Βόυτσεκ: ένας διαχρονικός προλετάριος ήρωας

Κριτική Παράστασης από την Έλενα Αλεξανδράκη.

Ο Γερμανός συγγραφέας Γκέοργκ Μπύχνερ, κατάφερε στη σύντομη ζωή του (1813 – 1837) να γράψει ένα από τα πλέον επιδραστικά έργα της παγκόσμιας δραματουργίας: τον Βόυτσεκ. Ένα έργο γραμμένο σε σκηνές, που ξεφεύγει από τον ρομαντισμό που κυριαρχεί εκείνη την εποχή, εισάγει στοιχεία εξπρεσιονιστικά και επηρεάζει πολλούς συγγραφείς του 20ου αι. Ο Βόυτσεκ είναι ημιτελής. Ο Μπύχνερ πέθανε πριν ολοκληρώσει το έργο, ενώ πολλές σκηνές δεν είναι βαλμένες στη θέση τους. Στο έργο, ο συγγραφέας επανεφευρίσκει το τραγικό, μιλάει για την υπαρξιακή αγωνία, αποτυπώνει το μάταιο της ζωής με μια γλώσσα αποσπασματική, με σύγχρονο χαρακτήρα. Ο Βόυτσεκ είναι μια τραγωδία της εργατικής τάξης και ο ήρωάς της ένας φτωχός άνθρωπος, ένας παρίας, ένας προλετάριος, γι’ αυτό και διαχρονικός. Είναι η πρώτη φορά που συναντάμε έναν τέτοιο ήρωα, αλλά και η πρώτη φορά που παρουσιάζεται σε ένα τέτοιο περιβάλλον (εξαθλιωμένες κοινωνικές συνθήκες), ενώ, βρίσκουμε στοιχεία της μαρξιστικής σκέψης, όπως θα διατυπωθούν αρκετά αργότερα από τον Μαρξ και αποτυπωθούν σε συγγραφείς όπως ο Μπρεχτ ή ο Γκόρκι.

Η ιστορία είναι απλή. Ο Βόυτσεκ είναι ένας φτωχός στρατιώτης που υφίσταται διαρκώς ταπεινώσεις από τους ανωτέρους του. Έχει ένα παιδί εκτός γάμου με τη Μαρία. Όταν αυτή τον απατήσει, εκείνος θα τη σκοτώσει εκτονώνοντας σε αυτό το φόνο όλη την κοινωνική καταπίεση που έχει δεχτεί.

“Βόυτσεκ” από τη Μηχανή Τέχνης στο θέατρο “Λιθογραφείον”. Φωτογραφία: Παναγιώτης Μουλίνος.

Ο Βόυτσεκ συμπυκνώνει πολλά στοιχεία της θεματολογίας και της σκέψης του ευρωπαϊκού θεάτρου του 20ου αι.. Δεδομένου, μάλιστα, πως το χειρόγραφο βρέθηκε στις αρχές του 20ου αι., θα έλεγα πως το έργο είναι σαν ένα πρωτόλειο, καθώς πολλοί μεταγενέστεροι συγγραφείς έχουν αναπτύξει και εξελίξει τις ιδέες του με τρόπο αριστοτεχνικό. Ο Βόυτσεκ φαντάζει πολύ σύγχρονος, ωστόσο, δραματουργικά, έχει αδυναμίες (μην ξεχνάμε πως το έργο δεν είναι ολοκληρωμένο) και τα πρόσωπά του είναι άνισα αναπτυγμένα. Ακροβατούν ανάμεσα στον τρόπο του επικού θεάτρου, όπου τα πρόσωπα εκπροσωπούν ιδεολογικούς κόσμους ή κοινωνικές τάξεις, και στον τρόπο του ψυχολογικού θεάτρου όπου χτίζεται η ψυχολογία του ήρωα και φωτίζονται και τα κίνητρά του.

Η παράσταση της Μηχανής Τέχνης, σε σκηνοθεσία και διασκευή του Χρήστου Στρέπκου, ήταν μια τραγωδία “γήινη” και απτή, απόλυτα κατανοητή, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να “φωτίσει” τα πρόσωπα και να εξηγήσει τις πράξεις τους. Ωστόσο, αυτή η αντιμετώπιση του έργου δεν μπόρεσε να υπερπηδήσει τις αδυναμίες του και να του δώσει μία καινούργια αξία στο σήμερα. Θεωρώ πως ίσως χρειαζόταν μια πιο ποιητική αντιμετώπιση του υλικού, με συμβολικά χαρακτηριστικά, που θα επέτρεπε στο θεατή να δει και πέρα από την -απλή κατά τα άλλα- ιστορία και να μπορέσει να ενώσει το νήμα από την κοινωνία του Βόυτσεκ στη σημερινή. Η διασκευή του έργου, πάντως, ήταν εξαιρετικά πετυχημένη, αφού κατάφερε, παρόλο που έκοψε αρκετά πρόσωπα, να μη λείπει τίποτα ουσιαστικό από το κείμενο. Παραστασιακά, προστέθηκε και μία σκηνή ακόμα -μια σκηνή τέλους, που δεν υπάρχει στο έργο, με στόχο να δοθεί μία αίσθηση τελικής κάθαρσης.

“Βόυτσεκ” από τη Μηχανή Τέχνης στο θέατρο “Λιθογραφείον”. Φωτογραφία: Παναγιώτης Μουλίνος.

Το σκηνικό (Αριστοτέλης Καρανάνος Αλεξάνδρα Σιάφκου), βιομηχανικό, στρατιωτικό, με κονστρουκτιβιστικές πινελιές, δημιουργούσε έναν ιδανικό χώρο δράσης μέσα στον οποίο ενοποιήθηκαν οι πολλοί διαφορετικοί χώροι του έργου -εσωτερικοί και εξωτερικοί. Τα κοστούμια, λίγο σύγχρονα και λίγο παλιά την ίδια στιγμή, δεν είχαν ενιαία αισθητική με αποτέλεσμα να υπάρχουν κάποιες “παραφωνίες”.

Οι φωτισμοί (Ευσταθία Δρακονταειδή), που κινήθηκαν σε μάλλον “μπρεχτικούς” δρόμους, δεν “συνεργάστηκαν” αρμονικά με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της παράστασης. Πιστεύω πως, ειδικά σε κάποιες σκηνές, χρειάζονταν πιο υποβλητικές ατμόσφαιρες.

Η κίνηση (Μαριμίλλη Ασημακοπούλου), έντονη, θεατρική, αν και κάπως εξεζητημένη. Υπήρχαν στιγμές που φαινόταν η προσπάθεια των ηθοποιών να εκτελέσουν κινησιολογικές οδηγίες.

Υποκριτικά, ο Γιάννης Τσάκωνας, που ενσάρκωσε τον ομώνυμο ρόλο, ήταν εξαιρετικός. Μετρημένος, απόλυτα αφοσιωμένος, με εσωτερική ένταση, έδωσε όγκο στο ρόλο του αποδίδοντας όλες τις λεπτές αποχρώσεις της προσωπικότητας του Βόυτσεκ. Υπονόμευσε άριστα την καρτερικότητα που δείχνει ο ήρωας στις ταπεινώσεις που υφίσταται, ενώ κλιμάκωσε και προετοίμασε την τελική του πράξη (τη δολοφονία της ερωμένης του) με μεγάλη εσωτερική ακρίβεια. Η Γεωργία Σωτηριανάκου (Μαρία) ήταν λίγο “σκληρή” στις στιγμές έντασης. Αν έβρισκε μια -καθαρά τεχνική- ισορροπία στις μεταπτώσεις που είχε ο ρόλος, θα είχε πετύχει να φτιάξει μια ξεχωριστή Μαρία. Ο Νίκος Δερτιλής (Λοχαγός, Ταβερνιάρης, Θιασάρχης) κατάφερε να δώσει διαφορετικό στίγμα στον κάθε ρόλο, δίνοντάς τους τη σωστή τους θέση μέσα στο έργο. Ενδιαφέρουσα η επιλογή γυναίκας για το ρόλο του Γιατρού -η εξουσία στη σημερινή κοινωνία ασκείται και από γυναίκες. Η Δανάη Ρούσσου απέδωσε με απολαυστικό τρόπο τη διαστροφή της εξουσίας, αν και θεωρώ ότι την τοποθέτησε περισσότερο στο πρόσωπο του γιατρού και όχι τόσο στην ιδιότητά του. Ο Βασίλης Σιδερόπουλος (Αντρέας, Αρχιτυμπανιστής) μαλακός και ήπιος ως φίλος του Βόυτσεκ, αστραφτερός και γεμάτος αυτοπεποίθηση ως Αρχιτυμπανιστής, πέτυχε την “αποστολή” του με κάποιες -λίγες- αδύναμες στιγμές. Ο Χρήστος Στρέπκος, τέλος, συνόδευε με την κιθάρα του, ως γορίλλας, πολλές σκηνές του έργου -στην έναρξη, τον είχαμε δει ως ατραξιόν στο πανηγύρι. Ήταν μια επιλογή που αν και παραξένευε λίγο, έδινε έναν ποιητικό τόνο στην παράσταση, ενώ την ίδια στιγμή υπενθύμιζε τη σκληρότητα της κοινωνίας.

Μια συνολικά αξιόλογη παράσταση, με πολύ ωραίες στιγμές που πήρε το ρίσκο ενός έργου σαν τον Βόυτσεκ και κατάφερε να το φέρει εις πέρας με επιτυχία.

“Βόυτσεκ” από τη Μηχανή Τέχνης στο θέατρο “Λιθογραφείον”. Φωτογραφία: Παναγιώτης Μουλίνος.

Ταυτότητα παράστασης

Μετάφραση: Στέλιος Γούτης
Σκηνοθεσία – Διασκευή – Μουσική: Χρήστος Στρέπκος
Σκηνικά – Κοστούμια: Αριστοτέλης Καρανάνος – Αλεξάνδρα Σιάφκου
Κίνηση: Μαριμίλλη Ασημακοπούλου
Σχεδιασμός Φωτισμών: Ευσταθία Δρακονταειδή
Βοηθός Σκηνογράφου: Δώρα Τούρβα
Κατασκευή Σκηνικού: Κώστας Ματθαίου
Φωτογραφίες: Παναγιώτης Μουλίνος
Παίζουν: Γιάννης Τσάκωνας, Γεωργία Σωτηριανάκου, Νίκος Δερτιλής, Δανάη Ρούσσου, Βασίλης Σιδερόπουλος, Χρήστος Στρέπκος

Παραγωγή: Μηχανή Τέχνης
θέατρο Λιθογραφείον, έως τέλος Μαϊου.

The following two tabs change content below.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977 και μένει μόνιμα στην Πάτρα. Απόφοιτος του Τμ.Θεατρικών Σπουδών του Παν/μίου Πατρών, έχει μεταπτυχιακό στην Performance από το Queen Mary University of London, πτυχίο Πιάνου και Παιδαγωγίας της Σχολικής Μουσικής. Στο θέατρο έχει συνεργαστεί με τους Κώστα Καζάκο, Γιάννη Βόγλη, Σωτήρη Χατζάκη. κ.ά. Έχει αρθρογραφήσει στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο της Πάτρας και της Αθήνας. Άρθρα της και μεταφράσεις έχουν δημοσιευτεί σε προγράμματα παραστάσεων. Ήταν μόνιμη συνεργάτης του θεάτρου Λιθογραφείον στην Πάτρα. Έχει παρουσιάσει δύο δικές της δουλειές, το «Falling Apart» και το «Κυνόπολις». Aπό το 2005 διδάσκει Θεατρική Αγωγή στην Α’/θμια Εκπαίδευση.

Comments

comments

Related Posts

Recent Posts