του Αποστόλη Δ.Καλαντζή.
Δύσκολη η ζωή στο χωριό. Η φτώχεια περίσσευε. Το πρώτο φως της μέρας έβρισκε τους χωριανούς μ’ ένα ξινάρι στον ώμο. Έπρεπε να οργώσουν και να σπείρουν τα χωράφια τους για να εξασφαλίσουν το καλαμπόκι της χρονιάς για να μην πεινάσουν τα παιδιά τους. Ακόμα έπρεπε να φροντίσουν τα λίγα ζωντανά τους, καμιά εικοσαριά πρόβατα κι άλλα τόσα γίδια, γιατί το γάλα και το τυρί ήταν το απαραίτητο συμπλήρωμα στην καθημερινή διατροφή τους. Και σαν έρχονταν η Κυριακή όλοι στην εκκλησία. Δεν ήταν μόνο γιατί έπρεπε να εκτελέσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα αλλά ήταν και μια ευκαιρία για λίγη ξεκούραση μετά από μια εξοντωτικά κοπιαστική εβδομάδα.
Μαζί μ’ αυτούς και ο παπα-Γιάννης. Στις δουλειές πρώτος όπως όλοι οι χωριανοί. Με το παπαδιλίκι δεν μπορούσε να ζήσει την οικογένειά του γιατί είχε να θρέψει δώδεκα στόματα (δέκα παιδιά κι αυτός με την παπαδιά). Το “παπαδικό” δεν έφτανε (“παπαδικό” έλεγαν το μισθό του παπά σε είδος , σιτάρι – καλαμπόκι – βρίζα που μάζευαν οι χωριανοί κάθε χρόνο). Τα καθήκοντά του όμως στην εκκλησία δεν τα παραμελούσε. Δεν ήταν μόνο η λειτουργία της Κυριακής, αλλά και κάθε απόγευμα έψελνε τον εσπερινό και χτυπούσε την καμπάνα για να υπενθυμίσει στους χωριανούς το χρέος τους. Μετά την πρώτη ανάσταση της Λαμπρής πρώτος έδινε το φιλί της αγάπης σε όλους τους χωριανούς.
Τον καιρό του Αλή πασά, Τουρκαρβανίτες ήρθαν στο χωριό και έκοβαν πουρνάρια στο Κουρί για να κάνουν κάρβουνα. Το μέρος αυτό ήταν βακούφικο γιατί ανήκε στην εκκλησία. Ο παπα-Γιάννης αντιστάθηκε.
–«Τι κάνετε αυτού καταραμένοι. Τα πουρνάρια είναι της Παναγίας. Θα ρίξει ο Θεός φωτιά και θα σας κάψει!», τους έλεγε και προσπαθούσε να τους εμποδίσει.
–«Άϊ σιχτίρ σεϊτάν παπά…», τον έβρισαν, τον κακοποίησαν βάναυσα και του ξερίζωσαν μια φούντα από τα γένια του.
Εκείνος σηκώθηκε και πήγε στον Αλή Πασά για να διαμαρτυρηθεί.
–«Ορίστε και η στολή μ’…», του είπε και του ’δειξε τα ξεριζωμένα γένια.
Ο παμπόνηρος Τουρκαλβανός που κατά καιρούς ήθελε να τα ’χει καλά με τους χριστιανούς, έστειλε καβαλαραίους και περιμάζεψαν τους Αρβανίτες.
Ο παπα-Γιάννης είχε το σέβας όλων των χωριανών. Μεταξύ αυτών και του Γόγολου. Ο Γόγολος ήταν ένας πολύ φτωχός άνθρωπος. Είχε ένα μικρό και χαμηλό σπιτάκι που δε διέφερε και πολύ από τις καλύβες για τα ζώα. Τα λίγα πρόβατα και τα λίγα χωραφάκια που είχε δεν έφταναν να θρέψει την οικογένειά του. Σύγκρινε τον εαυτό του με τους άλλους χωριανούς που είχαν πολλά χωράφια και μεγάλα κοπάδια και τον έπιανε μελαγχολία. Από το σοκάκι της γειτονιάς του, περνούσε κάθε μέρα ο παπα-Γιάννης για να πάει στην εκκλησιά. Ο Γόγολος έβλεπε τον παπά ντυμένο με το ράσο του και με θλίψη έριχνε τη ματιά του στο δικό του κουρελιασμένο και χιλιομπαλωμένο σακάκι και στο παντελόνι με τα τρύπια γόνατα. Φυσικά δεν περνούσε από το μυαλό του ότι κι ο παπάς μπορούσε κάτω από το ράσο του να κρύβει ίδια ή και χειρότερα ρούχα από τα δικά του. Έβλεπε ακόμα ότι τα παιδιά του παπά φορούσαν παπούτσια, ενώ τα δικά του γουρουνοτσάρουχα και το σπουδαιότερο τα παιδιά του παπά έτρωγαν συχνά λειτουργιές (πρόσφορα). ενώ τα δικά του μόνο μπομπότα (καλαμποκίσιο ψωμί).
Σκέφτηκε, λοιπόν, ότι ο Θεός είναι άδικος. Σ’ άλλους δίνει πολλά και σ’ άλλους τίποτα. Δεν ήταν άθεος ο Γόγολος. Τουναντίον, πήγαινε τακτικά στην εκκλησία. Έκανε με σέβας πολλές φορές το σταυρό του όταν ο παπάς έλεγε «του Κυρίου δεηθώμεν…». Πλήγιαζαν τα γόνατά του τη Μεγάλη Παρασκευή από τις πολλές μετάνοιες για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του κι όταν περνούσε έξω από κάποιο ξωκλήσι σταυροκοπιόνταν με τα δυο τα χέρια. Νήστευε όλες τις σαρακοστές τις Τετάρτες και τις Παρασκευές και σε κάθε δυσκολία κατέφευγε πάντα στο Μεγαλοδύναμο.
-«Θέ μ’, μεγάλο είν’ τ’ όνομά σ’… Βόηθα να γίν’ το καλαμπόκ’ στ’ Ανήλια, να μη π’νάσ’ν τα πιδιά μ’… Κι ιγώ θα σ’ανάψου ένα κηρί στ’ χάρ’ σ’ γιατί λαμπάδα δε δύαναμι να σ’ αγουράσου…»
Με τέτοια παρακάλια ο Γόγολος προσπαθούσε να καλοπιάσει το Θεό μπας και δει άσπρη μέρα κι αυτός και τα παιδιά του. Ο Θεός πότε εισάκουγε τις παρακλήσεις του, έβρεχε και γίνονταν τα καλαμπόκια και πότε τις ξεχνούσε κι ο Γόγολος δε μάζευε ούτε το σπόρο.
Μέσα στις άλλες χάρες που ζητούσε ο Γόγολος από το Θεό ήταν και η ισοτιμία και ισονομία μεταξύ των ανθρώπων. Αποφάσισε, με όλο το σέβας που είχε στον παπά – αντιπρόσωπος του Θεού ήταν – να ζητήσει από το Θεό δικαιοσύνη. Να ’χουν όλοι οι άνθρωποι την ίδια μοίρα. Δεν του ’χε φταίξει σε τίποτα ο παπάς, αλλά να, αυτή η ανισότητα τον έπνιγε. Γι’ αυτό κάθε φορά που ο παπάς περνούσε από το σοκάκι έξω από το σπίτι του ο Γόγολος εύχονταν και παρακαλούσε το Θεό.
–«Αχ, Θε μ’, κάνε τον παπά να γίν’ σαν κι εμένα…» και σταυροκοπούνταν με κατάνυξη.
Από τις πολλές φορές, μια μέρα ο παπάς τον άκουσε και τον φώναξε με τη βροντερή φωνή του…
-«Έβγα όξω, ωρέ Γόγολε…»
Ο Γόγολος πρόβαλε μισοκακομοίρης στο φράχτη του σπιτιού του.
-«Ουρίστι παπά μ’…»
-«Τι παρακαλάς το Θεό, ωρέ;», του είπε.
-«Να… Ιγώ είμι φτωχός, ενώ εσύ…», ψέλλισε ο Γόγολος.
-«Και γιατί δεν παρακαλάς το Θεό να κάνει κι εσένα σαν κι εμένα ωρέ σερσέμη… (μπουνταλά)», τον επιτίμησε ο παπάς.
Ο Γόγολος αναθάρρησε. Μια σχισμή άνοιξε στο σκοτεινό μυαλό του και φωτίστηκε ο νους του. «Σαν να ’χει δίκαιο ο παπάς …», σκέφτηκε. Ο Θεός μπορούσε να βοηθήσει και τον ίδιο να γίνει σαν τον παπά. Τι θα Του κόστιζε; Θεός ήταν κι όλα τα μπορούσε, αν ήθελε. Κι ονειρεύονταν καλύτερες μέρες για τον ίδιο και την οικογένειά του. Όχι πολλά πράματα. Αλλά να, το κοπαδάκι του από 15-20 πρόβατα να γίνονταν 40-50 τουλάχιστον για να υπάρχει καθημερινά λίγο γάλα και λίγο τυρί. Να έβρεχε πιο τακτικά για να γίνει το στάρι στ’ Ανήλια και το καλαμπόκι στις Μπόνες και το αμπάρι του να γέμιζε. Έτσι, η πείνα θα έλειπε από το σπίτι και τα παιδιά του θα φορούσαν κανονικά παπούτσια κι όχι γουρουνοτσάρουχα.
-«Δίκιου έχ’ς παπά μ’, δε θα του ξανακάνου», τον βεβαίωσε.
Ο Γόγολος από τη μέρα εκείνη σταμάτησε να παρακαλάει το Θεό να κάνει τον παπά σαν κι αυτόν. Παρ’ όλ’ αυτά δεν έβλεπε η κατάστασή του να καλυτερεύει. Σιγά – σιγά άρχισε να αμφιβάλλει για τη δικαιοσύνη του Θεού
«Μπας και στη ζωή τα πράγματα δεν είναι όπως τα λέει ο παπάς; Μήπως ο Μεγαλοδύναμος βοηθάει τους ισχυρούς κι αυτούς που έχουν εξουσία κι εγκαταλείπει του φτωχούς κι αδύνατους;»
Από την άλλη μεριά έλεγε πάλι:
«Αν έτσι είναι το θέλημα του Θεού… Ευλογημένο τ’ όνομά Του!»
Δεν ήξερε τι απόφαση να πάρει κι έμενε μετέωρος μεταξύ της δικαιοσύνης του Θεού και των ανθρώπων. Για καλό και για κακό όμως, καλημέριζε καθημερινά τον παπά με σεβασμό κι έκανε πάντα το σταυρό του όταν περνούσε έξω από την εκκλησία…
Αποστόλης Δ.Καλαντζής.

