
του Δημήτρη Καλαντζή.
Η Καινή Διαθήκη απαρτίζεται από 26 βιβλία για τη ζωή και τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού και ένα βιβλίο, το τελευταίο, με διαφορετικό προσανατολισμό. Είναι η Αποκάλυψη του Ιωάννη, το 27ο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, που στη θέση της αγάπης, της ταπεινότητας και της γαλήνης από την εν Χριστώ κοινωνία, διακονεί στους ανθρώπους τον ερχομό του δράκου με τα επτά κεφάλια, του κτήνους με τον χαραγμένο αριθμό 666 και την πτώση των πόλεων της ανηθικότητας μέσα σε φωτιά και οργή Θεού.
Επί αιώνες λόγιοι και ερευνητές προσπάθησαν να λύσουν τον γρίφο γιατί η χριστιανική κοινότητα του πρώτου αιώνα μ.Χ. επέλεξε να συμπεριλάβει την Αποκάλυψη στα κανονιστικά βιβλία της χριστιανικής πίστης.
Η πρώτη ερμηνεία που έδωσαν ήταν «για να παρηγορήσει τους πρώτους Χριστιανούς» από τις διώξεις που υφίσταντο και να τους εμφυσήσει την προσμονή της δικαίωσης με τη Δευτέρα Παρουσία, όταν δηλαδή εκείνοι θα γίνονταν δεκτοί στους κήπους της Αιώνιας Βασιλείας και οι απηνείς διώκτες τους θα καταβαραθρώνονταν στα έγκατα της κόλασης.
Ακόμα κι αν δεν ήταν ιστορικά ακριβές ότι τον πρώτο αιώνα μ.Χ. οι χριστιανοί υφίσταντο μεγάλους διωγμούς (σε σχέση με αυτούς που ακολούθησαν), η ερμηνεία είναι ισχυρή ακόμα και σήμερα με μία αναγκαία προσθήκη: ο φόβος του Θεού και η προσδοκία της νίκης επί του θανάτου ήταν αναγκαία συνθήκη για την εδραίωση της πίστης των ανθρώπων στη νέα Αλήθεια που τους παρουσιάστηκε.
Ο Θεός ήταν αναμφισβήτητα Παντοκράτορας, αρχή και τέλος κάθε ύπαρξης. Οι πιστοί όμως ζούσαν στο μεσοδιάστημα. Βίωναν την υπέρτατη μάχη επικράτησης του φωτός και του σκότους. Επομένως έπρεπε να πάρουν θέση: θα παρασύρονταν σε συνθηκολόγηση με την υπό κατάρρευση μοιχαλίδα Ρώμη; Ή θα πολεμούσαν για την πίστη τους, προσβλέποντας στη νέα Ιερουσαλήμ της Δευτέρας Παρουσίας; Θα φοβόντουσαν τους δράκους και τα θηρία ή θα βάδιζαν με γενναιότητα μέσα στο σκοτάδι, γνωρίζοντας ότι μπροστά τους θα νικήσει το φως;
Η Αποκάλυψη του Ιωάννη δεν αφήνει περιθώρια διαπραγμάτευσης. Ο αναγνώστης καλείτε να ασπαστεί την Αλήθεια προκειμένου να σώσει την ψύχη του από τα τρομακτικά μελλούμενα που ο συγγραφέας με κατηγορηματικότητα παραθέτει.
«∆ίνω μαρτυρία εγώ σε καθέναν που ακούει τους λόγους της προφητείας του βιβλίου τούτου. Αν κάποιος προσθέσει σ’ αυτά, ο Θεός θα προσθέσει πάνω του τις πληγές που είναι γραμμένες στο βιβλίο τούτο. Κι αν κάποιος αφαιρέσει από τους λόγους του βιβλίου της προφητείας αυτής, θα αφαιρέσει ο Θεός το μέρος του από το δέντρο της ζωής και από την πόλη την Αγία. – Ναι, έρχομαι γρήγορα. – Ναι, έλα Κύριε Ιησού! Η χάρη του Κυρίου Ιησού Χριστού ας είναι με όλους τους Χριστιανούς. Αμήν.»
Η Αποκάλυψη είναι ένα πολύ δύσκολο κείμενο, γεμάτο συμβολισμούς, μεταφορές και επιδέξιες ασάφειες. Ο λόγος γίνεται συγκροτημένα παραληρηματικός όταν δημιουργούνται εικόνες καταστροφής και η συναισθηματική ένταση προκαλεί εσκεμμένα ασφυξία στον αναγνώστη προκειμένου να επιλέξει την Αλήθεια ως διαφυγή.
Η επιλογή της απόδοσης του έργου σε θεατρική μορφή ήταν αναμφισβήτητα ένα τολμηρό εγχείρημα για τον σκηνοθέτη Θάνο Παπακωνσταντίνου, αφού το έργο μπορεί να έχει αφήσει ισχυρό αποτύπωμα στην τέχνη (λογοτεχνία, ζωγραφική και μουσική), αλλά ως παράσταση δεν έχει παρουσιαστεί μέχρι τώρα, πλην κάποιων αναγνώσεων με συνοδεία μουσικής και προβολών.
Ο κύριος Παπακωνσταντίνου ευφυώς επέλεξε τη λιτότητα και την υποβλητικότητα αντί ενός εντυπωσιακού θεάματος, που κινδύνευε να λειτουργήσει υπονομευτικά στο έργο. Σεβάστηκε την Αποκάλυψη, ρίχνοντας τους τόνους της πρώτης ανάγνωσης του κειμένου και αναζητώντας την υφέρπουσα ένταση που δημιουργεί η κλιμάκωση και όχι η παράθεση της εξέλιξης.
Χρησιμοποίησε τους ηθοποιούς του σαν να ήταν χορός αρχαίας τραγωδίας, όπως εύστοχα έγραψε η Μάρω Βασιλειάδου στην Καθημερινή, για να αποδώσει το χωρίς διαλόγους κείμενο με συνεχείς εναλλαγές, παρουσιάζοντας ένα άρτια, θαρρείς χορογραφημένο, σχήμα κινησιολογικά (σχεδιασμός κίνησης: Νάντη Γώγουλου) αλλά και φωνητικά.
Φωτισμοί, σκηνικά και κοστούμια (Χριστίνα Θανάσουλα και Νίκη Ψυχογιού αντίστοιχα) μας χαρίζουν περισσότερο την ευχάριστη αίσθηση της αναγεννησιακής απαλότητας, παρά την αιχμή των αδρών χαρακτηριστικών του μεσαιωνικού γοτθικού τρόπου, που ενδεχομένως κάποιος να έβρισκε πιο κατάλληλους για το έργο.
Η μουσική τέλος, του Πάνου Ηλιόπουλου, απογειώνει την πρόταση του σκηνοθέτη για τη βαθμιαία κλιμάκωση της συναισθηματικής φόρτισης που δημιουργεί η παράσταση, ξεκινώντας με αργούς και σπάνιους ήχους κρουστών και καταλήγοντας σε μία εφιαλτική φρενίτιδα φόβου και καταστροφής.
Κορυφαίες σκηνές της παράστασης είναι η πτώση της Βαβυλώνας με τον σπαρακτικό λυγμό / μοιρολόγι, η διελκυστίνδα των δυνάμεων του καλού και του κακού και η κορύφωση (κάθαρση;) του φινάλε.
Στα αμφισβητήσιμα σημεία της παράστασης είναι οι επιλογές των εμβόλιμων ταμπλό βιβάν που «επικαιροποιούν» το έργο. Ο σκηνοθέτης επέλεξε επτά (ένας αριθμός «κλειδί» για την Αποκάλυψη) στιγμές από τα 2.000 χρόνια που μεσολάβησαν από τη συγγραφή του έργου: τους Πρωτοχριστιανούς, τον Ισλαμικό εξτρεμισμό, την Οκτωβριανή Επανάσταση, τον Γερμανικό Ναζισμό, την Αμερικανική Επανάσταση, τη Γαλλική Επανάσταση και τους Μεσαιωνικούς Χιλιαστές. Όλα τα ταμπλό βιβάν είναι εξαιρετικά αισθητικά στη σύλληψη και την εκτέλεσή τους, αλλά νοηματικά ακατανόητα, χωρίς καμία εμφανή συνάφεια μεταξύ τους αλλά και με την Αποκάλυψη (σημάδι Αποκάλυψης η Γαλλική Επανάσταση;) πέραν της μαζικότητας τους.
Συμπερασματικά, η παράσταση του Θάνου Παπακωνσταντίνου στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση αποτελεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πρόταση πάνω σε ένα εμβληματικό κείμενο που αποτελεί και στοιχείο του χριστιανικού δόγματος. Ο σκηνοθέτης σεβάστηκε απόλυτα την ουσία και όχι τον τύπο της Αποκάλυψης, κινήθηκε κοντά στην εικαστική εγκατάσταση αλλά δεν παρασύρθηκε από την τυπολογία της, αποδίδοντας μία ολοκληρωμένη παράσταση στην οποία πρωταγωνιστεί η συναισθηματική φόρτιση που γεννιέται σταδιακά και δεν επιβάλλεται στους θεατές, κάτι που τελικά είναι και το ζητούμενο για να γείρει η πλάστιγγα υπέρ της τέχνης και όχι του απλού εντυπωσιασμού.




ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Σύλληψη & Σκηνοθεσία: Θάνος Παπακωνσταντίνου
Μετάφραση: Μιχαήλα Πλιαπλιά
Σκηνικά & Κοστούμια: Νίκη Ψυχογιού
Μουσική Σύνθεση & Προγραμματισμός Ηλεκτρονικών: Πάνος Ηλιόπουλος
Μουσική Επιμέλεια & Διεύθυνση, εκκλησιαστικό όργανο: Μάρκελλος Χρυσικόπουλος
Σχεδιασμός Κίνησης: Νάντη Γώγουλου
Σχεδιασμός Φωτισμών: Χριστίνα Θανάσουλα
Γλυπτική: Αλέκος Μπουρελιάς
Βοηθός Σκηνοθέτη: Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου
Ερμηνεύουν: Αλεξία Καλτσίκη, Μαριάννα Δημητρίου, Καλλιόπη Σίμου, Ελένη Μολέσκη, Κλεοπάτρα Μάρκου, Θανάσης Δόβρης, Σωτήρης Τσακομίδης, Μάριος Παναγιώτου, Μιλτιάδης Φιορέντζης, Γιώργος Δικαίος
Συμμετέχουν οι μουσικοί: Θοδωρής Βαζάκας (κρουστά), Κώστας Γάτσιος (κλαρινέτο, μπάσο κλαρινέτο), Αλέξης Καραϊσκάκης (τσέλο), Σπύρος Μοσχονάς (τρομπόνι), Ελευθερία Τόγια (βιόλα), Δημήτρης Τίγκας (κοντραμπάσο), Κώστας Τσιώλης (ηλεκτρονικά)
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση.

Δημήτρης Καλαντζής

Latest posts by Δημήτρης Καλαντζής (see all)
- Το gay Πεδίον του Άρεως - May 17, 2023
- Το γκέτο διακίνησης ναρκωτικών από το Πεδίον του Άρεως στον Άγιο Παύλο και τον σταθμό Λαρίσης - March 18, 2023
- Νοσοκομείο Ελπίς: επαγγελματισμός και ανθρωπιά στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας - March 3, 2023