
του Δημήτρη Καλαντζή.
Οι εργασίες δενδροφύτευσης του Πεδίου του Άρεως ξεκίνησαν το 1935 και συνεχίσθηκαν μέχρι το 1940. Στην πενταετία αυτή φυτεύτηκαν περίπου 46.000 δένδρα (κυρίως φυλλοβόλα) και θάμνοι. Από τότε μέχρι και το 2008, που άρχισαν οι εργασίες για ριζική ανάπλαση του πάρκου, έγιναν κάποιες σποραδικές φυτεύσεις.
Το 2008 φυτεύτηκαν 1.200 δένδρα, 50.000 ανθόφυτα, 7.500 θάμνοι και 2.500 τριανταφυλλιές, ενώ προστέθηκαν 9 στρέμματα χλοοτάπητα και 8 στρέμματα φυτών εδαφοκάλυψης.
Σήμερα η εικόνα της χλωρίδας που παρουσιάζει το Πεδίον του Άρεως είναι η εξής:
Τα δένδρα που βρίσκονται εντός του πάρκου είναι η χαλέπιος πεύκη (Pinus halepensis), η κουκουναριά (Pinus pinea), το κυπαρίσσι (Cupressus sempervirens – Cupressus arizonica), ο ευκάλυπτος (Eucalyptus globulus), η ελιά (Olea europaea) η Αριά (Quercus ilex), η Χαρουπιά (Ceratonia siliqua), το λιγούστρο (Ligustrum japonicum), η ψευδακακία (Robinia pseudoacacia), η δάφνη Απόλλωνα (Laurus nobilis), η λεύκη (Populus alba), η Μιμόζα (Acacia floribunda), η σοφόρα (Sophora japonica), η γαζία (Acacia farnesiana), το σφενδάμι (Acer negundo), ο Αείλανθος (Ailanthus altissima), η μέλια (Melia azedarach), η καζουαρίνα (Casuarina equisetifolia), η Φιλύρα (Tilia tomentosa) και πλάτανοι (Platanus orientalis). Τα είδη των δένδρων που φύονται σε δενδροστοιχίες είναι η κερλεοτέρεια (Koelreuteria paniculata), η Μουριά (Morus alba), η κουτσουπιά (Cercis siliquastrum), η ακακία Κων/πόλεως (Albizia julibrissin), η νερατζιά (Citrus aurantium), ο βραχυχίτωνας (Brachychiton populneus), η γιακαράντα (Jacaranda mimosifolia). Τέλος σε όλο το πάρκο απαντώνται φοίνικες (Phoenix dactylifera).
Όσο αφορά την θαμνώδη βλάστηση αυτή αποτελείται από τα είδη: πικροδάφνη (Nerium oleander), το λιγούστρο (Ligustrum japonicum), το βιβούρνο (Viburnum tinus), και αγγελική (Pittosporum tobira).
Αναλυτικά, στο Πεδίον του Άρεως συναντάμε την εξής βλάστηση:
Laurus nobilis Δάφνη Απόλλωνα
Phoenix dactylifera Φοίνικας
Citrus aurantium Νεραντζιά
Ailanthus altissima Βρωμοκαρυδιά
Robinia
pseudoacacia Ψευδακακία
Cercis siliquastrum Κουτσουπιά
Populus alba Λεύκα
Tilia tomentosa Φιλύρα
Melia azedarach Μελιά
Sophora japonica Σοφόρα
Morus alba Μουριά
Acer negundo Σφενδάμι
Platanus orientalis Πλάτανος
Koelreuteria
paniculata Κερλετέρια
Albizia julibrissin Ακακία Κων/πόλεως
Acacia farnesiana Γαζία
Jacaranda
mimosifolia Γιακαράντα
Nerium oleander Πικροδάφνη
Ligustrum japonicum Λιγούστρο το ιαπωνικό
Viburnum tinus Βιβούρνο
Pittosporum tobira Αγγελική
Photinia sp Φωτίνια
Buxus sempervirens Πυξός
Lavantula sp λεβάντα
Myrtus communis Μυρτιά
Gaura sp Γκάουρα
Γενικά, μπορεί να ειπωθεί ότι το πάρκο στο σύνολό του διαθέτει μια μεγάλη ποικιλία δένδρων και θάμνων προσαρμοσμένων στις ιδιαίτερες κλιματεδαφικές συνθήκες του χώρου, με σωστή μίξη κωνοφόρων-πλατύφυλλων, αειθαλών-φυλλοβόλων, ώστε να πληρεί ικανοποιητικά τις αισθητικές απαιτήσεις του επισκέπτη αλλά και να προσφέρει προστασία σε περίπτωση έναρξης πυρκαγιάς.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι θάμνοι που φυτεύτηκαν αρχικά ή στην πορεία και κυρίως οι δάφνες και τα λιγούστρα, στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν φως έχουν μετατραπεί σε δένδρα.
Οι δενδροστοιχίες αποτελούνται κυρίως από μουριές, ακακίες, κουτσουπιές και γιακαράντες.
Στο πεδίο του Άρεως κυριαρχούν τα αείφυλλα πλατύφυλλα. Σε ολόκληρο το πάρκο υπάρχει μίξη κωνοφόρων και αείφυλλων πλατύφυλλων σε ποσοστό περίπου 20% και 80% αντίστοιχα. Τα κυρίαρχα είδη κωνοφόρων δένδρων είναι η Χαλέπιος Πεύκη και το κυπαρίσσι. Τα κυρίαρχα είδη αείφυλλων πλατύφυλλων είναι οι ακακίες, τα λιγούστρα και οι αγγελικές. Μεγαλύτερο ηλικιακά είδος φαίνεται να είναι η Χαλέπιος Πεύκη και το κυπαρίσσι, λόγω της μεγάλης διαμέτρου των κορμών, της πλήρως διαμορφωμένης κόμης του αλλά και του πολύ μεγάλου ύψους τους.
Η ηλικία των κωνοφόρων εκτιμάται ότι κυμαίνεται από 40-55 έτη, ενώ για τα πλατύφυλλα από 10-40 έτη. Η διακύμανση του ύψους για τα κωνοφόρα εκτιμάται ότι καλύπτει εύρος 7-12 m ενώ για τα πλατύφυλλα 5-9 m.
Γενικά η φυτοϋγειονομική κατάσταση του πάρκου χαρακτηρίζεται καλή με δεδομένο ότι πρόκειται για τεχνητή βλάστηση και όχι για φυσική, δασική. Σε ορισμένα σημεία, η βλάστηση εμφανίζεται υποβαθμισμένη. Ο κυριότερος λόγος, στον οποίο οφείλεται αυτή η εικόνα, είναι η μεγάλη πυκνότητα φυτών, ανά επιφάνεια εδάφους, η οποία προέκυψε είτε με την επί τούτου πυκνή φύτευση ειδών, είτε με τη φυσική αναγέννηση.

