
της Αγγελικής Ρουμπιέ.
Προχώρησε γρήγορα και αποφασιστικά στη θάλασσα. Ο καιρός είχε γλυκάνει πολύ, αλλά το νερό ήταν κρύο ακόμη. ‘Καλύτερα’, σκέφτηκε, ‘να μουδιάσω και να αδειάσω όλο το μυαλό μου στη θάλασσα’. Κοίταξε στο βάθος του ορίζοντά της, τίποτε. Η γραμμή σκούραινε στο τέλος της ατέρμονης πορείας της. Έστρεψε το βλέμμα του αριστερά και δεξιά. Ήταν μόνος στη μικρή παραλία, άλλωστε ήταν πρωί ακόμη. Δεν είχε διάθεση για πολυκοσμία σήμερα.
Έπεσε στο κρύο νερό και ένιωσε το κρύο να τον διαπερνά. Κολύμπησε γρήγορα για να ζεσταθεί. Αγαπούσε τη θάλασσα, πολύ, αλλά όχι όπως οι περισσότεροι. Τη λαχταρούσε μόνη, σιωπηλή, δεν ήθελε να τη μοιράζεται τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες. Ήταν μόνο δική του σε μέρη μυστικά, απρόσιτα, επικίνδυνα και θελκτικά. Σαν τον έρωτα που είχε ζήσει δυο χρόνια πριν.
Στάθηκε λίγο να ακούσει την ηρεμία του τοπίου και βούτηξε το κεφάλι μέσα. Βυθίστηκε αργά, άνοιξε τα μάτια να δει τη διάφανη, υγρή ‘σκηνή’ που ήταν πρωταγωνιστής. Πόσο τον ξεκούραζε αυτό! Δεν ήθελε τίποτε άλλο. Συνέχισε το μακροβούτι κοιτώντας τα μικρά, σχεδόν διάφανα ψαράκια, την άμμο που σχημάτιζε κύματα καμπυλών, όπως εκείνης που χάιδευε, τότε…
Βγήκε απότομα, πήρε βαθιά ανάσα. Έκλεισε τα μάτια και άρχισαν αυθόρμητα να τρέχουν δάκρυα. Δάκρυα ετών, σιωπηλά, θυμωμένα, απογοητευμένα, προδομένα. Ανακουφιστικά… Κοίταξε τον ήλιο και άρχισε ξανά να κολυμπάει ήρεμα, απαλά, να (δια)σχίζει το βελούδο της θάλασσας με το βλέμμα μπροστά. Ένιωθε τη φωνή μέσα του να του λέει ‘Φύγε, μακριά. Όσο πιο μακριά μπορείς, απ΄ όλα και απ΄ όλους. Όχι από κείνη…’
Βούτηξε πάλι. Ένιωσε ελαφρύς, ευλογημένος που νιώθει όλη αυτή τη γαλαζοπράσινη, διάφανη ομορφιά να του χαϊδεύει και να του ξεκουράζει το κορμί. Σε λίγες ώρες έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει τον φόβο του. Η θαλασσινή κάθαρση τον βοηθούσε , τον τόνωνε, του οργάνωνε τις σκέψεις, διώχνοντας τις περιττές, ανόητες. Ξεκαθάρισμα, γενικό.
‘Κράτα αυτό που δε σε λυγάει’, ήταν τα τελευταία λόγια της μάνας του. Χαμογέλασε πικρά, ‘Ναι, μάνα, αυτό θα κάνω’, ψιθύρισε, βγαίνοντας από το νερό. Στάθηκε στον ήλιο, νιώθοντας να ζεσταίνεται και ο πιο αδιόρατος πόρος του δέρματός του και άρχισε να ντύνεται.
Βάδισε προς το αμάξι αργά, με σιγουριά, ‘καθαρός πια’, έτοιμος να πάει και ν’ αντιμετωπίσει την αλήθεια των ιατρικών του εξετάσεων.


Latest posts by Αγγελική Ρουμπιέ (see all)
- ‘Ο πίνακας’ - May 29, 2023
- ‘Εύθραυστη γραμμή’ - May 14, 2023
- ‘Οι ρίζες’ - April 23, 2023