H «Εγκληματολογία από τα κάτω»: Όταν μιλούν μόνο οι κρατούμενοι

της Αγγελικής Καρδαρά.

Η «Εγκληματολογία από τα κάτω» ουσιαστικά  είναι η πραγματική εγκληματολογία από τα κάτω, οπού μιλούν μόνο κρατούμενοι. Αυτό που επιδίωκα πραγματικά

Ομ. Καθηγητής Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστήμιου, Αντώνης Μαγγανάς

Πρωταρχικός σκοπός του Καθηγητή Α. Μαγγανά είναι να «δώσει φωνή» στους ίδιους τους εμπλεκόμενους στην εγκληματική πράξη. Να αποτυπώσει το βίωμά τους και ακολουθώντας ερευνητικά το δικό τους «μονοπάτι» -του λόγου, της σκέψης, του συναισθήματος, της εμπειρίας- να οδηγηθεί σε κοινωνικά χρήσιμα συμπεράσματα, με απώτερο στόχο του την ενίσχυση της πρόληψης στο πλαίσιο της αντεγκληματικής πολιτικής. Ο Καθηγητής πιστεύει επίσης στον «εκδημοκρατισμό» της εγκληματολογικής γνώσης, στο να είναι προσιτή στον κάθε πολίτη και όχι περιορισμένη σε μία πνευματική «ελίτ».

Όπως, ειδικότερα, επισημαίνει ο Καθηγητής για την Εγκληματολογία από τα κάτω που αποτέλεσε και τον τίτλο ενός από τα συγγράμματά του και ταυτόχρονα αποτυπώνει τη σημαντική προσπάθειά του να καταγράψει το προσωπικό βίωμα και, στη συνέχεια, με την ανάλυση των μαρτυριών των κρατουμένων να οδηγηθεί σε χρήσιμα συμπεράσματα: «Τα περισσότερα συγγράμματα Εγκληματολογίας στηρίζονται στην υπάρχουσα βιβλιογραφία και σε διάφορες έρευνες που αποτελούν τις «προσπάθειες» επαφής με την πραγματικότητα. Πολύ λίγος χώρος δίνεται στους παραβατικούς οι οποίοι, παρ’ όλα αυτά, είναι οι «πρωταγωνιστές» με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην τέλεση ενός αδικήματος και στον χειρισμό του στη συνέχεια από τον κατασταλτικό μηχανισμό. Η «Εγκληματολογία από τα κάτω» είναι μια προσπάθεια να δοθεί η Εγκληματολογία μέσα από τις συνεντεύξεις των παραβατικών (κρατουμένων και αποφυλακισμένων). Στην πράξη είναι αυτοί που έχουν την εμπειρία της επαφής με τον διωκτικό μηχανισμό. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι έχουν κάθε δικαίωμα ν’ ακουστεί η φωνή τους σε θέματα που τους αφορούν άμεσα εφόσον επηρέασαν, κάποια στιγμή, σημαντικά τη ζωή τους. Είναι σαφές ότι η προσπάθεια αυτή ενέχει πολλές δυσκολίες. Είναι μονομερής εφόσον περιέχει μόνο τις απόψεις αλλά και τις εμπειρίες των παραβατικών. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να υπερβάλλουν ή και να ερμηνεύουν λανθασμένα μια κατάσταση όντας κάτω από την ψυχική φόρτιση των (δυσάρεστων) εμπειριών τους. Παρ’ όλ’ αυτά πολλές διαπιστώσεις και επισημάνσεις τους είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Οι παραβατικοί που έχουν εμπλακεί με τον ποινικό μηχανισμό και έχουν στιγματισθεί έχουν κάθε δικαίωμα να ακουστούν. Το κύριο παράπονό τους είναι ότι η κοινή γνώμη αδιαφορεί για εκείνους διότι, ίσως, στην ουσία, η παρουσία τους την ενοχλεί εφόσον, κάποια στιγμή, ο οποιοσδήποτε από εμάς μπορεί να βρεθεί στη θέση τους. Ας θεωρηθεί, λοιπόν, η παρούσα μελέτη ως μια προσπάθεια διαλόγου με αυτούς τους ανθρώπους. Κάθε διάλογος έχει, κατά κανόνα, θετικά αποτελέσματα».

Είναι σαφές ότι η βιοαφήγηση αποτελεί ένα πολύτιμο ερευνητικό εργαλείο που ανοίγει δρόμους στη σκέψη μας και διευρύνει τους γνωστικούς μας ορίζοντες. Ειδικά, στο πλαίσιο της σύγχρονης εποχής, πιστεύω ότι η έρευνα στη χώρα μπορεί να φωτίσει και άλλες καίριες πτυχές του εγκληματικού φαινομένου, με τρόπους μάλιστα πρωτοπόρους και καινοτόμους που τολμούν να μπουν πιο βαθιά στα σκοτάδια της ψυχής, να ακούσουν με προσοχή και να καταγράψουν επώδυνες και τραυματικές εμπειρίες δραστών και θυμάτων, προχωρώντας ένα βήμα παρακάτω: στην κατάθεση ολοκληρωμένων προτάσεων για την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των πολιτών και την ενίσχυση της πρόληψης. 

Εγκληματολογία μεσα απο βιοαφηγήσεις κρατουμενων: Για τηνκεντρική ιδέα πριν από την έκδοση του συγγράμματος «Η εγκληματολογία από τα κάτω» (Συγγραφείς: Λάζος Γρ., Μαγγανάς Α., Σβουρδάκου Δ. εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2008), ο Καθηγητής Α. Μαγγανάς υπογραμμίζει τα εξής: «η κεντρική ιδέα ήταν να δοθεί η ύλη της Εγκληματολογίας με βάση αυτά που οι ίδιοι οι κρατούμενοι αναφέρουν και αυτό μέσα από συνεντεύξεις της Διδ/ρος Δέσποινας Σβουρδάκου κυρίως, καθώς και από συνεντεύξεις άλλων φοιτητών μου. Η θέση της θεωρίας περιοριζόταν στο ελάχιστο, εφόσον πάντοτε στόχος μου υπήρξε ο «εκδημοκρατισμός» της γνώσης ώστε αυτή να είναι προσιτή σε όλους. Στη συνέχεια μετά από παραινέσεις συνάδελφων και με στόχο το σύγγραμμα να τύχει αποδοχής από την επιστημονική κοινότητα αποφασίσθηκε να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στη θεωρία και στο σημείο αυτό η συμβολή του αγαπητού συναδέλφου Καθ. Γρ.Λάζου υπήρξε καθοριστική. Το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να ήταν άρτιο επιστημονικά, προσωπικά, όμως, δεν με ικανοποιούσε εφόσον δόθηκε πολύ λίγος χώρος στους κρατουμένους και το βιβλίο δεν ήταν αρκετά εύληπτο και φιλικό για όλους τους ανθρώπους. Αποφάσισα, λοιπόν να δοθεί, όπως αρχικά επιθυμούσα, η Εγκληματολογία μέσα από τα λόγια των ίδιων των κρατουμένων αφού είναι εκείνοι που τη βιώνουν στην πράξη. Η προσωπική μας παρέμβαση στο κείμενο υπήρξε η ελάχιστη δυνατή. Στην αρχή είχαμε ως στόχο να δώσουμε τη θεωρία σε υποσημειώσεις. Όμως το κείμενο θα «βάραινε» και θα έπαυε να είναι προσιτό στους απλούς πολίτες. Για τον λόγο αυτό περιοριστήκαμε σε πολύ συνοπτικές εισαγωγές σε κάθε ενότητα οι οποίες προσπαθούν να κρατήσουν μια «ουδετερότητα» απέναντι στο θέμα που προσεγγίζεται».

Ακολούθως παρουσιάζεται ένα μέρος των εκτεταμένων βιοαφηγήσεων κρατουμένων σε συγκεκριμένες θεματικές ενότητες και οι συνοπτικές εισαγωγές των συντακτών, ενώ με πλάγια γράμματα δίνεται ένας σύντομος σχολιασμός μου[1] .

Α) Νομικό και πραγματικό έγκλημα

-Νομικό έγκλημα: Πρόκειται για κάθε εκδήλωση ανθρώπινης συμπεριφοράς που προβλέπεται από τον νόμο και για την οποία ο νόμος προβλέπει μια ποινή.

-Το πραγματικό έγκλημα είναι κάθε εκδήλωση ανθρώπινης συμπεριφοράς η οποία είναι επικίνδυνα αντικοινωνική.

(Αλεξ. 43 επ.)

Πώς εκλαμβάνουν όμως οι ίδιοι οι κρατούμενοι την έννοια του εγκλήματος; Με ποιους τρόπους προσπαθούν να μειώσουν την ποινική και κοινωνική απαξία του εγκλήματος που έχουν διαπράξει; Ο γλωσσικός κώδικας επικοινωνίας τους είναι αποκαλυπτικός. Όπως διαπιστώνεται από τα δύο ακόλουθα αποσπάσματα, κάνουν διάκριση ανάμεσα σε «όσους ακολουθούν τον νόμο» από τη μία πλευρά και στους «παράνομους», τους άφοβους, από την άλλη. Ως προς την αιτιολόγηση της πράξης τους, αναφέρονται σε έναν «λόγο» που πάντα οδηγεί στην πράξη, όσο αποτρόπαια κι αν είναι αυτή. Η αιτιολόγηση της πράξης τους από τους ίδιους, να υπογραμμίσω στο σημείο αυτό, ότι και στον μικρόκοσμο της φυλακής διαδραματίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο ως προς την αποδοχή ή μη του κρατούμενου από τους συγκρατούμενούς του και την ένταξη του στη μεγάλη ομάδα των κρατουμένων αλλά και στις υπο-ομάδες που δημιουργούνται στη μικροκοινωνία της φυλακής. Όπως οι ίδιοι οι κρατούμενοι τονίζουν στις μαρτυρίες τους, υπάρχει μία άτυπη ιεραρχία στη φυλακή. Βλ. ενδεικτικά: «Στη φυλακή προσέχεις την επικοινωνία σου και προσέχεις μην κάνεις το λάθος δεύτερη φορά. Ποιο είναι το λάθος; Να ρουφιανέψεις, να προδώσεις, να δείξεις ασέβεια. Υπήρχε άτυπη ιεραρχία που  αφορά ηλικία και χρόνια εγκλεισμού. Οι μεγαλύτεροι είναι πιο σεβάσμιοι αλλά και οι ισοβίτες τυγχάνουν σεβασμού. Ανεξαρτήτως αδικήματος. Παίζουν ρόλο τα χρόνια φυλακής και μπορεί για παράδειγμα ένας να έχει σκοτώσει τη μάνα του, αλλά να στο αιτιολογήσει γιατί τη σκότωσε και να σε πείσει ότι το άξιζε. Η λογική ειλικρίνειας παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στη φυλακή» «Τεχνικές Συνέντευξης & Δημοσιογραφική Έρευνα σε Υποθέσεις Εγκληματολογικού Ενδιαφέροντος» – Postmodern. 

Αποσπάσματα Βιοαφηγήσεων για την έννοια του «εγκλήματος»:

Ζ. 22 χρ. Ανθρωποκτονία «Το έγκλημα οι περισσότεροι το κάνουν επειδή το θέλουν και το κάνουν. Δηλαδή έγκλημα είναι η ληστεία ή να τραυματίσεις κάποιον και το κάνεις είτε για να πάρεις κάποια χρήματα είτε για να προστατέψεις τον εαυτό σου. Αλλά υπάρχει και μια πιθανότητα που μπορεί, όπως εγώ, να κάνεις φόνο χωρίς να θυμάσαι κάτι, δηλαδή για λόγους τιμής»

Θ. 19,5 χρ. Ανθρωποκτονία «Θα σου πω τι είναι έγκλημα, είναι κάτι που κάνεις και δεν στέκει. Να το κάνεις δίχως λόγο. Δηλαδή άμα κάποιος πάρει ένα πιστόλι στα καλά καθούμενα και πάει και σκοτώσει έναν, έγκλημα είναι. Τώρα να σκοτώσεις κάποιον για έναν λόγο, οποιοσδήποτε λόγος, δηλαδή να σε βρίσει, είναι υποκειμενικό αν εσένα σε πειράξει. Ο άλλος μπορεί να έχει βγει από κάπου και να είναι αγρίμι και να τον πειράξει αν του πει κάποιος μια κακιά βρισιά. Του άλλου μπορεί να του πει κάποιος ένα σωρό βρισιές και να μην τον πειράξει. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Όσοι είναι εδώ πέρα κανείς δεν έχει κάνει έγκλημα, γιατί ο άλλος σου λέει πήγα λήστεψα τράπεζα γιατί έχω τη μάνα μου στο νοσοκομείο φίλε, κατάλαβες; Όλοι έχουν ένα λόγο. Βασικά για μένα υπάρχει ο νόμος και ο παράνομος, ο άφοβος. Αυτοί που πάνε με το νόμο και αυτοί που είναι παράνομοι, κατάλαβες;»

Β) Αιτιολογία του εγκλήματος

Τα αίτια ή οι παράγοντες του εγκλήματος μπορεί να βρίσκονται στον ανθρώπινο οργανισμό ή στο κοινωνικό περιβάλλον, «ενδογενή» ή «εξωγενή», «βιολογικά» ή «κοινωνικά». Μπορούν, άραγε τα σωματικά ή ψυχολογικά χαρακτηριστικά του ατόμου να επιδράσουν και σε ποιο βαθμό στο αν κάποιος θα τελέσει κάποιο έγκλημα;

  α) Ψυχολογικές θεωρίες

Μπορεί το έγκλημα να οφείλεται σε ελαττωμένη διανοητική ικανότητα; Μπορεί κάθε άνθρωπος κάτω από ορισμένες συνθήκες και σε ορισμένες καταστάσεις να διαπράξει ένα έγκλημα; (ψυχαναλυτική προσέγγιση).

  β) Κοινωνιολογικές θεωρίες

  γ) Θεωρία του στιγματισμού

Το αν η πράξη θα θεωρηθεί ως παρεκτροπή εξαρτάται από το πώς θα τη δεχτούν οι άλλοι: Αν τη χαρακτηρίσουν ως παρεκτροπή στις περισσότερες περιπτώσεις θα ακολουθήσει ο στιγματισμός του ατόμου ως συνέπεια με τελικό αποτέλεσμα την αύξηση των παρεκτροπών ( Θεωρία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης ή του στιγματισμού) (Becker).

  δ) Θεωρία της συναναστροφής

Η εγκληματική συμπεριφορά μαθαίνεται από τη συναναστροφή με άλλα πρόσωπα ( Sutherland)

  ε) Αλληλεπίδραση βιολογικών και κοινωνιολογικών παραγόντων

Ορισμένα εγκλήματα μπορεί να οφείλονται στη συνδυασμένη δράση πολλών παραγόντων τόσο βιολογικών όσο και κοινωνιολογικών. Το θέμα είναι σε ποιον βαθμό επιδρούν οι μέν και σε ποιον οι δέ.

Πώς αιτιολογούν όμως οι ίδιοι οι κρατούμενοι το έγκλημα που έχουν διαπράξει;   

Αποσπάσματα Βιοαφηγήσεων για την αιτιολόγηση του εγκλήματος:

Α. «Οικονομικό πρόβλημα οι γονείς μου δεν είχαν και εγώ σαν παιδί δεν στερήθηκα υλικά αγαθά. Μεγαλώσαμε αγαπημένα, μας πρόσεχαν πολύ οι γονείς μου…..Μετά πήγαινα στο σχολείο και έδερνα τους άλλους…παρέες άλλαζα συνέχεια και πάντα ήθελα να κάνω αταξίες και σκανδαλιές! Ήθελα να τσακώνομαι να γίνεται το «Μπαμ» και να τελειώνει η παρεξήγηση με ένα Νοκ Άουτ! Στο ποδόσφαιρο έπεφτε πολύ ξύλο…Επίσης σαν αρχηγός που ήμουν, έπαιρνα την ομάδα μου και πηγαίναμε σ’ άλλα σχολεία και «παίζαμε» ξύλο… ένιωθα πολύ όμορφα! Ένιωθα μαχητής!»

  Ανήλικοι

Ι. «Συχνά έφευγα από το σπίτι. Πρώτη φορά έφυγα όταν ήμουν 11 χρόνων. Με φίλο έφυγα και πήγαμε κάπου απόμακρα για να καπνίσουμε τσιγαριλίκια.

Στα 14 έφυγα για ένα μήνα. Είχα κρυφτεί στο σπίτι της γιαγιάς, αλλά οι δικοί μου δεν το ήξεραν. Πέθαναν οι άνθρωποι… Πάντα είχα τάσεις φυγής, από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου. Δεν ένιωθα ότι κάποιος ή κάτι με δεσμεύει. Ίσως γιατί ποτέ δεν μου είπαν «όχι». Τα είχα όλα και δεν ήξερα το «όχι» και το «μη». Αυτό είναι, δεν πήρα σωστά τη ζωή. Έμεινα 3 χρόνια στην 1η γυμνασίου. Οι καθηγητές με έλεγαν ότι θα μου βγάλουν σύνταξη μαθητού»

Ο ρόλος της οικογένειας

Η οικογενειακή δομή και η παιδαγωγική ικανότητα των γονέων επιδρούν σημαντικά στη δημιουργία και υιοθέτηση από τα παιδιά αντικοινωνικών συμπεριφορών οι οποίες μπορεί, αργότερα, να εξελιχθούν σε παραβατικές. 

 Αποσπάσματα Βιοαφηγήσεων για τον ρόλο της οικογένειας στη ζωή των παραβατικών νέων:

Φ. «Δέσποινα δεν ξέρεις τι πάει να πει φτώχεια, δυστυχία και στέρηση. Όλα από την οικογένειά μου ξεκινάνε. Έχω τόσα απωθημένα και όταν με θυμάμαι παιδί, οι παλμοί της καρδιάς μου ανεβαίνουν, εκνευρίζομαι, κακιώνω και αρχίζω να κατηγορώ τους γονείς, ειδικά τη μητέρα μου. Τι να σου πω…Ξύλο και βαριές τιμωρίες, που δεν ταιριάζανε σ’ ένα παιδί…ούτε καν σε κατάδικο…

Για να «μάθω» έπεφτε και μαστίγωμα, ξύλο με ό,τι μεταλλικό αντικείμενο υπήρχε.

Το κλασικό ήταν που με αλυσόδενε –γιατί δεν καθόμουν για να τις φάω- και μ’ έδερνε, μ’ έδερνε. Δεν έχω νιώσει στοργή, το μητρικό χάδι…ποτέ, δεν ξέρω τι είναι αυτό.. πιστεύω πως αν είχα μεγαλώσει αλλιώς θα ήμουν κάτι διαφορετικό, κάτι καλύτερο…δεν θα έφταιγα εγώ… Τι νομίζεις όλα τα παιδιά εδώ μέσα έχουν τα χειρότερα να σου πουν για τα παιδικά τους χρόνια»

Δ. «Φτωχό φαγητό, κρύο, λιγοστά ρούχα. Είχαμε και τους τσακωμούς… Ο μπαμπάς τσακωνόταν με τη μαμά συνέχεια. Έχω ζήσει τη βία της οικογένειας. Οι γονείς μου έφτασαν ως το διαζύγιο όχι όμως πολιτισμένα. Ξέρεις σπασίματα, άσχημες και βαριές κουβέντες πάνω στον θυμό. Ίσως και γι’ αυτό ήμουν αδιάφορος απέναντί τους. Τώρα που το σκέφτομαι ήταν άμυνα. Αν και παιδί, καταλάβαινα και προσπαθούσα να προφυλάξω τον εαυτό μου, να μην πληγώνομαι. Έτσι ήμουν στον «κόσμο μου» Δεν μ ’ενδιέφερε ούτε η μαμά ούτε ο μπαμπάς» 

Δ. «Ουσιαστικά μ’ έχει μεγαλώσει ο παππούς και η γιαγιά. Δεν έχω στερηθεί παιχνίδια και ό,τι τέλος πάντων θέλει ένα παιδί, όμως στερήθηκα τη στοργή και τη θαλπωρή της μάνας. Δούλευε συνέχεια, όπως και ο μπαμπάς και δεν είχε χρόνο για μένα. Έφερνε λεφτά στο σπίτι, όμως εγώ δεν ένιωσα ποτέ τη μητρική ζεστασιά. Όταν γύρναγα από τον παιδικό σταθμό δεν τους έβρισκα σπίτι… Αποκομμένος από την οικογένεια, μόνος! Από κάποιο σημείο και μετά άρχισαν οι τσακωμοί»

Κ. «Οι γονείς μου είναι φτωχοί άνθρωποι εργάτες. Άστα… περάσαμε δύσκολα χρόνια. Σπίτι χωρίς θέρμανση, μετρημένο φαγητό γιατί ήμασταν τρία παιδιά και δεν υπήρχαν πολυτέλειες. Ρούχα δεν είχαμε να βάλουμε, κρυώναμε και δεν είχαμε να φορέσουμε. Η μητέρα μου δούλευε εργάτρια για να μπορέσει να μας μεγαλώσει… ήταν όμως κοντά μας, μας έδινε αγάπη! Ο μπαμπάς ήταν στην ουσία ανύπαρκτος! Εργάτης κι αυτός μετά τη δουλειά πήγαινε στο καφενείο, έπαιζε χαρτιά, μεθούσε, γύρναγε σπίτι και τσακωνόταν με τη μητέρα μου»

Β. «Σχολείο το παράτησα, στους γονείς δεν έδινα σημασία και οι παρέες με έριξαν στην πρέζα. Βέβαια από περιέργεια άρχισα και για να μην με πουν χαζό…. Με πείραξε που από τα 8 ξέρω ότι είμαι υιοθετημένος. Την αδελφή μου την πήρε άλλη οικογένεια, δεν πάει καλά όμως, πεσμένη είναι ψυχολογικά»

Α. (48 χρ.) «Έφυγα 14 χρόνων από το σπίτι μου γιατί έβλεπα αλλιώς τη ζωή, δεν επικοινωνούσα με τους γονείς μου. Ήταν άνθρωποι με πολωμένη συναισθηματική φόρτωση, με μαθαίνανε «αρνητικά πράγματα» σε σχέση με τη ζωή δηλ. σε ένα σημείο βγήκα στον κόσμο έξω και δεν ήξερα να τον αντιμετωπίσω. Είχα φοβίες, είχα… Η οικογένειά μου ήταν ήσυχη. Μου κλέψαν την παιδική ηλικία μου. Όταν εγώ αποφάσισα στην Γ΄ Γυμνασίου ότι μου αρέσουν τα γράμματα και θέλω να σπουδάσω, αυτοί μου πήγαν κόντρα. Μου λένε «σταμάτα πάμε να δουλέψουμε». Μεγάλωσαν και αυτοί φτωχοί, ερχόντουσαν συγγενείς από το χωριό, εμένα όλα αυτά μου κλέψαν την παιδική ηλικία και ενδιαφέρον και το έδειξαν σε «συγγενείς και άλλα πράγματα» εκτός από μένα».

Α. (48 χρ.) «Αν είχα μεγαλώσει σε μια οικογένεια σημαντικά ανεβασμένη, μορφωμένη, με οικονομική άνεση και είχα μια βοήθεια, ώστε να με προσέχουν και να με προστατεύουν χωρίς να με καθοδηγούν [τι να κάνω;] να με βγάλουν το ίδιο πράγμα σαν κι αυτούς -δηλ. να δεχτούν το λάθος τους μπορεί να μην χρειαζόμουνα άλλες ουσίες. Αλλά έτσι όπως μεγάλωσα εγώ οι ουσίες μου κάνανε καλό γιατί σε ένα σημείο γνώρισα τον εαυτό μου. Τα όριο που πέρασα -και το πέρασα το όριο- ήταν γιατί δεν ήξερα, δύσκολες συνθήκες, δεν είχα κάποιο στήριγμα οικογενειακό, κάποια καθοδήγηση, κάτι… κάτι. Δεν σκέφτονται ότι 14 χρόνια, όλα μαζί, ήμουν κλεισμένος σε ένα κελί και μου λείπουν πολλά πράγματα, ότι βλέπω τον κόσμο έξω και φοβάμαι. Έχω προβλήματα να επικοινωνήσω, ας πούμε. Έχω προβλήματα να βρω δουλειά, έχω… ένα ζευγάρι κάλτσες, ένα εσώρουχο… τι να σου πω… ένα παντελόνι, να φάω. Αυτά δεν τα σκέφτονται. Σκέφτονται τη δική τους πλευρά. Εγώ είμαι ένα πρόβλημα για αυτούς. Θέλουν να φύγω από τα πόδια τους και να μη με βλέπουνε. Τη στέγη δεν την προσφέρουν ευχάριστα και ένα φαΐ γιατί τυχαίνει να είμαι παιδί τους. Το ‘χω ψάξει. Μιλάω έτσι συνειδητοποιημένα»

Ι) Ο ρόλος του πατέρα

Ο πατέρας, ιδιαίτερα για το νεαρό αγόρι αποτελεί πρότυπο. Η εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς από μέρους του πάτερα προς το παιδί ή τη μητέρα του αποτελεί καθοριστικό παράγοντα διαμόρφωσης της συμπεριφοράς του παιδιού και του αν θα επιδείξει στο μέλλον παραβατική συμπεριφορά.

Δυστυχώς διαπιστώνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις το βίαιο και αυταρχικό πρότυπο του πατέρα «αντιγράφεται» από τον ανήλικο τόσο στα παιδικά, εφηβικά του χρόνια, αλλά και αργότερα στην ενήλικη ζωή του. Τα παιδιά που μεγαλώνουν με βίαια γονικά πρότυπα και δεν υπάρχει κάποιος άλλος ενήλικος στη ζωή τους, π.χ. ένας άλλος συγγενής, ένας εκπαιδευτικός κλπ., να τα στηρίξει με τρόπο ουσιαστικό, μπορεί να πληγώσουν κι εκείνα άλλους ανήλικους ή ενήλικους υιοθετώντας βίαιες συμπεριφορές. Η απουσία, συνεπώς, ενός σημαντικού ενήλικου προτύπου στη ζωή αυτών των νέων είναι καθοριστικής σημασίας για τη μετέπειτα πορεία και αρνητική τους εξέλιξη και εδώ ο ρόλος της Πολιτείας είναι εξαιρετικά κρίσιμος και σημαντικός ως προς την προστασία αυτών των νέων και τη σωστή καθοδήγησή τους. Τα ίδια τα παιδιά «κραυγάζουν» για βοήθεια σε αυτές τις περιπτώσεις, ακόμα κι όταν προσποιούνται ότι είναι σκληροί και δηλώνουν ότι δεν έχουν ανάγκη κανέναν. Οι μαρτυρίες τους, στη διάρκεια της ενήλικης ζωής τους, για την ανάγκη τους να υποστηριχτούν και να βοηθηθούν με τρόπο ουσιαστικό και αποτελεσματικό είναι πραγματικά αποκαλυπτικές και είναι σημαντικό η Πολιτεία να ακούσει με προσοχή και να παρέχει τη στήριξη που χρειάζονται, ώστε να σπάσει επιτέλους ο φαύλος κύκλος της βίας!

Αποσπάσματα Βιοαφηγήσεων για τον ρόλο του πατέρα και το πατρικό πρότυπο στη ζωή των παραβατικών νέων:

Α.«Ο μπαμπάς μου ήταν πολύ σκληρός. Αυταρχικός. Ποτέ δεν έκανε διάλογο, μόνο να αποφασίζει ήξερε. Ήταν βέβαια άντρας με αρχές, αλλά τι να το κάνεις; Άμα δεν ξέρεις να πλησιάζεις το παιδί σου; Ο μπαμπάς, για να βάζω μυαλό και να γίνω σωστό άτομο στην κοινωνία, έβγαζε την «Άλφα-Ταφ» με μαστίγωνε και με μελάνιαζε στο ξύλο, ή, αν δεν την έβρισκε, έβγαζε τη ζωστήρα και με ράπιζε. Αν και οι γονείς μου δεν ζουν πιά, τα σκέφτομαι συνέχεια και στεναχωριέμαι. Δεν είναι το ξύλο. Είναι ο τρόπος και το μελάνιασμα γινόταν στην ψυχή και όχι στο σώμα μου»

Β. «Τα παιδικά μου χρόνια ήταν τόσο άσχημα… Πίκρα και δυστυχία. Δεν έχω νιώσει την παιδική ανεμελιά. Ο μπαμπάς μας εγκατέλειψε όταν ήμουν δύο ετών. Ωραίος μπαμπάς ε; Χωρίσανε ή καλύτερα έφυγε αυτός και άφησε πίσω του τρία παιδιά και μια γυναίκα…. Τι πρότυπο να είναι για μένα ο πατέρας;»

Δ.«Ο πατέρας μου ήταν πολύ σκληρός. Κάθε φορά που έκανα μια κακή πράξη, μια ζαβολιά, έπαιρνε το λάστιχο και με χτυπούσε… για φαντάσου τι τραύματα έχω.. αν είναι δυνατόν!.. να μαστιγώνεις ένα παιδί; Και αυτό το έκανε συνέχεια»

Ανήλικοι

Ν.(16 χρ.) «Ο μπαμπάς είχε κάνει φυλακή, συνολικά δεκαέξι χρόνια. Μπαινόβγαινε, δεν τα έκανε όλα μαζί… ξέρεις διάφορα αδικήματα… σωματεμπορία, ξυλοδαρμούς, άλλη φορά μπήκε μέσα για τρία χρόνια, άλλη για πέντε. Είχε μεγαλώσει σε ιδρύματα και έτσι από τα 12 μπήκε στην παρανομία και έφτασε να γίνει από τους πιο τρανούς μες τη νύχτα… δεν του μιλούσε κανείς και κανείς δεν μπορούσε να του κάνει τίποτα!! Έτσι κι εγώ από τα 12 μέσα στην αλητεία, στα χασίσια, στις γκόμενες , στα μηχανάκια, να κλέψουμε μηχανάκια…. Μπαμπάς με έβλεπε αλλά δεν μου έλεγε τίποτα «μπες μέσα ρε να πας για ύπνο…» καλά έχω φάει ξύλο… να πέφτουν σφαλιάρες και να φέρνω βόλτες. Μιλάμε για πολύ ξύλο και σε τσακωμούς φεύγανε και πράματα αλλά πού να του μιλήσεις…»

Σ. (25 χρ.) «Τι να σου πω και οικογένεια… ο μπαμπάς χτυπούσε τη μαμά με κουτουλιές, μπουνιές και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Είχαμε βία στο σπίτι, αφού ο μπαμπάς έπινε, γυρνούσε με γκόμενες και μας τις επέβαλε . [Αναφορά στο επάγγελμά του] ξέρεις τι σημαίνει; Γυρνούσε σπίτι και βαρούσε με κουτουλιές κλωτσιές και άλλα που δε θέλω να πω. Μια μέρα μπήκα στη μέση… άντε γ… τέλος πάντων αρκετά!!»

Θ. (22 χρ.) «Ο μπαμπάς αλκοολικός, πίνει 4 μπουκάλια κρασί την ημέρα. Η μαμά μεγαλώνει παιδιά πολλά 8… Έχει και άλλα από τον πρώτο γάμο. Όμως η κακομοίρα ατύχησε και στο δεύτερο. Πήρε τον πατέρα μου που τη χτυπούσε αλύπητα και συνέχεια. Εν τω μεταξύ είναι ωραία γυναίκα και αυτός έφυγε με μια πατσαβούρα τελικά. Γυρνούσε για να δείρει τη μάνα μου και μετά έφευγε για 3-4 μέρες, ξαναγυρνούσε, χτυπούσε, έβριζε, έσπαγε ότι έβρισκε, ξαναέφευγε…»

Α. (19 χρ.) «Ο μπαμπάς που λείπει, γιατί τη μαμά δεν τη φοβάσαι… αν ήταν ο πατέρας μου ίσως να μην έφτανα εδώ… τι ζωή είναι αυτή; Πάλι θα πέσω στην παρανομία, στα χάπια και πού θα πάει αυτό;»

ΙΙ) Ο ρόλος της μητέρας

Σε πολλές περιπτώσεις και λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών, η μητέρα καλείται να παίξει πολλαπλούς ρόλους. Είναι γνωστό ότι τα νεαρά αγόρια παρουσιάζουν ιδιαίτερη αδυναμία προς τη μητέρα, η οποία αδυναμία μπορεί να εκδηλωθεί με συναισθήματα που κλιμακώνονται από τη λατρεία μέχρι το μίσος. 

Ο ρόλος της μητέρας είναι καθοριστικός για τη ζωή των παραβατικών νέων. Η έλλειψη στοργής και εκδήλωσης έμπρακτου ενδιαφέροντος από την πλευρά της μητέρας διαδραματίζει έναν πολύ αρνητικό ρόλο. Σε άλλες περιπτώσεις η «ένοχη σιωπή» της στις σκληρές καταστάσεις που βιώνονται μέσα στην οικογένεια, η προσπάθεια συγκάλυψης ή συναισθηματικής της απόσυρσης, λειτουργούν επιβαρυντικά στην ψυχοσύνθεση αυτών των νέων ανθρώπων. Θα τονίσω, επομένως, την ανάγκη να ληφθούν επιπρόσθετα μέτρα από την Πολιτεία για την προστασία της ανηλικότητας και να δοθούν στη νεότητα ισχυρά κίνητρα για θετική δράση, αποχή από το έγκλημα, δωρεάν ψυχολογική/ ψυχιατρική υποστήριξη σε άπορους νέους κλπ. Όλες και όλοι μας, άλλωστε, έχουμε ανάγκη κάποιον να νοιαστεί πραγματικά για εμάς…

Αποσπάσματα Βιοαφηγήσεων για τον ρόλο της μητέρας και το πατρικό πρότυπο στη ζωή των παραβατικών νέων:

Φ. «Παιδάκι μου, εγώ…εγώ τη μητέρα μου τη μισώ!! Ξέρεις τι πάει να πει τη μισώ….Αυτή φταίει για όλα, όλα…Τις κακίες που έχω από μικρός, τα κόμπλεξ…με αντιμετώπιζαν με τον πιο άσχημο τρόπο. Ειδικά η μητέρα μου ξέρεις τι κακομεταχείριση έχω «φάει»; Πολλά λεφτά έχω δώσει για φιλανθρωπικούς σκοπούς και για παιδάκια που υπέφεραν. Γιατί και εγώ σαν παιδί υπέφερα και δεν είχε γελάσει ποτέ το χείλι μου… Ούτε είχα καταλάβει τι σημαίνει το να είσαι παιδί. Ποτέ δεν ένιωσα ξένοιαστος, πάντα έκλαιγα και πονούσα εξαιτίας της μάνας μου. Αχ αυτή η μάνα μου…άχτι την έχω… Αν αυτή δεν έκανε τα «εγκλήματα,  εγώ δεν θα μιλούσα μαζί σου τώρα»

Β. «Δεν υπήρχαν λεφτά και ο πατέρας τα έβγαζε δύσκολα πέρα, η μαμά είναι σκληρή και δεν έδειχνε ούτε κουβέντιαζε τα προβλήματα που είχαν. Δεν μπορώ να πω πως έχω νιώσει τη ζεστασιά και την αγάπη της. Ήταν αδιάφορη και ποτέ δεν έδειχνε τα αισθήματά της απέναντί μας… μια αγκαλιά, ένα χάδι, τώρα που τα κουβεντιάζουμε… ποτέ, ίσως γι’ αυτό και γω να είμαι έτσι αδιάφορος για τους άλλους»

Α. «Η μαμά δεν υπήρχε κοντά μου… απόμακρη και ψυχρή, γιατί στη διαπαιδαγώγησή μου έπρεπε να λαμβάνει μέρος η οικιακή βοηθός… έτσι… επέβαλε το status της οικογένειας»

 Ανήλικοι

Δ.(18 χρ. Ανθρ/νία από αμέλεια) «Η μητέρα έπινε από τα δεκαέξι της χρόνια. Οι γονείς της ζούσαν στη […]. Μετανάστευσαν στην Ελλάδα. Είναι αλκοολική, τώρα πιστεύω θα πίνει ακόμη περισσότερο. Ο πατέρας μου άνοιγε την πόρτα και έφευγε. Αυτή του πετούσε αντικείμενα, φώναζε και αρκετές φορές του είχε τραβήξει μαχαίρι. Όταν έλειπε, ξεσπούσε πάνω μου. Έχω φάει πολύ ξύλο, μου έχει ρίξει βάζο στο κεφάλι, με έδερνε με ζωστήρα, με ξύλινα ραβδιά και προσπαθούσε πολλές φορές να με μαχαιρώσει. Χάλια κατάσταση στο σπίτι. Η μητέρα μου πίστευε πως την απατάει ο μπαμπάς μου. Δεν του είχε εμπιστοσύνη. Από κει ξεκινάνε όλα…. Η μαμά δεν εργαζόταν, καθόταν σπίτι και έπινε, ξεσπούσε πάνω μας και εμείς φεύγαμε από το σπίτι σαν κυνηγημένοι, χωρίς να έχουμε κάπου αλλού να μείνουμε. Στα 14 μου, έφυγα για επτά μήνες από το σπίτι γιατί δεν άντεχα άλλο και κοιμόμουν σε παγκάκι. Ο πιο μικρός για ένα μήνα. Τι να κάνουμε; Δεν αντέχεται αυτή η ζωή. Όταν έφυγα από την κόλαση, δεν είχα πού να πάω. Εντάξει ο ένας φίλος θα σε κρατήσει για ένα βράδυ στο σπίτι, ο άλλος για άλλο ένα, μετά δεν μπορούν να σε έχουν στην πλάτη τους, γιατί και αυτοί έχουν τις οικογένειες τους. Έτσι κοιμόμουν λίγες ώρες στο παγκάκι και μετά προσπαθούσα να πάω στη δουλειά»

ΙΙΙ) Ο ρόλος του σχολείου

Το σχολείο, παράλληλα με τους γονείς, παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα ενός παιδιού. Οι συχνές απουσίες, οι αποβολές, η αψυχολόγητη συμπεριφορά πολλών εκπαιδευτικών επιδρούν αρνητικά στο παιδί. Ο ρόλος του σχολείου συρρικνώνεται συνεχώς και οδηγεί σε αρνητικές μορφές κοινωνικοποίησης.

Η πρώιμη εγκατάλειψη των σχολικών σπουδών και η εμπλοκή με εξαρτησιογόνες ουσίες αποτελούν βασικά στοιχεία που συνθέτουν το προφίλ των ανήλικων παραβατών στη χώρα μας, επομένως η σχέση ανήλικου παραβάτη με το σχολικό περιβάλλον πρέπει να διερευνηθεί σε βάθος, προκειμένου να εξετάσουμε το πώς αυτή η σχέση μπορεί να βελτιωθεί, να ενισχυθεί, ώστε ο ανήλικος να μη φεύγει από τους κόλπους του σχολείου και να βρίσκεται στους δρόμους της παρανομίας, όπου εύκολα μπορεί να εμπλακεί με παραβατική δράση, ακόμα και να αποτελέσει θύμα επιτήδειων. Αποκαλυπτικές οι ακόλουθες μαρτυρίες που ρίχνουν φως στην πολύ κακή σχέση των παραβατικών με το σχολείο, αλλά και την αδιάφορη στάση των γονέων που σίγουρα διαδραματίζει έναν αρνητικό ρόλο στην απόσυρση του ανήλικου από τις σχολικές τους δραστηριότητες και στη συνέχεια στην εγκατάλειψη των σχολικών του σπουδών.  Αξιοσημείωτο, βέβαια, είναι ότι εντός φυλακής πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους μαθαίνουν να αγαπούν το σχολείο και αντιλαμβάνονται την πολύ μεγάλη αξία του. Αυτό ακριβώς το σημείο μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μπορεί και εκτός φυλακής το σχολείο να καταφέρει να διαδραματίσει έναν πολύ θετικό ρόλο, αλλά για να επιτευχθεί το παραπάνω χρειάζεται μία συστηματική δουλειά για το πώς τελικά θα προσεγγιστεί ένα παιδί με αποκλίνουσα συμπεριφορά, ώστε να μπορέσει να ενταχθεί στη μαθητική ομάδα και να μη γίνει η συμπεριφορά του παραβατική.

Αποσπάσματα Βιοαφηγήσεων για τον ρόλο του σχολείου στη ζωή των παραβατικών νέων:

Φ. «Με το σχολείο δεν τα πήγαινα καθόλου καλά. Σιγά…τι να διαβάσω και πού; Εκεί που δεν ήθελα να βρίσκομαι με τίποτα, στο σπίτι μου»

Γ. «Απουσίες; Τις έφτανα στο όριο. Την «κοπανούσα» συνέχεια και πήγαινα στις καφετέριες. Καφεδάκι, τσιγάρο, κουβέντες διάφορες, κοριτσάκια»

Α. «Στα μαθήματα δεν ήμουν καθόλου καλός… αναμενόμενο. Ότι μάθαινα από την παράδοση, αλλά αυτό δεν έφτανε»

Β. «Με το σχολείο δεν τα πήγα ποτές καλά. Όπως και τα άλλα παιδιά, κανείς δεν έμαθε γράμματα, σιγά τι να τα κάνουμε; Αφού μετά κάναμε «μπίσνες» οικογενειακώς, τι να τα κάνουμε τα βιβλία; Άσε που δεν πατάγαμε, έπεφτε ξύλο αν ήσουν αδιάβαστος και άτακτος. Εγώ ή θα έκανα απουσίες ή θα ήμουν στο γραφείο με αποβολή, επειδής έκλεψα ή έδειρα κανέναν»

Κ. «Πολύ καλός μαθητής. Αυτό που λέει ο λαός μας: «Τα παίρνει τα γράμματα». Όμως είχα κακή διαγωγή. Τα γνωστά: ζωηράδες, σκανδαλιές: Να γκρεμίσουμε μια πόρτα, να σπάσουμε κάτι… να την κοπανήσουμε. Ε.. βάλε ότι με παρέσερναν και οι φίλοι μου»

Α. «Με το σχολείο δεν τα πήγαινα καθόλου καλά. Δεν ήθελα ούτε να διαβάζω, ούτε να γράφω, μου την έσπαγε η ιδέα… Εγώ γούσταρα να γυρνάω, να παίζω, να είμαι με τους φίλος μου, τέτοια πράγματα. Την κοπανούσα από το σχολείο και βολτάραμε στον άγιο Κοσμά ή τσακωνόμασταν με άλλες παρέες και ξένους για διάφορους λόγους και αιτίες… Για κοριτσάκια.. «γιατί την πείραξες ρε;», «τι είπες;», τσακωνόμασταν γιατί έτσι έπρεπε.. ήταν στα «πρέπει» τα άγραφα… ξέρεις αντράκια»

Ι. «Την κοπάναγα από το σχολείο, δεν διάβαζα ποτέ, έμενα στα μαθήματα, συνέχεια γύρναγα με παρέες αποδώ και αποκεί. .. «Βρε παιδί μου κάτσε να διαβάσεις τι θα απογίνεις;» Μα εμένα το μυαλό μου ήταν πώς να κάνω κοπάνα να πάω να καπνίσω με τους φίλους μου, να κάνουμε αλητείες, να κλέψουμε, να πάμε έξω από άλλα σχολεία και να τσακωθούμε με άλλα πιτσιρίκια, να παίξουμε ξύλο, να βρίσουμε»

  Ανήλικοι

Ν. (16 χρ.) «Ξέρεις πάντα κερδίζω, γιατί πάντα ήθελα να είμαι πρώτος. Και στο σχολείο ήθελα να γίνεται το δικό μου, να είμαι αρχηγός και όποιος δεν υπάκουε, έπεφτε ξύλο… ειδικά τα γκομενάκια… έπρεπε να είναι όλα σε μένα… όποιος πείραζε γκόμενα δική μου πέθαινε… μετά, το παράτησα στην πρώτη γυμνασίου, απείλησα και τον καθηγητή μου ότι άμα με αποβάλει γι’ αυτά που κάνω θα του ανατινάξω το αμάξι… τα έπαιξε… την έκανα και από κει και μετά με εξωσχολικούς μεγαλύτερους σε ηλικία από μένα αρχίσαμε τις αλητείες, τα μηχανάκια, τα ναρκωτικά, τις κλεψιές… ξέρεις από τα μικρά στα μεγάλα, από τα λίγα στα πολλά και από τα αυθόρμητο στο επαγγελματικό»

Π. (20 χρ.) «Σχολείο δεν γούσταρα να πηγαίνω… μου την έσπαγε η καθηγήτρια, συνέχεια με πέταγε έξω. Πριν κάνω κάτι.. μαζί με δύο άλλους. Έξω κατ’ ευθείαν… δεν άκουγα ποτέ ότι έλεγαν, μου ακούγονταν μαλακίες δεν έβρισκα κάτι κοινό και δεν μπορούσαν να με κερδίσουν οι καθηγητές. Στην 1η Γυμνασίου με απέβαλαν, γιατί κάτι έκανα μαζί με άλλους… δείραμε και έτσι ήθελαν να αλλάξω σχολείο. Σταμάτησα. Δεν είχε νόημα»

Μ.(20 χρ.) «Έμπλεξα από τα 12 με τη νύχτα, για να βγάλω λεφτά. Το σχολείο το άφησα, δεν με ενδιέφερε, έβρισκα βαρετά ως και ηλίθια αυτά που έλεγαν οι καθηγητές και η αυστηρότητά τους με εκνεύριζε. Το τέλος ήρθε όταν χτύπησα τον δάσκαλο και με απέβαλαν. Έτσι, τη θέση του σχολείου πήραν οι παρέες»

Λ. (ανθρ/νία από πρόθεση) «Στο δημοτικό δεν τα πήγαινα καλά. Γενικά το σχολείο δεν το πήρα με καλό μάτι, γιατί ήμασταν 10 παιδιά όλες οι τάξεις μαζί. Δεν είχε τη δική του τάξη, δεν μας ξεχώριζαν γιατί δεν υπήρχε χώρος ειδικός στο χωριό και δάσκαλοι δεν υπήρχαν. Μου την έδινε. Στο γυμνάσιο ήταν καλύτερα. Όμως και πάλι δεν τα πήγα καλά. Σε κάποια φάση έμεινα και πήγα τεχνικό λύκειο. Καλύτερα έτσι αφού δεν τα ήθελα τα γράμματα, δεν είχα όρεξη….. Κοπάνες πολλές από το σχολείο, γιατί δε γουστάραμε και οι καθηγητές ήταν αλλού, δεν μας καταλάβαιναν, μας μάλωναν και το παιδί δεν γίνεται καλύτερο με τις αποβολές, έτσι τον κομπλάρεις και είναι σαν να τον σταματάς εσύ από το σχολείο. Εμένα με κόντραρε μια καθηγήτρια χωρίς λόγο. Με ανέβαζε στον πίνακα να κλείνω ένα ρήμα στα γαλλικά και επειδής δεν τόνιζα σωστά με έκανε ρεζίλι, με μάλωνε και με έκανε να νιώθω άσχημα. Αυταρχική και μακριά από εμάς. Το πήρα στραβά. Την κοπανούσα, καβαλούσα το μηχανάκι που είχα και την έκανα για να βρω τους φίλους μου»

Σ.(20 χρ.) «Εμένα με απέβαλαν από το σχολείο γιατί έκανα φασαρία, καταλήψεις με το παραμικρό, υποκινούσα καταστάσεις, απειλούσα και στρίμωχνα καθηγητές. Τα μαθήματα αδιάφορα. Δεν έβρισκα κάτι ενδιαφέρον να με κρατήσει. Έτσι την κοπανούσα και έβγαινα με τις παρέες μου…. Στο δημοτικό ήμουν πολύ καλός μαθητής, όλα έδειχναν ότι θα πάνε καλά. Στο γυμνάσιο, άρχισα τσιγάρο, χασίς και μετά από λίγο καιρό έπεσα στην πρέζα, μαζί με άλλα παιδιά αγόρια και κορίτσια..»

Κ. (23 χρ.) «Το σχολείο δεν το γούσταρα. Πήγα ως 1η γυμνασίου και μετά το παράτησα. Η κάθε κομπλεξική, που είχε προβλήματα με τον άντρα της, ξεσπούσε πάνω μας. Άσε που σε ηλικία ήταν πολύ μεγάλοι και δε μας καταλάβαιναν σαν να μιλούσαμε δύο διαφορετικές γλώσσες. Άντε από κει ….., που ότι και να πω μου τη μπαίνεις και με προσβάλλεις.. ποια είσαι στο φινάλε; Γιατί σε πληρώνουν; Για να προσβάλλεις και να κομπλάρεις μικρά παιδιά; Εκεί σε παίρνει; Αν σκάσει κάνας μεγάλος, η γλώσσα γλύφει και η υπόκλιση στο πάτωμα… σα τους υπηρέτες.. τα παράτησα κι εγώ και ασχολήθηκα με τις δουλειές του πατέρα μου.»

Κ. «Ήρεμα μεγάλωσα, μόνο στο γυμνάσιο μου την έδιναν οι καθηγητές, δεν καταλάβαιναν την ηλικία μας, μας έριχναν τιμωρίες, αποβολές. Για τα μπάζα!! Μα έτσι δεν το κρατάς δεν το κερδίζεις το παιδί. Το κάνεις να μην θέλει να πάει στο σχολείο. Δεν γουστάρεις ο άλλος να στα χώνει και να σε προσβάλλει… έτσι τα παράτησα στη 2α γυμνασίου και πολύ προσπάθησα…»

Σ. (19 χρ.) «Μόνο στο σχολείο μάθαιναν [οι γονείς] τις αποβολές που μου έριχναν κάτι καθηγητές μεγάλοι, αυστηροί, που για να σε ξεφορτωθούν σου ρίχνουν συνέχεια αποβολές… μεγάλοι σε ηλικία, πού να καταλάβουν? Ενώ κάποιοι νεότεροι ήταν εντάξει, μας καταλάβαιναν, δεν μας πρόσβαλλαν και δεν μας έδιωχναν με τον τρόπο τους… τα παράτησα, αφού έμπαινα μέσα και ένιωθα πολύ άσχημα.. και γω και η παρέα μου. Βέβαια βαρούσαμε τους υπόλοιπους, κλωτσιές, μπουνιές, τσακωνόμασταν για τα τσιγάρα, για τα γκομενάκια, ρίχναμε ξύλο σε άλλους, είχαμε αντίπαλες ομάδες… μας απέβαλαν και τελείωσε η υπόθεση. Μετά ασχολήθηκα με τη διακίνηση και τη χρήση ναρκωτικών…»

Α.(19 χρ.) «Εεε, άφησα το σχολείο πολύ νωρίς, γιατί αποβολή στην αποβολή, αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος, να διώξουμε το Αμ..,ε, το έκοψα. Βέβαια, έκλεβα συνέχεια τις καθηγήτριες… άλλες φορές λίγα, άλλες πολλά… μια φορά πήρα από την τσάντα μιας 700 ευρώ!!»

Μ. (21 χρ. αλλοδαπός) «Ο άνθρωπος είναι το πιο σκληρό και αχάριστο ζώο. Αυτά μου έμαθε η ζωή και τα εκφράζω καλά γιατί πηγαίνω σχολείο εδώ, στη φυλακή, αφού δεν είχα το μυαλό να πάω τότε που έπρεπε. Ίσως αν πήγαινα σχολείο, να μην έφτανα σε αυτό το σημείο. Η μόρφωση δεν σε αφήνει να πάρεις το στραβό δρόμο, τις περισσότερες φορές

IV) Ο ρόλος των φίλων και της παρέας

Μπροστά στην κακοποίηση, την παραμέληση και την αδιαφορία που βρίσκουν στην οικογένεια, πολλά παιδιά θ’ αναζητήσουν «καταφύγιο» στους φίλους και την παρέα που αντικαθιστούν στην πράξη την οικογένεια. Ως συνέπεια, εμφανίζεται το ανησυχητικό φαινόμενο των «οργανωμένων ομάδων» και των συμμοριών ανηλίκων.

Οι ομάδες ομηλίκων διαδραματίζουν έναν καθοριστικό ρόλο στην πορεία των ανήλικων παραβατών. Παίρνουν τη θέση της οικογένειας, όπως οι ίδιοι αποκαλύπτουν, γιατί οι ανήλικοι αισθάνονται ότι επιτέλους ανήκουν κάπου και έτσι καλύπτουν τις βαθύτερες συναισθηματικές τους ανάγκες, με ένα όμως πολύ σκληρό τίμημα πολλές φορές. Να φτάσουν ακόμα και στα άκρα, να εμπλακούν με παράνομη δραστηριότητα για να «δείξουν τη μαγκιά τους» και να κερδίσουν την αποδοχή, την εκτίμηση και το σεβασμό της ομάδας. Οι «άγραφοι νόμοι» της παρέας είναι πολύ σημαντικοί, όπως οι ίδιοι υπογραμμίζουν στις βιοαφηγήσεις τους και συχνά τους οδηγούν σε ακραίες, ακόμα και αδιέξοδες καταστάσεις.

Αποσπάσματα Βιοαφηγήσεων για τον ρόλο των φίλων και της παρέας στη ζωή των παραβατικών νέων:

Φ. «Γυρνούσα στη γειτονιά με τα παιδιά της ηλικίας και κάναμε διάφορα. Τις περισσότερες φορές τσακωνόμασταν με άλλους. Ήταν πολύ σημαντικό να πέφτει ξύλο. Έτσι έδειχνες ότι ήσουν αντράκι»

Κ. «Στη φάση που έκανα παρέα με τα παιδιά, είχα κάποιες λάθος ενέργειες. Δηλαδή, πηγαίναμε σε κανένα περίπτερο και κλέβαμε παγωτά, παίρναμε μπουκάλια νερό και τα πουλούσαμε μετά. Τέτοια πράγματα»

Δ. «Έρχεται η συμμορία να πάρει τη θέση της οικογένειας»

Ν., Α. «…Κοπάνα από το σχολείο και κατευθείαν για τσιγάρο, από το Δημοτικό… πηγαίναμε όλη η παρέα, στην οποία εγώ ήμουν αρχηγός, σε άλλα σχολεία και πουλάγαμε τσαμπουκά, ξέρεις παίζαμε ξύλο… κλοτσιές, μπουνιές, ότι γνώριζα από πολεμικές τέχνες, το χρησιμοποιούσα.. Ήταν πολύ σημαντικό να με βλέπει η παρέα μου… για μένα ήταν η οικογένειά μου, σημασία δεν έδινα τόσο στην πραγματική μου οικογένεια όπως έδινα στην παρέα μου.. η παρέα ήταν τόσο δυνατή. Ξεπερνούσε τη δύναμη της οικογένειας… ήμασταν ένα, ο ένας για τον άλλον, έτσι τουλάχιστον πίστευα…»

Γ. «Έφευγα συνέχεια απ’ το σπίτι. Δεν θυμάμαι τον εαυτό μου να βρίσκεται στο σπίτι και να διαβάζει. Έξω, με φίλους και παρέες. Τα παιδιά που συναναστρεφόμουν ήταν μεγαλύτερα από μένα. … Εμένα μ’ έχουν καταστρέψει οι παρέες… τελείωσε! Γιατί; Στα 11 άρχισα να πίνω ουίσκι… μου έδιναν ουίσκι, το συνήθισα και έπινα συνέχεια, κάπνιζα… πήγαινα μ’ εκείνες… ανδρώθηκα πολύ νωρίς κι’ αυτό μου στοίχισε»

Α. «Έχω μεγαλώσει στη φτωχογειτονιά, ποτέ δεν έμενα σπίτι και οι γονείς μου δεν ήταν τόσο κοντά μου. Για μένα οι παρέες και το παιχνίδι ήταν η οικογένειά μου. Όταν δε δούλευα, κανόνιζα με την παρέα να πηγαίνουμε στην […] και να κλέβουμε ποδήλατα από τις πιλοτές… Μπαίναμε σιγά-σιγά στα βαθιά, οι παρέες μου ήταν επικίνδυνες»

Χ. «Έτσι έχω μάθει από τους φίλους, μεγαλύτερους από μένα, ήταν τα πάντα για μένα, γονείς δεν έβλεπα μα και δεν υπολόγιζα, φίλους όμως ναι τους υπολόγιζα και έκανα πολλά για πάρτη τους, καλά και κακά προκείμενου να τους βγάλω από τη δύσκολη και να είμαι εντάξει απέναντι στους όρκους της φιλίας και τους άγραφους νόμους»

Θ. «… Προτιμούσα να είμαι με τις παρέες μου εκεί… στις διάφορες περιοχές να γυρνάμε με τα ποδήλατα.. και να κάνουμε σκανδαλιές. Να παίρνουμε πράγματα, να παίζουμε ξύλο μεταξύ μας, αλλά να προκαλούμε και άλλους που ήταν άγνωστοι»

Δ. «Στο σχολείο τα πήγαινα μια χαρά. Όμως βαριόμουν να κάτσω να γράψω… έβαζα κάτι συμμαθήτριές μου και μου έγραφαν τα μαθήματα της επόμενης μέρας. Εγώ είχα άλλα ενδιαφέροντα: να βγω να παίξω ζάρια με τους φίλους μου. Έκλεβα λεφτά από το πορτοφόλι της μαμάς και πήγαινα κι έπαιζα ζάρια … είχαμε ρημάξει όλη τη γειτονιά, κλέβαμε, καπνίζαμε… ήμασταν «ένα» διαφορές και τσακωμοί δεν υπήρχαν μεταξύ μας! Συμφωνούσαμε σε όλα και πάντα βάσει πλειοψηφίας πηγαίναμε και κάναμε ό,τι να ναι…»

Μ.(20 χρ.) «.. Έτσι τη θέση του σχολείου πήραν οι παρέες, μεγαλύτερα παιδιά, εξωσχολικοί, με μηχανάκια, τσιγάρα και γκόμενες με την ίδια νοοτροπία και συμπεριφορά. Μαζί με τον […], αυτόν που έσφαξα, γυρνούσαμε παντού και όλη την ημέρα και τη νύχτα»

Σ. (20 χρ) «Παράτησα το γυμνάσιο και ασχολήθηκα με αυτό που με έμαθαν οι παρέες μου. Κλέβαμε μαγαζιά, σούπερ μάρκετ, ανθρώπους, απειλούσαμε με μαχαίρια να μας δώσουν τα κινητά τους για να τα πουλήσουμε. Καβαλούσα το μηχανάκι και την έκανα παντού. Λεφτά πολλά παίρναμε από σούπερ μάρκετ. Παίρναμε λεφτά από το χρηματοκιβώτιο με τσιμπιδάκι. Με μαχαίρι είναι πιο εύκολο. Απειλείς και αφαιρείς…»

Τ. (18,5 χρ.) «… Ποτέ δεν μου έλειψε τίποτα, όμως δεν γούσταρα το σχολείο. Στο δημοτικό εντάξει όμως μετά μου την έσπαγε. Κάναμε κοπάνες και πηγαίναμε σε καφετέριες με μηχανάκια για να κάνουμε διάφορα. Να πουλήσουμε μαγκιά και να κλείσουμε δουλειές. Να κλέψουμε μηχανάκια, να ανοίξουμε αυτοκίνητα, να κλέψουμε τσάντες, να αφαιρέσουμε λεφτά και μετά με τον καιρό να κάνουμε οργανωμένες δουλειές, να παρακολουθήσουμε άτομα και να κάνουμε ληστείες»

Σ. (25 χρ.) «Σχολείο τελείωσα εδώ μέσα [στη Φυλακή]. Έξω δεν με ένοιαζε, γιατί μου την έσπαγαν όλα και δεν τα έβρισκα με τον εαυτό μου. Το μπαλάκι, μια με τη μαμά, μια με το μπαμπά, γκόμενες, τσακωμοί, φωνές… άντε τέλος πάντων. Τίποτα!! Με παρέες που έχω κοινά ενδιαφέροντα, θα ακούσουν τα προβλήματά μου και θα είμαστε ένα γιατί κάνουμε μαζί δουλειές για να βγάλουμε λεφτά και τη δόση μας στη συνέχεια, η οποί και με κατέστρεψε, αφού οι ληστείες σε σπίτια, μεγάλους ανθρώπους που άμα δεν έδιναν το πορτοφόλι και το κινητό τους χτυπούσαμε, όλα τα κάναμε χύμα, απροκάλυπτα και γι’ αυτό μας κυνηγούσαν οι μπάτσοι»

Θ. (22 χρ.) «Τα παράτησα όλα, σχολεία, σπίτι, μάνα και έφυγα, την έκανα για να μην βλέπω και να μην ακούω. Γυρνούσα, περιπλανιόμουνα και οι παρέες μου ήταν το σπίτι και η οικογένειά μου. Ένας μεγαλύτερος ήταν δίπλα μου και μου έδειξε τη δουλειά»

 Α. (18 χρ.) «Έμπλεκα με παρέες και έκλεβα! Όταν ο πατέρας μου δούλευε στα […] είχαμε πάει να ζήσουμε στο νησί […]. Εε βρήκα εκεί έναν κλέφτη και κλέψαμε το μισό νησί»

Α. (16 χρ.) «Πήγα στην Α΄ Γυμνασίου, αλλά δεν την τελείωσα γιατί έμπλεξα με παρέες και ναρκωτικά από 14 χρόνων. Τότε έφυγα και από το σπίτι. Ήμουν 13-14 χρόνων και έφυγα με παρέες. Με πήραν κάποιοι μεγάλοι που γνώρισα. Αυτοί μου έμαθαν τα ναρκωτικά και τις κλοπές. Αρρώστησα μετά από στερητικά. Οι δικοί μου με έψαχναν. Εγώ μπόρεσα να γυρίσω στο σπίτι και βρήκα τους δικούς μου»

Ε. 19 χρ. Ανθρωποκτονία «Παρασύρθηκα….οικονομικό λόγο ένα παιδί 15 χρονών τι να έχει; Πόσα λεφτά να χρειαστεί και πώς να τα ξοδέψει;»

Να σημειωθεί, ολοκληρώνοντας, ότι το υλικό των βιοαφαγήσεων είναι εκτενέστατο και στο παρόν άρθρο παρουσιάζουμε ένα μικρό μέρος του. Η διερεύνηση θα συνεχιστεί. Ένα θεμελιώδες συμπέρασμα που εξάγεται και από τα παραπάνω αποσπάσματα είναι η αναγκαιότητα ενίσχυσης της κοινωνικής μέριμνας για ανήλικους και νέους που αντιμετωπίζουν σοβαρές, ορατές και μη ορατές, δυσλειτουργίες, στην οικογένειά τους, εγκαταλείπουν πρώιμα τις σχολικές τους σπουδές και βρίσκονται ανεξέλεγκτοι και εκτεθειμένοι σε πολλαπλούς κινδύνους, στους δρόμους της παρανομίας.


[1] Συνεντευκτές:

Δέσποινα Σβουρδάκου, Δρ Κοινωνιολογίας

Σωτηρία Καρυτινού, Δρ Κοινωνιολογίας                 

Παναγιώτης Σχίζας, Δρ Κοινωνιολογίας                                     

Κατερίνα Μεθενίτη, πτυχίο κοινωνιολογίας

The following two tabs change content below.
Η Αγγελική Καρδαρά είναι Εισηγήτρια-Συγγραφέας και Εκπαιδεύτρια στο Πρόγραμμα Συμπληρωματικής εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης (E-Learning) του Κέντρου Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι Διδάκτωρ του Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Φιλόλογος (με εξειδίκευση στη μεσαιωνική και νεοελληνική φιλολογία) και Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.). Το θέμα της διδακτορικής διατριβής της, με Επιβλέποντα τον Καθηγητή Γιάννη Πανούση, αφορά τον ιδιαίτερο γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας του έγκλειστου πληθυσμού. Από τον Φεβρουάριο του 2020 ανέλαβε και Επιστημονικά Υπεύθυνη του Crime & Media Lab του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος που αποτελεί Ομάδα Εργασίας για το Έγκλημα και την Απεικόνισή του στα ΜΜΕ. Έχει επάρκεια και άδεια διδασκαλίας τριών ξένων γλωσσών (αγγλικών, γαλλικών, ισπανικών). Εργάζεται στον συναρπαστικό χώρο της εκπαίδευσης, δίνει διαλέξεις και οργανώνει μαθήματα σεμιναριακού τύπου στο αντικείμενο εξειδίκευσής της «Έγκλημα & Media». Επίσης, είναι Επιστημονικά Υπεύθυνη ερευνών εγκληματολογικού, κοινωνικού και μιντιακού ενδιαφέροντος, αρθρογραφεί και συγγράφει. Έχει συγγράψει τα βιβλία: Τρομοκρατία και ΜΜΕ (εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα), Όταν η ψυχή μιλάει (εκδόσεις Υδρόγειος), Φυλακή και Γλώσσα (εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα), Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας για τον Αστυνομικό και Δικαστικό Συντάκτη (εκδόσεις Παπαζήση), Σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ των εγκληματιών που απασχόλησαν τα ελληνικά ΜΜΕ (1993-2018): Criminal Profiling and Media (εκδόσεις Παπαζήση). Οι «Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους» είναι το έκτο βιβλίο της και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση.

Comments

comments

Related Posts

    Comments are closed.

    Recent Posts