αντί Κριτικής από την Έλενα Αλεξανδράκη.
Η τρίτη παραγωγή όπερας του Όπερα Στούντιο, που ανήκει στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας, μόλις ολοκλήρωσε το σύντομο κύκλο παραστάσεών της. Ο λόγος για την “Αρπαγή από το Σεράι” του Μότσαρτ σε σκηνοθεσία του Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Όπερα Στούντιο, Michael Seibel (Μίχαελ Ζάιμπελ). Η αρχική μου πρόθεση μου ήταν να γράψω κριτική για την παράσταση. Διαβάζοντας, όμως, γύρω από το έργο και την εποχή, και αναζητώντας στο youtube άλλα ανεβάσματα, έπεσα πάνω στην παράσταση του Gran Teatre del Liceu της Βαρκελώνης σε σκηνοθεσία του Γερμανού Christof Loy (Κρίστοφ Λόι) όπου με μεγάλη μου έκπληξη ανακάλυψα πως το σκηνικό και η σκηνοθεσία είναι ίδια (με ελάχιστες διαφοροποιήσεις) με την παράσταση που είδα πριν από λίγες μέρες στο Δημοτικό Θέατρο της Πάτρας!
Με αφορμή αυτό, θα προσπαθήσω να αποτυπώσω κάποιες σκέψεις περί της πρωτοτυπίας ενός έργου τέχνης, από ποιο μέχρι ποιο σημείο θεωρείται ένα έργο απλώς εμπνευσμένο από ένα άλλο, αν κάποιος έχει το δικαίωμα να αντιγράψει κάποιον και ποιοι θίγονται σε τέτοια περίπτωση.
Κατ’ αρχάς, αναρωτιέμαι για ποιο λόγο ένας σκηνοθέτης δεν παράγει δικές του ιδέες για το στήσιμο μίας παράστασης. Του λείπει η έμπνευση ή φοβάται το αποτέλεσμα;
Σε συνεντεύξεις του ο κύριος Ζάιμπελ δήλωνε πως η συγκεκριμένη όπερα του έδωσε την ευκαιρία να επεξεργαστεί πάρα πολλά θέματα, με πιο βασικό την πάλη των πολιτισμών Ανατολής και Δύσης. Αντί όμως για την επεξεργασία πολλαπλών θεμάτων, τελικά επέλεξε την απομίμηση της ιδέας του Loy, η οποία ήταν εξόχως χαρακτηριστική και ιδιαίτερη σε σχέση με τον κανόνα ανεβάσματος της συγκεκριμένης όπερας: αντί για ένα πλούσιο θέαμα που θα αναδείκνυε την αντίθεση Ανατολής – Δύσης, τοποθέτησε την παράστασή του σε ένα πολύ λιτό σκηνικό, με ένα τραπέζι, μερικές καρέκλες και ένα ανατολίτικο χαλί. Για τον Christof Loy ήταν μία πρόταση «διαφορετικής ματιάς», αφού ήταν η τέταρτη φορά που ανέβαζε το έργο στο Liceu. Για το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας όμως;


Είναι κατανοητό -και θεμιτό έως ένα βαθμό- οι σκηνοθέτες να εμπνέονται από παραστάσεις που βλέπουν στο εξωτερικό ή και να δανείζονται στοιχεία τους (ενίοτε ατόφια). Η επαφή με την εκτός των συνόρων τέχνη είναι κάτι απαραίτητο αφού τα διαφορετικής πολιτισμικής αφετηρίας έργα ανοίγουν νέους ορίζοντες, προτείνουν διαφορετικούς τρόπους και αναγνώσεις, και πολλές φορές προσφέρουν ακόμα και τεχνογνωσία. Ένα έργο εξακολουθεί να θεωρείται πρωτότυπο εάν έχει επηρεαστεί από άλλο ως προς τη θεματολογία, την αισθητική, τον τρόπο, ή ακόμα και αν κάποιες εικόνες του μοιάζουν με άλλες. Όταν, όμως, όπως στην περίπτωση της “Αρπαγής”, όλη η βασική ιδέα της σκηνοθεσίας, το στήσιμο των ηθοποιών, το σκηνικό και η διάταξή του, τα σκηνικά αντικείμενα, η χρήση βίντεο αρτ, το ύφος των κοστουμιών και η θέση της χορωδίας είναι ακριβώς ίδια, μπορούμε να μιλάμε για πρωτότυπη δημιουργία;
Είναι σίγουρο, πως ακόμα και μια αντιγραφή σκηνοθεσίας, προϋποθέτει δουλειά προκειμένου να (ξανα)πάρει σάρκα και οστά ως καινούργια παράσταση. Έχει, όμως, δικαίωμα κάποιος να την υπογράφει ως δική του -όχι μόνο ως εκτέλεση αλλά και ως ιδέα;
Ίσως ο μέσος θεατής δεν ενδιαφέρεται και πολύ για το θέμα. Τον απασχολεί το αποτέλεσμα, και ως ένα βαθμό είναι κατανοητό. Ο μέσος θεατής δε βλέπει και τόσο συχνά παραστάσεις -στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να μην έχει ξαναδεί και όπερα- δεν γνωρίζει τι γίνεται στον κόσμο της τέχνης, και εντέλει, μπορεί όλα αυτά να τα θεωρεί και μία ανούσια κόντρα μεταξύ καλλιτεχνών. Αν αλλάζαμε, όμως, την κλίμακα, και ζητούσαμε από κάποιον να πληρώσει εισιτήριο για να δει μια απομίμηση της Γκουέρνικα, για παράδειγμα, θα το πλήρωνε; Κι αν κάποιος πει πως με ένα χαμηλό εισιτήριο μπόρεσε να δει στην πόλη του μια παράσταση που δε θα μπορούσε να τη δει ποτέ στη ζωή του (αφού η πρωτότυπη ανέβηκε στο εξωτερικό), θα πρέπει να γνωρίζει πως δεν είναι έτσι. Όταν υπάρχει αντιγραφή παράστασης, είναι σχεδόν αδύνατο να έχουμε ένα εξίσου καλό αποτέλεσμα με το πρωτότυπο. Η ιδέα είναι κάποιου άλλου, και έτσι οτιδήποτε άλλο χρειαστεί να προσθέσει ή να αλλάξει ο σκηνοθέτης, είναι δύσκολο να εναρμονιστεί επιτυχώς με τα υπόλοιπα στοιχεία της παράστασης. (Όπως συνέβη και με την παραγωγή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας.) Για παράδειγμα το βίντεο αρτ που χρησιμοποιήθηκε στην Πάτρα ήταν εκτός της φιλοσοφίας της υπόλοιπης παράστασης (ήταν ένα στοιχείο που διαφοροποιήθηκε από την παράσταση του Liceu), το οποίο μάλλον χάλαγε τη σκηνική εικόνα και το αποτέλεσμα, χωρίς τελικά να έχει λόγο ύπαρξης.
Αν αφήσουμε κατά μέρους το πόσο καλή ή κακή ήταν η παράσταση, υπάρχουν μια σειρά από λόγοι που καθιστούν την αντιγραφή, μίμηση (ή όπως αλλιώς θέλετε να την ονομάσουμε) αντιδεοντολογική, καθώς εμπλέκονται μια σειρά από πρόσωπα:
- Ο δημιουργός της πρωτότυπης παράστασης. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στο δημιουργό της παράστασης και δεν επιτρέπεται δεοντολογικά η αντιγραφή χωρίς άδεια και χωρίς ενημέρωση του κοινού.
- Το κοινό της παράστασης. Οι θεατές πληρώνουν, βλέπουν και κρίνουν μια παράσταση που σε μεγάλο βαθμό ανήκει σε άλλον από αυτόν που φέρεται να ανήκει.
- Οι υπόλοιποι καλλιτέχνες. Με πολύ κόπο και ελάχιστη πληρωμή πολλές φορές, οι υπόλοιποι καλλιτέχνες προσπαθούν να δημιουργήσουν παραστάσεις, ρισκάροντας με τολμηρές ιδέες, ψάχνοντας να ανακαλύψουν την ουσία των κειμένων και κρινόμενοι (αυστηρά πολλές φορές) για το αποτέλεσμα της δουλειάς τους, την ώρα που ανεβαίνει δίπλα τους μία παράσταση, αντιγραφή από σκηνοθέτη εγνωσμένης αξίας και παγκόσμιας φήμης. Επιπλέον, ο σκηνοθέτης και Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Όπερα Στούντιο κατέχει μία θέση που θα μπορούσε έχει κάποιος άλλος, πιθανώς πιο δημιουργικός και… πρωτότυπος.
Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφέρω τον εξαιρετικό Βασίλη Κόκκαλη στον ομιλούντα ρόλο του Σελίμ Πασά που πέτυχε να δημιουργήσει έναν ρόλο δυνατό, συναισθηματικό αλλά και ανθρώπινο, -το γεγονός ότι παρουσιάστηκε με παραμορφωμένο πρόσωπο στη συγκεκριμένη παράσταση πιθανώς βασίζεται στην άποψη ότι οι ρόλοι της όπερας που δεν τραγουδάνε, είναι “ελαττωματικοί” χαρακτήρες, (βλ. Ψηφιακό πρόγραμμα παράστασης, σ.29, operastudiopatras.gr/e-Serai)- τη Μαρία Κατριβέση που στο ρόλο της Μπλόντε ήταν δυναμική και αεικίνητη, και τον Στέφανο Κορωναίο ως Οσμίν που η εμπειρία του στην όπερα φάνηκε στη σκηνική του παρουσία. Τέλος, η Ορχήστρα του Δημοτικού Ωδείου Πάτρας υπό τη Διεύθυνση της Φαίδρας Γιαννέλου μας χάρισε μια πολύ ωραία εκτέλεση του έργου του Μότσαρτ.
TAYTOTHTA ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Σκηνοθεσία: Michael Richard Seibel
Μουσική Διεύθυνση: Φαίδρα Γιαννέλου
Σκηνικά – Κοστούμια: Λαμπρινή Καρδαρά
Κίνηση: Νίκος Λυμπεράτος
Video Art:: Χρήστος Καρτέρης
Σχεδιασμός Φωτισμών: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Διδασκαλία Χορωδίας: Λίνα Γερονίκου
Δραματολόγος: Γεώργιος Π.Τσομής
Βοηθός Σκηνοθέτη: Κωνσταντίνα Περλέγκα
Όπερα Στούντιο – ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας


Latest posts by Έλενα Αλεξανδράκη (see all)
- O Οιδίποδας του Bob Wilson στην Επίδαυρο και το Θέατρο των Εικόνων - June 27, 2019
- Ο Ορέστης από το ΚΘΒΕ σε ένα μεταιχμιακό εργοτάξιο - September 2, 2018
- Ένας επίπεδος Αγαμέμνων από τον Τσέζαρις Γκραουζίνις - August 27, 2018