
της Αγγελικής Ρουμπιέ.
Το μυθιστόρημα αυτό του Henry James, το είχε αγαπήσει πολύ, όχι μόνο γιατί ήταν δικό του δώρο στα γενέθλιά της, μόλις γνωρίστηκαν, αλλά, γιατί μέσα από την ηρωίδα ανακάλυψε κομμάτια του εαυτού της. Της υπενθύμισε ότι, τελικά, ο θρίαμβος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ζυγίζει πιο πολύ από τον έρωτα.
Αυτά σκεφτόταν, μόλις σταμάτησε να τρέχει, αφού τον είδε να την περιμένει στην είσοδο του σχολείου της. ‘Το πορτρέτο μιας κυρίας’, που της το είχε δωρίσει μαζί με ένα όμορφο μπουκέτο από τουλίπες, που τόσο αγαπούσε. Στο μυαλό της ήρθαν συνειρμικά εικόνες, ήχοι, χρώματα, γεύσεις. Θυμόταν πόσο χαρούμενη ένιωθε όταν βρισκόταν κοντά του, κι ας ήταν τόσο διαφορετικοί. Θυμόταν πόσο τρυφερά και διστακτικά την είχε πιάσει από το χέρι στον πρώτο τους περίπατο. Θυμόταν την σχεδόν παγωμένη του αντίδραση όταν τον ρώτησε για την αγάπη. ‘Έχω άλλες προτεραιότητες την περίοδο αυτή’, της είχε απαντήσει και είχε μείνει να τον κοιτά με βλέμμα υγρό και απλανές.
Από τότε, όλα έγιναν μηχανικά. Μαζεύτηκε στον εαυτό της, απογοητεύθηκε που δεν κατάφερε να τον κάνει να νιώσει την αγάπη της. Άρχισε και κείνος να διατηρεί μια κομψή και φιλική απόσταση, μέχρι που ξεθώριασαν οι δυο τους, σαν φωτογραφία παλιά…
Και τώρα, ήρθε ξανά να την δει απροειδοποίητα, πάνω που είχε συνηθίσει την απουσία του. Τι να σκεφτόταν, άραγε για εκείνη; Ότι φοβήθηκε; Ότι τον αποστρέφεται; Τίποτε από τα δυο… Η πρώτη εικόνα που της ήρθε, ήταν ένα βάζο. Ένα βάζο άδειο, πάνω στο πιάνο της που ονειρευόταν να το γεμίσει με την ανθοδέσμη που θα της έφερνε, εκπλήσσοντάς την. Είχε βαρεθεί να το βλέπει άδειο, το μίσησε, το έκρυψε στο βάθος ενός ντουλαπιού, να μην της θυμίζει τη δική του απουσία, τη δική του αδιαφορία. Με τον καιρό, άρχισε να σκέφτεται αλλιώς, δεν ήθελε να εξαρτάται από κανέναν συναισθηματικά, να αγοράζει μόνη της τα άνθη που της στέρησε εκείνος. Μια ιδέα είναι όλα στη ζωή, στο μυαλό είναι όλα. Εκεί αρχίζουν και εκεί τελειώνουν.
Άναψε ένα τσιγάρο με χέρι νευρικό. Άνοιξε το μεγάλο παράθυρο που έβλεπε στο βουνό και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τι είχε αλλάξει; Γιατί επέστρεψε; Πώς επιστρέφει κανείς στη ζωή του άλλου, δίχως να τον ρωτήσει; Είναι ξενοδοχεία οι καρδιές; Τόσος εγωισμός, λοιπόν; Μόλις κανείς απομακρύνεται, ο άλλος έλκεται; Ανοησίες. Όποιος σ’ αγαπάει, σε σέβεται, της είχε πει ο πατέρας της. Τελεία και παύλα.
Έσβησε το τσιγάρο αργά και προχώρησε στο σαλόνι. Στη μέση του βρισκόταν το αγαπημένο της πιάνο. Πάνω του, το μεγάλο, γυάλινο βάζο, γεμάτο πορτοκαλί και κίτρινες τουλίπες, τής χαμογελούσε αισιόδοξα.
‘Τι όμορφο είναι να ζείς!’ Χαμογέλασε…


Latest posts by Αγγελική Ρουμπιέ (see all)
- Τα βράχια της Κρύας - August 13, 2023
- Αλεξίσφαιρη Αλίκη (3) - August 4, 2023
- Διαδρομή διαρκής - July 27, 2023