
της Αγγελικής Καρδαρά.
Ο εκφοβισμός σε εργασιακά περιβάλλοντα (οι αντίστοιχοι όροι στην αγγλοσαξονική βιβλιογραφία είναι «mobbing» και «workplace bullying») συνιστά ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, που δύναται να θέσει σε κίνδυνο τη σωματική και ψυχική υγεία των εργαζόμενων και παράλληλα να επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις στη συλλογική εργασία. Το γεγονός ότι ένα άτομο μπορεί να εξαρτάται σε επαγγελματικό επίπεδο από κάποιο άλλο πρόσωπο, από το οποίο μάλιστα μπορεί να εξαρτάται ακόμα και η παραμονή του στη συγκεκριμένη εργασία αλλά και η μελλοντική του πορεία και εξέλιξη, έχει διαχρονικά αποτελέσει αντικείμενο εκμετάλλευσης από επαγγελματίες που καταχρώνται την εξουσία τους και υιοθετούν εκφοβιστικές συμπεριφορές, χωρίς κανέναν έλεγχο και καμία συνέπεια έχοντας εξασφαλίσει σιωπές, λόγω θέσης και κύρους τους αλλά και λόγω αδυναμίας του θύματος να αντιδράσει, από φόβο και ντροπή.
Η υιοθέτηση εκφοβιστικών συμπεριφορών σε εργασιακά περιβάλλοντα αποτελούν μία βαθιά «πληγή» και σίγουρα στη σύγχρονη εποχή, με την ολοκληρωμένη και εκτεταμένη ενημέρωση που υπάρχει για το θέμα και ως εκ τούτου με τη μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση και αφύπνιση όλων μας, αυτή η πληγή πρέπει να σταματήσει να αιμορραγεί, ώστε ο εργαζόμενος σε κάθε επαγγελματικό χώρο, όσο ανταγωνιστικός κι αν είναι ο συγκεκριμένος χώρος, να εργάζεται με όρους αξιοπρέπειας. Απειλές, ύβρεις, χειρονομίες, χειροδικία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο και μέσο προσπάθεια εξευτελισμού του ατόμου και παρεμπόδισης ολοκλήρωσης της εργασίας του, είναι πράξεις ανεπίτρεπτες, κοινωνικά απαράδεκτες, ποινικά κολάσιμες και είναι συλλογική ευθύνη να αποτρέψουμε τέτοιου είδους συμπεριφορές εάν εκδηλώνονται στους εργασιακούς μας χώρους.
Το φαινόμενο του «εργασιακού εκφοβισμού» με έχει απασχολήσει στο πλαίσιο της αρθρογραφίας, ενώ αποτέλεσε και μία θεματική διερεύνησης στο προηγούμενο βιβλίο μου, υπό τον τίτλο Σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ εγκληματιών που απασχόλησαν τα ελληνικά ΜΜΕ (1993-2018). Πολύ συνοπτικά στο παρόν άρθρο θα αναφέρουμε ότι ο εργασιακός εκφοβισμός μπορεί να στοχεύσει σε ένα ή περισσότερα άτομα διαφορετικών ηλικιών και φύλου, ενώ δύναται να λάβει πολλές μορφές και εκφάνσεις και να εκδηλωθεί σε πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους περιστάσεις. Θεμελιώδες χαρακτηριστικό του είναι ότι πρόκειται για μία συμπεριφορά επαναλαμβανόμενη και επιβλαβής για τη σωματική ή/ και ψυχική υγεία ενός ή περισσότερων ατόμων-στόχων από έναν ή περισσότερους δράστες. Συνιστά, κατ’ ουσίαν, μία κακοποιητική συμπεριφορά, η οποία σχηματικά δύναται να εκδηλωθεί με τους εξής τρόπους:
- Απειλητική, ταπεινωτική ή εκφοβιστική συμπεριφορά, μέσω λεκτικής, ψυχολογικής ή/ και σωματικής βίας
- Αθέμιτες παρεμβάσεις στην εργασία -σαμποτάζ- οι οποίες εμποδίζουν το άτομο να ολοκληρώσει επιτυχώς την εργασία του ή/ και να προαχθεί στην επαγγελματική ιεραρχία κ.λπ.
Ο εκφοβισμός στον χώρο εργασίας προκαλείται από την ανάγκη των δραστών να ελέγχουν το άτομο το οποίο εκφοβίζουν. Οι εκφοβιστές είναι συχνά οι ίδιοι ανασφαλείς και υιοθετούν αυτές τις ακραίες συμπεριφορές προκειμένου να κρύψουν τις δικές τους ανασφάλειες και να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι έχουν τον έλεγχο των πάντων. Η εκφοβιστική συμπεριφορά χαρακτηρίζεται επίσης από κλιμάκωση, καθώς σταδιακά μπορούν να πάρουν το μέρος του εκφοβιστή και άλλα άτομα, είτε οικειοθελώς, είτε επειδή εξαναγκάζονται. O εκφοβισμός στον χώρο εργασίας, ωστόσο, υπονομεύει όχι μόνον το ίδιο το άτομο που τον υφίσταται, αλλά και τα νόμιμα συμφέροντα όλης της ομάδας, ιδίως σε περιπτώσεις όπου ο δράστης ζημιώνει την ομαδική εργασία και το ομαδικό πνεύμα εργασίας. Επιπροσθέτως καταγράφονται περιπτώσεις όπου το άτομο που υιοθετεί εκφοβιστικές συμπεριφορές φτάνει στο σημείο να παραμελήσει ακόμα και τα δικά του καθήκοντα, γιατί «προτεραιότητα» του γίνεται το να βλάψει ένα ή περισσότερα πρόσωπα.
Ο εργασιακός εκφοβισμός δύναται να ευδοκιμήσει περισσότερο όταν αποτελεί κοινή συμπεριφορά σε όλη την ιεραρχία της διοίκησης. Αυτό κυρίως συμβαίνει σε ιδιαίτερα ανταγωνιστικά περιβάλλοντα. Έχει επίσης διαπιστωθεί ότι ο εκφοβισμός είναι η κύρια αιτία απουσιών από τον χώρο εργασίας και σε πολλές περιπτώσεις παρατεταμένης αναρρωτικής άδειας, στοιχείο που επιβεβαιώνει τόσο τις δυσμενείς επιπτώσεις στην ψυχοσωματική υγεία του εργαζόμενου, όσο και τα αρνητικά συναισθήματα που δημιουργούνται σε εργασιακά περιβάλλοντα. Αυτή είναι μία θλιβερή πραγματικότητα και πρέπει να δώσουμε βαρύτητα στο ότι καταγράφονται μαρτυρίες ατόμων που έχουν υποστεί εργασιακό εκφοβισμό και έφτασαν στο σημείο να θέλουν να σταματήσουν να εργάζονται σε έναν επαγγελματικό τομέα τον οποίο αγαπούν πάρα πολύ, αμφισβητώντας τις ικανότητές τους και νιώθοντας ανεπαρκείς. Συνεπώς, διαπιστώνουμε τη σοβαρότητα και κρισιμότητα του ζητήματος, καθώς μεταξύ άλλων επιπτώσεων ο εργασιακός εκφοβισμός δύναται να στερήσει από τον εργαζόμενο τη χαρά και την ικανοποίηση του να βρίσκεται σε έναν επαγγελματικό χώρο που συνειδητά και με αγάπη έχει επιλέξει.
Όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των ατόμων που δύναται να θυματοποιηθούν πιο εύκολα στον χώρο εργασίας τους, πρέπει να αναφέρω ότι οι εκφοβιστές, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, επιλέγουν άτομα τα οποία είναι ευάλωτα και αδυνατούν να τους αντιμετωπίσουν ή/ και άτομα τα οποία θεωρούν ότι είναι απίθανο να αναφέρουν ή να καταγγείλουν το περιστατικό, για πολλούς λόγους, όπως για να μη χάσουν τη θέση τους, να μη δοθεί δημοσιότητα στο θέμα και δυσκολευτούν να βρουν εργασία στο μέλλον και για πολλούς ακόμα σημαντικούς λόγους. Τα γενικά χαρακτηριστικά των ατόμων που πιο εύκολα θα υποστούν εργασιακό bullying συνοψίζονται στα εξής:
- Είναι άτομα που δεν έρχονται εύκολα σε αντιπαράθεση
- Υιοθετούν παθητικές μορφές συμπεριφοράς
- Είναι ντροπαλά και ήπιων τόνων άτομα
- Είναι «νεοφερμένοι»/ καινούργιοι στον χώρο εργασίας
- Βρίσκονται έξω από εργασιακές «κλίκες»
- Είναι πιστοί στις αρχές του χώρου στον οποίο εργάζονται
- Επιπροσθέτως, οι εκφοβιστές μπορεί να βάζουν στο στόχαστρό τους άτομα που δεν έχουν την απαιτούμενη εργασιακή εμπειρία, αλλά και μεγαλύτερους σε ηλικία ή ακόμα και άτομα με αναπηρίες.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει και ο αντίλογος, ότι δεν πρέπει να φτάσουμε σε υπερβολές. Επίσης, υποστηρίζεται ότι στους εργασιακούς χώρους, επικρατεί μεγάλη ένταση και άγχος για την επίτευξη στόχων, με αποτέλεσμα εύκολα να οξύνονται οι τόνοι και να προκαλούνται διαπληκτισμοί. Τέλος, πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος των ψευδών καταγγελιών που μπορούν να σχετίζονται με θέματα οικονομικά, προαγωγής, θέσεις ιεραρχίας σε μια ομάδα κ.λπ. Ωστόσο, οι διαχωριστικές γραμμές υπάρχουν και πρέπει να εφαρμοστούν. Διαφοροποιείται σε πολύ μεγάλο βαθμό η ένταση που μπορεί να προκληθεί στο πλαίσιο μίας συνεργασίας από την εκδήλωση απειλητικών συμπεριφορών που καταρρακώνουν την αξιοπρέπεια του ατόμου. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν αυτές οι συμπεριφορές υιοθετούνται από πρόσωπα σε θέση ισχύος, επομένως εκ των πραγμάτων είναι δύσκολο για το άτομο που υφίσταται αυτές τις συμπεριφορές να αντιδράσει. Γι’ αυτό η καταγγελία δυστυχώς δεν γίνεται πάντα έγκαιρα ή σε αρκετές περιπτώσεις δεν γίνεται ποτέ, ειδικά όταν το άτομο φοβάται ότι θα αντιμετωπίσει προβλήματα στον επαγγελματικό του τομέα ή/ και όταν διακυβεύεται μία ομαδική εργασία και το θύμα νιώθει «υποχρεωμένο» να κάνει υπομονή μέχρι την ολοκλήρωση του επιδιωκόμενου στόχου.
Πιστεύω όμως ότι διανύουμε μία εποχή, όπου οι εκφοβιστικές συμπεριφορές δεν γίνονται αποδεκτές από έναν πολύ μεγάλο αριθμό ατόμων, όχι μόνο από όσους υφίστανται αυτές τις συμπεριφορές αλλά και από όλους όσοι δεν θέλουν πια να «κλείσουν τα μάτια» σε ό,τι συμβαίνει δίπλα τους. Όσοι γνωρίζουν, όσοι έχουν υπάρξει αυτόπτες μάρτυρες και τολμούν να πουν την αλήθεια επιβεβαιώνοντας εκφοβιστικές συμπεριφορές στις οποίες υπήρξαν παρόντες. Στο σημείο αυτό θέλω μάλιστα να τονίσω και να αναδείξω τον σημαίνοντα ρόλο των αυτοπτών μαρτύρων και γενικότερα ανθρώπων που γνωρίζουν τι συμβαίνει, προκειμένου να αποκαλύπτονται έγκαιρα αυτές οι συμπεριφορές και να μη φτάνουν τελικά να γίνονται για κάποια άτομα «συνήθεια» και «τρόπος έκφρασής» τους. Να μην αφήσουμε να «νομιμοποιούνται» οι βίαιες συμπεριφορές, να μη φτάνουμε στο σημείο να τις θεωρούμε σε εργασιακά περιβάλλοντα «αυτονόητες» και «δεδομένες», γιατί δεν (πρέπει) να είναι! Οι εργαζόμενοι έχουν τη δύναμη να τις σταματήσουν, ιδίως στη σημερινή εποχή όπου είμαστε ως ενεργά μέλη της κοινωνίας περισσότερο ενημερωμένοι για το θέμα, αφυπνισμένοι και ευαισθητοποιημένοι. Οι πρόσφατες καταγγελίες, αλλά και η δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που αναδεικνύουν υποθέσεις και καίριες πτυχές αυτών, οι οποίες στο παρελθόν δεν θα αποκαλύπτονταν, καλλιεργούν ένα γόνιμο έδαφος ώστε να σπάσουν πιο εύκολα οι σιωπές ετών και ταυτόχρονα να ανασταλούν αυτές οι συμπεριφορές από τους ίδιους τους δράστες ή εν δυνάμει δράστες, οι οποίοι πλέον αρχίζουν και καταλαβαίνουν ότι η βίαιη συμπεριφορά τους, που κάποτε μπορεί να ήταν η «δύναμή» τους επειδή κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει γι’ αυτήν, πιο εύκολα θα έρθει σήμερα στο φως της δημοσιότητας.
Σαφώς, θα ήταν πολύ θετικό να μην είναι ο φόβος ο ανασταλτικός παράγων, αλλά η συνειδητοποίηση από τον ίδιο τον δράστη της σοβαρότητας της πράξης και η προσωπική του ανάγκη να αλλάξει, γιατί μόνο μέσα από την ενσυναίσθηση και τη συνειδητοποίηση θα τροποποιηθούν συμπεριφορές και θα βελτιωθούν ουσιαστικά οι σχέσεις στους εργασιακούς χώρους. Χρειάζεται όμως δρόμος και προσπάθεια για να επιτευχθεί αυτό. Απαραίτητα βήματα, κατά την άποψή μου, είναι μεταξύ άλλων: τα προγράμματα διαχείρισης θυμού για τα οποία είναι σημαντικό να ενημερώνονται οι πολίτες, η ενίσχυση των εκστρατειών ενημέρωσης για το θέμα από τα ΜΜΕ, οι σαφείς και ακριβείς οδηγίες σε έντυπη μορφή σε όλα τα εργασιακά περιβάλλοντα για το τι συνιστά «εργασιακό εκφοβισμό», πώς αποφεύγεται και πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί από το άτομο που τον υφίσταται αλλά και από όσους είναι αυτόπτες μάρτυρες των εν λόγω περιστατικών, καθώς και η δημόσια συζήτηση και ενημέρωση για το θέμα από επιστημονικούς φορείς.
Συνοψίζοντας, ο εκφοβισμός στον χώρο εργασίας συνιστά ένα πολυσύνθετο ζήτημα, που δύναται να λάβει επικίνδυνες διαστάσεις και προεκτάσεις τόσο για το ίδιο το άτομο που υφίσταται εκφοβιστικές συμπεριφορές, όσο και για τη συνολική απόδοση των εργαζόμενων. Αυτό πρέπει να καταστεί κατανοητό από όλους, ώστε να τεθούν σαφή όρια στις συμπεριφορές που υιοθετούνται στους χώρους εργασίας, ιδίως σε περιόδους κρίσεων. Οι λέξεις-κλειδιά θα έλεγα ότι είναι «σεβασμός» και «όρια», προκειμένου να προληφθούν ανεξέλεγκτες καταστάσεις στους εργασιακούς χώρους. Ας μην ξεχνάμε, τέλος, μία ακόμα πολύ σημαντική διάσταση, ότι οι ενήλικοι διδάσκουν συμπεριφορές στους ανήλικους, συνεπώς η εκφοβιστική συμπεριφορά που υιοθετεί ένας ανήλικος στο σχολείο ή στη γειτονιά μπορεί να είναι τελικά αποτέλεσμα μίμησης συμπεριφορών που βιώνει στο οικογενειακό του περιβάλλον. Οι βίαιες συμπεριφορές δεν έχουν χώρο στα εργασιακά περιβάλλονται και σε αυτή την περίπτωση ενώνοντας τη φωνή και τις δυνάμεις μας κατά της βίας σε εργασιακούς χώρους μπορούμε να επιτύχουμε πολλά περισσότερα και να προστατεύσουμε τα εργασιακά δικαιώματα.
Ενδεικτική βιβλιογραφία σχετική με τον εργασιακό εκφοβισμό
Duffy, M. Spurry, L. (2012) Mobbing: Causes, Consequences and Solutions. New York: Oxford University Press.
Duffy, M. Spurry, L. (2014) Overcoming Mobbing: A Recovery Guide for Workplace Aggression and Bullying. New York: Oxford University Press.
Namie, G. (2009) The Bully at Work: What You Can Do to Stop the Hurt and Reclaim Your Dignity on the Job. Naperville, Illinois: Sourcebooks, Inc.
Rayner, C. Hoel H. Cooper, C. (2002) Workplace Bullying: What we know, who is to blame and what can we do? London and New York: Τaylor & Francis.


Latest posts by Αγγελική Καρδαρά (see all)
- Έγκλημα στα Γλυκά Νερά και σκηνοθεσία στον τόπο του εγκλήματος (crimestaging) - February 22, 2023
- Έγκλημα στα Γλυκά Νερά και μιντιακές απεικονίσεις: μία ερευνητική προσέγγιση του Crime & MediaLab (ΚΕ.Μ.Ε.) - January 12, 2023
- Κακοποίηση ζώων συντροφιάς και άγριας ζωής στην Κύπρο και οι μιντιακές απεικονίσεις υποθέσεων - November 2, 2022
3 Comments