
της Αγγελικής Καρδαρά.
Κάθε ανεξιχνίαστο έγκλημα είναι μία ανοιχτή πληγή. Σε κάθε εγκληματική ενέργεια, πρωτίστως κατά της ζωής και κατά της γενετήσιας ελευθερίας, όπου δεν εντοπίζεται ο δράστης ή οι δράστες, τα ερωτήματα προς διερεύνηση για την επιστημονική κοινότητα είναι -σε πολλές περιπτώσεις- φλέγοντα. Παράλληλα τα ερωτήματα που απασχολούν και προβληματίζουν την οικογένεια του θύματος είναι συχνά βασανιστικά, καθώς η «δικαίωση» του θύματος έρχεται τρόπον τινά με τον εντοπισμό του δράστη και την επιβαλλόμενη ποινή του.
Μία υπόθεση μεγάλου εγκληματολογικού ενδιαφέροντος με πολλά σκοτεινά σημεία που δεν φωτίστηκαν, καθώς παρέμεινε ανεξιχνίαστη, αφορά την ανθρωποκτονία 21χρονης φοιτήτριας Ιατρικής, η οποία τον Σεπτέμβριο του 1997 βρέθηκε κατακρεουργημένη στο κρεβάτι του σπιτιού που νοίκιαζε στην επαρχία.
Το έγκλημα διαπράχθηκε με πρωτοφανή αγριότητα για τα ελληνικά εγκληματολογικά χρονικά. Η αγριότητα έγκειται σε δύο κυρίως στοιχεία, πρώτον στον τρόπο τέλεσης του εγκλήματος, καθώς η νεαρή φοιτήτρια δολοφονήθηκε με 104 μαχαιριές, οι περισσότερες εκ των οποίων στο μέρος της καρδιάς και οι υπόλοιπες στον τράχηλο, στην πλάτη και σε άλλα σημεία του σώματός της. Αξιοσημείωτο είναι ότι με ένα μαξιλάρι ο δράστης είχε πιέσει το πρόσωπο του θύματος, ώστε να εξαλείψει την απειροελάχιστη περίπτωση να επιβίωνε. Το δεύτερο στοιχείο που καταδεικνύει την αγριότητα του εγκλήματος αφορά τον χρόνο διάπραξης του, δεδομένου ότι σύμφωνα με τον ιατροδικαστή πρέπει να ήταν ένας αργός και βασανιστικός θάνατος, ο οποίος διήρκησε τουλάχιστον μισή ώρα και ο δράστης πρέπει να κυνήγησε το θύμα από το καθιστικό μέχρι την κρεβατοκάμαρα, όπου βρέθηκε τελικά σφαγμένη και γυμνή, χωρίς ωστόσο να έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά που αποτελεί επίσης ένα σημαντικό στοιχείο της χαρακτηριζόμενης στην εγκληματολογική έρευνα «Υπογραφής» του δράστη.
Η υπόθεση εξελίχθηκε παράλληλα και σε «δικαστικό θρίλερ». Όπως ενημερωνόμαστε από το αστυνομικό και δικαστικό ρεπορτάζ, αρχικά μπήκε στο αρχείο από τον εισαγγελέα στις 13 Οκτωβρίου 1999, αφού από την αστυνομική έρευνα δεν προέκυψε κατηγορία κατά οποιουδήποτε προσώπου. Ο φάκελος της υπόθεσης ανασύρθηκε από το αρχείο, έγινε τακτική ανάκριση και το 2003 παραπέμφθηκε για πρώτη φορά ένα άτομο σε δίκη για την ανθρωποκτονία εκ προθέσεως της νεαρής φοιτήτριας. Οι αμφιβολίες όμως για τον χρόνο διάπραξης του εγκλήματος ήταν ένα πολύ ισχυρό στοιχείο που ανέτρεψε τα μέχρι εκείνη τη στιγμή δεδομένα και οδήγησε τελικά σε αμετάκλητη αθωωτική απόφαση. Η υπόθεση επομένως παραμένει ανεξιχνίαστη, καθώς δεν έχει βρεθεί ο δράστης και ως εκ τούτου δεν έχει επιβληθεί ποινή.
Αναλύοντας με εγκληματολογικούς όρους τη συγκεκριμένη εγκληματική πράξη, επισημαίνω ότι πρόκειται για μία υπόθεση overkilling. Είναι μία έννοια που έχουμε αναλύσει σε αρκετά άρθρα. Να υπενθυμίσω εδώ ότι ο όρος «Overkill» είναι πλέον καθιερωμένος στον κλάδο της Δικαστικής Ψυχολογίας (Forensic Psychology) και ορίζεται ως «injury and trauma that is excessive beyond that required to cause the death of the victim» δηλαδή, τραυματισμοί που είναι εκτεταμένοι και παραπάνω από όσοι απαιτούνται για τη θανάτωση του θύματος. Τέτοια τραύματα μπορεί να προκληθούν τόσο με χτυπήματα, χωρίς χρήση όπλων (γρονθοκόπημα, κλοτσιές) ή με χρήση όπλων και βοηθητικών αντικειμένων (μαχαίρι, τσεκούρι, μεταλλική ράβδος, περίστροφο).
Επίσης σε περιπτώσεις τόσο αποτρόπαιων εγκλημάτων αυτό που εξετάζεται είναι εάν τα επιπλέον τραύματα έχουν επέλθει ενώ το θύμα ήταν ακόμα ζωντανό ή αφότου είχε πεθάνει (post mortem injuries), γιατί η διαφοροποίηση αυτή μπορεί να δώσει πολύ σημαντικές πληροφορίες για το προφίλ του δράστη. Η εκτεταμένη χρήση βίας αποτελεί στοιχείο της Υπογραφής/Signature του δράστη και αποκαλύπτει, σε πολλές περιπτώσεις, το μίσος και τη σφοδρή επιθυμία για εκδίκηση ή/ και για να περάσει κάποια μηνύματα στο θύμα. Τα πολλαπλά χτυπήματα λειτουργούν επομένως και σε συμβολικό επίπεδο, καθώς μέσω αυτών ο δράστης περνάει το μήνυμα στο θύμα ότι είναι έρμαιο στα χέρια του και ότι εκείνος έχει την εξουσία να καθορίσει το μέλλον του και να αποφασίσει για το εάν θα το κρατήσει στη ζωή ή όχι.
Οι δράστες που χρησιμοποιούν τόσο ακραίας μορφής βία δύναται να πάσχουν από κάποια μορφή ψύχωσης ή σοβαρή διαταραχή προσωπικότητας, να είναι υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, φαρμάκων ή αλκοόλ, να βρίσκονται σε βρασμό ψυχικής ορμής λόγω έντονων συναισθημάτων προς το θύμα ή προς αυτό που συμβολίζει το θύμα για τον κάθε δράστη. Επίσης, σε αντίστοιχες υποθέσεις εξετάζεται εάν υπάρχουν περισσότεροι του ενός δράστες.
Υποθέσεις overkilling στα πρόσφατα ελληνικά εγκληματολογικά χρονικά που απασχόλησαν εκτενώς τα ΜΜΕ ήταν η υπόθεση ανθρωποκτονίας δημοφιλούς ηθοποιού τον Ιούνιο του 2008, ο οποίος βρέθηκε κατακρεουργημένος με 21 μαχαιριές σε ζωτικά του όργανα: στο λαιμό, την καρδιά και τους πνεύμονες. Τον Οκτώβριο του 2017 η δολοφονία της νεαρής εφοριακού με 14 μαχαιριές σε ζωτικά όργανα στον χώρο μάλιστα του νεκροταφείου και τον Νοέμβριο του 2018 η βάναυση κακοποίηση και ρίψη στη θάλασσα 21χρονης φοιτήτριας. Αυτές οι υποθέσεις έχουν εξιχνιαστεί και τις έχουμε αναλύσει σε επίπεδο αρθρογραφίας. Στις τρεις προαναφερθείσες υποθέσεις, κατά τη δική μου ερευνητική προσέγγιση, οι δράστες μέσω των πολλαπλών χτυπημάτων φέρεται να ήθελαν να περάσουν τα δικά τους μηνύματα στο θύμα, προσπαθώντας να το «εξουσιάσουν» και να το «αποτελειώσουν», διότι ο τρόπος που αντιδρούμε σε κρίσιμες καταστάσεις αποκαλύπτει καίριες πτυχές της προσωπικότητας και της ψυχοσύνθεσής μας.
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να παραπέμψω στις επιστημονικές τοποθετήσεις των δικαστικών ψυχολόγων, της κυρίας Ερατούς-Μαρίας Ιωαννίδου και της κυρίας Εύης Καλούτσου, στη συνέντευξη που μου παραχωρήσαν για το postmodern και τη στήλη μου «Έγκλημα και Media» (βλ. σχετικά “Υπόθεση ανθρωποκτονίας της νεαρής φοιτήτριας στη Ρόδο”) σχετικά με την πρόσφατη υπόθεση ανθρωποκτονίας της νεαρής φοιτήτριας.
Να κάνω μόνο μία παρένθεση και να τονίσω ότι η εν λόγω υπόθεση έχει ως σημείο σύνδεσης με την υπόθεση που αναλύουμε σήμερα το ότι θύματα ήταν δύο πολύ νεαρές φοιτήτριες που έκαναν τα πρώτα τους βήματα στην ενήλικη ζωή τους, μακριά από τις οικογένειές τους, με σχέδια και όνειρα για το μέλλον τους. Θεωρώ ότι πρέπει να δοθεί έμφαση στο κοινό προφίλ των θυμάτων, καθώς γυναίκες με ανάλογα χαρακτηριστικά -πολύ νεαρές σε ηλικία, φοιτήτριες που ζουν και σπουδάζουν σε άλλον τόπο από τον τόπο καταγωγής τους, μακριά από το οικογενειακό περιβάλλον- δύναται να αποτελέσουν τα χαρακτηριζόμενα «ευάλωτα» θύματα/ vulnerable victims στα χέρια επιτήδειων που τις έχουν στοχοποιήσει και τις «πολιορκούν» , δεδομένου ότι ο δράστης/ οι δράστες γνωρίζουν πως ζουν μόνες τους και αυτό ενδεχομένως δίνει στον δράστη/ στους δράστες μία «ασφάλεια» ότι μπορούν να κινηθούν πιο «ελεύθερα» και ότι η κινητοποίηση από την οικογένεια θα γίνει μετά από ώρες ή ακόμα και μέρες, όταν αντιληφθούν ότι το θύμα δεν δίνει «σημεία ζωής».
Αυτό το στοιχείο βέβαια δεν σημαίνει ότι η ζωή δεν θα συνεχιστεί και ότι νεαρές γυναίκες που ζουν και σπουδάζουν μακριά από την οικογενειακή θαλπωρή, θα βρίσκονται σε έναν διαρκή πανικό. Άλλωστε, κάθε νέος πρέπει κάποτε να ανοίξει τα φτερά του και να ζήσει μακριά από την οικογένειά του προχωρώντας στις δικές του επιλογές ζωής. Ωστόσο, είναι ένα στοιχείο που οφείλουμε να αναδείξουμε, με απώτερο στόχο να υπάρξει μεγαλύτερη αφύπνιση από την πλευρά κάθε νέου ανθρώπου που ξεκινά την ενήλικη ζωή -να είναι προσεκτικός, να διατηρεί ουσιαστική επικοινωνία με άτομα που εμπιστεύεται, όπως την οικογένεια, τους φίλους, κάποιο άλλο πρόσωπο του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος, προκειμένου να τους ενημερώνει για τις κινήσεις και επαφές του, τις διαπροσωπικές του σχέσεις, ζητήματα που τον προβληματίζουν κ.λπ. και να γνωρίζει τους πιθανούς κινδύνους λαμβάνοντας -στο μέτρο του εφικτού- μέτρα πρόληψης.
Στο ερώτημά μου εάν «σε αντίστοιχες υποθέσεις, ο συγκεκριμένος εγκληματικός τρόπος πράξης μπορεί να μας οδηγήσει σε ορισμένα συμπεράσματα για την ψυχοσύνθεση και εν γένει προσωπικότητα ενός δράστη, νεαρού μάλιστα σε ηλικία», ηκ. Ιωαννίδου είχε επισημάνει: «Πρέπει να τονίσουμε ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά στο πώς δρα κανείς εν ηρεμία και πώς σε πανικό. Εάν μιλούσαμε για τέτοιες πράξεις ενώ οι δράστες ήταν σε ηρεμία, η απουσία ενσυναίσθησης θα ήταν ο πιο εμφανής παράγοντας μαζί με την πλήρη αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή. Όμως μιλάμε για δράστες σε πανικό. Άπαξ και έχει ήδη διαπραχθεί ένα έγκλημα για το οποίο δεν μπορείς πλέον να κάνεις κάτι και η πιθανότητα καταδίκης σου είναι μεγάλη, θα βρεθείς σε πανικό. Και πολλές φορές, οι πράξεις που κάνουν οι δράστες πάνω στον πανικό τους για να καλύψουν τα ίχνη τους μπορεί να είναι ακόμα πιο αποτρόπαιες. Είναι όμως αποτέλεσμα των γεγονότων που προηγήθηκαν και των συνθηκών της στιγμής. Φυσικά και δράστης από δράστη διαφέρει και ανάλογα με το ποιος είναι ο καθένας θα δράσει διαφορετικά. Πάντως θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας το γεγονός ότι ακόμα κι αν ένας δράστης προέβη σε πράξεις που δεν κατανοούμε, που δεν μπορούμε να διανοηθούμε, δεν σημαίνει απαραιτήτως πως αντλούσε ευχαρίστηση από αυτές, δεν είναι δηλαδή δεδομένο ότι υπήρχε ένα σαδιστικό στοιχείο».
Σύμφωνα με την κ. Καλούτσου: «Σε αντίστοιχες υποθέσεις ο συγκεκριμένος τρόπος εγκληματικής δράσης δείχνει ότι ο δράστης μπορεί να έχει μια κοινωνιοπάθεια αλλά όχι με την έννοια της αντικοινωνικής διαταραχής προσωπικότητας. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο απαιτείται η ψυχολογική αξιολόγηση. Να σημειωθεί εδώ ότι με τον όρο κοινωνιοπαθείς εννοούμε ανθρώπους που είναι συνήθως λιγότερο συναισθηματικά σταθεροί και η κοινωνική τους συμπεριφορά τείνει να είναι πιο ασταθής από τους ψυχοπαθείς. Όταν διαπράττουν εγκλήματα, είτε αυτά είναι βίαια είτε όχι, θα ενεργήσουν περισσότερο καταναγκαστικά και «εν βρασμώ». Εν βρασμώ με την έννοια ότι η υπομονή λείπει, διακατέχονται από παρορμητικότητα και δεν υπάρχει οργάνωση ενός λεπτομερούς σχεδίου. Ο τρόπος με τον οποίο φέρεται να έδρασαν οι κατηγορούμενοι στη συγκεκριμένη υπόθεση και η ψυχρότητα που έδειξαν (έλλειψη ενσυναίσθησης) παρουσιάζει και κάποια ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά, ωστόσο δεν είμαστε σε θέση να τα αξιολογήσουμε περαιτέρω χωρίς έναν ψυχολογικό έλεγχο. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο μετά από τέτοιου είδους εγκλήματα να γίνεται μια ψυχολογική αξιολόγηση, ώστε να δίνεται μια πιο σαφής εικόνα για το ποιος είναι ο δράστης, καθώς αυτό απαντά σε πολλά ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο και τα αίτια ίσως του εγκλήματος. Προφανώς και δεν δικαιολογούμε σε καμιά περίπτωση τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε βάρος της φοιτήτριας, αλλά η εκλογίκευση (κατανόηση) μιας πράξης (το πώς και κυρίως το γιατί συνέβη ό,τι συνέβη) αποτελεί μέρος τους επαγγέλματός μας όσο κι αν αυτό πολλές φορές έρχεται αντίθετο με την ηθική μας και τις αξίες μας». Συνοψίζοντας, το έγκλημα της ανθρωποκτονίας προβληματίζει (και θα προβληματίζει) πάντοτε τις κοινωνίες, γιατί αφορά την αφαίρεση του ύψιστου αγαθού που είναι η ζωή. Η χρήση εκτεταμένης βίας, κατά την άποψή μου, αποκαλύπτει σημαντικά στοιχεία για το ψυχο-εγκληματικό προφίλ του δράστη και είναι αναγκαίο να διερευνάται περισσότερο αυτή η κρίσιμη πτυχή σε εγκλήματα κατά της ζωής και κατά της γενετήσιας ελευθερίας. Ασφαλώς, ο τρόπος ερευνητικής προσέγγισης πρέπει να είναι διεπιστημονικός -να εξετάζεται από εγκληματολογική, κοινωνιολογική, ψυχολογική, ψυχιατρική πλευρά-, ώστε να μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Θα ολοκληρώσω το παρόν άρθρο με την επισήμανση ότι κάθε ανεξιχνίαστο έγκλημα εγείρει φλέγοντα ερωτήματα και έντονο προβληματισμό. Είναι βέβαιο ότι ο τόπος του εγκλήματος (crime scene) «μιλάει» και αποκαλύπτει πολύτιμα για την έρευνα και την εξιχνίαση του εγκλήματος στοιχεία, δεδομένου ότι φωτίζει πτυχές του ψυχο-εγκληματικού προφίλ του δράστη ή των δραστών.


Latest posts by Αγγελική Καρδαρά (see all)
- Έγκλημα στα Γλυκά Νερά και σκηνοθεσία στον τόπο του εγκλήματος (crimestaging) - February 22, 2023
- Έγκλημα στα Γλυκά Νερά και μιντιακές απεικονίσεις: μία ερευνητική προσέγγιση του Crime & MediaLab (ΚΕ.Μ.Ε.) - January 12, 2023
- Κακοποίηση ζώων συντροφιάς και άγριας ζωής στην Κύπρο και οι μιντιακές απεικονίσεις υποθέσεων - November 2, 2022
2 Comments