του Αποστόλη Δ. Καλαντζή.
Η γενιά μας πέρασε τα πιο στερημένα παιδικά χρόνια. Όχι πως οι προηγούμενες γενιές κολυμπούσαν στην αφθονία… Τουναντίον. Λίγο πρεντζοτύρι και κανένα αυγό ήταν το καθημερινό μας. Η κατσαρόλα, εκτός από τον τραχανά, σπάνια έμπαινε στη φωτιά. Και μόνο όσπρια (φασόλια, φακές) φιλοξενούσε. Αλλά να, σε μας έτυχε και η κατοχή. Για δυο-τρία χρόνια στερηθήκαμε ακόμα κι αυτό το καλαμποκάλευρο, τη μπομπότα…
Καθημερινές ήταν οι επελάσεις των γαβριάδων του χωριού σε κάθε τι φαγώσιμο. Στόχος τα σύκα της κυρ-Αθηνάς, τα σταφύλια και τα κούμπλα (κορόμηλα) του Μήτρο Κολιού, τα σκόρδα της Σωτήραινας, τ’ αυγά της Φροσύνης και τα καρύδια της Γιωργάκαινας. Τα δέντρα με τους καρπούς αυτούς πάντα μας γαργαλούσαν την κοιλιά και πολύ θα θέλαμε να είμαστε οι αποκλειστικοί τρυγητές τους. Για μας δεν είχε καμιά σημασία που δεν ήταν δικά μας. Την πείνα μας μόνο θέλαμε να στομώσουμε. Μετά από κάθε γιουρούσι οι κήποι και τα δέντρα, σα να πέρασε σύννεφο από ακρίδες, έδειχναν το μέγεθος της καταστροφής. Οι επιδρομές άρχιζαν από την αρχή του καλοκαιριού και συνεχίζονταν κατά κύματα μέχρι το τέλος του Οκτώβρη. Τα καρύδια βρίσκονταν στο προσκήνιο τον περισσότερο χρόνο απ’ όλα τ’ άλλα φρούτα. Γι’ αυτό και η διάρκεια των επιθέσεων ήταν μεγάλη. Άρχιζε από τις αρχές Αυγούστου –από τότε που μόλις έδενε το σούμπρο (το εσωτερικό του καρυδιού)- και κρατούσε ως το τέλος του Φθινοπώρου που γίνονταν η συγκομιδή. Όλο αυτό το διάστημα τα πουκάμισά μας, τα χέρια μας και τα χείλια μας ήταν κατάμαυρα από τα καρύδια.
Η Γιωργάκαινα κάθονταν στον απάνω μαχαλά. Ήταν μια μοναχική γυναίκα. Δεν ήταν η συνηθισμένη καλοκάγαθη γερόντισσα του χωριού. Όλες οι ενέργειές της διέπονταν από τάξη και αυστηρή πειθαρχία. Λίγα τα πάρε-δώσε με τους χωριανούς. Αυστηρή και καχύποπτη δεν εμπιστεύονταν κανέναν. Και με τους χωριανούς λίγες και μετρημένες κουβέντες. Εξαίρεση αποτελούσε μόνο ο μπάρμπα-Τάσιος, ο γείτονάς της. Μόνο αυτόν εμπιστεύονταν και σ’ αυτόν απευθύνονταν σε κάθε δύσκολη γι’ αυτήν ώρα. Ήταν ο φύλακας άγγελός της. Το σπίτι της ήταν χτισμένο μέσα σ’ ένα τεράστιο οικόπεδο και μέσα σ’ αυτό ήταν 5-6 πελώριες καρυδιές. Τα δέντρα αυτά ήταν όλη της η ζωή. Τα πρόσεχε και τα κανάκευε σαν να ήταν παιδιά της. «Νυφούλες μου… καμάρια μου…» κι άλλα τέτοια τους έλεγε. Παντού έβλεπε εχθρούς. Ο μεγαλύτερος, όμως, «οχτρός» της ήταν το σκοτάδι. Η νύχτα ήταν σύμμαχος των επιδρομέων. Γι αυτό πριν ακόμα νυχτώσει λάβαινε τα μέτρα της. Σφήνωνε μ’ ένα ξύλο την πλεχτή σα σχεδία εξώπορτα της αυλής, σφάλιζε το κοτέτσι με το «λ’θάρ» (ειδικά επιλεγμένη πέτρα» για να γλιτώσει τις κοτούλες της από την «καταραμέν’» την αλεπού, έριχνε μια τελευταία ματιά στον αυλόγυρο μην αλησμόνησε ακυβέρνητο «είδ’σμ». (είδος- σκεύος ή εργαλείο) και οχυρώνονταν στο μικρό σπιτάκι της. Μαντάλωνε καλά και σ’ ενίσχυση του αδύναμου μάνταλου έβαζε πίσω και την ξύλινη αμπάρα. Οι δε χοντρές σιδεριές των παραθύρων της παρείχαν πρόσθετη ασφάλεια.
Ήσυχη πλέον κι ευχαριστημένη που κι αυτή η μέρα κύλησε ήσυχα κατά πως ήθελε ο μεγαλοδύναμος τον ευχαριστούσε με απανωτούς σταυρούς και μετάνοιες δια της Θεομήτορος. «Παναϊτσα μ’ Χ’σή μ’, δοξασμένο τ’ όνομά σ’».
Όλη τη μέρα κάθονταν στο πεζούλι της αυλής της κι από ’κεί διαφέντευε το βιός της. Με άγρυπνο μάτι παρακολουθούσε από τα χαράματα μέχρι το σούρουπο όλες τις… διαθέσεις των εισβολέων και μόλις αντιλαμβάνονταν την παραμικρή ύποπτη κίνηση έβαζε τις φωνές.
-Τάσιουουου… παν’ τα καρύδια μ’ απ’ τα λ’σιάρ’ κα τ’ κιαρατάααα… (Λυσσασμένα παιδιά από την πείνα). Αλλ’ ως που να ’ρθει ο Τάσιος εμείς οι απρόσκλητοι ραβδιάνοι (ράβδισμα) είχαμε κιόλας εξαφανιστεί με γεμάτους τους κόρφους καρύδια.
Παλιότερα η Γιωργάκαινα, όταν ήταν νέα, το άγρυπνο γερακίσιο μάτι της δε λάθευε. Τώρα όμως που είχε γεράσει την πρόδιδαν και τα μάτια της και τ’ αυτιά της. Πολλές φορές μπέρδευε τους περαστικούς με τις… συμμορίες των γαβριάδων που λυμαίνονταν τους κήπους και τα δέντρα του χωριού. Αν κάποιος κοντοστέκονταν στο σοκάκι, εκείνη το έπαιρνε σαν σχεδιασμό επίθεσης και τον περιέλουζε με βρισιές.
“- Τα καρύδια μ’ κ’τάει το ρεψάντερο και το ρεψόσκοτο τ’ κιαρατά…”. Ακόμα και τις καρακάξες που πετούσαν από κλωνάρι σε κλωνάρι αρπάζοντας από καμιά καρύδα, εκείνη τις έπαιρνε για κλέφτες και καλούσε το σωτήρα της.
“- Τάσιουουου… Πάν’ τα καρύδια μ’…”
Τα καρύδια της έδιναν δύναμη και σιγουριά. Ήταν κάτι καταδικό της. Η συλλογή τους ήταν μια ολόκληρη ιεροτελεστία. Όριζε εκ των προτέρων μέρα ραβδίσματος με ραβδιάνο –ποιον άλλο;- το μπάρμπα Τάσιο. Τη μέρα αυτή τον τάιζε κιόλας. Αφού τα μάζευε και τα έλιαζε, τα τοποθετούσε μ’ επιμέλεια σε τσουβαλάκια και τα έκρυβε σε διάφορα σημεία του σπιτιού γιατί κι εκεί ακόμα κινδύνευαν από απρόσκλητους μουσαφιραίους.
H Γιωργάκαινα χήρεψε πολύ νέα. Έτσι όλα τα βάρη έπεσαν απάνω της. Τώρα είχε να θρέψει τα τρία παιδιά της, να οργώσει και να σπείρει τα χωράφια της και να φροντίσει τα λίγα ζωντανά που της άφησε ο μακαρίτης ο Γιωργάκης. Όσο ήταν νέα, τα κατάφερνε. Μα τώρα είχε γεράσει. Οι δυνάμεις της την είχαν εγκαταλείψει. Η καχυποψία την είχε κυριεύσει. Παντού έβλεπε «οχτρούς». Οχτροί δεν ήταν μόνο τα παιδιά που επιβουλεύονταν τα καρύδια της αλλά και κάθε διαβάτης και περαστικός. Κάθε κουβέντα ή απλή ματιά προς τις καρυδιές της ερμηνεύονταν σαν εχθρική επίθεση. Σα σχεδιασμός βίαιης εισβολής και λεηλασίας του βιού της. Στη διαφαινόμενη απειλή αμύνονταν με το μόνο μέσο που διέθετε, τις κατάρες. Μ’ αυτές πολεμούσε όποιον νόμιζε ότι την αδικούσε. Δεν ξεχώριζε καλούς ή κακούς, όλοι ήθελαν το κακό της. Όλοι ήταν εχθροί της. Από ποιον να ζητήσει προστασία; Από την Παναγία. Απαντοχή και καταφυγή κάθε φτωχού και αδύναμου. Μόνο που η Γιωργάκαινα ήθελε την Παναγία αυστηρό τιμωρό. Να ξεπαστρέψει μ’ ένα Της νεύμα όλους τους οχτρούς της.
Γι’ αυτό Την παρακαλούσε …
“- Ένας να μη μείν’ Παναϊτσα μ’ Χ’σή μ’ (Χρυσή μου)… Όσες τρίχες έχ’η απαλάμ’ τόσ’ προκοπή να ιδούν…”
Και για το σπίτι και την περιουσία του οχτρού:
“- Σταχτ’ και κουρνιαχτός… Έρμα κι άλαλα ν’ απομείνουν… Κουκουβάγιες να λαλήσ’ν, Παναϊτσα μ’ χ’σή μ’ Δοξασμένο τ’ όναμά Σ’… Το γιατρό να ’χεις καλά Παναϊτσα μ’ χ’σή μ’…”
Στην εκδικητική της μανία πίστευε ότι έχει δεδομένη τη συμπαράσταση της Παναγίας. Γι’ αυτό μετά από κάθε κατάρα τη δοξολογούσε (Παναϊτσα μ ‘ Χ’σή μ’… Δοξασμένο τ’ όνομά σ’… ). Και για να της δείξει έμπρακτα το σεβασμό της γύριζε προς την ανατολή και άρχιζε τις μετάνοιες. Σταματούσε μόνο μετά τις 40.
Μπροστά στην κοσμοχαλασιά και στον αφανισμό που θα επέφεραν οι κατάρες της φαίνεται πως τρόμαζε και η ίδια. Φοβούμενη μήπως στην κοσμοκαταστροφή παρασυρθεί και ο γιατρός έσπευδε μετά από κάθε κατάρα να ζητήσει την εξαίρεσή του.
“- Το γιατρό να ’χεις καλά Παναϊτσα μ’ Χ’σή μ’…”
Ο γιατρός ήταν εγγονός της από την κόρη της. Επιστήμονας με ανθρωπιστικά αισθήματα. Σαν καλός Σαμαρείτης βοήθησε με την επιστήμη του πολύν κόσμο. Δεν ήταν δυνατόν ν’ αφήσει απροστάτευτη τη γιαγιά του όσο παράξενη κι αν ήταν. Τη φρόντισε μέχρι τα βαθιά της γεράματα. Γι’ αυτό κι εκείνη για το γιατρό μόνο ευχές και καλά λόγια είχε να πει. Ακόμα και τυφλή στα τελευταία της χρόνια έκανε συνεχώς μετάνοιες στην Παναγία να φυλάει το γιατρό. Δίκαια η μεσολάβησή της.
Η Γιωργάκαινα πέθανε σε ηλικία 107 χρονών. Άραγε βοήθησαν οι μετάνοιες για τη μακροζωία της; Ποιος ξέρει…
Καλή σου ώρα Θειάκω Γιωργάκαινα που με τις παραξενιές σου εξήπτες την παιδική μας φαντασία κι έδινες νόημα στο μίζερο περιβάλλον του χωριού.
(Αποστόλη Δ.Καλαντζή: Από τη Λαϊκή Παράδοση των Ιωαννίνων “Τα καρύδια της Γιωργάκαινας”)

