
του Δημήτρη Καλαντζή.
Δεν θα πω ψέματα, επέλεξα τη Μάνη για τις σύντομες διακοπές μου επειδή αφενός μέχρι σήμερα δεν έχει καταγραφεί κρούσμα κορωνοϊού και αφετέρου δεν ήθελα να μπω σε πλοίο ή αεροπλάνο παρά στο δικό μου ΙΧ.
Δεν είμαι υστερικός με την πανδημία αλλά ναι, τη φοβάμαι. Η επιστήμη δεν έχει καταφέρει να βρει κάποια ικανοποιητική θεραπεία επτά μήνες μετά την εμφάνισή της, ή έστω να κατανοήσει γιατί κάποιοι άνθρωποι θα περάσουν τον ιό «στο πόδι» κι άλλοι θα οδηγηθούν στην εντατική ή τον θάνατο. Το σύστημα υγείας μας επίσης, δεν χρειάστηκε μέχρι τώρα να δοκιμαστεί, λόγω των έγκαιρων μέτρων που πάρθηκαν, αλλά, προσωπικά, πιστεύω ότι πολύ δύσκολα θα άντεχε σε ένα μεγάλο κύμα ασθενών.
Το άγνωστο τρομάζει και ο άνθρωπος είναι προγραμματισμένος να υψώνει άμυνες μπροστά στον φόβο, να ανάβει στον εγκέφαλό του το σήμα της «επιφυλακής» ή του «συναγερμού» για τον κίνδυνο. Το μεγάλο ποσοστό του είδους μας παίρνει τα όποια δυνατά και λογικά μέτρα προφύλαξης, ενώ μία ικανή μερίδα επιλέγει τις θεωρίες συνομωσίας, «αντίστασης», ανάληψης υψηλού ρίσκου… Εγώ ανήκω στο «μεγάλο ποσοστό», αυτό της ανάληψης «λελογισμένου ρίσκου»…

Πήγα λοιπόν στη Μάνη και συγκεκριμένα στο Γύθειο, αφού βρήκα διαδικτυακά ένα μεγάλο ξενοδοχειακό συγκρότημα έξω από την πόλη, με ανεξάρτητα δωμάτια («μπάγκαλόους», τα ονόμαζαν καθ’ υπερβολή) σε προσιτή τιμή. Το συγκρότημα διέθετε δικό του κομμάτι παραλίας (άρα λιγότερο συνωστισμό στη θάλασσα) και μεγάλη πισίνα με αραιές ξαπλώστρες για τις ώρες που ήθελες να βυθιστείς στο βιβλίο σου χωρίς το βάσανο της άμμου και του αλατιού.
Το δωμάτιο μού παραδόθηκε «απολυμασμένο» (πραγματικά, γλιστρούσα από το απολυμαντικό στο πάτωμα) αλλά… αλλά υπήρχε σύστημα που δεν σου επέτρεπε να έχεις το παράθυρο, έστω και λίγο, ανοιχτό την ώρα που δούλευε το ερ κοντίσιον. Για κάποια προηγούμενη χρονιά θα ήταν κατανοητό για λόγους οικονομίας της επιχείρησης. Φέτος όμως, σύμφωνα με τους επιστήμονες, η λειτουργία του ερ κοντίσιον σε έναν χώρο που χρησιμοποιείται από πολλούς, επιβάλλεται να γίνεται με ανοιχτό παράθυρο.
Στην παραλία υπήρχε μία εργαζόμενη που περνούσε με απολυμαντικό τις ξαπλώστρες κάθε φορά που έφευγαν οι λουόμενοι. Οι πετσέτες όμως που έδιναν δεν ήταν συσκευασμένες. Σε άλλη παραλία, στο Μαυροβούνι, σε ερώτηση προς την υπεύθυνη εάν έχουν καθαριστεί οι ξαπλώστρες, η απάντηση ήταν απογοητευτική αλλά τίμια: «δεν μπορώ να το γνωρίζω γιατί έρχονται κάποιοι, κάθονται για λίγο και μετά φεύγουν» (είναι η απάντηση που σου λέει να βγάλεις το Dettol από την τσάντα σου και να κάνεις τη δουλίτσα μόνος σου).

Το πρωινό στο ξενοδοχείο λειτουργούσε με το σύστημα του μπουφέ αλλά με προστατευτικό πλέξι γκλας και σερβιτόρους πίσω από τους πάγκους να σου βάζουν εκείνοι αυτά που ήθελες στο πιάτο σου. Σωστό και βολικό, ιδίως επειδή δεν συνοδευόταν από επικριτικούς μορφασμούς στη δεύτερη και τρίτη φορά που ζητούσες λαλάγγια με μέλι…
Στο ξενοδοχείο αλλά και στο Γύθειο το 90% των τουριστών ήταν Έλληνες και κυρίως νέα ζευγάρια με παιδιά. Ίσως εδώ να βρίσκεται και το «μυστικό» της ανυπαρξίας κρουσμάτων. Η λακωνική Μάνη δεν είναι προορισμός για νέους, πάρτι, κοσμικές «γκάδερινγκς μπάι δε πουλ» και «ξεσάλωμα» μέχρι πρωίας. Είναι ήσυχος προορισμός για ενήλικους και ζευγάρια με μικρά παιδιά. Μου έκαναν εντύπωση οι παιδικές χαρές που βρίσκονταν σε άριστη κατάσταση, τα γήπεδα αθλητισμού, τα ποδήλατα, οι νησίδες με τις πανέμορφες τριανταφυλλιές αλλά και οι ντόπιοι ηλικιωμένοι που σε μεγάλο βαθμό φορούσαν μάσκες ακόμα και σε εξωτερικούς χώρους.
Η αλήθεια είναι ότι βοηθά και η διαμόρφωση του Γυθείου για να μην νιώσεις «συνωστισμένος», αφού το παραλιακό του μέτωπο έχει μία «απλωσιά» σε αντίθεση με την Αρεόπολη που στον (πανέμορφο κατά τ΄άλλα) πεζόδρομό της, ένιωθες σαν να είσαι στην Πλάκα του παλαιού καιρού. Στην Αρεόπολη έπρεπε να πάρεις το ρίσκο: να καθίσεις στα τραπεζάκια που δεν απείχαν ούτε ένα μέτρο απόσταση το ένα από το άλλο ή να χάσεις τον… κόκορα κρασάτο με τις χυλοπίτες; Εδώ πήρα το ρίσκο υπέρ του… κόκορα. Και ήταν πραγματικά θεσπέσιος.



Γενικά στα καταστήματα εστίασης υπήρχαν μέτρα διαφορετικής έντασης. Πολλοί είχαν πάρει τους νέους υγειονομικούς κανόνες πραγματικά στα σοβαρά (και εις βάρος του κέρδους τους) με αραιωμένα τραπέζια και αυστηρές συνθήκες υγιεινής κι άλλοι προσχηματικά με τις μάσκες και τις «ασπίδες» των εργαζομένων να μπαινοβγαίνουν ανά διαστήματα. Ένας απλός τρόπος για να διακρίνεις τα σωστά μαγαζιά είναι το αλάτι. Όσα έχουν αλατοπιπεριέρες στα τραπέζια, είναι ένδειξη ότι… πέρα βρέχει. Οι εναρμονισμένοι με τις συνθήκες της εποχής, σου φέρνουν φακελάκια με αλάτι και πιπέρι σε μικρό πιατάκι.
Η χρήση των γαντιών είναι τραγελαφική όταν γίνεται από τον ίδιο άνθρωπο που σερβίρει, δίνει τον λογαριασμό, παίρνει τα λεφτά και δίνει και τα ρέστα. Δεν προστατεύει καν τον εαυτό του και πάντως σίγουρα όχι τους πελάτες.





Οι παρά πάνω παρατηρήσεις προφανώς δεν έχουν σκοπό να μειώσουν τις προσπάθειες ούτε των επιχειρηματιών ούτε –ακόμα περισσότερο- των εργαζομένων προκειμένου να επιβιώσουν αυτό το πολύ δύσκολο καλοκαίρι. Ακόμα και στη Μάνη, που, λόγω ελληνικού τουρισμού, δεν χτυπήθηκε συντριπτικά από την πανδημία, η αγωνία όλων αυτών των ανθρώπων ήταν τεράστια. Αναγκάστηκαν να λειτουργήσουν με περισσότερο προσωπικό και λιγότερες δυνατότητες φιλοξενίας. Δεν γνωρίζουν εάν αύριο «σκάσουν» κι εκεί κρούσματα και ο τουρισμός σταματήσει. Παρέχουν υπηρεσίες με μειωμένες τιμές για να προσελκύσουν κόσμο. Κι ο χειμώνας έρχεται, στην καλύτερη περίπτωση χωρίς μεγάλες απώλειες, πάντως σίγουρα με λιγότερα χρήματα στα ταμεία.
Η πανδημία έφερε τεράστιες ανατροπές στις ζωές μας. Και μία από αυτές είναι σίγουρα οι διακοπές και ο τουρισμός. Είναι ώρα για αναθεώρηση. Πως θα διαμορφωθούν οι αποδράσεις μας από τους καθημερινούς ρυθμούς αλλά και, ως χώρα, τι τουριστικό προϊόν θέλουμε να παρέχουμε στη διεθνή κοινότητα. Μαζικότητα; Ποιότητα; Ασφάλεια; Ή κάτι άλλο που θα γεννηθεί από την κρίση;

Δημήτρης Καλαντζής

Latest posts by Δημήτρης Καλαντζής (see all)
- Ο «τέτοιος» στο Χαλάνδρι - September 10, 2023
- Δημιουργείται ο πρώτος Ξενώνας Φιλοξενίας Άστεγων και Ευάλωτων ΛΟΑΤΚΙ+ Ατόμων στην Αθήνα - August 30, 2023
- Το gay Πεδίον του Άρεως - May 17, 2023