλη γκάμα τιμών. Τα γνωστά θέατρα, που βρίσκονται κυρίως στο κέντρο, έχουν παραστάσεις περισσότερο εμπορικές και με πιο γνωστούς ηθοποιούς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η πολυπόθητη βραδιά στο Θέατρο Τέχνης Μόσχας, το θέατρο που έκανε γνωστό τον Τσέχοφ και τον Στανισλάφσκι στα πέρατα του κόσμου και άλλαξε το παγκόσμιο θέατρο (και μάλιστα με το Βυσσινόκηπο του Τσέχοφ σε σκηνοθεσία Άντολφ Σαπίρο, παράσταση που είχε παρουσιαστεί για τρία βράδια και στην Ελλάδα το 2010) να μην μας δώσει την αναμενόμενη ικανοποίηση. Είχε πολλές καλές στιγμές, εικόνες και ιδέες, αλλά δινόταν η εντύπωση ότι ο σκηνοθέτης προσπάθησε να κάνει μια σύγχρονη παράσταση χωρίς να υποστηρίζεται από όλα τα στοιχεία, ενώ και η διασημότητα της πρωταγωνίστριας (Ρενάτα Λιτβίνοβα) επισκίασε το ρόλο της (Λιούμποφ) με αποτέλεσμα να μείνουμε με μια γλυκόπικρη γεύση.

Ανάλογη και η εμπειρία από την όπερα Η Ανθρώπινη Φωνή πάνω στο ομώνυμο έργο του Ζαν Κοκτώ, μουσική του Φρανσίς Πουλένκ και ερμηνεία της διάσημης Ρωσο-Γεωργιανής τραγουδίστριας Ταμάρα Γκβερτσιτέλι. Μέσα στο εντυπωσιακό οντιτόριουμ της Γέλικον Όπερα, η Γκβερτσιτέλι, υπερβολικά φτιαγμένη και στημένη σε ένα πολυτελές σκηνικό δωματίου, ερμήνευσε το ρόλο της διαβάζοντας από την παρτιτούρα από την οποία δε σήκωσε ούτε για μια στιγμή τα μάτια της (!). Και όλα αυτά σε μια λαμπερή πρεμιέρα με φωτογράφους, κανάλια και τον κόσμο να φωτογραφίζεται μπροστά από μία υπερμεγέθη αφίσα της παράστασης. Δεν ξέρω αν αυτό είναι κάτι σύνηθες στη Ρωσία ή αν η παράσταση είχε σημείωση πως επρόκειτο για μουσικό αναλόγιο, πάντως δεν είδαμε τη “Γυναίκα” της Ανθρώπινης Φωνής αλλά τη διάσημη τραγουδίστρια σε ένα ρεσιτάλ.

Ευτυχώς, οι δύο ακόμα παραστάσεις που είδαμε σε off θέατρα, “έσωσαν” τη φήμη του ρώσικου θεάτρου και χορού (στη συνείδησή μας). Το #Notebook, σύγχρονος χορός σε δύο μέρη σε σκηνοθεσία του Ρενάτ Μάμιν, στο Θέατρο Σατιρικόν, ήταν μια εξαιρετική παράσταση με πολύ ωραίες ερμηνείες και εκπληκτικούς χορευτές, με προεξάρχουσα την Αλίνα Ντοτσένκο. Στο πρώτο μέρος, μια ελεύθερη διασκευή της Κάρμεν σε μουσική του Ζορζ Μπιζέ και του Ρώσου Ρόντιον Στσέντριν, με δυναμικές χορογραφίες και εκπληκτικά ανσάμπλ, ενώ το δεύτερο, ήταν ένα “στροβίλισμα εραστών” σε άσπρο και μαύρο πάνω σε μουσική του Μότσαρτ και του Εσθονού Άρβο Περτ, από τους πιο σημαντικούς εν ζωή συνθέτες θρησκευτικής μουσικής.

Από την “Κάρμεν” του #Notebook, παράστασης σύγχρονου χορού σε σκηνοθεσία του Ρενάτ Μάμιν.

Το τελευταίο βράδυ, η παράσταση Ψηλά από τη Γέφυρα του Άρθουρ Μίλλερ στο Επαρχιακό Θέατρο Μόσχας (κατά λέξη μετάφραση) ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Η σύγχρονη και με άποψη σκηνοθεσία της Άννα Γκορούσκινα μέσα σε ένα μεταλλικό σκηνικό με σκάλες που μας παρέπεμπε στο κάτω μέρος της γέφυρας του Μπρούκλιν και ένας γάντζος που κατά διαστήματα κρεμόταν απειλητικός πάνω από τους ήρωες, μας καθήλωσε επί δυόμιση ώρες. Οι ερμηνείες των νέων σε ηλικία ηθοποιών εξαιρετικές, με κορυφαίους τον Ντμίτρι Καρτάσοφ στο ρόλο του Έντι Καρμπόνε και την Έλενα Κίρκοβα στο ρόλο της Μπέατρις.

Βρισκόμενοι στο αεροδρόμιο την επόμενη μέρα, περάσαμε πάλι από αλλεπάλληλους ελέγχους, αντιμετωπίσαμε πάλι τους -αποκλειστικά- ρωσόφωνους υπεροπτικούς υπαλλήλους, αλλά η εμπειρία των προηγούμενων ημερών στην πραγματικά υπέροχη Μόσχα, τα έκανε όλα αυτά να μοιάζουν με μια γιγάντια περφόρμανς όπου ο καθένας υποστηρίζει απλώς με σθένος το ρόλο του.

Και όταν είσαι πια “γεμάτος”, τους συγχωρείς.

The following two tabs change content below.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977 και μένει μόνιμα στην Πάτρα. Απόφοιτος του Τμ.Θεατρικών Σπουδών του Παν/μίου Πατρών, έχει μεταπτυχιακό στην Performance από το Queen Mary University of London, πτυχίο Πιάνου και Παιδαγωγίας της Σχολικής Μουσικής. Στο θέατρο έχει συνεργαστεί με τους Κώστα Καζάκο, Γιάννη Βόγλη, Σωτήρη Χατζάκη. κ.ά. Έχει αρθρογραφήσει στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο της Πάτρας και της Αθήνας. Άρθρα της και μεταφράσεις έχουν δημοσιευτεί σε προγράμματα παραστάσεων. Ήταν μόνιμη συνεργάτης του θεάτρου Λιθογραφείον στην Πάτρα. Έχει παρουσιάσει δύο δικές της δουλειές, το «Falling Apart» και το «Κυνόπολις». Aπό το 2005 διδάσκει Θεατρική Αγωγή στην Α’/θμια Εκπαίδευση.

Comments

comments

Related Posts

Recent Posts