Η φυλακή ως ισχυρό κοινωνικό δίκτυο: Κοινωνικοί τύποι και ρόλοι στον χώρο της φυλακής

της Αγγελικής Καρδαρά.

Αυτή την περίοδο οργανώνουμε με εντατικούς ρυθμούς στο Κέντρο Μελέτης του Εγκλήματος τις πρώτες δημοσίευσεις που θα γίνουν στο πλαίσιο του μεγάλου μας, ongoing/ εν εξελίξει project με τίτλο Φυλακή και Γλώσσα: Επαναλητπική Έρευνα. Παράλληλα προετοιμάζουμε την εκπαιδευτική μας δράση με τίτλο «Φυλακή και Γλώσσα». Στο παρόν άρθρο, επομένως, παρουσιάζω μία από τις θεματικές ενότητες που διερευνήθηκαν στη διδακτορική μου διατριβή, υπό τον τίτλο Φυλακή και Γλώσσα: η γλωσσική επικοινωνία των κρατουμένων ως κρίσιμο και αναπόσπαστο στοιχείο της δομής των φυλακών, η οποία εκδόθηκε το 2014 από τις εκδόσεις νομικών βιβλίων Αντ.Ν.Σάκκουλα και αποτέλεσε τη βάση για  τη διεξαγωγή της επαναληπτικής έρευνας.

Ειδικότερα, εξετάζονται οι κοινωνικοί τύποι και ρόλοι που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της φυλακής και υιοθετούνται από τους κρατούμενους. Μέσω αυτής της διερεύνησης μας δίνεται η ευκαιρία να κατανοήσουμε καλύτερα και βαθύτερα τον τρόπο με τον οποίο οι έγκλειστοι επικοινωνούν μέσα από συγκεκριμένους ρόλους και βιώνουν την πραγματικότητα της φυλακής, η οποία διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από την πραγματικότητα εκτός φυλακής. Πρέπει να επισημανθεί ότι η σπουδαιότητα της έννοιας του «ρόλου» είναι μεγάλη, γιατί αποτελεί τη βασική μονάδα κοινωνικοποίησης.[1]

Ειδικότερα, όπως υποστηρίζει ο κοινωνιολόγος και ανθρωπολόγος E. Goffman,[2] μέσα από τους ρόλους, οι οποίοι λαμβάνουν χώρα σε έναν κύκλο κοινωνικών περιστάσεων όπου τα άτομα έρχονται σε κατά πρόσωπο επαφή, κατανέμονται καθήκοντα στα μέλη της κοινωνίας και λαμβάνονται μέτρα για να εξασφαλιστεί η εκτέλεσή τους, γεγονός που ενισχύει την καθοριστική σημασία των ρόλων. Μάλιστα η υιοθέτηση ενός ρόλου συνεπάγεται την κατοχή από το άτομο μίας συγκεκριμένης θέσης στην κλίμακα της κοινωνικής ιεραρχίας, η οποία καθίσταται ακόμα πιο εμφανής στο ευρύ κοινό μέσω ορισμένων δεικτών, όπως η ενδυμασία, η ομιλία και η εν γένει συμπεριφορά. Επίσης, ο ρόλος δύναται να συνοδεύεται από έναν τίτλο που αποδίδει στον «ερμηνευτή» το αντίστοιχο γόητρο ή, αντίθετα, στίγμα και ο οποίος απαιτεί την ανάδειξη ορισμένων προσωπικών ιδιοτήτων, π.χ. ένας δικαστής οφείλει να είναι νηφάλιος και ψύχραιμος, ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου σοβαρός κ.λπ.  Σαφώς, κάθε άνθρωπος εμπλέκεται σε περισσότερα από ένα συστήματα ή πλέγματα ρόλων και κατ’ επέκταση ερμηνεύει περισσότερους από έναν ρόλους. Ωστόσο, έχει τη δυνατότητα να κρατά σε εκκρεμότητα κάποια πλέγματα, εκτελώντας ανάλογα με την περίσταση έναν συγκεκριμένο ρόλο και αφήνοντας τους άλλους κατά μέρος για να τους εκτελέσει σε άλλες περιπτώσεις.

Από τα προαναφερθέντα γίνεται αντιληπτό ότι η διερεύνηση των ρόλων συνιστά μία πολυσύνθετη διεργασία. Στη μελέτη μας εκλάβαμε τη φυλακή ως ένα «εντοπισμένο σύστημα δραστηριότητας», στο οποίο αναδύονται αρκετά ανεπτυγμένοι εντοπισμένοι ρόλοι, διότι κατά τον Goffman[3] σε κοινωνικού τύπου ιδρύματα, όπου μία πλήρης αλληλουχία δραστηριοτήτων επαναλαμβάνεται με κάποια συχνότητα αναδύονται εντοπισμένοι ρόλοι, δηλαδή μία δεσμίδα δραστηριοτήτων που εκτελούνται φανερά μπροστά σε μία ομάδα άλλων ατόμων και διαπλέκονται εξίσου φανερά με τη δραστηριότητα που εκτελούν οι υπόλοιποι. Επομένως, ιδίως σε ολοκληρωτικού τύπου ιδρύματα όπως είναι η φυλακή, απαντώνται εντοπισμένοι ρόλοι, εφόσον οι δραστηριότητες επαναλαμβάνονται σε καθημερινή βάση με μεγάλη αυστηρότητα. 

Η κύρια διαπίστωση της μελέτης μας αφορούσε την καταλυτική επίδραση που ασκεί ο κώδικας των εγκλείστων, ο οποίος ουσιαστικά διαμορφώνει και ελέγχει την καθημερινή δράση του έγκλειστου πληθυσμού στο κατάστημα κράτησης, με το σύνολο των κανόνων και μορφών συμπεριφοράς που επιβάλλει. Το καινούργιο στοιχείο που διερευνούμε στο σημείο αυτό έγκειται στο ότι ο εν λόγω κώδικας επιβάλλεται στους τρόφιμους με τη βοήθεια μίας «ετικέτας» ή ενός ονόματος κοινωνικού τύπου. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι αυτή η τυπολογία αφορά όχι μόνο όσους τηρούν τις αξίες του κώδικα αλλά και όσους παρεκκλίνουν από τις αρχές και τους κανόνες του. Επιπροσθέτως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι κοινωνικοί ρόλοι και τύποι της φυλακής που αποδίδονται με διάφορα παρατσούκλια, ποικίλλουν ανάλογα με την εποχή και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα κάθε καταστήματος κράτησης, στην ουσία τους όμως παραμένουν ίδιοι.[4] Το συγκεκριμένο γεγονός καταδεικνύει τη βαρύνουσα σημασία τους στον χώρο των φυλακών.

Τονίζουμε ότι πολλές μελέτες έχουν πραγματοποιηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο για να καταγραφούν οι χαρακτηριστικοί τύποι-ρόλοι των φυλακισμένων, οι οποίοι εμφανίζουν ομοιότητες αλλά και ορισμένες καίριες διαφοροποιήσεις από τους αντίστοιχους που υιοθετούνται στην ελεύθερη κοινωνία. Αδιαμφισβήτητα, μολονότι δεν υπάρχει ένας και μοναδικός τύπος κρατούμενου, οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι συνηθίζουν να κατηγοριοποιούν τους εγκλείστους, γεγονός που έχει αρνητικές συνέπειες, γιατί οδηγεί σε υπερ-γενικεύσεις. Ένα ακόμα ενδιαφέρον σημείο είναι ότι πολλά άτομα του σωφρονιστικού προσωπικού, παρά την εκπαίδευσή τους, δεν χρησιμοποιούν ορθά την καθιερωμένη ορολογία. Το αποτέλεσμα είναι να αυξάνονται, αντί να επιλύονται, τα προβλήματα συνεννόησης που απειλούν την εύρυθμη λειτουργία του ιδρύματος.  Εν τούτοις, οι κατηγοριοποιήσεις θεωρούνται χρήσιμο εργαλείο για να κατανοήσουν οι εμπλεκόμενοι με τη δικαιοσύνη, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, τον τρόπο ζωής και σκέψης των εγκλείστων και κατ’ επέκταση, να αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά τις έκρυθμες καταστάσεις που προκαλούνται στη φυλακή.[5]  Η χρησιμότητά τους επιβεβαιώνεται και από το ότι τυγχάνουν συστηματικής επεξεργασίας από την εγκληματολογική έρευνα, κατά πρώτον για να διαπιστωθεί η συχνότητα παρουσίας κάθε τύπου στις φυλακές και κατά δεύτερον για να διερευνηθούν τα ειδικότερα προσωπικά χαρακτηριστικά και η εξέλιξη κάθε τύπου πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την παραμονή του στο σωφρονιστικό κατάστημα.[6]

Α) Τυπολογία αντρών κρατουμένων και ευρύτεροι κοινωνικοί ρόλοι

Ένα πρωταρχικό ερώτημα που προκύπτει αφορά την αιτία διαμόρφωσης τύπων και ευρύτερων κοινωνικών ρόλων μέσα στη φυλακή. Μελετώντας τη σχετική βιβλιογραφία, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αποτελούν απόρροια της ιεραρχικής δόμησής της, η οποία  καθιστά απαραίτητη την «ετικετοποίηση» των μελών της. Το στοιχείο που διερευνούμε εδώ έγκειται στη στενή σχέση ανάμεσα στην τυπολογία των εγκλείστων και τη χαρακτηριζόμενη «εγκληματική ταυτότητα».[7]

Η σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και την κοινωνική ταυτότητα, η οποία δύναται να λάβει εξειδικευμένες μορφές ανάλογα με την ομάδα και το πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιείται, είναι πολύ στενή. Συνεπώς, η «εγκληματική ταυτότητα» μπορεί να θεωρηθεί ως ένα παρακλάδι της. Η σημασία της είναι μεγάλη και αποκαλύπτει τη διαχρονική ανάγκη των ατόμων να ανήκουν σε μία ομάδα και να προσδιορίζουν την ύπαρξή τους άλλοτε με πιο γενικό και άλλοτε με πιο ειδικό τρόπο. Γι’ αυτό, οι κοινωνίες σε κάθε ιστορική περίοδο παρέχουν πληθώρα πηγών για την κατασκευή ταυτοτήτων. Άμεση συνέπεια είναι ότι οι φυλακισμένοι, στην πλειονότητά τους, επαναπροσδιορίζονται υιοθετώντας μία ταυτότητα και κατ’ επέκταση έναν ρόλο. Άλλωστε, υψηλός αριθμός τροφίμων έχει ήδη κάποια επαφή και εμπλοκή με ένα «εγκληματικό σύστημα συμπεριφοράς» πριν από τη σύλληψή του, άρα έχει αποκτήσει «εγκληματική ταυτότητα» προτού μπει στη φυλακή.

Επίσης, είναι αξιοπρόσεκτο ότι πολλοί έγκλειστοι εμπλέκονται σε περισσότερα από ένα «εγκληματικά συστήματα» και δεύτερον ότι τα ίδια τα συστήματα επικαλύπτονται λόγω της μετακίνησης κρατουμένων σε διάφορα σωφρονιστικά καταστήματα και του κοινού παραβατικού παρελθόντος αρκετών από αυτούς. Ασφαλώς, πολλοί κρατούμενοι αποκτούν «εγκληματική ταυτότητα» κατά τη διάρκεια έκτισης της ποινής τους, ενώ ορισμένοι αποφυλακίζονται χωρίς να έχουν ταυτιστεί με κάποιον ρόλο ή τύπο και χωρίς να έχουν διαμορφώσει τη δική τους «εγκληματική ταυτότητα». Ανεξαρτήτως πάντως των επιμέρους παραμέτρων, η τελική διαπίστωσή μας είναι ότι κάθε «εγκληματική ταυτότητα», με τον αντίστοιχο ρόλο που της αποδίδεται, αποκτά στον χώρο της φυλακής ξεχωριστό νόημα και περιεχόμενο και λειτουργεί διαφορετικά από τις υπόλοιπες.[8]

Σημειώνουμε ότι οι περισσότεροι από τους βασικούς τύπους και ρόλους που γνώρισαν ευρεία διάδοση σε παρελθούσες εποχές επιβιώνουν στα καταστήματα κράτησης της σύγχρονης εποχής, με ορισμένες διαφοροποιήσεις ανάλογα με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα κάθε φυλακής και τις επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις. Η σπουδαιότητά τους απορρέει από το ότι μέσω αυτών οι τρόφιμοι εξυπηρετούν πληθώρα σκοπών και καλύπτουν βαθύτερες ψυχολογικές ανάγκες τους. Διευκρινίζουμε ότι η «ψυχολογία των κρατουμένων» είναι καθοριστικής σημασίας, γιατί βάσει αυτής υιοθετούνται συμπεριφορές, οι οποίες με τη σειρά τους επιδρούν στη συνολική λειτουργία του ιδρύματος. Οι παράγοντες που διαμορφώνουν τον ψυχισμό των τροφίμων είναι οι εξής: πρώτον, η πορεία ζωής προ του εγκλεισμού. Περιλαμβάνει τις εμπειρίες και τα βιώματα, με τα οποία το άτομο συγκροτεί την προσωπικότητά του, την εικόνα που έχει για τον εαυτό του και την εν γένει «ιστορία» του. Εδώ εντάσσεται και η στιγμή τέλεσης της εγκληματικής πράξης. Δεύτερον, η ζωή μέσα στη φυλακή, η οποία σχετίζεται άμεσα με τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος ο τρόφιμος βιώνει την επώδυνη εμπειρία του εγκλεισμού, καθώς και τα μέσα στα οποία καταφεύγει για να την «διαχειριστεί». Τρίτον, ο τρόπος λειτουργίας κάθε σωφρονιστικού καταστήματος, με τις συνθήκες κράτησης, τις μεθόδους μεταχείρισης που εφαρμόζει και γενικότερα το διαμορφούμενο κλίμα, τα οποία κατά κανόνα στερούν από τους κρατούμενους τη δυνατότητα να αναπτύξουν την προσωπικότητά τους.[9]

Η επιβάρυνση της «ψυχολογίας των κρατουμένων» δύναται να τους προκαλέσει ψυχογενείς λειτουργικές διαταραχές, οι οποίες σχετίζονται με το άγχος αποχωρισμού από το κοινωνικό τους περιβάλλον. Τα συνηθέστερα συμπτώματα είναι: συναισθηματικές διαταραχές, οι οποίες ποικίλλουν από απλή δυσφορία έως βαριάς μορφής κατάθλιψη, διαταραχές κατανόησης και ικανότητας συλλογισμού, δυσκολίες στις κοινωνικές σχέσεις, απώλεια της αίσθησης της πραγματικότητας, αύξηση επιθετικότητας και εχθρότητας απέναντι στον εαυτό του και τους υπόλοιπους, όξυνση νευρωτικών συμπτωμάτων, όπως έμμονες ιδέες και αϋπνία. Παρόλο που κάθε άτομο βιώνει διαφορετικά την εμπειρία της φυλάκισης, σε περιπτώσεις των μακροχρόνιων ποινών φυλάκισης οι κρατούμενοι εμφανίζουν πιο έντονα συναισθηματικές ή/και νοητικές διαταραχές.[10]

Σε αυτό το πλαίσιο, αντιλαμβανόμαστε τη βαθύτερη ουσία των χαρακτηριζόμενων «argot roles» (ρόλοι, δηλαδή, που εκφράζονται με την αργκό της φυλακής). Ειδικότερα, αν και η εκμάθηση ρόλων συχνά οδηγεί τους τρόφιμους σε «καταπιεστική συμμόρφωση» των αρχών του «υποπολιτισμού», τους παρέχει τη δυνατότητα να αισθάνονται διαφορετικοί και μοναδικοί.[11] Αυτό το στοιχείο είναι άξιο προσοχής, δεδομένου ότι η φυλακή αποτελεί τον κατεξοχήν χώρο παραβίασης της μοναδικότητας του ατόμου και καταστολής της διαφορετικότητας. Επομένως, αποδεικνύεται ότι οι ρόλοι αποτελούν το εφαλτήριο για να αποκτήσει κάθε κρατούμενος την «κοινωνική ταυτότητα» που θα του εξασφαλίσει τη συμμετοχή στην ομάδα των συγκρατουμένων αλλά ταυτόχρονα και τη μοναδικότητά του. Τέλος, μέσω των ρόλων που υιοθετούνται, διασφαλίζεται σε μεγάλο βαθμό η μυστική επικοινωνία των φυλακισμένων, απαραίτητη για την αντιμετώπιση του «εχθρού»-φυλακτικού προσωπικού και γενικά του «κατεστημένου» των φυλακών.[12]

Μεταξύ αξιόλογων ερευνητών, ο Sykes[13] έχει περιγράψει με μεγάλη ακρίβεια συγκεκριμένες κατηγορίες κρατουμένων βάσει ονομασιών και παρωνύμιων, που κατά κανόνα αποδίδει ο ένας στον άλλον. Ο Sykes μελέτησε με οξυδέρκεια τη λειτουργία μίας κρατικής φυλακής υψίστης ασφαλείας του N. Jersey, 1200 κρατουμένων και 300 σωφρονιστικών υπαλλήλων. Η τυπολογία που προτείνει εξακολουθεί να ακολουθείται από τους ερευνητές. Λόγω του εξαιρετικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζει, την παραθέτουμε ακολούθως. Οι τύποι που περιλαμβάνει είναι: Πρώτον, ο «μεταπράτης» (merchant ή pedlar ή businessman). Ο όρος αποδίδεται στον κρατούμενο που πουλάει σε υψηλές τιμές διάφορα είδη και υπηρεσίες ή διαμεσολαβεί ανάμεσα στους κρατούμενους και το σωφρονιστικό προσωπικό. Ο «μεταπράτης» εκμεταλλεύεται τις υλικές στερήσεις των συγκρατουμένων του και πουλάει αυτά που, υπό κανονικές συνθήκες, έπρεπε να προσφέρει. Θέτει πάνω από το κοινό καλό το προσωπικό του όφελος και κινείται συμφεροντολογικά στον χώρο της φυλακής, χρησιμοποιώντας συχνά αθέμιτα μέσα. Είναι μισητό πρόσωπο μεταξύ των κρατουμένων, όχι μόνο γιατί εκμεταλλεύεται τις ανάγκες τους αλλά γιατί δεν σέβεται τις σημαντικές αρχές της ενότητας και της αλληλεγγύης.

Δεύτερον, ο «γορίλλας» (gorilla). Πρόκειται για τον σωματώδη κρατούμενο που αφαιρεί διά της βίας τα απαραίτητη είδη διαβίωσης από τους συγκρατούμενούς του. Θύματά του είναι οι αδύναμοι ή «φοβητσιάρηδες» κρατούμενοι. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ο «γορίλλας» καταφέρνει να κερδίσει αυτό που θέλει καταφεύγοντας σε απειλές και όχι βία. Προκαλεί τρόμο, γιατί εμφανίζεται ανά πάσα στιγμή έτοιμος για καυγά και όχι γιατί στην πραγματικότητα είναι δυνατός και δυναμικός. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου έγινε αντιληπτό ότι οι περισσότεροι «γορίλλες» είναι δειλοί και ότι επιτυγχάνουν τον στόχο τους μόνο όταν αντιμετωπίζουν πιο δειλούς συγκρατούμενους, τα χαρακτηριζόμενα «ανθρωπάκια» (weakling), σύμφωνα με τη γλώσσα της φυλακής

Τρίτον, ο «λύκος» (wolf). Με τον συγκεκριμένο όρο περιγράφεται ο κρατούμενος που υιοθετεί τον ενεργητικό και επιθετικό ρόλο στις ομοφυλοφιλικές σχέσεις με τους συγκρατούμενούς του. Τέλος, καταγράφονται δύο ακόμα τύποι: ο «άσημος» (punk) και ο «μικρός» (fag) που χαρακτηρίζουν όσους υιοθετούν τον παθητικό και ενδοτικό ρόλο στις ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Οι ίδιοι οι φυλακισμένοι ωστόσο χαράσσουν μία σαφή διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο τύπων, όπως αποδεικνύεται από την ακόλουθη διαδεδομένη στη γλώσσα των τροφίμων φράση «οι fags γεννώνται. Οι punks γίνονται». Είναι άξιο επισημάνσεως ότι τα άτομα που χαρακτηρίζονται από την ομάδα των κρατουμένων «punks» καταλαμβάνουν κατώτατη θέση στην ιεραρχία της φυλακής.

Διακρίνονται μάλιστα δύο υπο-κατηγορίες punks που σύμφωνα με το γλωσσικό κώδικα της φυλακής είναι οι «canteen punks» και «pressure punks». Οι πρώτοι, πιστεύεται, ότι εμπλέκονται σε ομοφυλοφιλικές πράξεις από το πάθος τους για ενίσχυση προσωπικού κύρους. Είναι άντρες που προσπαθούν μέσω της ομοφυλοφιλίας να βρουν διέξοδο στη ματαίωση που προκαλεί η στέρηση πρωταρχικών για την αξιοπρέπειά τους αγαθών και υπηρεσιών, ενώ ο pressure punk είναι ο κρατούμενος που ενδίδει στον ομοφυλοφιλικό παθητικό ρόλο, είτε επειδή απειλείται είτε επειδή του ασκείται φυσική βία. Κατά κανόνα, οι άντρες που εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία δεν έχουν παρελθόν ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς ή τουλάχιστον όχι σε μεγάλο βαθμό.[14] Πάντως, το κύριο χαρακτηριστικών και των δύο είναι ότι προχωρούν στη σεξουαλική πράξη από φόβο ή για να αποκομίσουν κάποιο πρόσκαιρο όφελος και όχι επειδή τους αρέσει και το θέλουν, όπως οι fags. 

Ο fag που συνάπτει ομοφυλοφιλικές σχέσεις κατ’  ιδίαν βούληση περιγράφεται από τους συγκρατούμενούς του ως «ένας άντρας με γυναικείο περπάτημα και πολύ χαριτωμένες κινήσεις», σε αντίθεση με τους punks που υποτάσσονται στις επιθυμίες των ενεργών και επιθετικών ομοφυλοφίλων χωρίς να υιοθετούν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της θηλυκότητας. Η απώλεια της αρρενωπότητάς τους περιορίζεται στην ομοφυλοφιλική σεξουαλική πράξη. Παρόλο που δεν είναι θηλυπρεπείς, χαρακτηρίζονται και αυτοί από τους συγκρατούμενούς τους «θηλυκοί», γιατί συνάπτουν ομοφυλοφιλικές σχέσεις, ανεξαρτήτως εάν αυτό συμβαίνει από δειλία, αδυναμία ή ανάγκη. Συμπερασματικά και οι δυο τύποι κρατουμένων έχουν αποτύχει να εκπληρώσουν το ρόλο του «αρσενικού».[15]

Διαπιστώνεται από τα προαναφερθέντα ότι οι πιο σκληροί κρατούμενοι εξουσιάζουν τους αδύναμους, στους οποίους συχνά ασκούν ισχυρές πιέσεις. Αναμφίβολα, κάθε φυλακισμένος γνωρίζει τη θέση που κατέχει στο ιεραρχικό σύστημα και την διατηρεί, ακόμα κι όταν δέχεται προκλήσεις. Μάλιστα, υφίσταται μία έντονη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε όσους βρίσκονται στο ανώτερο και όσους βρίσκονται στο κατώτερο σημείο της ιεραρχίας, όπως τους weaklings και punks. Το στοιχείο που παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι ότι αυτό το κατώτατο σημείο προσδιορίζεται με όρους «θηλυκότητας». Υπό αυτή την έννοια, ένας κρατούμενος, είτε χαρακτηρίζεται «χαμένος» (loser) είτε «ανθρωπάκι» (weakling) είτε «άσημος» (punk) είτε καρφί (snitch), ουσιαστικά κατηγορείται ότι δεν είναι πραγματικός άνδρας.[16]

Η βαρύνουσα σημασία που αποδίδεται στον ρόλο του «αρσενικού» στα σωφρονιστικά καταστήματα είναι αξιοσημείωτη αλλά και αναμενόμενη, διότι έχουμε να κάνουμε με ένα περιβάλλον στερημένο από ετεροφυλικές σχέσεις, όπου τα χαρακτηριστικά του ανδρικού προτύπου υπερεκτιμώνται, με απώτερο στόχο τη διασφάλιση της ανδρικής αξιοπρέπειας. Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι ρόλοι που βασίζονται στη σεξουαλικότητα (κατ’ επέκταση αντανακλούν τη «σεξουαλική ιεραρχία») και εκφράζονται με την αργκό της φυλακής, αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο του «υποπολιτισμού» των εγκλείστων, άρα και της δομής του καταστήματος κράτησης. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο για τους φυλακισμένους, προκειμένου να επιβιώσουν, να εγκαταλείψουν, εν μέρει τουλάχιστον, τα κανονιστικά πρότυπα της ελεύθερης κοινωνίας και να ακολουθήσουν τις νόρμες της φυλακής.[17]

Από την άλλη πλευρά, πέρα από τις εξειδικευμένες περιοχές της οικονομικής συναλλαγής και των γενετήσιων σχέσεων, ο Sykes[18] περιέγραψε τύπους με ευρύτερους ρόλους. Οι κυριότεροι από αυτούς είναι οι εξής: πρώτον, ο «μάγκας» (ball buster). Τα κύρια χαρακτηριστικά του εντοπίζονται στην κατάφωρη ανυπακοή των κανόνων της φυλακής, τη φυσική και λεκτική επίθεση προς τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους και την πρόκληση ταραχών. Είναι ωστόσο παράδοξο ότι οι συγκρατούμενοί του όχι μόνο δεν τον θεωρούν πρότυπο προς μίμηση αλλά αποδοκιμάζουν τη συμπεριφορά του. Δεύτερον, ο «αληθινός άντρας» (real man). Πρέπει να σχολιαστεί ότι, εν αντιθέσει με τους ball busters, οι «αληθινοί άντρες» κερδίζουν τον σεβασμό και τον θαυμασμό των συγκρατουμένων τους, γιατί εφαρμόζουν μία αρχή που στον χώρο της φυλακής εκτιμάται ιδιαιτέρως, την αξιοπρέπεια.  Ο «αληθινός άντρας» επομένως είναι ο τύπος που υπομένει τις κακουχίες διατηρώντας αλώβητη την προσωπικότητά του. Πρωταρχικός στόχος του είναι να εκτίσει τον χρόνο της ποινής όσο πιο ήρεμα γίνεται. Απέναντι στους σωφρονιστικούς υπαλλήλους δεν εκδηλώνει ούτε επιθετικότητα ούτε τάση υποταγής αλλά τηρεί μία ουδέτερη στάση και αποτελεί πρότυπο ευπρέπειας για τους άλλους κρατούμενους.  

Ο τρίτος τύπος είναι το «ποντίκι» (rat ή squealer). Είναι το «καρφί» της φυλακής. Πρέπει να τονίσουμε ότι στον χώρο της φυλακής ο όρος διαφοροποιείται από τον αντίστοιχο που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της ελεύθερης κοινωνίας, από άποψη συναισθηματικής βαρύτητας. Συνιστά την πιο σοβαρή κατηγορία που ένας κρατούμενος αποδίδει σε κάποιον άλλο, δεδομένου ότι το «ποντίκι» είναι ο προδότης που έχει υπερβεί τα όρια της κατάδοσης. Ο όρος, δηλαδή, αφορά τον κρατούμενο που δεν διστάζει να προδώσει το σύνολο των φυλακισμένων, παραβιάζοντας την αρχή της συνοχής. Σε γενικές γραμμές θεωρείται ότι το «ποντίκι» που καρφώνει τους συγκρατούμενούς του στοχεύει στην εξυπηρέτηση προσωπικού οφέλους. Εν τούτοις, διακρίνονται δυο διαφορετικών μορφών «καρφώματος» που δύναται να λάβουν χώρα στην φυλακή. Από τη μία, εντοπίζεται η ύπαρξη «ποντικιών» που αποκαλύπτουν την ταυτότητά τους στο προσωπικό της φυλακής, αποβλέποντας σε πιο ευνοϊκή μεταχείριση ως αντάλλαγμα στις πληροφορίες που τους παρέχουν. Από την άλλη, έχουμε τα «ποντίκια» που προτιμούν  να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, γιατί δεν επιδιώκουν ευνοϊκότερη μεταχείριση αλλά «εξουδετέρωση» των αντιπάλων τους. Γι’ αυτό επιλέγουν να μην αποκαλύψουν την ταυτότητά τους, αφού προκειμένου να βλάψουν τον συγκρατούμενό τους δεν διστάζουν να δώσουν ψεύτικες πληροφορίες. Σε αυτή την περίπτωση το «ποντίκι» μπορεί να είναι, ταυτόχρονα, προδότης και ψεύτης, γιατί απειλεί αδιακρίτως ενόχους και αθώους.

Επιπροσθέτως, στην Επανορθωτική Φυλακή του N. Jersey ερευνήθηκε ένας τύπος που αποκαλείται «center man». Παρουσιάζει ομοιότητες με τα «ποντίκια» αλλά και μία θεμελιώδη διαφορά. Ο center man, εν αντιθέσει με την πρακτική των «ποντικιών», δεν αποκαλύπτει μυστικά των συγκρατουμένων του. Εκφράζει απόλυτη υποταγή στο φυλακτικό προσωπικό και μετατρέπεται σε πειθήνιο όργανό του. Ακριβώς αυτή η τυφλή υπακοή καθιστά τον συγκεκριμένο τύπο απεχθή μεταξύ των κρατουμένων. Όσον αφορά τέλος την κύρια ομοιότητά του με τα «ποντίκια» εντοπίζεται στο ότι και οι δυο τύποι παραβιάζουν τη σημαντική αρχή της ενότητας των κρατουμένων απέναντι στους «διώκτες» τους/το φυλακτικό προσωπικό.

Τέταρτον, καταγράφεται ο τύπος του «σκληρού» (tough). Πρόκειται για τον κρατούμενο που με την παραμικρή αφορμή τα βάζει με τους συγκρατούμενούς του και ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμος να τσακωθεί μαζί τους. Οι συγκρατούμενοί του τον φοβούνται και τον σέβονται, παρόλο που εκδηλώνει τάσεις βιαιότητας απέναντί τους και όχι απέναντι στο φυλακτικό προσωπικό, όπως οι ball busters, στους οποίους εκφράζουν περιφρόνηση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι «σκληροί», αντίθετα με τους ball busters, αντιμετωπίζουν κατά πρόσωπο τους συγκρατούμενούς τους και χρησιμοποιούν φυσική βία και όχι μόνο απειλές. Το χαρακτηριστικό που καθιστά αυτό το πρόσωπο αγαπητό μεταξύ των κρατουμένων πηγάζει από το ότι αντιπροσωπεύει την πιο σπουδαία για τον χώρο της φυλακής αρχή: την αρρενωπότητα. Ο τελευταίος τύπος που περιγράφεται είναι ο «τετραπέρατος» (hipster). Γνώρισμά του είναι ότι προσποιείται πως είναι πιο σκληρός από όσο στην πραγματικότητα είναι.

Επιχειρώντας μία κριτική θεώρηση των παραπάνω τύπων κρατουμένων, παρατηρούμε ότι το μεγάλο ενδιαφέρον που παρουσιάζουν απορρέει κατά κύριο λόγο από τη συμβολική διάσταση που λαμβάνουν στον σκληρό περιβάλλον της φυλακής, όπου οι τρόφιμοι  προσπαθούν με κάθε τρόπο και μέσο να καταπολεμήσουν τις αρνητικές επιδράσεις της.  Εν τούτοις, οι τυπολογίες αυτού του είδους δέχτηκαν κριτική, γιατί θεωρήθηκαν γενικευμένες προσεγγίσεις. Παρά τα μειονεκτήματά τους αποτέλεσαν αντικείμενο επισταμένης μελέτης πολλών ερευνητών.

Με την πάροδο των χρόνων οι έρευνες επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους σε νέους τύπους. Στη σύγχρονη εποχή, οι τύποι και ρόλοι των κρατουμένων ανανεώνονται, λόγω της αλλαγής στη σύνθεση του πληθυσμού των φυλακών και της μεταβολής των αξιών της ευρύτερης κοινωνίας.

Β) Τυπολογία γυναικών κρατουμένων και ευρύτεροι κοινωνικοί ρόλοι

Η έρευνα των γυναικείων φυλακών, σε παγκόσμιο επίπεδο, δεν είναι το ίδιο συστηματική όσο η αντίστοιχη στα καταστήματα κράτησης των αντρών. Εν τούτοις, είναι άξιο παρατηρήσεως ότι η τυπολογία και οι ευρύτεροι κοινωνικοί ρόλοι που υιοθετούνται από τις γυναίκες τρόφιμους παρουσιάζουν εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον, διότι ενέχουν και αυτοί συμβολικές προεκτάσεις.

Πρέπει να τονίσουμε ότι οι κυρίαρχοι κοινωνικοί ρόλοι που έχουν καταγραφεί στις γυναικείες φυλακές είναι περιορισμένοι. Συγκεκριμένα είναι τρεις και εμφανίζουν σημαντικές ομοιότητες με την τυπολογία των Irwin και Cressey. Πρόκειται για τις: «square», «cool» και  «life». Με τον πρώτο όρο περιγράφονται γυναίκες μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων που εκτίουν ποινή φυλάκισης για το πρώτο αδίκημά τους, το οποίο αφορά κατάχρηση ή ανθρωποκτονία. Η κρατούμενη αυτού του τύπου δεν έχει «εγκληματικό προσανατολισμό», ενώ στην προσπάθειά της να αντισταθεί στα «δεινά» της φυλάκισης ταυτίζεται περισσότερο με το προσωπικό της φυλακής παρά με τις συγκρατούμενές της. Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται γυναίκες που σε γενικές γραμμές προσπαθούν να περάσουν όσο πιο ανώδυνα γίνεται το χρόνο έκτισης της ποινής τους, αποφεύγοντας τις φασαρίες. Στην τρίτη κατηγορία εντάσσονται οι «πορωμένες» γυναίκες εγκληματίες που έχουν σοβαρό εγκληματικό παρελθόν και συχνά παραβιάζουν τους κανονισμούς της φυλακής, ενώ υιοθετούν στο μέγιστο βαθμό τις αρχές του «υποπολιτισμού» της φυλακής. Παράλληλα, διαπιστώνεται ότι οι γυναίκες τρόφιμοι αναλαμβάνουν ευρύτερους κοινωνικούς ρόλους που υιοθετούνται από τους άντρες, όπως του «politician», δηλαδή του ανθρώπου που συνεργάζεται με το προσωπικό της φυλακής για την επίλυση των διαφόρων  προβλημάτων, αλλά και του «outlaw» που καταφεύγει στη βία ή την απειλή βίας για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που προκύπτουν στη φυλακή. Επιπροσθέτως, οι γυναίκες τρόφιμοι δύναται να υιοθετήσουν το ρόλο του «καρφιού» και να γίνουν «snitches», «inmate cops» και «jive bitches boosters».[19]

Ένας ακόμα ρόλος που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον είναι αυτός της «Gumby gal». Πρόκειται για την αδύναμη και ευάλωτη κρατούμενη. Βρίσκεται όμως στη φυλακή για εμπλοκή σε ειδεχθείς πράξεις, στις οποίες έχει οδηγηθεί εξαιτίας της σχέσης της με κάποιον εγκληματία. Δηλαδή, η ερωτική της σχέση με έναν «ακατάλληλο» για εκείνη άνδρα την έχει φέρει στο «χείλος του γκρεμού», γεγονός που επιβεβαιώνει την αδυναμία της. Αυτού του τύπου οι έγκλειστες εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά με τους αρσενικούς punks. Από την άλλη πλευρά, είναι αξιοπρόσεκτο ότι δεν εντοπίζεται στις γυναικείες φυλακές ο τύπος του «απατεώνα» (con) που είναι ευρέως διαδεδομένος στις ανδρικές φυλακές. Καταγράφεται μόνο ο τύπος των «ψευδο-απατεώνων» (pseudo cons) που καταβάλλουν προσπάθεια για να ενταχθούν στον χώρο της φυλακής αλλά δεν εμπλέκονται σε σοβαρά παράνομες δραστηριότητες όπως οι cons.[20]

Τέλος, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι οι γυναίκες τρόφιμοι, κατ’ αντιστοιχία με τους άντρες, υιοθετούν ρόλους που συνδέονται με την ομοφυλοφιλία.[21] Αυτό είναι απολύτως αναμενόμενο σε ένα περιβάλλον κυριαρχούμενο από άτομα του ιδίου φύλου. Ο όρος «ανδρογυναίκες» (butches) χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις ομοφυλόφιλες που υιοθετούν ανδρικό ντύσιμο, συνήθως φορούν φαρδιά παντελόνια, καπελάκια και έχουν κοντοκουρεμένο μαλλί. Ένας πολύ υποτιμητικός όρος για τον καθορισμό του συγκεκριμένου τύπου κρατουμένων είναι «bull dyke». Κατά κανόνα, συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο τόσο εντός όσο και εκτός φυλακής, αν και ορισμένες γυναίκες απλώς υποδύονται αυτόν το ρόλο μέσα στη φυλακή, χωρίς να είναι στην πραγματικότητα «ανδρογυναίκες». Γι’ αυτό, λίγο πριν από την αποφυλάκισή τους μακραίνουν τα μαλλιά τους και υιοθετούν πιο θηλυκή εμφάνιση. Ένας άλλος ενδιαφέρων τύπος που καταγράφεται είναι οι «lipstick lesbians»: γυναίκες που έχουν θηλυκή εμφάνιση αλλά εμπλέκονται σε λεσβιακές σχέσεις, οι οποίες άλλοτε είναι βραχύβιες και άλλοτε διαρκούν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, ο όρος που χρησιμοποιείται για να προσδιορίζει γυναίκες εγκλείστους που αναπτύσσουν ομοφυλοφιλικές σχέσεις είναι «day trippers». Δεν πρόκειται για ομοφυλόφιλες αλλά αμφιφυλόφιλες ή, ακόμα, ετεροφυλόφιλες που «πειραματίζονται» με την ομοφυλοφιλία.[22]

Συνοψίζοντας, οι τυπολογίες και οι ευρύτεροι κοινωνικοί ρόλοι που υιοθετούνται από άντρες και γυναίκες εγκλείστους, με τις ομοιότητες και τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, ρυθμίζουν και τελικά καθορίζουν την καθημερινή ζωή, τόσο εντός όσο και συχνά εκτός σωφρονιστικού καταστήματος.  Γι’ αυτό άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι κάθε ρόλος είναι «ολοκληρωμένος», με την έννοια ότι συνοδεύεται από τις αντίστοιχες αρμοδιότητες, καθορισμένη γλωσσική και κοινωνική συμπεριφορά, συγκεκριμένες αντιδράσεις, κινήσεις, ακόμα και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά προσαρμόζονται κατάλληλα. Όλα αυτά τα στοιχεία αποκαλύπτουν τη σπουδαιότητα των κυρίαρχων τύπων και ρόλων, μέσω των οποίων το άτομο, είτε βρίσκεται στον κλειστό χώρο της φυλακής είτε στην ελεύθερη κοινωνία, αποκτά την προσωπική του ταυτότητα με την οποία πορεύεται. Εν κατακλείδι, πρέπει να τονίσουμε ότι οι κοινωνικοί ρόλοι είναι αναπόσπαστα δεμένοι με τη γλωσσική έκφραση και επικοινωνία των κρατουμένων, γιατί όπως διαπιστώθηκε οι έγκλειστοι με την ένταξή τους στον «υποπολιτισμό» της φυλακής υιοθετούν ένα ρόλο που αφορά την εν γένει συμπεριφορά τους (γλωσσική και κοινωνική). 

Αυτό όμως που πρέπει να έχουμε στο νου μας είναι ότι οι ρόλοι δεν εκτελούνται πάντοτε με απόλυτη αυστηρότητα, αφού το άτομο μπορεί κάποια στιγμή να επιθυμήσει να «δραπετεύσει» από τον ρόλο που ερμηνεύει. Άλλωστε, ο τρόπος με τον οποίο ο καθένας αντιλαμβάνεται τον ρόλο του διαφέρει: άλλοι δεσμεύονται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, άλλοι ταυτίζονται σε τέτοιο σημείο που «εναγκαλίζονται» το ρόλο, ενώ άλλοι δείχνουν απλώς μία τυπική προσήλωση.  Ωστόσο, ακόμα και η απόσταση από το ρόλο είναι αναμενόμενη και οφείλεται στο ότι το «παιχνίδι» της εκτέλεσης και εναλλαγής ρόλων δεν τελειώνει ποτέ, ούτε στον χώρο της φυλακής ούτε στην ελεύθερη κοινωνία.[23]

Συνοψίζοντας, η μικροκοινωνία της φυλακής παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον και η διερεύνηση των συστατικών στοιχείων της δίνει τη δυνατότητα για την εξαγωγή σημαντικών συμπερασμάτων σε εγκληματολογικό και κοινωνικό επίπεδο.

Η νέα μας εκπαιδευτική δράση στο Κέντρο Μελέτης του Εγκλήματος:

Σεμινάριο εξ αποστάσεως με θέμα: «Φυλακή και γλώσσα», 03/07/2020

Η εκδήλωσή μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: https://www.facebook.com/events/724574431626982


[1] E. Goffman, Συναντήσεις: Δύο Μελέτες στην Κοινωνιολογία της Αλληλεπίδρασης, εισαγωγή, μτφ. Δ. Μακρυνιώτη, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 1996, σελ. 173.

[2] Ό.π., σσ. 172-174 και 178-179.

[3] Σημειώνουμε ότι, κατά τον Goffman, με δεδομένη την ακολουθία των τακτικών δραστηριοτήτων ενός ατόμου σε ένα κοινωνικό ίδρυμα, μία τακτική δραστηριότητα που προϋποθέτει ένα εντοπισμένο σύστημα μπορεί να απομονωθεί για μελέτη, εφόσον προσφέρεται στο μελετητή ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να προσεγγίσει την ακατέργαστη συμπεριφορά, κατά το μέτρο του δυνατού.  Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το θέμα, βλ. E. Goffman, ό.π., σσ. 187-188. 

[4] Π.Δ. Παπαδοπούλου Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 68Α, Άνοιξη 1988, ειδικό τεύχ. αφιέρωμα στον Ηλία Δασκαλάκη, σσ. 163-164.

[5] T. Martin, Behind Prison Walls: The Real World of Working in Today’s Prisons, Colorado: Paladin Press, 2003, σελ. 47.

[6] Ν. Κουράκης, Εγκληματολογικοί Ορίζοντες: Θεωρία και Πρακτική της Ποινικής Καταστολής Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας, 1991, σελ. 16.

[7] Αναφορικά με το θέμα της «εγκληματικής ταυτότητας», πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι στη διεθνή βιβλιογραφία απαντάται ο όρος «εγκληματική σταδιοδρομία» (criminal career) και υπογραμμίζεται ότι το πρώτο στάδιο αυτής ξεκινά με την προσωπική εμπλοκή του ατόμου σε ένα «εγκληματικό σύστημα συμπεριφοράς» και την απόκτηση τόσο μίας εγκληματικής θεώρησης για τη ζωή, όσο και μίας καθορισμένης «εγκληματικής ταυτότητας». Υπογραμμίζουμε ότι η παραβατική δραστηριότητα, κυρίως της κλοπής, της διάρρηξης και άλλων παράνομων ενεργειών εκλαμβάνεται, συχνά, ως «επάγγελμα» από τους ίδιους τους δράστες. Γι’ αυτό δεν πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση η χρήση του όρου «σταδιοδρομία» .

[8] J. Irwin, The Felon, Berkley, L. Angeles and London: University of California Press, 1970, σελ. 7.

[9] Λ. Μπεζέ, «Στοιχεία για την ψυχολογία του κρατουμένου», Χρονικά, 1, Ιανουάριος 1991, σσ. 57-64.

[10] Ό.π., σσ. 67-68.

[11] Γ. Πανούσης, «Ποίος ο Διαφθορεύς του Κρατούμενού μας; (Διαφθορά και Φυλακή)», Ποινική Δικαιοσύνη, 3/2004, σελ. 320.

[12] C. Hensley, J. Wright, R. Tewksbury, T. Castle, «The Evolving Nature of Prison Argot and Sexual Hierarchies» στο R. Tewksbury (επιμ), Behind Bars: Readings on Prison Culture, N. Jersey: Pearson Prentice Hall, 2005, σελ. 422.

[13] Βλ. σχετικά G.M. Sykes, The Society of Captives: A Study of a Maximum Security Prison, Princeton: Princeton University Press, 2007, σσ. 84-108, όπου παρουσιάζονται οι ρόλοι που υιοθετούνται από τους κρατούμενους στο περιοριστικό πλαίσιο της φυλακής και αναλύονται τα κύρια χαρακτηριστικά τους.

[14] P. Rodríguez Rust, Bisexuality in the United States, N. York: ColumbiaUniversity Press, 2000, σσ. 255 και 257-259.

[15] G.M. Sykes, ό.π.,  σσ. 96-97.

[16] T.A. Kupers, «Rape and the Prison Code» στο D. Sabbo, T.A. Kupers, W. London (επιμ), Prison Masculinities, Philadelphia: Temple University Press, 2001, σελ. 115.

[17] C. Hensley, J. Wright, R. Tewksbury, T. Castle, «The Evolving Nature of Prison Argot and Sexual Hierarchies» στο R. Tewksbury (επιμ), Behind Bars: Readings on Prison Culture, Philadelphia: Temple University Press, 2001, σσ. 422 και 428.

[18] G.M.Sykes, The Society of Captives: A Study of a Maximum Security Prison, ό.π., σσ. 87-90 και 102-105.

[19] M.D. McShane, F.P. Williams III, επιμ, Encyclopedia of American Prisons, N. York and London: Garland Publishing, 1996, σσ. 360-361.

[20] T. Martin, ό.π., σελ. 95.

[21] M.D. McShane, F.P. Williams III, επιμ, ό.π., σελ. 361.

[22] T. Martin, ό.π., σελ. 95.

[23] E. Goffman,όπ.π., σσ. 202 και 254.

The following two tabs change content below.

Δημήτρης Καλαντζής

Γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στο κέντρο της Αθήνας. Σπούδασε δημοσιογραφία στο «Εργαστήρι» και Ελληνικό Πολιτισμό στο ΕΑΠ. Έχει δουλέψει σε εφημερίδες, ραδιοφωνικούς & τηλεοπτικούς σταθμούς και τώρα διερευνά τους κώδικες του διαδικτύου. Αγαπά τις ανθρώπινες ιστορίες και τις γάτες.

Comments

comments

Related Posts

    Comments are closed.

    Recent Posts