Πολύ σχολαστικά και ελληνική γλώσσα

του Δημήτρη Καλαντζή.

Η πανδημία κορωνοϊού έβαλε στο καθημερινό μας λεξιλόγιο ασυνήθιστες λέξεις, πολλές από τις οποίες μεταφράστηκαν πρόχειρα από τα αγγλικά. Έτσι αρχίσαμε να μιλάμε για «υποκείμενα νοσήματα» στους νεκρούς από κορωνοϊό (αδόκιμη μετάφραση στα ελληνικά του «underlying diseases». Το σωστό εννοιολογικά είναι «με προϋπάρχοντα νοσήματα» ή απλώς «με βεβαρημένη υγεία»), για «ιχνηλάτηση» («tracking») ή για «clusters», λέξη που άφησε αμετάφραστη ο υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας κύριος Χαρδαλιάς, ίσως επειδή η «συστάδα» του φάνηκε πολύ λόγια λέξη.

Όλα αυτά ήταν εν πολλοίς δικαιολογημένα για μία έκτακτη κατάσταση που απαιτούσε ορολογία κοινής συνεννόησης πάνω σε χαρακτηριστικά, διαδικασίες και λειτουργίες που δεν γεννιούνταν στη χώρα μας, αλλά έρχονταν σχηματοποιημένα από το εξωτερικό.

Πρόβλημα παρουσιάστηκε όταν επιλέχθηκε μία πολύ ωραία ελληνική λέξη για να χρησιμοποιηθεί λανθασμένα -ή έστω αδόκιμα- σε μία καταιγιστική καμπάνια και συγκεκριμένα στο ενημερωτικό σποτ της κυβέρνησης με τον Σπύρο Παπαδόπουλο.

Εκεί ακούσαμε τον συμπαθή ηθοποιό να μας προτρέπει να πλένουμε τα χέρια μας… πολύ σχολαστικά.

«Πολύ σχολαστικά»;
Θα μπορούσαμε δηλαδή να πλέναμε τα χέρια μας «λίγο σχολαστικά»;
Όχι.  
Το επίρρημα «σχολαστικά» από μόνο του εμπεριέχει τον υπερθετικό βαθμό και δεν μπορεί να συνοδευτεί με «πολύ» ή «λίγο».

«Σχολαστικά» σημαίνει «με υπερβολική επιμέλεια και προσοχή, εξονυχιστικά».  

Η λέξη «σχολαστικός» μπορεί να χρησιμοποιηθεί με θετική έννοια (π.χ. Ο Νίκος διενεργεί σχολαστική έρευνα πριν συντάξει τις υποδείξεις του προς την υπηρεσία), ή με την αρνητική έννοια του «τυπολάτρη» (π.χ. Το μπαρ ήταν σχολαστικό με τους ανήλικους. Δεν άφηνε να μπουν άτομα χωρίς ταυτότητα ακόμα κι εάν είχαν γκρίζα μαλλιά).

Αντίθετα του «σχολαστικά» είναι τα «επιπόλαια» και «επιφανειακά».

Η λέξη σχολαστικός έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, καθώς γεννήθηκε στην Ελλάδα με άλλη έννοια και επανήλθε στο ελληνικό λεξιλόγιο με κάποια παράφραση από την ξενική της υιοθέτηση.

Όπως διαβάζουμε στο Ετυμολογικό Λεξικό του Γιώργου Μπαμπινιώτη (Αθήνα, 2009) τη λέξη συναντούμε πρώτα στα έργα του Αριστοτέλη με τη σημασία «αυτός που ησυχάζει, που αναπαύεται» (σε ελεύθερη μετάφραση θα μπορούσαμε να πούμε «αυτός που έχει σχολάσει από υποχρεώσεις»). Στα ελληνιστικά χρόνια παίρνει τη σημασία «αυτού που αξιοποιεί τον ελεύθερο χρόνο του για να καλλιεργήσει το πνεύμα και να μορφωθεί» και φτάνει στις ημέρες μας με την έννοια του «τυπικός, επιμελής μέχρι υπερβολής».

Σύμφωνα με την «Πύλη για την ελληνική γλώσσα», η «Σχολαστική φιλοσοφία» διδασκόταν στις σχολές της Δυτικής Ευρώπης και προσπαθούσε να συνδέσει τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες του χριστιανισμού με την αρχαία ελληνική και ειδικότερα με την αριστοτελική φιλοσοφία. Ως σχολαστικός, αναγνωριζόταν ο οπαδός της Σχολαστικής Φιλοσοφίας και κατ’ επέκταση, εκείνος που παρουσίαζε τάσεις δογματισμού και προσκόλλησης σε συντηρητικές θέσεις και αναχρονιστικές μεθόδους: «Tο σχολαστικό πνεύμα των πανεπιστημίων του 19ου αι.», «H σχολαστική διδασκαλία των αρχαίων κειμένων» κ.α.

Η λέξη στην αγγλική της υιοθέτηση (scholar) με την πάροδο των χρόνων έχασε τη σύνδεσή της με την αντίστοιχη φιλοσοφική Σχολή και περιέγραφε γενικώς τους ανθρώπους που εντρυφούσαν στην παιδεία, τους λόγιους.

Γυρνώντας λοιπόν πάλι σε εμάς, η λέξη που είχε μέσα της και παιδεία, και μόρφωση, και επιμέλεια, και φιλοσοφία, και λογιοσύνη, και ακρίβεια και τυπολατρία, καταστάλαξε στην έννοια του «επιμελής μέχρι υπερβολής και λεπτολόγος».

Είναι αγράμματοι λοιπόν αυτοί που έβαλαν εκείνο το «πολύ σχολαστικά» αρχικά στα λόγια του Σπύρου Παπαδόπουλου και τώρα της Βίκυς Σταυροπούλου;

Όχι. Ενδεχομένως να το έκαναν επίτηδες για να τραβήξουν την προσοχή του κόσμου. Ένας αδόκιμος όρος στον τίτλο ενός κειμένου ή σε ένα διαφημιστικό σλόγκαν, δεν είναι σπάνιος όταν σκοπός είναι να «κεντρίσει» το ενδιαφέρον του κοινού.

Οι ενστάσεις βρίσκονται στο κατά πόσον τέτοιες πρακτικές θα πρέπει να υιοθετούνται από επίσημους φορείς -εν προκειμένω από την ίδια την κυβέρνηση- και να χάνεται έτσι η ευκαιρία μία πολύ ωραία ελληνική λέξη με διεθνή παρουσία και βάρος, να μπει ξανά στο λεξιλόγιο των σύγχρονων Ελλήνων με το σωστό νόημα και τον σωστό τρόπο χρήσης της…

The following two tabs change content below.

Δημήτρης Καλαντζής

Γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στο κέντρο της Αθήνας. Σπούδασε δημοσιογραφία στο «Εργαστήρι» και Ελληνικό Πολιτισμό στο ΕΑΠ. Έχει δουλέψει σε εφημερίδες, ραδιοφωνικούς & τηλεοπτικούς σταθμούς και τώρα διερευνά τους κώδικες του διαδικτύου. Αγαπά τις ανθρώπινες ιστορίες και τις γάτες.

Comments

comments

Related Posts

    Comments are closed.

    Recent Posts