
της Αγγελικής Καρδαρά.
“History collects; history records; and history remembers. And it patiently waits for unsatisfied minds to discover it.”[1]
Brent E. Turvey, Criminal Profiling: An Introduction to Behavioral Evidence Analysis
Mε αυτή την παράθεση, που πιστεύω ότι καταδεικνύει τον σημαίνοντα ρόλο της Ιστορίας και ταυτόχρονα το πάθος του ερευνητή να ανακαλύψει και να ρίξει φως σε στοιχεία που θα οδηγήσουν τη σκέψη ένα βήμα παρακάτω και θα ανοίξουν τον δρόμο για νέες έρευνες, ξεκινά το βιβλίο μου, υπό τον τίτλο Σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ εγκληματιών που απασχόλησαν τα ελληνικά ΜΜΕ (1993-2018), εκδόσεις Παπαζήση, Σκέψεις Εισαγωγικές: Καθηγητή Γ. Πανούση. Προλογικό Σημείωμα: Kαθηγητή Χ. Τσουραμάνη. Με το παρόν άρθρο θα κάνω μία εισαγωγή σχετικά με τον ορισμό και τους επιτελούμενους σκοπούς του criminal profiling, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο διερεύνησης του συγκεκριμένου βιβλίου. Θα αναφερθώ επίσης, μέσα από μία σύντομη ιστορική αναδρομή, στην εξελικτική πορεία, τους περιορισμούς και τις αμφισβητήσεις της μεθόδου, αλλά και στην αξιοσημείωτη συμβολή της στην εγκληματολογική έρευνα.
Criminal profiling: Ορισμός και επιτελούμενοι σκοποί
Το criminal profiling (εγκληματικό προφίλ), το οποίο στη διεθνή βιβλιογραφία καταγράφεται και ως offender profiling (προφίλ του παραβάτη/δράστη) ή αλλιώς specific profile analysis (ειδική ανάλυση του προφίλ) και offender’s psychological profiling (τεχνική σκιαγράφησης της ψυχολογικής φυσιογνωμίας του δράστη)[2] εφαρμόζεται κατά κανόνα σε υποθέσεις ανθρωποκτονιών και σεξουαλικών επιθέσεων. Αποσκοπεί στη σκιαγράφηση του ψυχολογικού και εγκληματικού προφίλ του δράστη εγκληματικών ενεργειών, καθώς και στον προσδιορισμό του γεωγραφικού τόπου εγκληματικής του δράσης. Για την ακριβέστερη σκιαγράφηση του προφίλ συλλέγονται στοιχεία από τον τόπο του εγκλήματος/crime scene και κυρίως από τη συμπεριφορά που υιοθετεί ο δράστης στον τόπο του εγκλήματος κατά το πέρασμα στην πράξη/crime scene behaviour.
Επίσης, οι profilers εργάζονται για την εξιχνίαση εγκληματικών ενεργειών που διαπράττονται κατά συρροή (π.χ. διαδοχικές δολοφονίες) όταν βάσει των στοιχείων που έχουν στα χέρια τους πιστεύουν ότι αυτές οι εγκληματικές ενέργειες έχουν διαπραχθεί από το ίδιο άτομο. Η διαδικασία του profiling περιλαμβάνει τη συγκέντρωση πληροφορίων που σχετίζονται με την ψυχοσύνθεση του δράστη, όσο και πιο χειροπιαστών πληροφοριών που αφορούν τον τρόπο διάπραξης του εγκλήματος, μεταξύ των οποίων διερευνώνται πρωτίστως τα ακόλουθα στοιχεία: πώς έχει αφεθεί το άψυχο σώμα στη σκηνή του εγκλήματος, ποια μέθοδος έχει χρησιμοποιηθεί για τη διάπραξη του εγκλήματος, την παρουσία ή απουσία σημαντικών αντικειμένων στον τόπο του εγκλήματος, την αλληλουχία των γεγονότων και βέβαια τη συμπεριφορά του δράστη πριν και μετά τη διάπραξη του εγκλήματος. Ενδεικτικό παράδειγμα για να γίνουν πιο κατανοητά τα παραπάνω: ο δράστης που δένει το θύμα του μπορεί με αυτό τον τρόπο να εξωτερικεύει τη βαθύτερη ανάγκη του για επιβολή ελέγχου και εξουσίας στο θύμα του, ενώ το μαχαίρωμα πριν από τη σεξουαλική επίθεση μπορεί να εκφράζει την ανάγκη του δράστη να αισθανθεί διέγερση από τον πόνο ή/και από τη θέαση του αίματος.
Ο πρωταρχικός στόχος του criminal profiling, το οποίο στα ελληνικά μπορεί να αποδοθεί ως «σκιαγράφηση του ψυχο-εγκληματικού προφίλ», είναι να περιορίσει το πεδίο της έρευνας και να δώσει βαρύτητα στα στοιχεία εκείνα που θα οδηγήσουν σε ένα συγκεκριμένο άτομο, περιορίζοντας άλλους υπόπτους. Οι Ronald M.Holmes & Stephen T. Holmes έχουν ασχοληθεί με το θέμα σε βάθος και έχουν καταλήξει στη σημαντική διαπίστωση ότι η εφαρμογή του profiling είναι πολύ πιο χρήσιμη όταν ο τόπος του εγκλήματος αντανακλά μία βεβαρημένη ψυχοπαθολογία, όπως συμβαίνει στις σαδιστικές επιθέσεις, στους βιασμούς ή στις σατανιστικές ανθρωποκτονίες που συχνά διαπράττονται με έναν, θα μπορούσαμε να πούμε, τελετουργικό τρόπο.
Εν τούτοις, ο προσδιορισμός της έννοιας του criminal profiling κατά τον Richard N.Koscis[3] δεν είναι τόσο απλός, όσο κάποιος θα περίμενε. Μέρος της δυσκολίας, κατά τον Koscis, έγκειται στην αδιαμφισβήτητη δημοτικότητα και διάδοση του όρου, καθώς και στις διαφορετικές νοηματικές «αποχρώσεις» που λαμβάνει στο πλαίσιο της ποινικής δικαιοσύνης. Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα πηγάζει από τις διαφορετικές οπτικές και προσεγγίσεις των Σχολών Σκέψης που συχνά αντιμάχονται μεταξύ τους για το θέμα.
Εξίσου σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι το criminal profiling δεν πρέπει να εξιδανικευτεί, καθώς οι αδυναμίες και οι περιορισμοί του είναι εμφανείς. Εάν όμως το criminal profiling εφαρμόζεται με σύνεση και χωρίς να ξεχνά ο ερευνητής τους περιορισμούς του, έχει κατά την άποψή μου χρησιμότητα όχι μόνο στην εξιχνίαση υποθέσεων αλλά και στην εξαγωγή σημαντικών συμπερασμάτων που αφορούν την πρόληψη συγκεκριμένων μορφών εγκληματικότητας στο πλαίσιο της αντεγκληματικής πολιτικής. Προς αυτή την κατεύθυνση αξίζει να κινηθεί και ο αστυνομικός συντάκτης, ο οποίος θα προσπαθήσει με τη βοήθεια των ειδικών πάντοτε να σκιαγραφήσει το προφίλ του δράστη και στη συνέχεια να καταλήξει σε συμπεράσματα που αφορούν το έγκλημα, την απεικόνιση του εγκλήματος στα ΜΜΕ και την πρόληψη. Συμπεράσματα, όμως, στα οποία πάντα πρέπει να επανέρχεται και να αναθεωρεί όπου κρίνεται αναγκαίο, να τα εμπλουτίζει με νέες επισημάνσεις μετά την εξιχνίαση της κάθε υπόθεσης και με την πολύτιμη συμβολή της επιστημονικής κοινότητας που μπορεί να εξηγήσει και να ερμηνεύσει στοιχεία, γιατί η απεικόνιση του εγκλήματος στα ΜΜΕ δεν πρέπει να είναι αποσπασματική, αλλά ολοκληρωμένη και τεκμηριωμένη. Αναμφίβολα, όμως, στο πλαίσιο της σύγχρονης εποχής είναι σημαντικό τα ΜΜΕ να εξελίξουν τον ρόλο τους και να προχωρήσουν ένα βήμα παρακάτω, με δημοσιογραφικές έρευνες που θα παρουσιάζουν ενδιαφέρον και θα είναι καινοτόμες και πρωτοποριακές. Ειδικά, οι παρούσες συνθήκες που έχουν οδηγήσει τον δημοσιογραφικό κόσμο στο να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην ενημέρωση των πολιτών πρέπει να αξιοποιηθούν θετικά και να αναδείξουν δημοσιογράφους-ερευνητές.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούμε στις δύο βασικές εγκληματολογικές κατευθύνσεις του criminal profiling, στις οποίες καταλήγει η έρευνα και είναι: το γεωγραφικό profiling/geographical profiling[4] και το profiling που βασίζεται στα προσωπικά χαρακτηριστικά του ατόμου/profiling of an criminal’s personal characteristings. Ο Peter Β. Ainsworth[5] έχει εντοπίσει τέσσερεις βασικές προσεγγίσεις, οι οποίες συνοψίζονται στα εξής σημεία:
- Γεωγραφική Προσέγγιση/Geographical Approach: Η συγκεκριμένη προσέγγιση αναζητά μοτίβα/patterns στην τοποθεσία και τον χρόνο διάπραξης των εγκλημάτων, ώστε να εξάγει συμπεράσματα σχετικά με τα διαπραττόμενα εγκλήματα και να καταλήξει σε συγκεκριμένες προτάσεις για το πού μπορεί να ζει και να εργάζεται ο δράστης. Στην «ιδανική» περίπτωση ο ερευνητής πρέπει να έχει στη διάθεσή του πέντε εγκληματικές ενέργειες να ερευνήσει, προκειμένου να οδηγηθεί σε μία ακριβή εικόνα για τη γεωγραφική τοποθεσία όπου ο εγκληματίας ζει και δρα.
- Ερευνητική Ψυχολογία/Investigative Psychology: Η συγκεκριμένη προσέγγιση προέκυψε από τη γεωγραφική και χρησιμοποιεί καθιερωμένες ψυχολογικές θεωρίες και αναλυτικές μεθόδους προκειμένου να προβλέψει στοιχεία που διέπουν τη συμπεριφορά του δράστη.
- Τυπολογική Προσέγγιση/Typological Approach: Αυτή η προσέγγιση αξιοποιεί στοιχεία από τους τόπους των εγκλημάτων προκειμένου να κατηγοριοποιήσει σε διαφορετικές τυπολογίες (με διαφορετικά χαρακτηριστικά) τους δράστες εγκληματικών ενεργειών.
- Κλινική Προσέγγιση/Clinical Approach: Η τελευταία προσέγγιση αξιοποιεί τις θεωρίες από την ψυχιατρική και την κλινική ψυχολογία, με στόχο να βοηθήσει την έρευνα σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου θεωρείται ότι ο δράστης έχει μία ψυχική ασθένεια ή αντιμετωπίζει κάποιο άλλο σοβαρό ψυχολογικό πρόβλημα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ainsworth, P. B.(2001). Offender profiling and crime analysis. LONGMAN CRIMINOLOGY SERIES. UK: Willan Publishing.
Holmes, R. M. Holmes, S.T. (2002). Profiling Violent Crimes: An Investigative Tool. 3η έκδ. Thousand Oaks: Sage Publications.
Kocsis, R.N.(2006). Criminal Profiling: Principles and Practice. Totowa, NJ: Humana Press.
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΙ ΤΟΠΟΙ
http://www.all-about-forensic-psychology.com/geographic-profiling.html
http://www.e-criminalpsychology.com/
http://www.loreto.herts.sch.uk/wp-content/uploads/Offender-profiling.pdf
http://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1002/jip.37/abstract
Θα ξεκινήσω υπογραμμίζοντας ότι η χρήση του criminal profiling είναι αμφιλεγόμενη. Η κριτική που έχει ασκηθεί πηγάζει πρωτίστως από το ότι δεν αποτελεί έναν αυτόνομο επιστημονικό κλάδο, αλλά στηρίζεται στη γνώση και σύνθεση πολλών επιστημών, κυρίως στις: ψυχολογία, ψυχιατρική, εγκληματολογία και κοινωνιολογία, προκειμένου ο ερευνητής να οδηγηθεί σε διαπιστώσεις. Ένα άλλο αρνητικό στοιχείο που της καταλογίζεται είναι η προσπάθεια δημιουργίας «στερεοτυπικών συμπεριφορών». Η πιο δριμεία κριτική αφορά όμως την προσπάθεια ορισμένων profilers να κατηγοριοποιήσουν μία εγκληματική συμπεριφορά βασιζόμενοι σε λίγα μόνο χαρακτηριστικά γνωρίσματα, με συνέπεια να προβαίνουν σε αβίαστα συμπεράσματα και γενικεύσεις.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το άρθρο του Καθηγητή Κοινωνιολογίας και Εγκληματολογίας Scott A. Bonn, το οποίο φέρει τον τίτλο Is Criminal Profiling a Science, Art or Magic?[6] (Είναι η απεικόνιση του εγκληματικού προφίλ επιστήμη, τέχνη ή μαγεία;). Το άρθρο αποτυπώνει τις ενστάσεις και διαφωνίες των μελετητών για την αξιοπιστία ή μη του criminal profiling και παράλληλα υπογραμμίζει τη μακρά ιστορία και τη συμβολή του στην έρευνα.
Μεταξύ άλλων αναφέρεται στο άρθρο ότι το criminal profiling τοποθετείται κάπου ανάμεσα στην επιβολή του νόμου και την ψυχολογία. Αυτό το στοιχείο, ενδεχομένως, προσδίδει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην ενασχόληση με τη σκιαγράφηση. Οι ερευνητές δεν συμφωνούν πάντοτε μεταξύ τους σχετικά με τη μεθοδολογία και την ορολογία, ωστόσο όλοι μοιράζονται έναν κοινό στόχο: να αναλύσουν τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από τον τόπο/τη σκηνή του εγκλήματος και από τις δηλώσεις των θυμάτων και των μαρτύρων, για να καταλήξουν σε περιγραφή του άγνωστου δράστη.
Η περιγραφή του δράστη μπορεί να περιλαμβάνει ψυχολογικούς παράγοντες όπως χαρακτηριστικά αντικοινωνικής προσωπικότητας, ψυχοπαθολογίες, πρότυπα συμπεριφοράς, καθώς και δημογραφικές μεταβλητές συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας, της φυλής και της γεωγραφικής θέσης. Στην πράξη, ιδιαίτερα όπως διεξάγεται από το FBI, ο εγκληματικός χαρακτηρισμός εμπλέκεται σε τρία βασικά στάδια: της έρευνας, της σύλληψης και της ποινικής δίωξης. Στο στάδιο της έρευνας, ο προσδιορισμός του προφίλ χρησιμοποιείται για να καθοριστεί εάν τα διαπραχθέντα εγκλήματα συνδέονται μεταξύ τους ή όχι και να γίνει μία αρχική καταγραφή των κύριων χαρακτηριστικών της προσωπικότητας και του τρόπου ζωής του άγνωστου δράστη, βάσει των στοιχείων που έχουν συλλέξει οι ερευνητές μέχρι εκείνη τη στιγμή. Επίσης, σε αυτό το στάδιο αναπτύσσονται από τους ερευνητές στρατηγικές για να μπορούν να «μπουν στο μυαλό» του άγνωστου εγκληματία, δηλαδή να κατανοήσουν πώς λειτουργεί ο δράστης και πού θα στοχεύσει την εγκληματική του δράση. Παράλληλα, δίνεται από τους ερευνητές μία εκτίμηση της πιθανότητας κλιμάκωσης των εγκλημάτων του. Στο στάδιο της σύλληψης, ο προσδιορισμός του προφίλ χρησιμοποιείται για να προβλέψει πού θα αναζητήσουν τον άγνωστο δράστη, να καθορίσει ποιες πληροφορίες πρέπει να συμπεριληφθούν σε ένα ένταλμα έρευνας και πώς ενδέχεται να αντιδράσει ο δράστης μετά τη σύλληψη και ανάκριση. Στο στάδιο της ποινικής δίωξης, οι εγκληματολόγοι ενεργούν ως εμπειρογνώμονες στο δικαστήριο για να συνδέσουν τα εγκλήματα με βάση τα εγκληματολογικά αποδεικτικά στοιχεία και να συνδέσουν τον κατηγορούμενο με μια σειρά εγκλημάτων.
Το profiling, όπως επίσης ενημερωνόμαστε στο παραπάνω άρθρο, έχει μια μακρά ιστορία. Σε αυτό που συχνά αναφέρεται ως η πρώτη εφαρμογή των τεχνικών εγκληματικής μορφοποίησης, δύο γιατροί από το Λονδίνο, οι George Phillips και Thomas Bond, χρησιμοποίησαν τα αποτελέσματα αυτοψίας και τα στοιχεία της σκηνής του εγκλήματος το φθινόπωρο του 1888 για να κάνουν στοιχειώδεις αλλά ενημερωμένες προβλέψεις σχετικά με την προσωπικότητα, τα χαρακτηριστικά συμπεριφοράς του διαβόητου δολοφόνου, Τζακ του Αντεροβγάλτη/Jack the Ripper.
Συνοψίζοντας, σε μία εποχή όπου το έγκλημα διεθνοποιείται και λαμβάνει πιο σκληρές διαστάσεις, το criminal profiling μπορεί να ρίξει φως σε στοιχεία που να αποδειχθούν πολύτιμα όχι μόνο για την εξιχνίαση αλλά και για την πρόληψη ορισμένων μορφών εγκληματικότητας. Ασφαλώς, η χρήση της μεθόδου πρέπει να γίνεται με προσοχή, σύνεση και χωρίς γενικεύσεις και υπερβολές. Για να μην καταλήγουμε σε αβίαστα ή επιπόλαια συμπεράσματα, είναι απαραίτητο να συμβάλλουν στην ανάλυση των εγκληματικών συμπεριφορών τόσο οι ψυχολόγοι, ψυχίατροι, όσο και οι κοινωνιολόγοι και εγκληματολόγοι, προκειμένου μέσα από διεπιστημονική διερεύνηση να εξαχθούν πιο ασφαλή συμπεράσματα και πάντα λαμβάνοντας υπ’ όψιν ένα εξαιρετικά κρίσιμο στοιχείο: την αποφυγή του στιγματισμού και της στοχοποίησης ατόμων. Είναι διαφορετική διαδικασία και πρέπει να γίνει απολύτως σεβαστή η λεπτή μέν αλλά διακριτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ ανάλυσης μίας συμπεριφοράς που έχει οδηγήσει σε μία εγκληματική πράξη από τον στιγματισμό προσώπων που αποτελεί παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου.
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΣ ΤΟΠΟΣ
https://www.psychologytoday.com/blog/wicked-deeds/201411/is-criminal-profiling-science-art-or-magic
[1] Απόδοση στα ελληνικά: «Η Ιστορία συλλέγει στοιχεία. Η Ιστορία καταγράφει και η Ιστορία θυμάται. Και περιμένει υπομονετικά ανικανοποίητα μυαλά να την ανακαλύψουν».
[2] Βλ. σχετικά τις διαδικτυακές πηγές: http://www.e–criminalpsychology.com/
http://www.loreto.herts.sch.uk/wp-content/uploads/Offender-profiling.pdf
http://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1002/jip.37/abstract
[3] Kocsis, R.N. (2006). Criminal Profiling: Principles and Practice. Totowa, NJ: Humana Press, σελ.9.
[4]Σχετικά με τον τρόπο που λειτουργεί το geographical profiling, βλ. ενδεικτικά http://www.all–about–forensic–psychology.com/geographic–profiling.html
Ανακτήθηκε στις 15-2-2017.
[5] Ainsworth, P. B. (2001). Offender profiling and crime analysis. LONGMAN CRIMINOLOGY SERIES. UK: Willan Publishing, σσ.82-154.
[6] Μπορείτε να διαβάσετε όλο το άρθρο του Bonn, S.A. με τίτλο Is Criminal Profiling a Science, Art or Magic? An inexact science, profiling has a long, storied history, το οποίο αναρτήθηκε στις 10-11-2014 εδώ https://www.psychologytoday.com/blog/wicked-deeds/201411/is-criminal-profiling-science-art-or-magic Ανακτήθηκε στις 15-2-2017.


Latest posts by Αγγελική Καρδαρά (see all)
- Έγκλημα στα Γλυκά Νερά και σκηνοθεσία στον τόπο του εγκλήματος (crimestaging) - February 22, 2023
- Έγκλημα στα Γλυκά Νερά και μιντιακές απεικονίσεις: μία ερευνητική προσέγγιση του Crime & MediaLab (ΚΕ.Μ.Ε.) - January 12, 2023
- Κακοποίηση ζώων συντροφιάς και άγριας ζωής στην Κύπρο και οι μιντιακές απεικονίσεις υποθέσεων - November 2, 2022
1 Comment