
του Δημήτρη Καλαντζή.
«Το ενδιαφέρον που προκαλεί μία παράσταση αρχαίου δράματος δεν εξαντλείται στο παιζόμενο έργο, γνωστό ασφαλώς από προγενέστερες παραστάσεις ή από το διάβασμα και τη μελέτη, αλλά εντοπίζεται κυρίως στους έμψυχους παράγοντες που ολοκληρώνουν κάθε φορά την παράσταση, χρησιμοποιώντας τα προσωπικά τους εκφραστικά μέσα, την πείρα και την προσωπική τους ευαισθησία… (Οι παραστάσεις αρχαίου δράματος παίζονται κυρίως γι αυτό) : για να επιδειχθεί η δημιουργική ικανότητα νέων ηθοποιών ή για να προβληθεί η σύλληψη μίας νέας σκηνοθετικής διδασκαλίας». [1]
Το 1957, το Εθνικό Θέατρο επιχειρεί το τολμηρό για την εποχή βήμα να ανεβάσει μία «διαφορετική» Λυσιστράτη στην Επίδαυρο, δίνοντας την ελευθερία σε ταλαντούχους καλλιτέχνες (που αργότερα θα καταγραφούν ως «ιερά τέρατα» του ελληνικού θεάτρου) να παρουσιάσουν κάτι νέο, σύγχρονο, «αναθεωρητικό». Ο Αλέξη Σολωμός αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία πάνω σε μετάφραση του Θρασύβουλου Σταύρου, ο Γιώργος Βακαλό κάνει τα σκηνικά, ο Μάνος Χατζηδάκις τη σύνθεση της μουσικής και τη διεύθυνση της ορχήστρας, η Μαίρη Αρώνη αναλαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Χριστόφορος Νέζερ τον Κινησία και η εκπάγλου ομορφιάς Τζένη Καρέζη υποδύεται τη Μυρίννη.

το 1957. Φωτογραφία από το Αρχείο του Εθνικού Θεάτρου.
Η παράσταση καταχειροκροτείται στο αργολικό θέατρο αλλά διχάζει, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη παράσταση του Εθνικού Θεάτρου μέχρι τότε, τη φιλολογική κριτική στον αθηναϊκό τύπο. Κάποιοι κάνουν λόγο για «επιθεώρηση» και όχι για αρχαία κωμωδία, κατηγορούν τον Σολωμό ότι έκανε «διασκευή» και όχι παρουσίαση έργου του Αριστοφάνη, καταλογίζουν στην παράσταση «ελαφρότητα κομμωτηρίου», κάποιοι αναρωτούνται «αυτά θα μάθουν τα παιδιά μας από το αρχαίο δράμα;», ενώ ακόμα και η μουσική του Χατζηδάκι δέχεται χτυπήματα ως «μη αρμόζουσα στο αρχαίο δράμα, με χασαποσέρβικες επιρροές»…
Θέση παίρνουν και σημαντικοί άνθρωποι των γραμμάτων της εποχής. Ο Άγγελος Τερζάκης σε κείμενό του υπό τον τίτλο «Σημεία των Καιρών» στο «Βήμα», θέτει το βασικό ερώτημα που ακόμα και σήμερα απασχολεί μεγάλο μέρος των θιασωτών του αρχαίου δράματος:
«… ο Αριστοφάνης είναι πνευματικό κεφάλαιο για την ανθρωπότητα… Ο ένας τρόπος να υπηρετήσουμε τη δόξα του είναι ο έντρομος σχολαστικισμός: «μην εγγίζετε! Εύθραυστον!». Ο άλλος τρόπος, ο διαμετρικά αντίθετος, είναι ο θρασύς: «Πάρτε τον και κάντε τον κουβάρι. Σα στο σπίτι σας!». Και οι δύο αντιλήψεις είναι λανθασμένες, σύμφωνα με τον Τερζάκη, καθώς η πρώτη καθηλώνει την καλλιτεχνική δημιουργία, ενώ η δεύτερη οδηγεί σε «υστερική αποθέωση «καλλιτεχνημάτων», που έχουν γίνει με ταβανόβουρτσα στο καραβόπανο του Καραγκιόζη»… «Τα χειρότερα κακά σ αυτόν τον τόπο, γίνονται από μια διάθεση αόριστης και ερασιτεχνικής ανοχής, δηλαδή από μία έλλειψη ουσιαστικής ευαισθησίας που για να αυτό-δικαιολογηθεί, τα ρίχνει σε ένα είδος υψηλής ψευτο-φιλοσοφικής πόζας. Είναι η μπλαζεδική έξαρση του ευτράπελου, ο σαχλός αμοραλισμός, μία επιδημία επισημασμένη από καιρό στους πνευματικά νεοπλουτικούς μας κύκλους…» [2]
Ο Δημήτρης Ψαθάς από «τα Νέα» δεν συμμερίζεται την αγωνία του Τερζάκη, αποθεώνοντας την παράσταση με την υπογράμμιση: «Για την ανάπλαση της αρχαίας κωμωδίας, για το σωστότερο παρουσιάσμά της (sic) στα μάτια του σύγχρονου θεατή, το καλύτερο που έχει να κάνει ο σκηνοθέτης είναι να δανειστεί ήχους και σκοπούς σημερινούς, κινήσεις και χορούς επίκαιρους, να ζευγαρώσει, με άλλα λόγια, το αρχαίο με το νέο, ώστε να πάρει η αρχαία κωμωδία όλη τη λάμψη και όλο το δαιμονισμένο μπρίο του παλαιού κεφιού της. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να καταλάβει ο σύγχρονος θεατής, τι ακριβώς ήταν η αρχαία κωμωδία κι ας μην υπάρχει απόλυτη ακρίβεια στην παράσταση και απόλυτος σεβασμός στο αρχαίο παρουσιάσμά της (sic)… Αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο, είναι να τη χαρεί ο θεατής σαν θέαμα και σαν άκουσμα, να δονηθεί από το κέφι της, να δροσιστεί από το πνεύμα της…». [3]
Ο σημαντικότερος ίσως Έλληνας παιδαγωγός του 20ου αιώνα, Ευάγγελος Παπανούτσος, δίνει εύσημα στον σκηνοθέτη για την «ιδέα να δώσει στην Αριστοφάνεια κωμωδία τον ελαφρό, παιχνιδιάρικο και γραφικό τύπο της σύγχρονης φάρσας και να δυναμώσει το θέαμα με σύγχρονα λαϊκά μοτίβα», αλλά δεν συγχωρεί στον Αλέξη Σολωμό τη χρήση του χορού ως «επιθεωρησιακού μπαλέτου», καταλήγοντας ότι «το αποτέλεσμα, στην ολότητά του, δεν μπορεί να θεωρηθεί αυστηρά καλλιτεχνικό, ούτε η παράσταση υποδειγματική, άξια δηλαδή να δώσει τον κανόνα και να δημιουργήσει παράδοση»… [4]
Από τους τρεις σημαντικούς ανθρώπους των γραμμάτων, ο Παπανούτσος ήταν αυτός που είχε πέσει περισσότερο έξω στις εκτιμήσεις του. Εκείνη η παράσταση του Εθνικού έδωσε τον «κανόνα» και δημιούργησε «παράδοση», κάνοντας τον Αλέξη Σολωμό «κλασσικό σκηνοθέτη» (έναντι π.χ. του νεωτεριστή Κουν), τη Μαίρη Αρώνη σπουδαία δραματική ηθοποιό (που επανέλαβε τον ρόλο για πολλές παραστάσεις ακόμα) και τις σκηνοθετικές προτάσεις για τις κωμωδίες του Αριστοφάνη να παρουσιάζονται όλο και πιο «αποδεσμευμένες» από την τεχνική του αρχαίου δράματος, όσο και από το πνεύμα του Αριστοφάνη, με το ερώτημα του Τερζάκη πάντως να παραμένει διαχρονικά επίκαιρο:
Πως αξιοποιούμε τον Αριστοφάνη; Τον διατηρούμε όσο πιο κοντά γίνεται στις αυθεντικές παραμέτρους του; Ή τον κάνουμε… «κουβάρι» για να παρουσιάσουμε κάτι σύγχρονο, καινούργιο, ενδιαφέρον για τον θεατή;
Χωρίς αμφιβολία ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος επέλεξε το… κουβάρι, ή, ακριβολογώντας, τα «κουρέλια» που γέμισαν την ορχήστρα της Επιδαύρου. Στοιχεία διαφορετικών χρωμάτων, υφών και σχημάτων, που όμως δεν κατέληγαν στην ευτέλεια και την ευκολία αλλά σε μία ενδιαφέρουσα προσπάθεια να ενσωματωθούν σε μία παράσταση πολλές ιδέες, πολλά «ευρήματα» και πολλή καλλιτεχνική ενέργεια.


Η Λυσιστράτη του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου στην Επίδαυρο έμοιαζε με ένα «πάτσγουορκ» με κεντρικό κορμό τις πιο δημοφιλείς σκηνές του έργου του Αριστοφάνη, πολλές παρεκβάσεις «θέατρο μέσα στο θέατρο», όπου ο σκηνοθέτης έρχεται σε διάλογο με τους ηθοποιούς του για το πώς πρέπει να αποδοθεί ο ρόλος τους, συγκινητικές στιγμές, όπως το τραγούδι «Ένα μύθο θα σας πω» του Μάνου Χατζηδάκι σε εξαιρετική ερμηνεία από όλους τους ηθοποιούς, πολύ εντυπωσιακά οπτικά εφέ με τον φωτισμό των «κρατήρων» που αποτελούσαν το σκηνικό της παράστασης, κάποιες απόπειρες αναφοράς στη σύγχρονη καραντίνα και ένα φινάλε με προσωπικές ιστορίες «συμφιλίωσης» (αφού στις μέρες μας, «εχθρός» δεν είναι ο Πελοποννησιακός πόλεμος αλλά η προκατάληψη, ο φόβος της διαφορετικότητας κλπ). Στα παραπάνω, θα πρέπει να προσθέσουμε τα αυγουλόσχημα κεφάλια που φορούσαν κατά περιόδους οι ηθοποιοί (αναφορά στα αρχαία προσωπεία;), τα ζωηρά και πολύχρωμα κοστούμια των ’70, τη μουσική που ξεκινούσε από… ρούμπα και έφτανε σε βαλσάκια και τα ηχητικά εφέ μπουνιών και κλωτσιών που παρέπεμπαν σε κόμικς.
Τα περισσότερα «ευρήματα» έδειχναν δουλειά και καλή προεργασία αλλά δεν λειτουργούσαν γύρω από έναν προφανή και συγκεκριμένο συνδετικό ιστό. Η αλήθεια είναι ότι δεν βοήθησε και ο ίδιος ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος να διακρίνουμε κάποιον ιστό, γράφοντας στη «σημείωμα του σκηνοθέτη»: Δεν θα αναφέρω τους λόγους που με έκαναν να θέλω να ανεβάσω το συγκεκριμένο έργο, τι με συγκίνησε, ποια είναι η προσωπική μου ανάγνωση και ίσως κάποιες βασικές σκέψεις για το έργο και τη σημασία του σήμερα. Εάν δεν τα καταλάβει όλα αυτά ο θεατής, έχω ήδη αποτύχει.
Δεν πιστεύουμε ότι απέτυχε ο Παπασπηλιόπουλος στην πρώτη του σκηνοθετική προσπάθεια στην Επίδαυρο, που αποτέλεσε άλλωστε και μόλις τη δεύτερη μεγάλη σκηνοθετική δουλειά του (μετά το Master Class). Νομίζουμε όμως ότι αυτή η αδυναμία να περιγράψει το πλαίσιο της πρότασής του, έγινε φανερή και στην ίδια την παράσταση. Το «πάτσγουρκ» είχε εξαιρετικά κομματάκια (σε καμία περίπτωση κουρέλια), αλλά το μοτίβο ήθελε περισσότερη δουλειά και μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στο ποιά να κρατήσει (από τις ιδέες του) και ποιά να πετάξει, ώστε να επέλθει μία ομογενοποιημένη και αρμονική με τον εαυτό της πρόταση.
Η Βίκυ Σταυροπούλου ως Λυσιστράτη δεν έγινε η Μαίρη Αρώνη του 2020 – οι εποχές δεν επιτρέπουν τέτοιες αναλογίες – αλλά έδειξε ότι εργάστηκε σκληρά και κατάφερε σωματικά και φωνητικά να αφήσει στο πλάι τη τσαχπίνικη αυτοσαρκαστική της μανιέρα και να αναλάβει το βάρος του ρόλου, κερδίζοντας το μεγάλο χειροκρότημα του κοινού. Είχαμε την ευκαιρία για έναν σύντομο διάλογο μαζί της πριν και μετά το τέλος της παράστασης. Διαπιστώσαμε την αρχική αγωνία της να ανταποκριθεί στον ρόλο και τη μετέπειτα ανάγκη της να μάθει εάν τελικά τα κατάφερε. Εκτιμήσαμε πολύ τη σεμνότητα της και τη συναίσθηση του δέους μίας καλλιτέχνιδας να ανταποκριθεί στον ρόλο της Λυσιστράτης και τον μοναδικό χώρο του θεάτρου της Επιδαύρου.
Εξαιρετικές ήταν η Βίκυ Βολιώτη ως Λαμπιτώ, η Στεφανία Γουλιώτη ως Καλονίκη και η Αγορίτσα Οικονόμου ως Μυρρίνη που πέτυχε την ιδανική ισορροπία μεταξύ κωμικότητας και «σέξυ-νες». Ο Στέλιος Ιακωβίδης αξιοποίησε στο έπακρο τα αβαντάζ του ρόλου του Σπαρτιάτη, ενώ ο Νίκος Ψαρράς παρουσίασε έναν απολαυστικό Κινησία, αποδεικνύοντας για ακόμα μια φορά το μεγάλο ταλέντο του να υπηρετεί τελείως διαφορετικούς ρόλους με αρτιότητα και ολοκληρωτική αφοσίωση.
Τι ήταν, λοιπόν, τελικά η Λυσιστράτη του Εθνικού Θεάτρου στην Επίδαυρο το 2020;
«Μία παράσταση όχι υποδειγματική και ούτε άξια να δώσει τον κανόνα και να δημιουργήσει παράδοση», όπως έγραφε πριν 63 χρόνια ο Παπανούτσος;
«Ένα είδος υψηλής ψευτο-φιλοσοφικής πόζας με τη μπλαζεδική έξαρση του ευτράπελου που αποτελεί επιδημία στους πνευματικά νεοπλουτικούς μας κύκλους», όπως κατακεραύνωνε ο Τερζάκης;
Ή μήπως «ένα θέαμα για να χαρεί ο θεατής, να δονηθεί από το κέφι του και να δροσιστεί από το πνεύμα του», όπως έγραφε ο Ψαθάς;
Πιστεύουμε ότι στο πέρασμα του χρόνου η άποψη του Ψαθά για την αρχαία κωμωδία ήταν αυτή που δικαιώθηκε. Οι παραστάσεις απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τον λόγο και το πνεύμα του Αριστοφάνη για να ανταποκριθούν στις σύγχρονες ανάγκες των θεατών για νέες ιδέες, νέους τρόπους και νέα πρόσωπα. Η παράσταση του Παπασπηλιόπουλου ήταν χαρακτηριστική αυτής της απομάκρυνσης, μάλλον αδέξια στον συνολικό χειρισμό της, αλλά πλούσια από χυμούς, που έκαναν τους θεατές να «δονηθούν από το κέφι της», διακόπτοντας πολλές φορές με γέλια και χειροκροτήματα.
[1] Λέων Κούκουλας, θεατρικός κριτικός εφημερίδας «Αθηναϊκή», 15/09/1958, Αρχείο Εθνικού Θεάτρου, http://www.nt-archive.gr/viewFiles1.aspx?playID=751&pubID=8845
[2] Άγγελος Τερζάκης, εφημερίδα «το Βήμα», 11 /09/ 1957, Αρχείο Εθνικού Θεάτρου, http://www.nt-archive.gr/viewFiles1.aspx?playID=773&pubID=1900
[3] Δημήτρης Ψαθάς, «τα Νέα», 17/08/1957, Αρχείο Εθνικού Θεάτρου, http://www.nt-archive.gr/viewFiles1.aspx?playID=773&pubID=1906.
[4] Ευάγγελος Παπανούτσος, εφημερίδα «το Βήμα», 16/07/1957, Αρχείο Εθνικού Θεάτρου, http://www.nt-archive.gr/viewFiles1.aspx?playID=773&pubID=1909.
Το χειροκρότημα:

Δημήτρης Καλαντζής

Latest posts by Δημήτρης Καλαντζής (see all)
- Το gay Πεδίον του Άρεως - May 17, 2023
- Το γκέτο διακίνησης ναρκωτικών από το Πεδίον του Άρεως στον Άγιο Παύλο και τον σταθμό Λαρίσης - March 18, 2023
- Νοσοκομείο Ελπίς: επαγγελματισμός και ανθρωπιά στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας - March 3, 2023