Ο ψυχικός τραυματισμός ανήλικων και νέων από άτομα που εμπιστεύονται

της Αγγελικής Καρδαρά.

Η πρωταθλήτρια, Σοφία Μπεκατώρου,  με την αποκάλυψή της ότι σε πολύ νεαρή ηλικία υπέστη βιασμό από παράγοντα του αθλήματός της, άνοιξε τον δρόμο, όπως τόνισα στα δύο άρθρα μου στο pm (βλ. Το κοινωνικό όφελος από τη γενναία αποκάλυψη της Σοφίας και Ένα πολύ δυνατό κοινωνικό μήνυμα από την πρωταθλήτρια Σοφία Μπεκατώρου ), για να σπάσει η σιωπή ετών και να ξεκινήσει μία ουσιαστική συζήτηση, προκειμένου να φωτιστούν σκοτεινές πτυχές του ειδεχθούς εγκλήματος του βιασμού σωμάτων και ψυχών, σε χώρους μάλιστα που έχουν μία ιδιαίτερη αξία και σημασία για την ανηλικότητα και τη νεότητα,  όπως είναι οι αθλητικοί και οι εκπαιδευτικοί χώροι. 

Η αποκάλυψη της πρωταθλήτριας που έγινε με τόλμη απέδειξε στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο την ανάγκη να αποκαλύπτονται αυτά τα αποτρόπαια εγκλήματα και να μην αποθαρρύνονται τα θύματα από τρίτα πρόσωπα να προχωρήσουν σε καταγγελία, προκειμένου να τιμωρηθούν οι δράστες και να προστατευθούν και άλλα, εν δυνάμει θύματα. Παράλληλα όμως, αυτή η αποκάλυψη φώτισε το εκτεταμένο και μακροχρόνιο τραύμα της θυματοποίησης που δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί είναι τόσο βαθύ. Ένας αθλητής/ μία αθλήτρια στην ευαίσθητη και τρυφερή προ-εφηβική και εφηβική του ηλικία ή ακόμα και στα πρώτα βήματα της ενήλικης ζωής του εμπιστεύεται το όνειρό του σε έναν εκπαιδευτή/ προπονητή. Συνεπώς, εάν το άτομο αυτό παρενοχλήσει ή κακοποιήσει τον αθλητή του, είναι σαν να του «ξεριζώνει» βίαια την πίστη σε πρόσωπα και αξίες ζωής, τραυματίζοντάς το σωματικά αλλά και ψυχικά.

Μέσα από αυτήν τη σημαντική συζήτηση που έχει ξεκινήσει τις τελευταίες εβδομάδες και με την «αλυσίδα της σιωπής» από νεαρές γυναίκες να σπάει ύστερα από τις καταγγελίες της κυρίας Μπεκατώρου, πρέπει να γίνουν όλα τα αναγκαία βήματα ώστε να διασφαλιστεί η επίβλεψη και εποπτεία εκπαιδευτικών και προπονητικών χώρων από τα κατάλληλα πρόσωπα που θα ασχοληθούν με κοινωνική ευαισθησία και με ουσιαστικό ενδιαφέρον με τα ζητήματα των ανήλικων και νέων που εκπαιδεύονται/ προπονούνται, γιατί σε αυτούς τους χώρους ο ανήλικος/ νέος πρέπει να νιώθει απολύτως προστατευμένος και ασφαλής περιβαλλόμενος από άτομα τα οποία  αξίζουν πραγματικά την εμπιστοσύνη του, καθώς έχουν αναλάβει την εκπαίδευσή του που συνιστά ένα πολύτιμο, κοινωνικό αγαθό. 

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η ευθύνη ενός εκπαιδευτικού, ενός προπονητή, ενός φροντιστή παιδιού είναι πολύ μεγάλη. Η σχέση που δημιουργείται μεταξύ των δύο είναι ξεχωριστή, με τον ανήλικο να εμπιστεύεται και να θαυμάζει το άτομο που έχει αναλάβει να το εκπαιδεύσει, να το καθοδηγήσει και να το βοηθήσει να κυνηγήσει και να κατακτήσει το όνειρό του. Εάν, λοιπόν, αυτό το άτομο δεν σεβαστεί την επαγγελματική του θέση, την κοινωνική ευθύνη που απορρέει από τη θέση του αλλά και τη δύναμη της επιρροής του στον ανήλικο και τον εκμεταλλευτεί με τον πιο απεχθή τρόπο πρέπει να τιμωρηθεί και έγκαιρα να απομακρυνθεί από το επαγγελματικό περιβάλλον στο οποίο του δίνεται η δυνατότητα να έχει επαφή με ανήλικους.

Είναι επίσης βέβαιο ότι η συμπεριφορά ενός ατόμου που, μετά τη διάπραξη του εγκλήματος, αδυνατεί να αποδεχθεί και να κατανοήσει τη βαρύτητα της πράξης του, την κοινωνική και ποινική απαξία του εγκλήματός του, αλλά προσπαθεί με «τεχνικές εξουδετέρωσης» να μειώσει, ακόμα και να εξαλείψει τη βαρύτητα της πράξης του και τη συνεπακόλουθη ποινική, κοινωνική και  ατομική του ευθύνη, προκαλεί έντονο προβληματισμό στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Το παραπάνω, δυστυχώς, αποτελεί μία πραγματικότητα που έχει καταγραφεί από έρευνες για τους σεξουαλικούς εγκληματίες. Σύμφωνα με τα πορίσματα μίας πολύ ενδιαφέρουσας έρευνας που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2016 και ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 2017, από την Κοινωνιολόγο-Εγκληματολόγο Παντείου Πανεπιστημίου, κ. Παυλίνα Μωραΐτη, υπό την  Επίβλεψη του Ομότιμου Καθηγητή Εγκληματολογίας, κ. Αντώνη Μαγγανά, στα  καταστήματα κράτησης Τρίπολης και Γρεβενών (βλ. σχετικό μας θέμα και παρουσίαση έρευνας στο pm Παιδεραστία στην Ελλάδα: Οι περιπτώσεις των καταστημάτων κράτησης Τρίπολης και Γρεβενών):

  • Οι δράστες δεν παραδέχονται εύκολα την εγκληματική τους πράξη, ενώ ορισμένοι αρνούνται εντελώς ότι έχουν διαπράξει το συγκεκριμένο έγκλημα ή χρησιμοποιούν «τεχνικές εξουδετέρωσης» για να ελαφρύνουν αυτό που θεωρούν ότι τους αποδίδεται και για το οποίο έχουν εν τέλει καταδικαστεί.
  • Ως εκ τούτου,  συνειδησιακά και βάσει της δικής τους ενσυναίσθησης και νοηματοδότησης της πράξης τους, δεν δείχνουν με τα λόγια τους να μετανιώνουν για την πράξη τους. 
  • Οι δράστες στις περισσότερες περιπτώσεις, πριν από τη διάπραξη του εγκλήματος, βρίσκονταν στον οικείο χώρο του παιδιού – θύματος, είτε με συγγενική μορφή, είτε με συμβουλευτική μορφή (δάσκαλος, προπονητής κ.ά.), είτε απλώς με τη μορφή ενός οικογενειακού φίλου. Επομένως το παιδί-θύμα, στις περιπτώσεις που διερευνήθηκαν, δεν ήταν ποτέ εντελώς άγνωστο για τον δράστη και ο ίδιος κατάφερνε να το προσεγγίσει ευκολότερα, καθώς βρισκόταν κοντά του, σε έναν οικείο μάλιστα χώρο του. Όταν ο δράστης θεωρούσε πως οι ευκαιρίες διάπραξης του εγκλήματος ήταν κατάλληλες, τότε προέβαινε στις εγκληματικές του ενέργειες.

Η περαιτέρω σκιαγράφηση του ψυχο-εγκληματικό προφίλ των δραστών σεξουαλικών εγκλημάτων (βλ. σχετικό μας θέμα στο pm Σεξουαλικοί Εγκληματίες (2)) αποτυπώνει την πολυπλοκότητα αλλά και τη δυσκολία κοινωνικής επανένταξής τους, η οποία για να επιτευχθεί απαιτεί σίγουρα πολλά περισσότερα από τον εγκλεισμό τους στη φυλακή, καθώς όπως διαπιστώνουμε οι δράστες σε πολλές από αυτές τις υποθέσεις δεν παραδέχονται την πράξη τους και το κυριότερο δεν συνειδητοποιούν την ποινική και κοινωνική απαξία του εγκλήματός τους. Αντίθετα, συνεχίζουν να επιρρίπτουν ευθύνες στο θύμα, ή σε τρίτα πρόσωπα για τα οποία θεωρούν ότι «τους την είχαν στημένη», ή ακόμα επιρρίπτουν ευθύνες για την ποινή που τους έχει επιβληθεί σε δικαστές, δικηγόρους, ιατροδικαστές κ.λπ. Η μη συνειδητοποίηση όμως της βαρύτητας του εγκλήματος που έχουν διαπράξει και των επιπτώσεων που η εγκληματική πράξη έχει για τα θύματα, η συναισθηματική απάθεια προς τον πόνο του θύματος και η επίρριψη ευθυνών σε τρίτα πρόσωπα, αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες για την τροποποίηση της συμπεριφοράς τους και αναμφίβολα χρήζουν μιας ειδικής προσέγγισης και εξατομικευμένης μεταχείρισης, δεδομένου ότι τα άτομα αυτά σε ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα θα αποφυλακιστούν. Άρα θα κληθούν να επιστρέψουν στην κοινωνία και τα θύματά τους πρέπει να συνεχίσουν να νιώθουν ασφαλή, προστατευμένα, και το κυριότερο να συνεχίσουν τη ζωή τους χωρίς φόβο αλλά με δύναμη, έχοντας λάβει τη δικαίωση από το νομικό μας σύστημα για την ειδεχθή εγκληματική πράξη σε βάρος τους.

Συμπερασματικά, το ζήτημα είναι πάρα πολύ σοβαρό και γι’ αυτό κρίνω θετικό το γεγονός ότι ξεκίνησε ένας δημόσιος διάλογος, με σκοπό την ενημέρωση, την ευαισθητοποίηση και αφύπνιση όλων μας.  Πέραν όμως από την αναγκαία κοινωνική καταδίκη του φαινομένου, πρέπει να ληφθούν και όλα τα απαιτούμενα προστατευτικά μέτρα για την ανηλικότητα σε χώρους εκπαίδευσης και άθλησης, όπου εμπιστευόμαστε τα παιδιά μας και εκείνα τα όνειρά τους, ώστε καμία ανήλικη ψυχή να μην τραυματιστεί ποτέ ξανά στον χώρο που αγαπά και έχει επενδύσει τόσα πολλά σε συναισθηματικό επίπεδο.

Φωτογραφία ανάρτησης: Jan Mosimann@flickr.

The following two tabs change content below.
Η Αγγελική Καρδαρά είναι Εισηγήτρια-Συγγραφέας και Εκπαιδεύτρια στο Πρόγραμμα Συμπληρωματικής εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης (E-Learning) του Κέντρου Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι Διδάκτωρ του Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Φιλόλογος (με εξειδίκευση στη μεσαιωνική και νεοελληνική φιλολογία) και Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.). Το θέμα της διδακτορικής διατριβής της, με Επιβλέποντα τον Καθηγητή Γιάννη Πανούση, αφορά τον ιδιαίτερο γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας του έγκλειστου πληθυσμού. Από τον Φεβρουάριο του 2020 ανέλαβε και Επιστημονικά Υπεύθυνη του Crime & Media Lab του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος που αποτελεί Ομάδα Εργασίας για το Έγκλημα και την Απεικόνισή του στα ΜΜΕ. Έχει επάρκεια και άδεια διδασκαλίας τριών ξένων γλωσσών (αγγλικών, γαλλικών, ισπανικών). Εργάζεται στον συναρπαστικό χώρο της εκπαίδευσης, δίνει διαλέξεις και οργανώνει μαθήματα σεμιναριακού τύπου στο αντικείμενο εξειδίκευσής της «Έγκλημα & Media». Επίσης, είναι Επιστημονικά Υπεύθυνη ερευνών εγκληματολογικού, κοινωνικού και μιντιακού ενδιαφέροντος, αρθρογραφεί και συγγράφει. Έχει συγγράψει τα βιβλία: Τρομοκρατία και ΜΜΕ (εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα), Όταν η ψυχή μιλάει (εκδόσεις Υδρόγειος), Φυλακή και Γλώσσα (εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα), Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας για τον Αστυνομικό και Δικαστικό Συντάκτη (εκδόσεις Παπαζήση), Σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ των εγκληματιών που απασχόλησαν τα ελληνικά ΜΜΕ (1993-2018): Criminal Profiling and Media (εκδόσεις Παπαζήση). Οι «Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους» είναι το έκτο βιβλίο της και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση.

Comments

comments

Related Posts

Comments are closed.

Recent Posts