Μη μου κουνάτε το δάχτυλο, δεν είμαι ρομπότ!

του Δημήτρη Καλαντζή.

Ο άνδρας είναι γύρω στα 50 και φοράει καθημερινά ρούχα που δείχνουν οικογενειάρχη με εισόδημα 800 με 1.000 ευρώ το μήνα. Δεν θα τον ξεχώριζες από χιλιάδες άλλους 50άρηδες που αγωνίζονται για να τα φέρουν βόλτα σε δύσκολους καιρούς, αν τώρα δεν ήταν έτοιμος να εκραγεί. Τα μηνίγγια στους κροτάφους του χτυπάνε σαν τρελά και η αγανάκτηση αλλάζει τον τόνο της φωνής του σε μία συχνότητα οργής και λυγμού μαζί. «Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό! Πως θα πληρώσω 300 ευρώ; Δεν καταλαβαίνεις; Τι είσαι; Ρομπότ;».

Ο άνδρας έχει μόλις χρεωθεί 300 ευρώ από αστυνομικό επειδή η μάσκα του δεν ήταν καλά στερεωμένη στη μύτη…

Σε μία πρωτόγνωρη υγειονομική κρίση, η επικοινωνία κανόνων και συμπεριφορών που θα προστατεύσουν τον γενικό πληθυσμό, είναι μία εξαιρετικά περίπλοκη υπόθεση, καθώς ο αποκαλούμενος «κόσμος» δεν απαρτίζεται από άτομα της ίδιας ικανότητας πρόσληψης και επεξεργασίας των μηνυμάτων, του ίδιου επιπέδου μόρφωσης και παιδείας ή της ίδιας κοινωνικής ευαισθησίας και ενσυναίσθησης. Ο εύκολος δρόμος για να περάσεις αυστηρά μηνύματα και κανόνες στον «γενικό πληθυσμό» μέχρι τον 20 αιώνα, ήταν ο «βούρδουλας» και οι χρηματικές ποινές. Στη σύγχρονη εποχή όμως, με τη δικτύωση και τη δυνατότητα οργανωμένης αντίδρασης από ανθρώπους που μπορούν να σχηματίσουν ψηφιακές κοινότητες μέσα σε λίγες ώρες, η εφαρμογή μεθόδων του 20ου αιώνα είναι καταδικασμένη να γυρίσει μπούμερανγκ στους ανθρώπους που επιχειρούν να την εφαρμόσουν.

Οι σκληροί κανόνες είναι άδικοι κανόνες. Από τα «καλόπαιδα» που ήθελαν να κάνουν πάρτι με ιερόδουλες σε σουίτα ξενοδοχείου, μέχρι τον 50άρη που του έπεσε για λίγο η μάσκα από τη μύτη, υπάρχει ένα χάος αδικίας. Και δυστυχώς οι αστυνομικοί δεν φαίνεται να έχουν πάρει οδηγίες (ή να γνωρίζουν) πώς πρέπει να το γεφυρώσουν.

Η κυβέρνηση αποφάσισε να διπλασιάσει το πρόστιμο για μάσκες και αποστάσεις, φτάνοντάς το στα 300 ευρώ. Για εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες αυτής της χώρας, τα 300 ευρώ είναι το μισό μηνιαίο ατομικό ή και οικογενειακό τους εισόδημα. Δεν έχουν τη δυνατότητα να το πληρώσουν και η απάντηση «ας είναι τότε τυπικοί στην εφαρμογή των κανόνων» συγκρούεται με την αληθινή φύση του ανθρώπου, που – τι έκπληξη για ορισμένους! – δεν είναι ίδια με ενός ρομπότ.

Η μάσκα μπορεί να πέσει από τη μύτη. Ο διαβάτης μπορεί και να την κατεβάσει για λίγο να πάρει δυο καθαρές ανάσες, όταν δεν είναι κανείς άλλος γύρω του. Ένας άνθρωπος που η ζωή του έχει γυρίσει ανάποδα, έχει την ανάγκη να βγει μια βόλτα με το αυτοκίνητο και να περπατήσει στο βουνό ή σε μια ακροθαλασσιά. Και ναι, όταν δεν μπορεί να κοιμηθεί τη νύχτα και παλεύει με τα μαξιλάρια, μπορεί να χρειάζεται να πάει μέχρι το περίπτερο, απλώς για να πάρει μια σοκολάτα, να πει μια «καλησπέρα» στον περιπτερά, να νιώσει μία κανονικότητα, δίνοντας χρήματα και παίρνοντας προϊόν, να νιώσει ότι δεν είναι στριμωγμένος από τη μία μεριά από μία θανατηφόρα ασθένεια και από την άλλη από καταπιεστικούς κανόνες που του αφαιρούν το δικαίωμα της επιλογής και της ελευθερίας.

Στην πρώτη καραντίνα, ο φόβος για τον πρωτόγνωρο κίνδυνο έκανε τον κόσμο να πάρει στα χέρια του την κατάσταση. Στα λεωφορεία, για παράδειγμα, δεν ήταν τα πρόστιμα που υποχρέωσαν όλους τους επιβάτες να φορούν μάσκες, αλλά η κατανόηση της πλειοψηφίας των επιβατών για τον πραγματικό κίνδυνο που διέτρεχαν και η πρωτοβουλία αυτής της πλειοψηφίας να διαμαρτυρηθεί, να φωνάξει και τελικά να απομονώσει τους λίγους που είτε δεν μπορούσαν να κατανοήσουν την κατάσταση, είτε ήθελαν να «αντιδράσουν» στον καταναγκασμό σε βάρος όμως των συνανθρώπων τους και όχι αυτών που τον επέβαλλαν.

Η δεύτερη καραντίνα είναι πολύ πιο δύσκολη γιατί η κόπωση είναι μεγαλύτερη, ο ορίζοντας είναι μεγαλύτερος και το happy end δεν είναι εξασφαλισμένο. Ο υπουργός υγείας είπε την Κυριακή σε τηλεοπτική του εμφάνιση για περιοριστικά μέτρα τουλάχιστον μέχρι την Άνοιξη, ενώ άλλοι κυβερνητικοί παράγοντες «κλείνουν το μάτι» ότι θα χαλαρώσουν τα μέτρα για δεκαπέντε μέρες στις γιορτές των Χριστουγέννων και μετά… πάλι μέσα. Μέχρι την Άνοιξη όμως είναι πέντε μήνες. Πέντε μήνες που θα ακούμε την καταμέτρηση όλο και περισσοτέρων νεκρών, θα νιώθουμε ότι ο κίνδυνος για εμάς και τους αγαπημένους μας όλο και πλησιάζει, θα χάσουμε κάθε φυσική ανθρώπινη επαφή, θα στερηθούμε κοινωνικούς τρόπους αποφόρτισης της έντασης, θα γίνουμε κάτι άλλο από αυτό που είμαστε τόσα χρόνια σε μία κοινωνία, που, αν επιβιώσουμε, θα τη δούμε χειρότερη από αυτή που γνωρίσαμε, με ανθρώπους σε πένθος, ανθρώπους με προβλήματα επιβίωσης, ανθρώπους φοβικούς και «στεγνούς».

Στην πρώτη καραντίνα, μαζί με τον φόβο υπήρχε και η ελπίδα για την παρέμβαση ενός από μηχανής θεού που θα έδινε τέλος στο δράμα. Ήταν το καλοκαίρι, που σύμφωνα με τους επιστήμονες, ενδεχομένως να εξασθένιζε πολύ τον ιό ή και να τον εξαφάνιζε. Δεν εμφανίστηκε όμως αυτός ο θεός.

Τώρα, είναι το εμβόλιο που φέρνει την ελπίδα. Ήδη η Pfizer ανακοίνωσε 90% επιτυχία στο τρίτο στάδιο δοκιμών του εμβολίου της, ενώ αναμένονται κι άλλες εταιρίες να ακολουθήσουν με πολλά υποσχόμενες ανακοινώσεις. Δυστυχώς όμως τα μαθηματικά δεν βγαίνουν. Ακόμα κι αν έχουμε ένα εξακριβωμένα ασφαλές και αποτελεσματικό εμβόλιο στις αρχές του 2021, είναι αδύνατον να καλυφθεί, όχι ο γενικός πληθυσμός, αλλά ούτε και οι ευπαθείς ομάδες σε μεγάλο μέρος του κόσμου, πριν το Φθινόπωρο του 2021.

Η γενιά μας καλείται λοιπόν να ξεπεράσει αυτά που έζησαν πατεράδες, μανάδες, παππούδες και γιαγιάδες της.

Η «ισπανική γρίπη» το 1917, σε έναν πολύ πιο αραιοκατοικημένο πλανήτη με μηδενικές μετακινήσεις από τον έναν τόπο στον άλλον, προκάλεσε 50 εκατομμύρια θανάτους. Ο sars cov 19 μέχρι σήμερα έχει προκαλέσει 1,3 εκατομμύριο θανάτους, αλλά πόρρω απέχει από την κορύφωση της διασποράς του, που υπολογίζεται στην καρδιά του χειμώνα.

Μέχρι τότε χρειάζεται μεγάλη υπομονή από όλους.

Μαζί όμως με ΑΝΟΧΗ.

Ο «βούρδουλας», η βία ή η οικονομική τιμωρία δεν μπορούν να αποδώσουν, όταν όλα είναι αντικειμενικά δυσοίωνα. Εάν μία κυβέρνηση θεωρεί ότι με την απειλή ποινών μπορεί να «περάσει» την εφαρμογή μέτρων σε μια μερίδα του κόσμου, ας επινοήσει πλασματικά στοιχεία προστίμων. 5.000 πρόστιμα ή και 45.000 «300άρια» τη μέρα. Κανείς δεν θα ζητήσει τις αποδείξεις (και σίγουρα όχι αυτοί που καταλαβαίνουν τις ισορροπίες που απαιτούνται σε μια τόσο δύσκολη κατάσταση).

Η λογική του βγάζω στο δρόμο μια ομάδα αστυνομικών και τους ζητώ να μου φέρουν στο τέλος της βάρδιας 50 ή 100 «300άρια», είναι σίγουρο ότι θα προκαλέσει κοινωνική έκρηξη. Γιατί ναι, μπορούν να τα βεβαιώσουν σε ανθρώπους που τους έπεσε λίγο η μάσκα, την έβγαλαν για να φάνε μία τυρόπιτα ή βγήκαν για βόλτα και όχι για τρέξιμο. Αλλά θα είναι άδικο να τα βεβαιώσουν.

Χρειάζεται να αφήνουμε τον ατμό να φεύγει. Πριν τιναχτεί το καπάκι της κατσαρόλας.

Ο άνθρωπος που θα κάνει άθελα ή και ηθελημένα μια «παρασπονδία» ανακούφισης, διακρίνεται μίλια μακριά από έναν αναίσθητο ή προκλητικό «ψεκασμένο».

Απαιτείται η κυβέρνηση και η αστυνομία να είναι σε θέση να τους διακρίνουν γιατί οι άνθρωποι χρειαζόμαστε όσο ποτέ άλλους ανθρώπους – και όχι ρομπότ – για να τα βγάλουμε πέρα…

The following two tabs change content below.

Δημήτρης Καλαντζής

Γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στο κέντρο της Αθήνας. Σπούδασε δημοσιογραφία στο «Εργαστήρι» και Ελληνικό Πολιτισμό στο ΕΑΠ. Έχει δουλέψει σε εφημερίδες, ραδιοφωνικούς & τηλεοπτικούς σταθμούς και τώρα διερευνά τους κώδικες του διαδικτύου. Αγαπά τις ανθρώπινες ιστορίες και τις γάτες.

Comments

comments

Related Posts

Recent Posts